ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B161
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 92/2019)
22 ΜΑΪΟΥ 2020
[Α. ΛΙΑΤΣΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, X. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσείουσας
ΚΑΙ
xxx ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ
Εφεσίβλητου
---------------
Αντώνης Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα.
Στάλω Στυλιανού (κα), για τον Εφεσίβλητο.
--------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
-------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Εφεσιβάλλεται ως έκδηλα ανεπαρκής η ποινή φυλάκισης ενός έτους που επιβλήθηκε στον Εφεσίβλητο για το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας κατά παράβαση του άρθρου 91 (γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και ότι η απόφαση για αναστολή της εκτέλεσης της ήταν λανθασμένη.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της κατηγορίας που ο Εφεσίβλητος παραδέχτηκε, με σκοπό την υποκίνηση του παραπονούμενου να διενεργήσει πράξη που αυτός δεν είχε νομική υποχρέωση να τελέσει, δηλαδή να παραιτηθεί από πρόεδρος του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών, τον απείλησε ότι θα βιάσει την κόρη του.
Από τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως εκτέθηκαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποκαλύπτεται ότι ο Εφεσίβλητος είχε διαφορές με τον παραπονούμενο. Αισθανόταν αδικημένος για την αντιμετώπιση που τύγχανε από το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών του οποίου ο παραπονούμενος ήταν ο Πρόεδρος. Είχε καταγγελθεί από επιθεωρητές του Συμβουλίου αναφορικά με συναφείς με το επάγγελμα παράνομες δραστηριότητες του και διατηρούσε παράπονο σε σχέση με την απόρριψη από το Συμβούλιο αιτήματος του για έκδοση σχετικής άδειας.
Η απειλή πραγματοποιήθηκε με την αποστολή μέσω ταχυδρομείου ανώνυμης επιστολής προς τον παραπονούμενο που περιείχε φωτογραφία της κόρης του, που ο Εφεσίβλητος είχε εξασφαλίσει μέσω του διαδικτύου από το λογαριασμό της στο facebook. Η κόρη του παραπονούμενου ήταν φοιτήτρια στη Μεγάλη Βρετανία και στην επιστολή ο Εφεσίβλητος προειδοποιούσε πως είχε έρθει η στιγμή να πληρώσει ο παραπονούμενος για όλα τα κακά που έκανε και ότι η μόνη σωτηρία του ήταν να παραιτηθεί από το Συμβούλιο εντός τριών ημερών. Αναφερόταν επίσης ότι αν ο παραπονούμενος μετέβαινε στην Αστυνομία τα πράγματα θα χειροτέρευαν και ότι θα βιάσουν τη κόρη του και θα του στείλουν βίντεο να τη βλέπει.
Σημειώνουμε πως όπως υποδεικνύεται στη Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1, 6, για να στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 91 (γ) η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ αντικειμένου τη δυνατότητα εκφοβισμού προς το σκοπό αποτροπής εκτέλεσης καθήκοντος ή διενέργειας πράξης που ο παραπονούμενος δεν είχε νομική υποχρέωση να τελέσει. Κατ' ακολουθία, κενή απειλή, δηλαδή απειλή η οποία λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, δε στοιχειοθετεί πρόθεση εκφοβισμού και συνεπώς ούτε και το αδίκημα (βλ. ακόμα Kallenos v. Police (1969) 2 C.L.R. 210, 212 και Βοσκού ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 510, 514-516).
Ο Εφεσίβλητος εντοπίστηκε αφότου ο παραπονούμενος διατύπωσε εναντίον του υποψίες. Συνελήφθηκε με δικαστικό ένταλμα σύλληψης και προέβηκε σε άμεση παραδοχή, εξηγώντας σε θεληματική του κατάθεση τον τρόπο που είχε ενεργήσει. Όταν κατηγορήθηκε γραπτώς παραδέχτηκε και ανάφερε πως είχε κάμει μεγάλο λάθος. Παραδέχτηκε και ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλάζοντας την απάντηση του με την οποία είχε αρχικά αρνηθεί την κατηγορία.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε την σοβαρότητα του αδικήματος της κατηγορίας υιοθετώντας αναφορά από την Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303, 313 ότι: «Ο εκφοβισμός, τον οποίο επιχείρησε ο εφεσίβλητος, συναρτάται με μορφές εγκληματικής δράσης, που τείνουν να καταστρέψουν τον κοινωνικό ιστό και να καταστήσουν τη βία κυρίαρχο στοιχείο της ζωής. Είναι αυτή η πτυχή του εγκλήματος που του προσδίδει ιδιαίτερη σοβαρότητα και επιβάλλει την επιβολή, ανάλογα, αυστηρής ποινής.» Διαπίστωσε ακόμα ανησυχητική έξαρση τέτοιων αδικημάτων, παράμετρο που, όπως ανάφερε, θα έπρεπε να λάβει υπόψη.
