ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:B165
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 204/2017)
25 Μαΐου, 2020
[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΚΑΛΛΗ
Εφεσείων
ΚΑΙ
xxx ΑΥΓΟΛΟΥΠΗΣ
Εφεσίβλητος
----------
Κ. Τούμπας, για εφεσείοντα.
Μ. Νεοκλέους, για τον εφεσίβλητο.
---------------------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Οι κατηγορίες που αντιμετώπισε πρωτοδίκως ο εφεσίβλητος (ψευδείς παραστάσεις, απάτη, εξασφάλιση πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις, συνωμοσία) αφορούν όλες την έκδοση μιας μεταχρονολογημένης επιταγής της πρώην κατηγορούμενης 1 εταιρείας προς τον εφεσείοντα, για το ποσό των €7.200. Η επιταγή εκδόθηκε και παραδόθηκε από τον εφεσίβλητο στον εφεσείοντα ως αντάλλαγμα ποσού €7.200 που έδωσε σε μετρητά ο εφεσείοντας στον εφεσίβλητο ως δάνειο. Η επιταγή είχε υπογραφεί από τον εφεσίβλητο, ο οποίος παρουσίασε τον εαυτό του ως διευθυντή της κατηγορούμενης 1 και εξουσιοδοτημένο να υπογράφει και να εκδίδει εκ μέρους της επιταγές, χωρίς όμως τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εξ ου και όταν η επιταγή παρουσιάστηκε, επιστράφηκε απλήρωτη φέρουσα τη σχετική ένδειξη ότι «Η ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΔΙΑΦΕΡΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΜΑΣ»
Τα παραπάνω αποτελούν παραδεκτά γεγονότα. Αδιαμφισβήτητο επίσης παρέμεινε το γεγονός ότι ο εφεσείοντας έλαβε γνώση ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν διευθυντής της εταιρείας πολύ αργότερα.
Παρά ταύτα, το πρωτόδικο δικαστήριο απάλλαξε τους κατηγορούμενους (εφεσίβλητο και εταιρεία) διατηρώντας, όπως το έθεσε, σοβαρά ερωτήματα ως προς τα πραγματικά γεγονότα και ειδικά ως προς το απαραίτητο στοιχείο της παρακίνησης (inducement) ώστε να ήταν σε θέση να καταδικάσει με ασφάλεια, χωρίς υποβόσκουσα αμφιβολία.
Έλαβε προς τούτο το δικαστήριο υπόψιν το γεγονός ότι ο μεσάζοντας στο δάνειο (ΜΚ1) και ο εφεσείων, ενώ στις γραπτές δηλώσεις τους (μέρος της κύριας εξέτασης τους) υποστήριξαν ότι είναι οι συγκεκριμένες παραστάσεις του εφεσίβλητου που έπεισαν τον εφεσείοντα, στην προφορική τους μαρτυρία αναφέρθηκαν στην «φιλική και επαγγελματική τους σχέση» ως καθοριστικό, όπως το πρωτόδικο δικαστήριο αντελήφθη, παράγοντα. Είχε, ειδικότερα, αναφέρει ο ΜΚ1 ότι «.για μένα έκαμε [ο εφεσείοντας] αυτή την χάρη, για μένα έδωσε τα λεφτά» και ο εφεσείοντας είχε αναφέρει ότι «.εδέχθηκα να δώσω τα λεφτά ως χάρη για τον [ΜΚ1] διότι δεν γνώριζα τον κατηγορούμενο 2. Εγώ περισσότερο έδωσα τα λεφτά λόγω του [ΜΚ1], γι΄ αυτό έδωσα τα λεφτά, σαν χάρη στον [ΜΚ1].»
Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατέγραψε την νομική αρχή που διέπει το θέμα της παρακίνησης ως συστατικό στοιχείο των αδικημάτων παραθέτοντας σχετικό απόσπασμα ως ακολούθως:
«It is sufficient if the actual substantial pretence, which was the main inducement to part with the money.is proved» και «proof that the false pretence operated on the mind of the prosecutor need not in every case be afforded by the direct evidence of a witness to that effect, if the facts are such that the alleged false pretence is the only reason which could be suggested as having been the operative inducement» (βλ.Archbold, 2007, para. 1944 και 1960).»
Το σφάλμα το οποίο υπέπεσε και το οποίο εγείρεται με τους λόγους 1 και 3 της έφεσης, είναι ότι με το να θεωρήσει ότι η μαρτυρία δεν παρείχε την απαιτούμενη ασφάλεια για καταδίκη παρέβλεψε τα αδιαμφισβήτητα ή ακόμα και παραδεκτά γεγονότα ότι ο εφεσείοντας δάνεισε το ποσό σε μετρητά επειδή, ακριβώς, έλαβε την επιταγή της εταιρείας με την παράσταση εκ μέρους του εφεσίβλητου ότι ήταν ο διευθυντής της εταιρείας και ήταν εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να υπογράψει. Είναι αυτονόητο ότι χωρίς τέτοια αντίληψη, την οποία του δημιούργησε η παράσταση του εφεσίβλητου, ο εφεσείοντας δεν θα προχωρούσε να δανείσει τα λεφτά λαμβάνοντας μια επιταγή η οποία δεν είχε καμιά προοπτική να εισπραχθεί ή με άλλα λόγια δεν θα δάνειζε τα λεφτά χωρίς δυνατότητα να λάβει ποτέ το αντάλλαγμα. Άλλωστε τούτο προκύπτει και από το παραδεκτό γεγονός ότι «η συμφωνία ήταν να δοθεί μια επιταγή της κατηγορούμενης 1 την οποία θα υπέγραφε ο κατηγορούμενος 2 στον παραπονούμενο και ως αντάλλαγμα ο παραπονούμενος θα έδιδε σε μετρητά το ποσό των €7.200». Είναι η παράδοση τέτοιας επιταγής συνοδευόμενη από τις ψευδείς παραστάσεις του εφεσίβλητου που παρακίνησαν τον εφεσείοντα να του δανείσει τα χρήματα. Η μεσολάβηση του ΜΚ1 διαδραμάτισε ρόλο, δεν μπορούσε όμως να αναιρέσει το γεγονός ότι κύριος και ουσιώδης λόγος που ο εφεσείοντας δάνεισε το ποσό στον εφεσίβλητο ήταν οι ψευδείς παραστάσεις του τελευταίου.
Ως εκ των άνω, υπήρξε πλημμελής εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων εν τη έννοια του άρθρου 137(1)(α)(iii)του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και οι λόγοι έφεσης 1 και 3 επιτυγχάνουν. Όχι όμως ο λόγος έφεσης 2.2 ο οποίος στηρίχθηκε σε άλλη βάση χωρίς δυνατότητα επιτυχίας. Ο λόγος 2.1 έχει αποσυρθεί. Έχει επίσης αποσυρθεί η έφεση σε σχέση με την αθώωση στην κατηγορία της συνωμοσίας (κατηγορία 7).
Το αποτέλεσμα είναι ότι η έφεση επιτυγχάνει στο βαθμό που ο εφεσίβλητος βρίσκεται ένοχος στις κατηγορίες 2, 4 και 6.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
/φκ