ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Ε. Πουργουρίδης, για τον αιτητή Ξ. Ξενοφώντος (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθ΄ ης η αίτηση CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-06-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΧΑΜΠΗ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΈΦΕΣΗ ΑΡ. 146/2019, 148/2019, 16/6/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B195

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΈΦΕΣΗ ΑΡ. 146/2019

(Σχ. με 148/19)

 

 

16 Ιουνίου, 2020

 

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΩΝ]

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                   Εφεσείουσας

- v -

 

xxx ΧΑΜΠΗ

                                                                                       Εφεσίβλητου

-----------------

 

                                      ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 148/2019

(Σχ. με 146/19)

 

xxx ΧΑΜΠΗ

                                                                    Εφεσείοντα

- v -

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                                      Εφεσίβλητης

-----------------

 

Αίτηση ημερ. 3.12.19

 

Ε. Πουργουρίδης, για τον αιτητή

Ξ. Ξενοφώντος (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθ΄ ης η αίτηση

 

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:    Κατ΄  επίκληση της σύμφυτης εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εμποδίζει συνηγόρους από του να χειρίζονται υποθέσεις ενώπιον του όταν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, καταχωρίστηκε από τον xxx Χαμπή - εφεσίβλητο στην Ποιν. Εφ. 146/2019 και εφεσείοντα στην Ποιν. Εφ. 148/.2019 (στο εξής ο Αιτητής) - η υπό κρίση αίτηση με την οποία επιδιώκει την έκδοση διατάγματος «δια του οποίου να απαγορεύεται στη δημόσιο κατήγορο Ξένια Ξενοφώντος, να χειριστεί τις υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο ποινικές εφέσεις ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου».

 

      Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση δικηγορικού υπαλλήλου της δικηγορικής εταιρείας που αντιπροσωπεύει τον Αιτητή, όπου βασικά προβάλλονται τα ακόλουθα:

 

      Ο Αιτητής κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Πάφου σε δύο κατηγορίες που αφορούσαν προβολή μέσω κινητού τηλεφώνου σεξουαλικών πράξεων με αποδέκτη τον 13χρονο Μ.Τ. (κατηγορία 11) και παράνομη επίθεση εναντίον του εν λόγω ανηλίκου (στο εξής ο Ανήλικος), ενώ αθωώθηκε σε 11 άλλες κατηγορίες που αφορούσαν σεξουαλική κακοποίηση τόσο του Aνήλικου όσο και του συνομήλικου του Α.Π.

 

      Η υπεράσπιση του Αιτητή στην κατηγορία 11, ήταν πως η καταγγελία του Ανηλίκου ήταν ψευδής και προϊόν υποκίνησης από εξάδελφο του με τον οποίο είχε έλθει προηγουμένως σε ρήξη.   

 

      Κατά το επεισόδιο, προβάλλεται, ο εξάδελφος του Ανηλίκου απείλησε τον Αιτητή ότι θα τον «έσαζε καλά» και λίγες ημέρες μετά υλοποίησε την απειλή του αναφέροντας στη μητέρα του Ανηλίκου ότι ο Αιτητής είχε δείξει στο γιο της πορνογραφικές παραστάσεις, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο Ανήλικος εφόσον η πληροφόρηση της μητέρας του έγινε στην παρουσία του.  Όμως ο Ανήλικος, στην οπτικογραφημένη κατάθεση του προς την αστυνομία, ανέφερε ότι δεν είχε πει οτιδήποτε σχετικό με κακοποίηση στον εξάδελφο του, στοιχείο  που αποκάλυπτε ότι τα λεχθέντα του εξάδελφου προς την μητέρα του δεν είχαν πηγή τον ίδιο.  Ωστόσο κατά την κατάθεση του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο Ανήλικος άλλαξε την εκδοχή του και ισχυρίστηκε πως το πρώτο πρόσωπο στο οποίο αποκάλυψε τις επιλήψιμες πράξεις του Αιτητή ήταν ο ξάδελφος του.  Επρόκειτο, ισχυρίζεται η ενόρκως δηλούσα για τον Αιτητή, για ουσιωδέστατη αντίφαση του Ανηλίκου και ως εκ τούτου έτυχε αντεξέτασης.  Όπως δε προέκυψε από την αντεξέταση, η αλλαγή στην εκδοχή του Ανηλίκου είχε ως πηγή «τα φυλλάδια» που του διάβασε η Ξενοφώντος όταν αυτή τον καλούσε στο γραφείο της για να του «διαβάσει τις καταθέσεις του».

