ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B247
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 1/2020)
16 Ιουλίου, 2020
[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
χχχ ΤΟΚΑΤΛΙΑΝ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη
---------------
Σ. Αργυρού, για εφεσείοντα.
Μ. Μασούρα (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
-------------------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
-----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
[Ex-tempore]
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείοντας παραδέχθηκε επτά κατηγορίες σε σχέση με παραβίαση της νομοθεσίας περί πρόληψης και καταπολέμησης της παιδικής πορνογραφίας.[1] Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο ετών.
Το δικαστήριο εξέτασε το ενδεχόμενο αναστολής εκτέλεσης της ποινής το οποίο και απέρριψε.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αγορεύοντας υπέδειξε ότι η υπόθεση δεν είναι τόσο σοβαρή όσο άλλες περιπτώσεις στις οποίες αναφέρθηκε, τόσο από πλευράς αριθμού των αρχείων παιδικής πορνογραφίας που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείοντα, όσο και από πλευράς κατηγοριοποίησης τους. Όμως δεν παύει να χαρακτηρίζεται από εγγενή σοβαρότητα, όπως δεδομένη είναι και η ανάγκη, τόσο στην Κύπρο, όσο και διεθνώς για πάταξη της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και του φαινόμενου της παιδικής πορνογραφίας λόγω της αυξανόμενης διάδοσης τους και της τεράστιας κοινωνικής απαξίας που τα χαρακτηρίζει.
Θεωρούμε ότι ευλόγως δεν αμφισβητήθηκε το είδος και η έκταση της ποινής. Η έφεση περιορίστηκε στο ζήτημα της αναστολής. Ήταν η εισήγηση της υπεράσπισης ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψιν ή δεν έδωσε επαρκή βαρύτητα σε παράγοντες οι οποίοι θα δικαιολογούσαν την αναστολή, όπως είναι ο χρόνος που παρήλθε μέχρι την επιβολή ποινής, περίοδος κατά την οποία άλλαξαν ουσιωδώς, όπως ετέθη, οι συνθήκες του εφεσείοντα, εφόσον είχε εξεύρει εργασία, φρόντισε να εξασφαλίσει δίπλωμα με προοπτική το μέλλον του και δημιούργησε δεσμό. Έγινε επίσης εισήγηση ότι ενώ το θέμα ουσίας ήταν τα αρχεία, αντιλαμβανόμαστε υπό την έννοια ότι δεν ήταν τόσο σοβαρή περίπτωση όσο σε άλλες υποθέσεις στις οποίες παραπεμφθήκαμε, «το δικαστήριο παρασύρθηκε από άλλα ζητήματα που δεν είχαν σημασία».
Το ζήτημα της αναστολής ή όχι της ποινής εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος δικαστηρίου η οποία είναι ευρεία. Το Εφετείο παρεμβαίνει με φειδώ στην περίπτωση όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή όπου, λόγω της μη αναστολής, η ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου αποβαίνει εκδήλως υπερβολικά αυστηρή.
Είναι γεγονός ότι το δικαστήριο εξετάζοντας τη δυνατότητα αναστολής δεν πρέπει να περιορίζεται στον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής, αλλά θα πρέπει να εξετάζει τα περιστατικά της υπόθεσης στο σύνολο τους και τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου (Αργυρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 449). Κατά την εξέταση όμως του ζητήματος σημαντικό ερώτημα παραμένει κατά πόσο η αναστολή ποινής θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930).
Με αυτά ως δεδομένα θεωρούμε ότι με την παρούσα έφεση δεν υποδεικνύεται κάποιο σφάλμα αρχής ή άλλος λόγος που να δικαιολογούσε εξ αντικειμένου την επέμβαση του Εφετείου, αλλά κατ΄ ουσίαν ζητείται η άσκηση εκ νέου της διακριτικής ευχέρειας από το Εφετείο, που δεν είναι αυτός ο σκοπός. Το Κακουργιοδικείο, ως το δικαστήριο που ήταν επιφορτισμένο με την ευθύνη επιβολής της ποινής, έλαβε υπόψιν και εξισορρόπησε όλους τους σχετικούς παράγοντες και ευλόγως ενήργησε στα πλαίσια των εξουσιών του.
Η έφεση απορρίπτεται.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
/φκ
[1] Ο περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος, Ν. 91(Ι)/2014.