Συμφωνούμε με το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι πρόκειται για σοβαρό αδίκημα με προεκτάσεις στην κοινωνία και στις σχέσεις των ανθρώπων. Στη Φανιέρος επιδοκιμάστηκε η θέση ότι η απειλή για ξεκαθάρισμα οποιωνδήποτε διαφορών, ή η απειλή σαν μέσο για προώθηση οποιωνδήποτε οικονομικών ή άλλων απαιτήσεων, δεν μπορεί να γίνουν ανεκτά υπό όποιες συνθήκες και αν γίνονται. Διακρίνουμε δε ως επιβαρυντικές στη προκειμένη περίπτωση παραμέτρους το γεγονός ότι η απειλή στρεφόταν κατά του παραπονούμενου σε σχέση με τα καθήκοντα και τη θέση ευθύνης που κατείχε ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Κτηματομεσιτών, ως επίσης ότι η απειλή αφορούσε σε εξευτελιστική επέμβαση στη σωματική ακεραιότητα μέλους της οικογένειας του παραπονούμενου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο ενώπιον του αδικοπραγήσας ήταν οικογενειάρχης ηλικίας 66 χρονών, με δύο ενήλικα παιδιά και λευκό ποινικό μητρώο. Επεσήμανε ότι είχε συνεργαστεί πλήρως με την Αστυνομία και παραδέχτηκε την κατηγορία. Αποδέχτηκε ακόμα ότι η ενέργεια του αποτελούσε μεμονωμένο περιστατικό, επιπόλαια οργανωμένο, γεγονός που οδήγησε στην άμεση εξιχνίαση του. Έλαβε ακόμα υπόψη του ότι ο Εφεσίβλητος είχε ως εκ της συμπεριφοράς του απωλέσει την ευκαιρία να εργάζεται στον κλάδο, αφού το Συμβούλιο αρνείτο πλέον να του χορηγήσει άδεια. Σημειώνοντας ότι η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης ήταν αυτή των τριών ετών, κατέληξε πως η αρμόζουσα για τον Εφεσίβλητο ποινή ήταν αυτή της φυλάκισης για ένα έτος.
Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας του Εφετείου να επέμβει στη ποινή που έχει επιβληθεί πρωτόδικα είναι καλά γνωστές και αποτυπώνονται στο πιο κάτω απόσπασμα από την Bora v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 79/2017, ημερ. 13.3.2018, το οποίο και υιοθετούμε:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, xxx Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και xxx Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779).
Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).»
Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης ήταν έκδηλα ανεπαρκής ώστε να χωρεί η επέμβαση του Εφετείου. Η επιλογή της ποινής φυλάκισης για ένα έτος δεν συνιστά, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης και του προσώπου του Εφεσίβλητου ανεπαρκή ποινή. Η επιβληθείσα ποινή επιμετρήθηκε στα ορθά πλαίσια, με αφετηρία την ποινή που προβλέπει ο νόμος και με απόδοση της δέουσας βαρύτητας σε δύο από τους βασικότερους μετριαστικούς παράγοντες, δηλαδή την παραδοχή και το λευκό ποινικό μητρώο.
Προχώρησε στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο και εξέτασε την εισήγηση της υπεράσπισης για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, στη βάση του άρθρου 3(2) των περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμων του 1972 έως 2003, που προνοεί ότι: «Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στη πιο πάνω πρόνοια και ενδεικτικά στην μετά το 2003 νομολογία ως προς τον τρόπο ενάσκησης της πλέον ευρείας διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την αναστολή επιβληθείσας ποινής φυλάκισης (Στεφάνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 339, Κονιζίδου ν.Αρέστη 2009) 2 Α.Α.Δ. 519, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22 και Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 449).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια προς όφελος του Εφεσίβλητου και ανέστειλε την ποινή φυλάκισης που του είχε επιβάλει, δικαιολογώντας την κατάληξη του με αναφορά στο λευκό του ποινικό μητρώο στην ηλικία των 66 ετών, την παραδοχή και την απολογία του, την οποία προδήλως θεώρησε ως ειλικρινή, όπως υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογημένα μπορούσε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στη βάση του ορθού νομικού υπόβαθρου. Στη Φανιέρος, σημειώθηκε με αναφορά στη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1976) 2 J.S.C. 386, ότι μεταξύ των παραγόντων που επιμετρούν ως προς το επιθυμητό ή όχι της αναστολής της ποινής, είναι και το μητρώο του κατηγορουμένου, ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής και η διαγωγή του μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας.
Ήταν συνεπώς θεμιτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να λάβει υπόψη τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την κατάληξη του και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι έχει με την απόφαση του για αναστολή της ποινής φυλάκισης ενεργήσει εκτός των επιτρεπτών ορίων άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας ώστε να χωρεί η δική μας παρέμβαση.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.