     

      Είναι θέση του Αιτητή, ότι ένας από τους λόγους έφεσης εναντίον της καταδίκης του συναρτάται με την προαναφερθείσα αλλαγή της εκδοχής του Ανηλίκου η οποία συνιστά «ανεπίτρεπτη και παράνομη χειραγώγηση του από την Ξενοφώντος και με την επιμόλυνση που αυτή επέφερε τόσο στη μνήμη όσο και στη μαρτυρία του ανηλίκου», κάτι που συνέβη και με τον δεύτερο ανήλικο που κατ΄ ισχυρισμό υπήρξε και αυτός θύμα σεξουαλικής κακοποίησης του Αιτητή.  Συνεπώς, εάν η δημόσιος κατήγορος παραμείνει στην υπόθεση δεν θα υπερασπίζεται απλώς την πρωτόδικη απόφαση αλλά θα υπερασπίζεται τον εαυτό της και τις παράνομες πράξεις που της καταλόγισε ο Ανήλικος. Ως εκ τούτου εγείρεται ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων της εν λόγω δημοσίου κατηγόρου που νομιμοποιεί το Ανώτατο Δικαστήριο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα.

 

      Η αίτηση προσέκρουσε σε 19 λόγους ένστασης οι οποίοι, βασικά, περιστρέφονται γύρω από 4 άξονες.

 

      Ο πρώτος, ότι η επιδιωκόμενη θεραπεία δεν προβλέπεται από οποιοδήποτε νομοθέτημα και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να την ικανοποιήσει.  Ο δεύτερος, η αίτηση συνιστά επέμβαση στο συνταγματικό δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να ορίζει το λειτουργό  που τον εκπροσωπεί.  Ο τρίτος, ο χειρισμός των επίδικων εφέσεων από την Ξενοφώντος δεν επηρεάζει το δικαίωμα του Αιτητή να προωθήσει τα όποια παράπονα του στο πλαίσιο της εκδίκασης των εφέσεων και, ο τέταρτος, η αίτηση είναι συγκαλυμμένη έφεση εφόσον αποσκοπεί εκ προοιμίου σε αναγνώριση ότι όντως η Ξενοφώντος χειραγώγησε τους δύο ανήλικους.

 

      Οι προαναφερθέντες λόγοι ένστασης υποστηρίζονται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση λειτουργού στο Επαρχιακό Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα στην Πάφο.  Ό,τι όμως χρειάζεται να σημειωθεί για τους σκοπούς της παρούσας είναι ότι οι αιτιάσεις του Αιτητή περί χειραγώγησης των δύο ανηλίκων από την Ξενοφώντος απορρίπτονται ως αβάσιμες.   Κι  αυτό με αναφορά τόσο στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και στα ευρήματα στα οποία κατέληξε το Κακουργιοδικείο το οποίο απέρριψε τη θέση του Αιτητή ότι η καταγγελία του Ανηλίκου είχε υποκινηθεί από τον εξάδελφό του.  Κατά τα άλλα προβάλλεται, αφενός, ότι η Ξενοφώντος κανένα συμφέρον δεν έχει ως προς την έκβαση των εφέσεων και, αφετέρου, διατυπώνονται θέσεις προς υποστήριξη των λόγων ένστασης.

