ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Χ. Καραολίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-04-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 266/2018, 8/4/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B139

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 266/2018)

 

8 Απριλίου, 2020

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Εφεσείουσα,

ΚΑΙ

 

xxx ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ,

Εφεσίβλητος.

 

 

Χ. Καραολίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα.

 

Εφεσίβλητος απών.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε, μαζί με άλλους δύο κατηγορουμένους, κατηγορίες που αφορούσαν αδικήματα συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου, παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια, κατοχής εκρηκτικών υλών και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας κατέληξε ότι οι κατηγορούμενοι δεν έτυχαν δίκαιης δίκης. Το εν λόγω εύρημα οδήγησε σε ανακοπή της διαδικασίας και απαλλαγή των κατηγορουμένων από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.

 

Καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα η παρούσα έφεση, αρχικώς εναντίον δύο εκ των κατηγορουμένων. Σε μεταγενέστερο στάδιο η έφεση αποσύρθηκε εναντίον του δεύτερου κατηγορουμένου και  παρέμεινε μόνο για τον εφεσίβλητο. Ο εφεσίβλητος αρχικώς εκπροσωπείτο από δικηγόρο, αλλά στη συνέχεια ο δικηγόρος του ζήτησε άδεια και αποσύρθηκε, έτσι η διαδικασία προχώρησε στην απουσία του.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως καταγράφηκαν πρωτοδίκως, τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως εξής:

 

Στα πλαίσια συντονισμένης επιχείρησης η Αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων σε συνεργασία με Μέλη της ΥΚΑΝ,  μετέβηκαν σε συγκεκριμένο περιφραγμένο χώρο στον Ύψωνα, όπου υπήρχαν πληροφορίες ότι βρίσκονταν ναρκωτικά. Κατά την είσοδο τους στο χώρο, οι αστυνομικοί είδαν δύο άντρες να τρέχουν, ο ένας κρατώντας μία ταξιδιωτική βαλίτσα και ο άλλος (εφεσίβλητος) δύο. Τους καταδίωξαν οι αστυνομικοί και κατάφεραν να τους συλλάβουν. Επρόκειτο για τον εφεσίβλητο και τον πρώην συγκατηγορούμενο του.

 

Κατά την έρευνα που ακολούθησε διαπιστώθηκε ότι υπήρχε ξηρή φυτική ύλη, τόσο εντός των δύο βαλιτσών, που κρατούσε ο εφεσίβλητος, όσο και διασκορπισμένη στο έδαφος. Επίσης διαπιστώθηκε ότι, εντός της βαλίτσας που κρατούσε ο πρώην συγκατηγορούμενος του εφεσιβλήτου, υπήρχαν νάιλον σακούλια τυλιγμένα με καφέ κολλητική ταινία τα οποία περιείχαν άσπρη σκόνη που ομοίαζε με κοκαΐνη. Σε προκαταρκτικό έλεγχο (Tester) που διενεργήθηκε, επί τόπου από το Μ.Κ. 14, στην παρουσία                     του πρώην κατηγορούμενου 2 και των Μ.Κ. 7 και Μ.Κ. 14, διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για κοκαΐνη. 

 

Παραλήφθηκαν τα τεκμήρια, συσκευάστηκαν, σφραγίστηκαν και υπογράφτηκαν από τον εφεσίβλητο και τον πρώην συγκατηγορούμενο του.

 

Στη συνέχεια τα τεκμήρια διακινήθηκαν μεταξύ διαφόρων εργαστηρίων για επιστημονικές εξετάσεις. Στάληκαν στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου για ανεύρεση γενετικού υλικού  (DNA). Σχετικές επί της διακίνησης και των αποτελεσμάτων των εξετάσεων είναι οι μαρτυρίες των Μ.Κ. 1, 28 και 30. Στάληκαν επίσης στο Γενικό Χημείο του κράτους για ανίχνευση ναρκωτικών. Αναφορικά με τη διακίνηση των τεκμηρίων και τα αποτελέσματα των εξετάσεων κατέθεσαν οι Μ.Κ. 1, 20 και 21. Τα τεκμήρια εξετάστηκαν επίσης από τον Κλάδο Πυροτεχνουργών του ΤΑΕ Λεμεσού για ανίχνευση εκρηκτικών υλών. Σχετικές είναι οι μαρτυρίες των Μ.Κ. 26 και 27. Για το θέμα αυτό κατατέθηκε εκ συμφώνου η κατάθεση του Α/Αστ 1863 (τεκμήριο 179). Τέλος, τα τεκμήρια αποστάληκαν για δακτυλοσκοπικές εξετάσεις.

 

Η κατάθεση του εφεσιβλήτου κατατέθηκε ως τεκμήριο 156. Στην κατάθεση του ανέφερε ότι γνώριζε ότι οι βαλίτσες περιείχαν κάνναβη, αλλά έδωσε τη δική του εκδοχή του ως προς το πώς οι βαλίτσες βρέθηκαν στην κατοχή του.

 

Τον Φεβρουάριο του 2018, ενώ η ακροαματική διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη, και συγκεκριμένα μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του Μ.Κ. 19, ένεκα κάποιου συμβάντος που επεσυνέβη στο χώρο φύλαξης των τεκμηρίων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, καταστράφηκαν τα τεκμήρια της υπόθεσης.                            (Συγκεκριμένα είχαν καταστραφεί τα τεκμήρια 4-10, 12-47, 49-51, 53-55, 57-86, 87-100).

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ο εφεσίβλητος είχε εγείρει, λόγω της καταστροφής των τεκμηρίων, θέμα μη δίκαιης δίκης.

 

Το Κακουργιοδικείο με ενδιάμεση του απόφαση ημερ. 4 Ιουνίου 2018, κατέληξε ότι είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση και κάλεσε τον εφεσίβλητο σε απολογία. Ως προς δε το θέμα της δίκαιης δίκης ανέφερε ότι, «αυτό εξετάζεται στο τέλος της δίκης με βάση όλα τα δεδομένα της υπόθεσης και όχι στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο».

 

Ο εφεσίβλητος τελικώς προέβηκε σε ανόμωτη δήλωση και κάλεσε δύο μάρτυρες υπεράσπισης.

 

Ο δικηγόρος του εφεσιβλήτου στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων ήγειρε και πάλι θέμα δίκαιης δίκης.

 

Το Κακουργιοδικείο έχοντας προβεί σε εκτενή ανάλυση της νομολογίας, αναφορικά με το θέμα της δίκαιης δίκης, κατέληξε ότι η καταστροφή των τεκμηρίων «έχει θέσει σε πλεονέκτημα την Κατηγορούσα Αρχή, ενώ αντίθετα έχει δημιουργήσει δυσμένεια στην Υπεράσπιση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να μην θεωρηθεί ως δίκαιη η δίκη των Κατηγορουμένων» αναφορικά με τις κατηγορίες που αφορούν τα ναρκωτικά. Η διαπίστωση τους αυτή συμπαρέσυρε και τις κατηγορίες για νομιμοποίηση εσόδων. Ως προς τις κατηγορίες που αφορούσαν την κατοχή εκρηκτικών υλών κατέληξε πως δεν είχαν αποδειχθεί. Το Κακουργιοδικείο μετά την πιο πάνω κατάληξη προχώρησε σε ανακοπή της διαδικασίας ως προς τις κατηγορίες 1-10 και 13, και απάλλαξε τον εφεσίβλητο από τις κατηγορίες.

 

ΕΦΕΣΗ

Ο εφεσείων προώθησε την έφεση εναντίον της απαλλαγής του εφεσιβλήτου με βάση το άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 6 εισηγείται ότι ο Νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων. Ο τρίτος, πέμπτος και έβδομος                 λόγος έφεσης στρέφονται εναντίον του πλημμελούς αποκλεισμού μαρτυρίας από το Δικαστήριο. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά την αντικανονικότητα της διαδικασίας.

 

Ακολούθησε στη συνέχεια καταχώριση πέντε πρόσθετων λόγων έφεσης, που αφορούν και πάλι εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου, πλημμελή αποκλεισμό μαρτυρίας και αμφισβήτηση της πρωτόδικης κατάληξης ότι δεν υπήρχε απόδειξη βάσει της οποίας το δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός για τη θεμελίωση της απόφασης του.

 

Με τη γραπτή του αγόρευση ο εφεσείων διευκρίνισε ότι ο κύριος πυλώνας της έφεσης του περιστρέφεται γύρω από την κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι η καταστροφή των τεκμηρίων ήταν τέτοια, που έθεσαν την Κατηγορούσα Αρχή σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι του εφεσιβλήτου και την υπεράσπιση σε δυσμένεια, με αποτέλεσμα να μην θεωρηθεί ως δίκαιη δίκη. Οι υπόλοιποι                λόγοι αναφέρει είναι απόρροια της εσφαλμένης κρίσης του Κακουργιοδικείου περί μη δίκαιης δίκης.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του Κακουργιοδικείου, ότι ο εφεσίβλητος δεν έτυχε δίκαιης δίκης λόγω της καταστροφής των τεκμηρίων και της μη διάθεσης τους στην υπεράσπιση. Εσφαλμένα εφαρμόστηκαν, εισηγήθηκε, οι νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα της δίκαιης δίκης και δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα της υπόθεσης. Υπήρχε,                όπως τονίστηκε, άλλη διαθέσιμη μαρτυρία, όπως αυτή των εμπειρογνωμόνων τους οποίους η υπεράσπιση είχε τη δυνατότητα να αντεξετάσει και κατ' επέκταση να πλήξει την αξιοπιστία τους. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι εσφαλμένα πρωτοδίκως δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι ουδέποτε είχε υποβληθεί από την υπεράσπιση αίτημα για επιστημονική εξέταση των τεκμηρίων.

 

Ενώ αναγνωρίστηκε, όπως τονίστηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο της Δημοκρατίας, ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη για την καταστροφή των τεκμηρίων, εσφαλμένα  το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι είχε δημιουργηθεί ανισότητα όπλων. Όφειλε, όπως λέχθηκε, πρώτα να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε κακοπιστία εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής. Ο εφεσείων, πρόσθεσε ότι το Κακουργιοδικείο είχε προβεί σε αμφισβητήσεις ζητημάτων τα οποία δεν είχαν τύχει αμφισβήτησης κατά τη διαδικασία, πριν την καταστροφή των τεκμηρίων.

 

Η αρχή της ισότητας των όπλων αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δίκαιης δίκης και κατά τη διεξαγωγή μιας ποινικής δίκης θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι αυτή η ισότητα των όπλων ενυπάρχει και διασφαλίζεται.

 

Η ισότητα των όπλων ως αρχή, έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί και άπτεται της παρεχόμενης δυνατότητας κάθε πλευράς να παρουσιάσει με την καλύτερη δυνατή και επιτρεπτή μαρτυρία την υπόθεση της. (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746). Πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 6(3)(β) της ΕΣΔΑ είναι η επίτευξη της ισότητας όπλων ανάμεσα στην Κατηγορούσα Αρχή και την υπεράσπιση.

 

Στην υπόθεση Α.Α ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 140, γίνεται μια ανάλυση της αρχής της ισότητας των όπλων:

 

"Η αρχή της ισότητας των όπλων βασίζεται στην εξισορρόπηση. Η διαδικασία εξετάζεται στο σύνολό της και συγκεκριμένος περιορισμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ήταν αρκετός για να θεωρηθεί ολόκληρη η διαδικασία άδικη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε περίπτωση παραβίασης εξετάζει κατά πόσο έχουν δοθεί στον κατηγορούμενο οποιεσδήποτε άλλες ευκαιρίες για να διορθωθεί η κατάσταση ή για να εξισωθούν τα πράγματα. Κατά πόσο η κατ' ισχυρισμόν παραβίαση της αρχής της ισότητας είχε επίδραση επί του αποτελέσματος της δίκης είναι παράγων ο οποίος, γενικά, δεν είναι ή δεν πρέπει να θεωρείται σχετικός (Artico v. Italy, May 13, 1980, Series A, No. 37).

 

Το ερώτημα κατά πόσο δίκη είναι δίκαιη ή όχι θα πρέπει να απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολό της (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 746, Nielsen v. Denmark [1989] 11 E.H.R.R. 175). Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 6(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης γιατί μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη (Can (Series A, Vol. 96) και Barbera (Series A, Vol. 146). Βλέπε ακόμα Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

Η αρχή της δίκαιης δίκης, κλάδος της οποίας είναι και το αξίωμα της ισότητας των όπλων, περιέχει το δικαίωμα κάθε διάδικου να γνωρίζει όλη τη μαρτυρία που θα προσκομιστεί και το δικαίωμα να την σχολιάσει (Niderost-Huber v. Switzerland [1998] 25 E.H.RR. 709 και Steck-Risch and Others v. Liechtenstein, Application No. 63151/00, ημερ. 19 Μαΐου, 2005. Βλέπε ακόμα Karen Reid, A Practitioner's Guide to the European Convention on Human Rights, 2η Έκδοση, παραγρ. 11Α-003, σελ. 59). Η ισότητα των όπλων επιβάλλει ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του, περιλαμβανομένης και μαρτυρίας, κάτω από συνθήκες οι οποίες δεν τον θέτουν υπό ουσιαστικό μειονέκτημα έναντι του διαδίκου του (Dombo Beheer BV v. Netherlands, October 27, 1993, Series A, No. 274. para. 33 και Nikoghosyan and Melkonyan v. Armenia, Application Nos. 11724/04 και 13350/04, ημερ. 6 Δεκεμβρίου, 2007). Κάθε κατηγορούμενος, αλλά και κάθε διάδικος σε πολιτική διαδικασία, θα πρέπει να μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά στη διαδικασία (V v. U.K., December 16, ECHR 1999-IX)."

 

 

Εγειρομένου του θέματος της ισότητας των όπλων και κατ' επέκταση, σε περίπτωση παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να εξετάσει τους ακόλουθους παράγοντες.

 

Κατ' αρχάς θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για διαφύλαξη του μαρτυρικού υλικού και εάν αυτό έχει χαθεί η καταστραφεί λόγω δικής της υπαιτιότητας της. (Bad faith mala fides). Στην περίπτωση όπου η Κατηγορούσα Αρχή δεν ευθύνεται για την απώλεια ή καταστροφή του εν λόγω  μαρτυρικού υλικού, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο υπήρξε δυσμενής επηρεασμός της υπεράσπισης.

 

Στην Ποιν. Έφ. 318/2015, Κυπριανού ν. Αστυνομίας, ημερ.                    7 Σεπτεμβρίου 2017, τονίστηκε ότι για να διαπιστωθεί παραβίαση της δίκαιης δίκης απαιτείται η τεκμηρίωση δυσμενούς επηρεασμού.

 

Αναφέρθηκαν δε τα εξής στην υπόθεση Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 204:

 

″Σε κάθε ποινική υπόθεση η κατηγορούσα αρχή έχει στη διάθεσή της τα αποτελέσματα της διερεύνησης της υπόθεσης από την Αστυνομία. Πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 6(3)(β) της Συνθήκης είναι να επιτύχει ισότητα των όπλων μεταξύ της κατηγορούσας αρχής και της υπεράσπισης, με το να απαιτεί την παροχή στον κατηγορούμενο της δυνατότητας εξοικείωσής του, για σκοπούς προετοιμασίας της υπεράσπισής του, με τα αποτελέσματα των ερευνών που έγιναν στη διαδικασία (Jespers v. Belgium, No 8403/78, 27 DR 61 at 87 [1981] Com Rep.). Παρ' όλα αυτά, όπως σε όλες τις περιπτώσεις παράβασης του δικαιώματος παροχής διευκολύνσεων (Koplinger v. Austria, No 1850/63, 12 ΥΒ 438 [1968], και F v. UK, No 11058/84, 47 DR 230 [1986]), για να ευσταθήσει ισχυρισμός για παράβαση του άρθρου 6(3) είναι απαραίτητο να αποδειχθεί πραγματικός δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.″

 

 

Στην υπόθεση MS v Finland, App. No 46601/99, ημερ.                          22 Μαρτίου 2005, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέφερε ότι:

 

″No infringement of equality of arms has been established as none of the parties was placed at a disadvantage vis-à-vis the opposing party.″

 

 

Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143: «Δυσμενής επηρεασμός έχει σχέση με το «δίκαιο της δίκης». Δυσμενής επηρεασμός υπάρχει όταν δημιουργούνται συνθήκες μη δίκαιης δίκης».

 

Επίσης στην Ποιν. Έφ. Αρ. 72/2012, Yacoob ν. Δημοκρατίας, ημερ. 19 Μαρτίου 2014, επαναλήφθηκε ότι:

 

″. ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης. Είναι επίσης απόλυτα ορθή η παρατήρηση ότι για να στοιχειοθετηθεί ο ισχυρισμός για μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης θα πρέπει να αποδειχθεί ότι πράγματι ο Εφεσείων είχε επηρεαστεί δυσμενώς."

 

 

Το Κακουργιοδικείο καθοδηγούμενο ορθά, στη βάση των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, εξέτασε και αποτέλεσε εύρημα του ότι η Κατηγορούσα Αρχή, αφενός δεν είχε υποχρέωση φύλαξης των καταστραφέντων τεκμηρίων και αφετέρου δεν έφερε ευθύνη για την καταστροφή τους.

 

Στη συνέχεια εξέτασε κατά πόσο, ως συνέπεια της καταστροφής, προκλήθηκε  δυσμενής επηρεασμός στην υπεράσπιση. Κατέληξε ότι, παρόλο που και η Κατηγορούσα Αρχή αντιμετώπισε δυσκολία στην προώθηση και προσπάθεια απόδειξης της υπόθεσης της, αφού στερήθηκε του δικαιώματος και της ευχέρειας να χρησιμοποιήσει αυτούσια τα τεκμήρια, εντούτοις αυτή εξακολουθούσε να βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι της υπεράσπισης εφόσον όλοι οι μάρτυρες της είχαν την ευκαιρία, σε προγενέστερο χρόνο, να δουν και να εξετάσουν τα τεκμήρια και να δώσουν μαρτυρία επί τούτων και αυτό δημιούργησε ανισότητα όπλων. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η υπεράσπιση είχε επηρεαστεί δυσμενώς καθότι δεν μπορούσε να προβεί σε επιστημονικό ή άλλο έλεγχο ή εξέταση των τεκμηρίων, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης π.χ. η φύση και η ποσότητα των ουσιών, ο αριθμός των συσκευασιών, η κατάσταση τους, το βάρος τους. Τέλος ανέφερε ότι δεν ήταν δυνατή η αξιολόγηση βασικών μαρτύρων κατηγορίας και η κατάληξη σε τυχόν ευρήματα επί ουσιωδών επίδικων ζητημάτων, λόγω της διαπίστωσης περί μη δίκαιης δίκης.

 

Το θέμα της διακίνησης των τεκμηρίων, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο, αποτέλεσε θέμα αμφισβήτησης. Η υπεράσπιση είχε προβεί σε αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας που είχαν εμπλακεί στη διακίνηση των τεκμηρίων, πριν την καταστροφή τους. Υποδεικνύονταν, στους εν λόγω μάρτυρες, τα τεκμήρια και ο τρόπος σφράγισης τους, και ως εκ τούτου, η μαρτυρία τους θα μπορούσε να τύχει αξιολόγησης. Στους δε υπόλοιπους μάρτυρες, οι οποίοι κατέθεσαν μετά την καταστροφή των τεκμηρίων, τους επιδεικνύονταν οι φωτογραφίες των αντίστοιχων τεκμηρίων.

 

Οι εμπειρογνώμονες, επίσης, έτυχαν αντεξέτασης από τον εφεσίβλητο. Η αντεξέταση, όμως, κατέγραψε το Κακουργιοδικείο, δεν αφορούσε τα αποτελέσματα των εξετάσεων αλλά την ερμηνεία και αξιολόγηση τους. Στην υπόθεση DPP v. Cooper (2008) EWHC 507, όπου και εκεί ήταν αδύνατο για την υπεράσπιση να εξετάσει τα χαρτονομίσματα για ανεύρεση ηρωίνης, το δικαστήριο τόνισε ότι, παρόλο που η απουσία των τεκμηρίων αποτελούσε εμπόδιο για την υπεράσπιση, εντούτοις, είχε άλλα ικανοποιητικά μέτρα για να αμφισβητήσει την υπόθεση της Kατηγορούσας Αρχής όπως, η αντεξέταση του εμπειρογνώμονα ως προς τον τρόπο με τον οποίο διεξήγαγε τις εξετάσεις και τα ευρήματα του.

 

Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε και ανέλυσε τις πιο πάνω υποθέσεις πλην, όμως, έκρινε ότι θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί

καθότι, το απωλεσθέν μαρτυρικό υλικό δεν ήταν καθοριστικής σημασίας, υπαρχούσης άλλης διαθέσιμης μαρτυρίας στην υπεράσπιση, έτσι ώστε να μπορέσει να αντεξετάσει προβάλλοντας τους δικούς της  ισχυρισμούς.

 

Είμαστε της γνώμης ότι η προσέγγιση αυτή του Κακουργιοδικείου ήταν εσφαλμένη. Τέθηκε ενώπιον του άλλη μαρτυρία στη βάση της οποίας προσφερόταν στην υπεράσπιση η δυνατότητα αντεξέτασης και προσβολής της αξιοπιστίας της. Υπήρχε η μαρτυρία των αστυνομικών οι οποίοι είχαν μεταβεί  στον χώρο και αναγνώρισαν τα τεκμήρια τα οποία περισυλλέγησαν. Επίσης υπήρχε η μαρτυρία τους ως προς τον τρόπο διακίνησης των τεκμηρίων. Οι μάρτυρες κατέθεσαν και αναγνώρισαν, πριν την καταστροφή τους, τα τεκμήρια ενώπιον του δικαστηρίου. Η υπεράσπιση είχε τη δυνατότητα να αντεξετάσει τους μάρτυρες ως προς τη διακίνηση και να προσβάλει την αξιοπιστία τους. Κάτι τέτοιο καταδεικνύει ότι σε σχέση με τη διακίνηση δεν είχε στερηθεί του δικαιώματος αντεξέτασης, συνεπώς δεν θα μπορούσε να καταδειχθεί παραβίαση της αρχής για δίκαιη δίκη.

 

Οι μάρτυρες Μ.Κ. 1 μέχρι 7 κατέθεσαν αναφορικά με τη σειρά διακίνησης των τεκμηρίων. Οι μάρτυρες αυτοί αναγνώρισαν τα τεκμήρια τα οποία  κατέθεσαν και ότι τα είχαν παραλάβει και παραδώσει σφραγισμένα. Ειδικότερα, οι M.K. 2 και 7 αναγνώρισαν, μεταξύ άλλων και τα τεκμήρια 37 (επτά σακούλια που περιείχαν άσπρη σκόνη) και τα τεκμήρια 39 και 41 (ποσότητα διασκορπισμένης ξηρής φυτικής ύλης) ως τα τεκμήρια που παρέλαβαν. Είχε γίνει επίσης παραδεκτό γεγονός ότι τα τεκμήρια 57-86 τα οποία ο Μ.Κ. 7 αναγνώρισε ότι ο ίδιος τα παρέλαβε, συσκεύασε, σφράγισε και υπέγραψε είναι «τα τεκμήρια όπως αυτά παρελήφθησαν από τη σκηνή, χωρίς αυτά να υποστούν οποιαδήποτε επέμβαση, πλην των αναγκαίων εξετάσεων, μέχρι και την κατάθεση τους στο Δικαστήριο».

 

Είναι νομολογημένο ότι η διαδικασία δήλωσης αποδεκτών γεγονότων, ήτοι αδιαμφισβήτητων τέτοιων, συνιστά μια μορφή επιμέρους παραδοχών.  

 

Όπως αναφέρεται στην Υπόθεση αρ. 188/2014, Sbaih ν. Αστυνομίας, ημερ. 17 Ιουλίου 2015:

 

 ″Η σημασία των παραδεκτών γεγονότων είναι βεβαίως νομολογιακά, πέραν της νομοθετικής πρόνοιας, σαφής και έχει εξηγηθεί σε αριθμό υποθέσεων όπως την Ανδρέα κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 498, όπου λέχθηκε ότι κατάθεση που γίνεται παραδεκτή δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αρ. 86/86, αποτελεί όχι μόνο μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και αδιαμφισβήτητο γεγονός αναγόμενο σε ουσιαστικό δεδομένο."

 

 

Επίσης, είχε γίνει παραδεκτό γεγονός ότι δεν έγινε οποιαδήποτε επέμβαση στα τεκμήρια 4-7, 13, 15-19 , 86, 57, 50, 51, 96, 97  από την παραλαβή τους μέχρι την παρουσίαση τους. Παράλληλα υπήρχε  η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων ως προς το πώς ήταν σφραγισμένα τα τεκμήρια όταν τα παρέλαβαν για επιστημονικές εξετάσεις.

 

Τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατάθεση του εφεσιβλήτου (τεκμήριο 156). Στην εν λόγω κατάθεση παραδέχεται ότι γνώριζε ότι οι βαλίτσες περιείχαν κάνναβη αλλά έδιδε τη δική του εκδοχή ως προς το πώς βρέθηκαν στην κατοχή του. Πρωτοδίκως θεωρήθηκε πως η εν λόγω παραδοχή δεν είναι ικανή για να οδηγήσει σε συμπέρασμα ως προς την ποσότητα την κάνναβης. Η παραδοχή αυτή, όμως, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη και να αξιολογηθεί ως προς το είδος της ξηρής φυτικής ύλης που είχε περισυλλεγεί.

 

Το Κακουργιοδικείο υπόμνησε στην απόφαση του ότι η υπεράσπιση στερήθηκε της δυνατότητας να ζητήσει από το                      Μ.Κ. 28 να προβεί σε εξετάσεις επιπέδου γενετικού υλικού, τέτοια, όμως, δυσκολία αντιμετώπισε και η Κατηγορούσα Αρχή.  Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση R. v. Feltham (2001) EWHC Aedmin 130:

 

"It must be remembered that it is a common place in criminal trials for a defendant to rely on "holes: in the prosecution case...if in such a case, there is sufficient credible evidence, apart from the missing evidence, which, if believed, would justify a safe conviction, then a trial should proceed, leaving the defendant to seek to persuade the jury or magistrates not to convict because evidence which might otherwise been available was not before the course through no fault of his. Often the absence of a video film or fingerprints or DNA material is likely to hamper the prosecution as much as the defence.

 

 Σημειώνουμε επίσης ότι πριν την καταστροφή των τεκμηρίων o συνήγορος του εφεσιβλήτου είχε δηλώσει ότι η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων γίνεται αποδεχτή (σελίδα 368 πρακτικών).  Παρόλο που, για σκοπούς παραδεκτών γεγονότων, χρειάζεται σαφής δήλωση από αμφότερους τους φορείς της δίκης περί αυτού, αλλά και περαιτέρω έγκριση τους, ως αποδεκτών γεγονότων, από το δικαστήριο, πράξη που εμπεριέχει δικανική διεργασία (Ποιν. Έφ. 201/2013, John ν. Δημοκρατίας, ημερ. 17 Ιουνίου 2016), εντούτοις, όμως, η δήλωση του συνήγορου του εφεσιβλήτου δεικνύει ότι δεν αμφισβητούνταν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, κάτι το οποίο προκύπτει και από τον τρόπο με τον οποίο έτυχαν  αντεξέτασης οι εμπειρογνώμονες.

 

Περαιτέρω, πέραν από τον πιο πάνω τρόπο αντίκρισης του θέματος των τεκμηρίων εντός δίκης, η υπεράσπιση είχε στη κατοχή της από τις 5 Μαΐου 2006, ήτοι δύο και πλέον χρόνια πριν από την καταστροφή τους και ειδικότερα την έκθεση του Χημείου σε σχέση με τις επίδικες ποσότητες των ναρκωτικών. Δεν είχε, σε κανένα προγενέστερο της δίκης στάδιο, ζητηθεί από την υπεράσπιση  να επιθεωρήσει ή εξετάσει τα εν λόγω τεκμήρια. Από όλο το φάσμα της αντεξέτασης των μαρτύρων, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, είχε διαφανεί ότι ήταν παραδεχτή. Παρατηρούμε επίσης μια αλλαγή στάσης της υπεράσπισης η οποία γίνεται μετά την καταστροφή των τεκμηρίων που έγινε στις 26 Φεβρουαρίου 2018.

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), «Η παραβίαση της ισότητας των όπλων δεν κρίνεται με αναφορά στο τι είναι η μαρτυρία που δίδεται, αλλά στις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που η κάθε πλευρά έχει - εδώ ο εφεσείων - να γνωρίζει ό,τι σχετικό θα χρησιμοποιηθεί στη δίκη από την άλλη πλευρά».

 

Στην υπόθεση Ποιν. Εφ. 45/2014, Αθανάση ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5 Οκτωβρίου 2016, αναφέρονται τα εξής:

 

"Όπως ορθά επισημαίνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολο. Τελικά, η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, ακριβώς διότι μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Πτυχή της αρχής της δίκαιης δίκης είναι και το αξίωμα της ισότητας των όπλων, το δικαίωμα κάθε διαδίκου να γνωρίζει όλη τη μαρτυρία που θα προσκομισθεί και η ευκαιρία που πρέπει να έχει να την σχολιάσει. Η ισότητα των όπλων επιβάλλει επίσης ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία παρουσίασης της υπόθεσής του, υπό συνθήκες οι οποίες δεν τον θέτουν σε μειονεκτική θέση έναντι της άλλης πλευράς. Σε κάθε όμως περίπτωση, ισχυρισμός που προβάλλεται για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται μεμονωμένα ή αποσπασματικά, ούτε και κατ΄ αφηρημένο τρόπο (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto)."

 

Στη βάση των πιο πάνω θεωρούμε ότι το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου περί παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης  ως αποτέλεσμα της απώλειας των τεκμηρίων είναι λανθασμένη, καθότι, όπως έχει διαφανεί από το σκεπτικό της δικαστικής κρίσης, το ζήτημα εξετάστηκε μεμονωμένα και όχι ως ένα μέρος της όλης μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, όπου υπήρχε, όπως αναφέραμε πιο πάνω, τέτοιο μαρτυρικό υλικό που θα του επέτρεπε να προχωρήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία στο σύνολο της, κάτι το οποίο λανθασμένα δεν έπραξε.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση θα έχει επιτυχή κατάληξη.

 

To θέμα που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι τι δέον γενέσθαι. Από τη στιγμή που το Κακουργιοδικείο δεν έχει προβεί σε αξιολόγηση του συνόλου της προσαχθείσας μαρτυρίας, έχοντας αποκλείσει μαρτυρία, όπως έχουμε αποδεχτεί ανωτέρω, και εξαγωγή συμπερασμάτων αξιοπιστίας, ώστε να καταλήξει σε ευρήματα αξιοπιστίας, δημιουργείται ένα κενό που καλείται το Εφετείο να αντιμετωπίσει.

 

Με το πιο πάνω δεδομένο πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσο είμαστε υποχρεωμένοι να διατάξουμε επανεκδίκαση της υπόθεσης.

 

Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας περί επανεκδίκασης, επιβάλλουν την εξισορρόπηση μεταξύ της διασφάλισης της δίκαιης δίκης και της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης. Σ' αυτά τα πλαίσια, δεν θα πρέπει η επανεκδίκαση να παραβιάζει το εύλογο του χρόνου διεξαγωγής της δίκης στο σύνολό της, ούτε είναι επιτρεπτό με ευκολία να τίθεται υπό τον κίνδυνο καταδίκης για δεύτερη φορά ένας κατηγορούμενος. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 851, το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό παρόμοιες περιστάσεις, έκρινε ότι υπήρχε ουσιαστικό ελάττωμα εν τη εννοία του άρθρου 4.2 του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Έβδομο Πρωτόκολλο) (Κυρωτικού Νόμου του 2000) (Ν. 18(ΙΙΙ)/2000), το οποίο προνοεί ότι δεν εμποδίζεται επανάνοιγμα της υπόθεσης αν «υπάρχει ουσιαστικό ελάττωμα στην προηγούμενη διαδικασία, το οποίο εδύνατο να επηρεάσει το αποτέλεσμα της υπόθεσης».

 

Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι είχε καταχωριστεί εναντίον του εφεσιβλήτου και άλλη υπόθεση στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας για την ίδια υπόθεση, πλην, όμως, το ζήτημα ήταν τεχνικής φύσεως λόγω της διάπραξης των αδικημάτων στο έδαφος των Βρετανικών Βάσεων. Η σοβαρότητα, όμως, των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται ο εφεσίβλητος και η αναγκαιότητα εφαρμογής του Νόμου, το συμφέρον της δικαιοσύνης, περιλαμβανομένου του δημοσίου συμφέροντος συνηγορούν υπέρ της συμπλήρωσης μιας σοβαρής διαδικασίας που διακόπηκε, προς το σκοπό αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης. (Ποιν. Εφ. 20/2013, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ηροδότου, ημερ. 30 Μαρτίου 2015). 

 

Κατόπιν τούτου, και έχοντας υπόψη ότι υπήρχε, όπως διαπιστώσαμε, επαρκής μαρτυρία, και το υπό αμφισβήτηση, με την έφεση, ήταν το συμπέρασμα για έλλειψη ισότητας των όπλων και μη δίκαιη δίκη, που τελικώς κρίθηκε λανθασμένο, θεωρούμε ότι θα πρέπει να συνεχίσει την υπόθεση το Κακουργιοδικείο που την εκδίκασε αρχικώς, ώστε να καταλήξει σε τελική απόφαση, στηριζόμενο,  αφενός  επί των ευρημάτων που ήδη υπάρχουν και, αφετέρου, σε αυτά που μπορεί να καταλήξει, ως αποτέλεσμα της συνολικής αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η αθωωτική απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται όπως η υπόθεση τεθεί ενώπιον του ιδίου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, υπό τη σύνθεση που εκδίκασε την υπόθεση, για συνέχιση με την απαιτούμενη, εκ των πραγμάτων, σπουδή.

 

 

 

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

                                      Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                      Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο