ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B119
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 41/2019)
8 Απριλίου, 2020
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ]
xxx ΤΡΥΦΩΝΟΣ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Εφεσίβλητη
---------------
H. Στεφάνου, για τον εφεσείοντα.
Γ. Ιωαννίδου (κα), για την εφεσίβλητη.
--------------
Μ.Μ.ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: O εφεσείοντας βρέθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες, ήτοι για σεξουαλική παρενόχληση κατά παράβαση του άρθρου 12 και 30 του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμο του 2002 και για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 64(Ι)/2009.
Αμφότερες οι κατηγορίες αφορούσαν στην ίδια κατ΄ ισχυρισμόν άσεμνη και έκνομη συμπεριφορά του εφεσείοντα εις βάρος της παραπονούμενης, η οποία κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν εργοδοτούμενη του, σε καντίνα ενός πάρκου που ο εφεσείοντας διατηρούσε. Ειδικότερα ήταν η εκδοχή της παραπονούμενης, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε, ότι λίγο μετά τα Χριστούγεννα του 2015, λίγες ημέρες μετά την πρόσληψη της άρχισε να «χουφτώνει» τα οπίσθια της. Μετά προχώρησε περαιτέρω, εφόσον έβαζε το χέρι του μέσα από τα ρούχα της και πάλιν στα οπίσθια της. Αργότερα η συμπεριφορά του προεκτάθηκε σε χάδια στην πλάτη της, ενώ έπιανε και το χέρι της και το τοποθετούσε πάνω από το σημείο των γεννητικών του οργάνων. Της ζητούσε να του κάνει μασάζ στην πλάτη επειδή ήταν «πιασμένος», πράγμα που αυτή έκανε, αρνούμενη όμως να του κάνει ολόσωμο μασάζ έναντι αμοιβής. Η κορύφωση έγινε στις 23.3.2016 όταν ο εφεσείοντας, πάντα κατά την παραπονούμενη, έβαλε το ένα του χέρι μέσα από την μπλούζα της και το στηθόδεσμο της και έπαιζε με τη θηλή του στήθους της. Η ίδια άρπαξε το χέρι του και το έβγαλε έξω, όμως ο εφεσείοντας το τοποθέτησε πάνω στο παντελόνι του, στο σημείο των γεννητικών του οργάνων για να της δείξει πόσο ερεθισμένος ήταν. Η ίδια τράβηξε πίσω το χέρι της. Αυτό έγινε δύο φορές την ίδια ημέρα.
Η παραπονούμενη, πάντα κατά την εκδοχή της, είχε μιλήσει, στο μεταξύ, για τη συμπεριφορά του εφεσείοντα στην επιστήθια φίλη της ΜΚ3 και σε κάποιο άλλο φίλο της, τον Ρ., ο οποίος είναι το πρόσωπο που την είχε συστήσει για πρόσληψη από τον εφεσείοντα. Δεν είχε όμως μιλήσει στον αρραβωνιαστικό της γιατί φοβόταν την αντίδραση του.
Στις 23.3.2016 επικοινώνησε με τον Ρ. και του ανέφερε το περιστατικό εκείνης της ημέρας. Εκείνος επειδή δεν μπορούσε να της μιλήσει, έκλεισε το τηλέφωνο και δύο ημέρες μετά, το βράδυ στις 25.3.2016, της έστειλε μήνυμα στο οποίο της έγραφε «τί γίνεται; Θέλεις να επέμβω;» Ο αρραβωνιαστικός της είδε το μήνυμα και διερωτήθηκε, οπότε της δόθηκε η ευκαιρία να του μιλήσει και να πει όλα όσα συνέβαιναν. Ακολούθως με τον αρραβωνιαστικό και τους γονείς της μετέβηκαν σε αστυνομικό σταθμό όπου και προέβη σε καταγγελία. Προηγουμένως δεν αντιδρούσε και δεν προχώρησε σε καταγγελία γιατί φοβόταν ότι θα χάσει την εργασία της, στην οποία συνέχισε και μετά το περιστατικό της 23.3.2016 μέχρι και την καταγγελία.
Ο εφεσείων έδωσε ένορκη μαρτυρία. Ήταν η θέση του πως όσα είχε αναφέρει η παραπονούμενη ήταν ψέματα. Κατά τα λοιπά η μαρτυρία του αποτελούσε μια εκτεταμένη προσπάθεια να καταδείξει ότι η εκδοχή της παραπονούμενης ήταν ψευδής.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την παραπονούμενη ως αξιόπιστη μάρτυρα σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούσε να καταδικάσει επί της μαρτυρίας της χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Σημειώνουμε πως εν προκειμένω, όπου οι κατηγορίες θεμελιώνονται στον Ποινικό Κώδικα και στον Ν. 205(Ι)/2002, ισχύει ο σχετικός κανόνας πρακτικής σε σχέση με παραπονούμενους για σεξουαλικά αδικήματα, ο οποίος έχει καταργηθεί νομοθετικά σε άλλες περιπτώσεις (βλ. άρθρο 21 του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(Ι)/2014 και το άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου). Τα ζητήματα αυτά έχουν συζητηθεί στην Ε.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 231/2018, ημερ. 19.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473 και Σ.Σ. κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 147/2016, ημερ. 20.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B477, όπου και υποδείχθηκε η ανάγκη εκσυγχρονισμού και ομοιογένειας του δικαίου.
Με δεδομένο ότι εν προκειμένω ίσχυε ο κανόνας πρακτικής, θα μπορούσε ασφαλώς το δικαστήριο να καταδικάσει χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, εφόσον, βέβαια, θα μπορούσε με ασφάλεια και μέσα από ένα συμπαγές σκεπτικό να καταλήξει σε καταδίκη, με το βάρος απόδειξης που έχει η κατηγορούσα αρχή, δηλαδή πέραν λογικής αμφιβολίας, επί τη βάσει μαρτυρίας την οποία θα έκρινε, ως το κατ΄ εξοχήν αρμόδιο, ως αξιόπιστη. Τέτοια βεβαιότητα επικράτησε να εκφράζεται με «αυτοπροειδοποίηση» του δικαστηρίου για τους κινδύνους που κατά την αντίληψη του κοινού δικαίου ελλοχεύουν στην περίπτωση καταδίκης για σεξουαλικά αδικήματα χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Όπως όμως έχει διευκρινιστεί από τη νομολογία μας και το επαναλαμβάνουμε, το ασφαλές ή μη της καταδίκης δεν είναι ζήτημα μιας τυπικής αυτοπροειδοποίησης που στην πραγματικότητα είναι κενή από ουσία, αλλά είτε καταγραφεί προειδοποίηση στην απόφαση είτε όχι, η δικαστική σκέψη ελέγχεται στη βάση του συνόλου της κρίσης του δικαστηρίου (Βούτουνος ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 71, Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 371, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 32, Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφ.142/14, 17.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:D834, Μιχαηλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 125/2017 κ.α, 26.4.2018, Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).
Με την έφεση προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε ως προς την αξιολόγηση με τέτοιο τρόπο ώστε, επιπρόσθετα, να έχει επηρεαστεί το δίκαιο της δίκης.
Σε αυτό το πλαίσιο, στο επίκεντρο της έφεσης προβάλλεται το γεγονός ότι η παραπονούμενη αρνήθηκε να απαντήσει κατά την αντεξέταση της σε σειρά ερωτήσεων, χωρίς το δικαστήριο να επέμβει. Κατά τον εφεσείοντα επρόκειτο για ερωτήσεις ουσιώδεις ώστε η στάση της αυτή να αποτελεί ένδειξη αναξιοπιστίας. Περαιτέρω, η παράλειψη του δικαστηρίου να την υποχρεώσει να απαντήσει, ασκώντας τις εξουσίες του δυνάμει του άρθρου 58 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση της έννοιας της δίκαιης δίκης, εφόσον, περιορίστηκε το δικαίωμα της υπεράσπισης στην αντεξέταση επί σημαντικών ζητημάτων για την κρίση της αξιοπιστίας της βασικής μάρτυρος κατηγορίας.
Είναι πράγματι γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις η παραπονούμενη δεν απάντησε σε ερωτήσεις κατά την αντεξέταση, υποβάλλοντας κάθε φορά στο δικαστήριο το ερώτημα κατά πόσο μπορούσε να μην απαντήσει, χωρίς όμως να προβάλλει οποιαδήποτε δικαιολογία για την άρνηση της να απαντήσει. Το δικαστήριο απλώς άφηνε το ζήτημα εκεί, χωρίς να υποδείξει στη μάρτυρα ότι είχε υποχρέωση να απαντήσει ή, χωρίς να την απαλλάξει, για καλό λόγο, από τέτοια υποχρέωση (βλ. άρθρο 58 του Κεφ. 155). Το δικαστήριο στο τέλος χειρίστηκε το ζήτημα ως εξής:
«Θεωρώ ότι αυτά τα σημεία της μαρτυρίας της, ή καλύτερα η άρνηση της να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις δεν με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν λέει την αλήθεια. Οι πλείστες ερωτήσεις στις οποίες δεν απάντησε δεν αφορούν καθόλου τις λεπτομέρειες και τους ισχυρισμούς της σε σχέση με αυτά που αποδίδει στον κατηγορούμενο.»
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα υπέδειξε μια προς μια τις υπό συζήτηση περιπτώσεις, εισηγούμενος ότι επρόκειτο για καίριες ερωτήσεις και ότι η παραπάνω αιτιολογία του δικαστηρίου ήταν γενικόλογη και εσφαλμένη. Η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε, στην ίδια γραμμή με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι οι ερωτήσεις που η παραπονούμενη δεν απάντησε δεν αφορούν τους ισχυρισμούς της και τις κατηγορίες που έχουν συμπεριληφθεί στο κατηγορητήριο.
Η κρίση της αξιοπιστίας της παραπονούμενης δεν μπορούσε να περιοριστεί, όπως στενά θεώρησε τα πράγματα το πρωτόδικο δικαστήριο, «στις λεπτομέρειες και τους ισχυρισμούς της σε σχέση με αυτά που αποδίδει στον κατηγορούμενο». Αλλά, ακόμα και έτσι, το πρόβλημα παρουσιάστηκε και όταν αντεξεταζόταν για το ζήτημα της αντίδρασης της. Εν πάση περιπτώσει, η αξιοπιστία κρίνεται επί του συνόλου της μαρτυρίας και μέσα από την εξέταση της συνολικής συμπεριφοράς του μάρτυρα. Ήταν λ.χ. η προσπάθεια της υπεράσπισης να θέσει, μέσα από την αντεξέταση της παραπονούμενης, το ενδεχόμενο ότι αυτή προέβη σε ψευδή καταγγελία για άλλους λόγους. Η παραπονούμενη δεν απάντησε, θέτοντας το ρητορικό, όπως κατέληξε αναπάντητο, ερώτημα προς το δικαστήριο «μπορώ να μην απαντήσω;» Αντεξετάστηκε επίσης για το γεγονός ότι αναρτούσε στο facebook δημοσιεύσεις ότι «περνά πολλά καλά στη δουλειά» και η απάντηση της ήταν ότι ήθελε να προωθήσει το πάρκο για να έχει κόσμο. Ακολούθησε η εξής ερώτηση:
Ε. Δηλαδή η δουλειά σου δεν σου άρεσε, παρενοχλούσε σε σεξουαλικά ο μάστρος σου αλλά ήθελες να προωθήσεις το πάρκο;
Α. (αργεί να απαντήσει) Μπορώ να μην απαντήσω;
Όταν δε ρωτήθηκε γιατί ξαναπήγε στην εργασία της μετά την κορύφωση της 23.3.2016 και πάλι δεν απάντησε ρωτώντας ξανά το δικαστήριο «μπορώ να μην απαντήσω;» Το δικαστήριο, στην τελική απόφαση του επί του σημείου αυτού, προχώρησε και έθεσε το ίδιο την απάντηση, καταγράφοντας και γι΄ αυτή την ημερομηνία ως λόγο, τον λόγο τον οποίο είχε επικαλεστεί η παραπονούμενη για διάφορες άλλες ημερομηνίες, ότι δηλαδή εξακολουθούσε να πηγαίνει στην εργασία της παρά τη συμπεριφορά του εφεσείοντα γιατί δεν ήθελε να χάσει τη δουλειά της. Έστω και αν, υπό άλλες περιστάσεις, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ίσχυε η γενική τέτοια θέση της παραπονούμενης, δεν μπορούσε το δικαστήριο να παραβλέψει την συγκεκριμένη άρνηση ή παράλειψη της να απαντήσει σε σχέση με εκείνο τον καίριο πλέον χρόνο και να εκλάβει την απάντηση ως δεδομένη.
Υπάρχουν και άλλα σημεία στα οποία η παραπονούμενη δεν απάντησε χωρίς το δικαστήριο να παρέμβει, και τα οποία μας υποδείχθηκαν από την πλευρά του εφεσείοντα, αλλά δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, εφόσον ήδη με τα προαναφερθέντα έχει τεθεί το πρόβλημα. Το ζητούμενο για την υπεράσπιση δεν ήταν να πείσει για την αναξιοπιστία της παραπονούμενης, όπως είχε το βάρος η κατηγορούσα αρχή να πείσει για την αξιοπιστία της, αλλά αρκούσε να προκαλέσει ρήγμα στην αξιοπιστία της ώστε να καταστήσει επισφαλή μια καταδίκη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Woolmington v. DPP, 25 Cr.App.R. 72, Charitonos a.o. v. Republic (1971) 2 CLR 40). Είναι υπ΄ αυτή την έννοια που η παράλειψη του δικαστηρίου να εξηγήσει στην παραπονούμενη την υποχρέωση της να απαντά και, στην ανάγκη, να την επιβάλει (άρθρο 58(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, Κουρέα ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 116/14, ημερ. 9.12.2014), περιόρισε αθέμιτα το ρόλο και την, εν δυνάμει, προοπτική της αντεξέτασης και παραβίασε τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης.
Πέραν τούτου το δικαστήριο υιοθέτησε ένα θεμελιακά λανθασμένο τρόπο προσέγγισης κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης εφόσον θεώρησε ότι εάν όλα αυτά ήταν ψέματα «δεν θα υιοθετούσε τη θέση αυτή στο δικαστήριο και δεν θα προχωρούσε σε καταγγελία συνοδευόμενη από τον αρραβωνιαστικό της και τους γονείς της και μάλιστα να επιμένει σε αυτή και να επαναλάβει όλα στο δικαστήριο ενώ ακόμα η σχέση της με τον αρραβωνιαστικό της δεν έχει επισημοποιηθεί». Δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ότι η παραπονούμενη είπε την αλήθεια επειδή, κατ΄ ουσίαν, διαφορετικά δεν θα προέβαινε σε καταγγελία και δεν θα επέμενε στη θέση της ενώπιον του δικαστηρίου.
Περιπλέον, έστω και αν το δικαστήριο κατέγραψε ότι θα καταδίκαζε χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, παρά ταύτα προχώρησε για να πει ότι εν πάση περιπτώσει τέτοια ενισχυτική μαρτυρία υπήρχε. Εξέλαβε δε ως τέτοια την μαρτυρία της ΜΚ3 η οποία δεν ήταν καθόλου ανεξάρτητη, ώστε να μπορούσε να λειτουργήσει ως ενισχυτική μαρτυρία (R. v. Baskerville [1916] 2 K.B. 658, Tτοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 258), αλλά επρόκειτο για επανάληψη της εκδοχής της παραπονούμενης, όπως την είχε αφηγηθεί στη ΜΚ3, χωρίς να συνιστά «πρώτο παράπονο» εν τη εννοία του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9. Ούτε και ως υποστηρικτική μαρτυρία μπορούσε να λειτουργήσει, εφόσον προσέκρουε στον κανόνα περί αποκλεισμού των «αυτό-εξυπηρετικών» δηλώσεων (self-serving statements).
Η κατάργηση του κανόνα περί αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας δεν είχε ως αποτέλεσμα και την κατάργηση του κανόνα που αποκλείει τις αυτό-εξυπηρετικές δηλώσεις. Ο τελευταίος αυτός κανόνας, ανεξάρτητα από τον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας και την κατάργηση του, έχει τη δική του αυτοτέλεια και συγκεκριμένο σκοπό να εξυπηρετήσει. Αποσκοπεί στην αποτροπή του κινδύνου καταδίκης επί τη βάσει της εκδοχής ενός προσώπου, όταν αυτή επαναλαμβάνεται σε άλλο ή άλλα πρόσωπα. Έχει δε ως συνεπακόλουθο τον περιορισμό της δίκης στα εύλογα και αναγκαία πλαίσια. Είναι χαρακτηριστικό πως εν προκειμένω κατέστη μείζον θέμα η μαρτυρία και η αξιολόγηση της ΜΚ3.
Εξαίρεση στον κανόνα αυτό προβλέπεται, υπό στενές προϋποθέσεις, στο άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 περί πρώτου παραπόνου. Επιπρόσθετα, από τη νομολογία αναγνωρίζεται ότι μια αυτό-εξυπηρετική δήλωση που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 μπορεί να γίνει αποδεκτή για να καταδειχθεί η συνέπεια του παραπονούμενου (και όχι η αλήθεια των ισχυρισμών του όπως είναι η περίπτωση του άρθρου 10), όταν τίθεται, όψιμα, από την άλλη πλευρά ζήτημα κατασκευασμένου παραπόνου (Μούρτζινος ν. Πλοίο «Galaxias» κ.α. (1992) 1 ΑΑΔ 612, Ε.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 231/18, ανωτέρω). Σημειώνουμε επίσης ότι εξαίρεση προβλέπεται από το άρθρο 17 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, Ν. 119(Ι)/2000, σύμφωνα με το οποίο δύναται να γίνει δεκτή η επανάληψη στο Δικαστήριο από ψυχίατρο ή ψυχολόγο του παραπόνου παιδιού για κακοποίηση του, το οποίο υποβάλλεται κατά τη διάρκεια εξέτασης του για σκοπούς αξιολόγησης ή ψυχοθεραπείας.
Συνεπώς η μαρτυρία την οποία το δικαστήριο θεώρησε, επιπρόσθετα, ως ενισχυτική και εν πάση περιπτώσει ως υποστηρικτική της αξιοπιστίας της παραπονούμενης, όχι μόνο δεν μπορούσε να είναι ενισχυτική, υπό την στενή έννοια του όρου, ή έστω και υποστηρικτική, αλλά επρόκειτο για μαρτυρία η οποία θα έπρεπε κανονικά να αποκλειστεί, εκτός εάν ρητώς γινόταν δεκτή, με αναφορά στις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί στην Μούρτζινος και όχι συλλήβδην και αδιακρίτως όπως έγινε εν προκειμένω. Είναι δε αδύνατο να ελεγχθεί εάν και σε ποιο βαθμό επηρεάστηκε το δικαστήριο στην κρίση του για την αλήθεια των ισχυρισμών της παραπονούμενης, από τη μαρτυρία η οποία συνίστατο στις αυτό-εξυπηρετικές δηλώσεις της, οι οποίες, ας σημειωθεί, στην περίπτωση του Ρ., που δεν έδωσε κατάθεση στην αστυνομία και δεν ήταν μάρτυρας, έλαβαν και τη μορφή πολλαπλής εξ ακοής μαρτυρίας. Ούτε το μήνυμα του Ρ., στο οποίο έκαμε αναφορά η παραπονούμενη, παρουσιάστηκε στο δικαστήριο, χωρίς να δίδεται εξήγηση.
Μείζον θέμα αποτέλεσε και η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, ως εάν να είχε η υπεράσπιση το βάρος να αποδείξει την αθωότητα του. Το βάρος απόδειξης αφορά στην ενοχή και μόνο και βρίσκεται εξ αρχής μέχρι τέλους στους ώμους της κατηγορούσας αρχής. Η απόρριψη της εκδοχής ενός κατηγορούμενου τότε μόνο είναι μοιραία για την υπεράσπιση, αν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής παραμένει ισχυρή στο τέλος ώστε να οδηγήσει με την απαιτούμενη ασφάλεια σε καταδίκη (Kafalos v. The Queen 19 CLR 121). Το δικαστήριο όχι μόνο δεν διευκρίνισε, ως όφειλε, το ζήτημα των συνεπειών της απόρριψης της εκδοχής του εφεσείοντα, αλλά κατά τρόπο άτοπο είχε προηγουμένως συγκρίνει τις εκατέρωθεν εκδοχές ως προς το κίνητρο της παραπονούμενης για την καταγγελία, αποδεχόμενο την εκδοχή της παραπονούμενης χαρακτηρίζοντας την ως «πιο λογική εκδοχή από αυτή του κατηγορούμενου». Το κριτήριο όμως δεν είναι συγκριτικό.
Είναι αποκρυσταλλωμένη η αρχή ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, έχοντας την ευκαιρία να βλέπει και να ακούει τους μάρτυρες, είναι το κατ΄ εξοχήν αρμόδιο να κρίνει την αξιοπιστία τους και ότι το Εφετείο δεν παρεμβαίνει παρά μόνο όταν τα ευρήματα ως προς την αξιοπιστία αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της, ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104, 120, Παπακοκκίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1Β ΑΑΔ 634, 648). Το Εφετείο όμως, όπως υποδείχθηκε στην Katsiamalis v. Republic (1980) 2 CLR 107, έχει δικαίωμα και καθήκον να επέμβει, έστω και αν το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εντυπωσιαστεί από τη συμπεριφορά των μαρτύρων, εάν η καταδικαστική ετυμηγορία είναι τόσο ανεπαρκής που να διατηρείται υποβόσκουσα αμφιβολία για την ορθότητα της (βλ. και Fournaris v. Republic (1978) 2 CLR 20).
Εν προκειμένω, η διεξαγωγή της αντεξέτασης και η αξιολόγηση της μαρτυρίας έγιναν με τέτοιο τρόπο ώστε η ετυμηγορία στο τέλος να προκύπτει, εξ αντικειμένου, ως ανεπαρκής και επισφαλής. Τα σφάλματα ήταν σοβαρά και ουσιώδη, ώστε η καταδίκη να μην διασώζεται με βάση την επιφύλαξη του άρθρου 145(1)(β) του Κεφ. 155, εφόσον προκλήθηκε ουσιώδης εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης. Προβλήθηκαν και άλλοι λόγοι έφεσης. Παρά το ότι φαίνονται συζητήσιμοι, δεν χρειάζεται να επεκταθούμε εφόσον οι παραπάνω διαπιστώσεις μας σφραγίζουν την τύχη της έφεσης.
Η καταδίκη θα παραμεριστεί. Δεν τίθεται θέμα επανεκδίκασης εφόσον ο εφεσείοντας έχει εκτίσει την ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
Η έφεση επιτρέπεται. Η καταδίκη παραμερίζεται και ο εφεσείοντας αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