 

      Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων προώθησαν τις θέσεις τους, υπέρ ή εναντίον της αποδοχής της αίτησης, τόσο με γραπτές αγορεύσεις όσο και δια ζώσης κατά την επ΄  ακροατηρίω συζήτηση της αίτησης.  Συγκεκριμένα:-

 

      Είναι θέση του κ. Πουργουρίδη ότι τα περιστατικά της υπόθεσης αποκαλύπτουν εκ πρώτης όψεως σύγκρουση συμφέροντος της Ξενοφώντος να χειριστεί τις δύο εφέσεις λόγω του ότι εμπλέκεται προσωπικά στο εγερθέν ζήτημα της χειραγώγησης των δύο ανηλίκων και ειδικά του Ανήλικου, στοιχείο που ενεργοποιεί τη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου για διαφύλαξη του κύρους της Δικαιοσύνης.  Παρέπεμψε επί τούτου στην Christie v. Wilson [1999] 1 All E.R. 542 όπου το Αγγλικό Εφετείο επεσήμανε πως  «There is no doubt, that the Court does have a discretion in a proper case to bar a particular advocate from appearing before it, if the circumstances so warrant», επισήμανση που σύμφωνα με την εισήγηση του τυγχάνει εφαρμογής και στην παρούσα περίπτωση.

 

      Διαμετρικά αντίθετη είναι η θέση της κ. Ξενοφώντος.  Η αίτηση, εισηγήθηκε, είναι θνησιγενής εφόσον στερείται νομικής βάσης και η επίκληση της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου δεν της προσδίδει εγκυρότητα καθότι δεν συνδέεται με την αναγκαιότητα ύπαρξης για τη λειτουργία του Δικαστηρίου ως Δικαστηρίου Δικαίου.  Ούτε επιτρέπει απόκλιση ή παράκαμψη των δικονομικών κανόνων, αλλά είναι επιτρεπτή κατ΄ εξαίρεση μόνο όταν η τυχόν άρνηση άσκησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου θα ισοδυναμούσε με αποστέρηση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος διαδίκου, κάτι που δεν ισχύει υπό τα περιστατικά της υπόθεσης.    Παρέπεμψε συναφώς στις Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339, Κρασοπούλης κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2266 και άλλες.   Εν πάση όμως περιπτώσει, συνέχισε, η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα συνιστούσε παρέμβαση στο συνταγματικό δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα (Άρθρο 113 του Συντάγματος) να ορίζει τον λειτουργό που τον εκπροσωπεί ο οποίος υπό τα περιστατικά της υπόθεσης  ενήργησε καθόλα άψογα στο χειρισμό της υπόθεσης και παρέπεμψε σε ευρήματα της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με το ζήτημα που εγείρει ο Αιτητής διατυπώνοντας τη θέση ότι η υπό κρίση αίτηση είναι συγκαλυμμένη έφεση η οποία αποσκοπεί σε εκ προοιμίου απόφαση περί χειραγώγησης του Ανηλίκου, πράγμα ανεπίτρεπτο.

 

      Εξετάσαμε με την επιβαλλόμενη προσοχή ό,τι τέθηκε ενώπιον μας.  Καταλήξαμε ότι η αίτηση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη για δύο προφανείς λόγους, σε βαθμό που δεν χρειάζεται να τύχουν εξέτασης τα όσα άλλα ενδιαφέροντα έθεσαν ενώπιο του Εφετείου οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων.  Ο πρώτος αφορά τις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο «έχει εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνηται και συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσσει δίωξιν καθ' οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι' οιονδήποτε αδίκημα. Η τοιαύτη εξουσία δύναται να ασκείται υπό του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είτε αυτοπροσώπως είτε δι' υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού».  Είναι πασιφανές ότι αποδοχή της αίτησης θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση από το Εφετείο στο συνταγματικό δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα στον ορισμό της Ξενοφώντος να χειριστεί τις δύο εφέσεις «συμφώνως προς τας οδηγίας του» και συνεπώς το οποιοδήποτε αίτημα για αποκλεισμό της εν λόγω λειτουργού από το χειρισμό των επίδικων εφέσεων θα έπρεπε να υποβληθεί στον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα.  Ο δεύτερος, μας βρίσκει σύμφωνους η θέση της Ξενοφώντος (κα) ότι η αίτηση συνιστά κεκαλυμμένη έφεση εφόσον, στην περίπτωση αποδοχής της, θα οδηγούσε εκ προοιμίου και σε επιτυχία του λόγου έφεσης για «ανεπίτρεπτη και παράνομη χειραγώγηση του από την Ξενοφώντος και με την επιμόλυνση που αυτή επέφερε τόσο στη μνήμη όσο και στη μαρτυρία του ανηλίκου» (ανωτέρω).  Κατά συνέπεια, εάν στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου εγείρεται θέμα χειραγώγησης, αυτό μπορεί να προωθηθεί με τον  προαναφερθέντα λόγο έφεσης ο οποίος - όπως είναι η θέση του Αιτητή - είναι ένας από τους λόγους έφεσης που θα προωθήσει εναντίον της καταδίκης του.  Επί του προκειμένου δεν θα ήταν χωρίς σημασία να επαναλάβουμε ό,τι ειπώθηκε στην Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 67/2017 ημερ. 15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:D207 - με αναφορά στην Regina v. Momodou and another (2005) EWCA Crim 177 παρ. 61[1] και στον Κώδικα Πρακτικής που εφαρμόζεται στην Αγγλία - ότι «η προηγούμενη επαφή και συνέντευξη του εκπροσώπου της Κ.Α. με ένα μάρτυρα κατηγορίας, ήτοι πριν το στάδιο της έναρξης της μαρτυρίας του ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν απαγορεύεται.   Αντιθέτως ο εκπρόσωπος της Κ.Α. δικαιούται να έχει τέτοια επαφή η οποία δυνατό να συμπεριλαμβάνει την ανάγνωση της κατάθεσης του μάρτυρα που έδωσε στην αστυνομία, την υποβολή οποιωνδήποτε διευκρινιστικών ερωτήσεων και την πιθανή εξασφάλιση/προσθήκη νέων στοιχείων στη μαρτυρία.  Σε καμία, βεβαίως, περίπτωση δεν πρέπει η επαφή αυτή με το μάρτυρα να έχει ως στόχο την βελτίωση ή ενδυνάμωση της μαρτυρίας που αυτός θα δώσει όταν θα καταθέσει στο Δικαστήριο ή την όποια καθοδήγηση προς αυτόν».  Με την επισήμανση ότι στην περίπτωση που ο Ανήλικος έτυχε «training» (εκπαίδευση) ή «coaching» (προετοιμασία) και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε διαφορετικά, μπορεί το ζήτημα να εξεταστεί στο πλαίσιο της έφεσης - όπως είναι ο σχετικός Λόγος Έφεσης -  με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                             Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                             Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                             Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/κβπ



[1] "There is a dramatic distinction between witness training or coaching, and witness familiarisation. Training or coaching for witnesses in criminal proceedings (whether for prosecution or defence) is not permitted. This is the logical consequence of the well-known principle that discussions between witnesses should not take place, and that the statements and proofs of one witness should not be disclosed to any other witness. (See R. ν Richardson (1971) 55 Cr.App.R. 244, /19711 2 O.B. 484; R. ν Arif (Dogan) The Times, June 22, 1993 ; R. ν Skinner (1994) 99 Cr.App.R. 212: and R. ν Shaw 120021 EWCA Crim 3004.) The witness should give his or her own evidence, so far as practicable uninfluenced by what anyone else has said, whether in formal discussions or informal conversations. The rule reduces, indeed hopefully avoids, any possibility that one witness may tailor his evidence in the light of what anyone else said, and equally avoids any unfounded perception that he may have done so. These risks are inherent in witness training.... ".

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο