ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B95
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση. 26/2019
9 Μαρτίου, 2020
[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx SIDOROV
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
1. N. KHOVRIN
2. C. KHOVRIN
3. I. H. Y. KHOVRINA
Εφεσιβλήτων
.......
Κωνσταντίνος Θωμά για Yiannakis K. Thoma Law Firm LLC,
για Εφεσείοντα
Κ. Δαμιανός για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους
------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν κατήγορος/παραπονούμενος στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 2149/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία καταλόγισε στους εφεσίβλητους/κατηγορούμενους ότι μεταξύ Μαρτίου και Οκτωβρίου του 2015 συνωμότησαν μεταξύ τους και του απέσπασαν με απάτη και με ψευδείς παραστάσεις μία (1) συλλογή συλλεκτικών χαρτονομισμάτων, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα.
Προτού οι εφεσίβλητοι/κατηγορούμενοι απαντήσουν στις κατηγορίες, ο δικηγόρος τους υπέβαλε αίτημα για απόρριψη του κατηγορητηρίου λόγω κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Και αυτό στη βάση ότι ο εφεσείων, στο στάδιο έγκρισης προς καταχώριση του επίδικου κατηγορητηρίου, απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία. Πρόκειται για στοιχεία τα οποία προκύπτουν από αδιαμφισβήτητα γεγονότα, τα οποία περιστρέφονται γύρω από τέσσερα (4) γεγονότα. Το πρώτο, ότι το 2016 ο εφεσείοντας είχε καταγγείλει τον εφεσίβλητο 1/κατηγορούμενο 1 ότι είχε διαπράξει σε βάρος του αριθμό αδικημάτων με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος 1 να συλληφθεί και να τεθεί υπό τριήμερη κράτηση, πλην όμως η αστυνομία δεν τον δίωξε τελικά, ενημερώνοντας σχετικώς τον εφεσείοντα. Το δεύτερο, ότι το 2017 ο εφεσείοντας επιχείρησε να καταχωρίσει κατηγορητήριο εναντίον του εφεσίβλητου 1 με τις ίδιες κατηγορίες, πλην όμως όταν το κατηγορητήριο τέθηκε ενώπιον του αρμοδίου Δικαστή, στις 23.2.2017, για έγκριση προς καταχώρισή του ο εφεσείων το απέσυρε κατόπιν προβληματισμών που του έθεσε ο αρμόδιος Δικαστής. Το τρίτο, ότι για τα ίδια αδικήματα ο εφεσείων απευθύνθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα για επανεξέταση της καταγγελίας που είχε προβεί προηγουμένως στην αστυνομία με σκοπό τη δίωξη του εφεσίβλητου 1 και, προτού λάβει οποιαδήποτε απάντηση από το Γενικό Εισαγγελέα, προχώρησε στην καταχώριση του επίδικου κατηγορητηρίου και, το τέταρτο, τελικά ο Γενικός Εισαγγελέας με επιστολή του ημερ. 6.8.2018 απέρριψε το αίτημα του εφεσείοντα για ποινική δίωξη του εφεσίβλητου 1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο χρειάστηκε τρεις δικασίμους και σχεδόν 2 1/2 μήνες για να καταλήξει ότι όντως ο εφεσείων απέκρυψε, στο στάδιο έγκρισης προς καταχώριση του κατηγορητηρίου, ουσιώδη γεγονότα, η μη αποκάλυψη των οποίων συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και ως εκ τούτου προχώρησε να απορρίψει την υπόθεση και να απαλλάξει τους εφεσίβλητους. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη βάση του οποίου αποφάσισε ότι η ενώπιον του υπόθεση συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας:
«Σημειώνω ότι τούτο το ιστορικό ουδόλως ελέχθη ενώπιον Δικαστηρίου κατά το στάδιο της έγκρισης. Τώρα, το ζήτημα του κατά πόσο θα έπρεπε να είχε τεθεί, την μόνη αυθεντία κυπριακή την οποία έχω εντοπίσει, είναι στην πρόσφατη απόφαση σε certiorari του έντιμου Δικαστή Ναθαναήλ, ότι κατά τον χρόνο καταχώρησης του κατηγορητηρίου, εξετάζεται και το ζήτημα κατά πόσο το κατηγορητήριο είναι ενοχλητικό και συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, ζήτημα το οποίο το Δικαστήριο δυνατό να ελέγχει κατά το στάδιο της καταχώρησης. Τώρα, κατά το στάδιο που εβρισκόμεθα, δεν έχω εντοπίσει σχετική νομολογία, πλην όμως έχω εντοπίσει Αγγλική νομολογία, η οποία κωδικοποιεί το Κοινοδίκαιο, το οποίο εφαρμόζεται στην Κυπριακή έννομη τάξη, δυνάμει του άρθρου 29 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, αλλά και του άρθρου 3 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, ελλείψει ειδικότερης νομοθετικής ρύθμισης από την Κυπριακή έννομη τάξη. Στην απόφαση Τhe Queen on the Application of Martin Kay Scan Thors (UK) Limited v. Leeds Magistrates Court v. Marek Karwan του 2018, ΕWHC, 1233, αναφέρθηκε η αρχή ότι αν ένα Δικαστήριο έχει εξουσία να αρνηθεί την έκδοση κατηγορητηρίου γιατί η διαδικασία θα ήτο ενοχλητική ή θα συνιστούσε κατάχρηση της δικαιοδοσίας, αν υπάρχει εξουσία τέτοια κατά το στάδιο της έγκρισης, τότε το Δικαστήριο εξίσου έχει εξουσία να αναστείλει διαδικασία σε μεταγενέστερο στάδιο. Συνεπώς, κρίνω ότι σ' αυτό το στάδιο έχω εξουσία να απορρίψω κατηγορητήριο, για λόγους που άπτονται κατάχρηση της διαδικασίας. Στην απόφαση αυτή που έχω προαναφέρει, εκτίθενται εκτενώς τα καθήκοντα που έχει ένας ιδιώτης κατήγορος και αναφέρεται ως εξής στον τίτλο «the duties of a private prosecutor" (το Δικαστήριο διαβάζει στα Αγγλικά). Η υπόθεση αυτή αφορούσε αίτημα στην άρνηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να παραμερίσει εκδοθέν κατηγορητήριο, για λόγους κατάχρησης της διαδικασίας, εδραζόμενο στη μη αποκάλυψη ουσιωδών στοιχείων κατά το στάδιο της καταχώρησης του κατηγορητηρίου και προχωρεί η εν λόγω απόφαση στη σελίδα 13 και λέει το εξής (το Δικαστήριο διαβάζει στα Αγγλικά). Στην εν λόγω απόφαση αναγνωρίστηκε το "the duty of candour" και διαβάζω το απόσπασμα που έχω ήδη προαναφέρει στην αρχή της σημερινής συνεδρίας, το οποίο δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω. Σε τούτη την υπόθεση, το Δικαστήριο αναφέρθηκε ως εξής και διαβάζω (το Δικαστήριο διαβάζει στα Αγγλικά). Συνεπώς κρίνω ότι η παρούσα αρχή που έχω αναφέρει, εφαρμόζεται πλήρως στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Σαφώς στην Κυπριακή έννομη τάξη δεν υπάρχει νομοθεσία που να διέπει το παρόν ζήτημα όπως στην Αγγλία, όμως η αρχή είναι η ίδια. Όταν ο δικηγόρος που αποτείνεται στο Δικαστήριο και αναζητεί την έγκριση του κατηγορητηρίου, σαφώς και οφείλει να παρουσιάσει πλήρως το σκηνικό και το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης, ώστε το Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσο θα εγκρίνει ή όχι το κατηγορητήριο, κάτι το οποίο δεν έχει σαφώς τεθεί ενώπιον Δικαστηρίου, ενώ ο συνήγορος των παραπονουμένων έθεσε στην αρχή της σημερινής του αγόρευσης το πλήρες και ολόκληρο ιστορικό της παρούσας υπόθεσης και διερωτάται κανείς γιατί αυτό δεν έχει τεθεί ενώπιον Δικαστηρίου κατά το στάδιο που παρουσιάστηκε εκ νέου το ίδιο κατηγορητήριο και εν όψει ιδιαίτερα, της θέσης της Αστυνομίας ότι έχει διερευνήσει το ζήτημα και δεν θα καταχωρήσει ποινική δίωξη εναντίον των κατηγορουμένων που αφορούσε η καταγγελία. Και εδώ παραπέμπω ενδεικτικά σε όλα τα Τεκμήρια που έχουν τεθεί ενώπιον Δικαστηρίου, Τεκμήρια Β και Γ που αφορούσαν όλες τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε η πλευρά των παραπονουμένων, ακόμα και μετά την απόσυρση εκ μέρους τους του παρόντος κατηγορητηρίου, ζητήματα σαφώς, τα οποία έπρεπε να τεθούν στο Δικαστήριο το οποίο εξέτασε προς έγκριση το παρόν κατηγορητήριο.»
Καταλήγει δε στη συνέχεια:
«Συνεπώς, για λόγους που αφορούν τη μη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων που αφορούσαν την υπόθεση, απορρίπτω το κατηγορητήριο, λόγω κατάχρησης της διαδικασίας που άπτεται της μη αποκάλυψης κατά το στάδιο της καταχώρησης και της έγκρισης όλων των ουσιωδών γεγονότων που αφορούσαν την παρούσα υπόθεση. Εν όψει και των σοβαρών κατηγοριών που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι και απαλλάσσω τους κατηγορουμένους από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.»
Ο εφεσείων αντέδρασε στην πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την παρούσα έφεση, διατυπώνοντας έξι (6) Λόγους Έφεσης με τους οποίους προβάλλει τη θέση ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη. Βασικά όμως διατείνεται ότι στη βάση των αδιαμφισβήτητων γεγονότων της υπόθεσης εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η ενώπιον του υπόθεση συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, όπως εσφαλμένα εφάρμοσε την αγγλική νομολογία επί του θέματος αφενός γιατί αυτή δεν τύγχανε εφαρμογής στα περιστατικά της ενώπιον του υπόθεσης και αφετέρου ενόψει της ειδικής και διαφορετικής νομοθετικής ρύθμισης στην Κύπρο όπου εφαρμόζονται τα άρθρα 37-45 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε τους Λόγους Έφεσης με εμπεριστατωμένο διάγραμμα αγόρευσης αλλά και δια ζώσης κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, κάτι που έπραξε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές.
Εξετάσαμε με προσοχή τις εκατέρωθεν εισηγήσεις σε συνάρτηση με τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν εκ συμφώνου πρωτοδίκως. Καταλήξαμε ότι παρά τα θέματα που ηγέρθηκαν πρωτοδίκως και ενώπιον μας, το ερώτημα που εγείρεται προς απάντηση είναι απλό: Το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν αποκάλυψε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα προαναφερθέντα τέσσερα (4) στοιχεία συνιστούν όντως απόκρυψη που καθιστούσαν την καταχώριση του επίδικου κατηγορητηρίου κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας ή όχι; Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι σαφώς αρνητική.
Η αναγκαιότητα παρουσίασης του κατηγορητηρίου ενώπιον του αρμοδίου Δικαστή, προτού καταχωρηθεί, προκύπτει από το άρθρο 43(1)(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155 που προβλέπει τα εξής:
«43.(1) Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε Δικαστή του Δικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται.
(2) Κατόπιν μελέτης του κατηγορητηρίου ο Δικαστής δύναται να διατάξει όπως αυτό καταχωριστεί ή, αν αρνείται να δώσει τέτοια διαταγή, αυτός πρέπει, αν παρακληθεί με αυτό τον τρόπο από το πρόσωπο που απαγγέλλει την κατηγορία εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της άρνησης, να δώσει σε αυτό βεβαίωση της άρνησης, και το πρόσωπο αυτό δύναται, εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της εξασφάλισης της βεβαίωσης να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο ή Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την καταχώρηση του κατηγορητηρίου και, αν το διάταγμα εκδοθεί, το κατηγορητήριο καταχωρίζεται ανάλογα.». Ο τύπος δε και ο τρόπος σύνταξης κατηγορητηρίου διέπονται από τις πρόνοιες των άρθρων 38 και 39 του ΚΕΦ. 155.
Στη βάση των πιο πάνω νομοθετικών προβλέψεων είναι σαφές ότι υπάρχει στην Κύπρο νομοθετική ρύθμιση ως προς τη διαδικασία καταχώρησης κατηγορητηρίου και η περί του αντιθέτου κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη, όπως είναι λανθασμένη και η συνακόλουθη κρίση του ότι ως αποτέλεσμα της μη νομοθετικής ρύθμισης στην Κύπρο του θέματος καθίσταται αναγκαία η αναζήτηση καθοδήγησης από την Αγγλική νομοθεσία και νομολογία.
Σ΄ ό,τι αφορά την ουσία του θέματος, είναι νομολογημένο ότι τα Δικαστήρια έχουν τη διακριτική ευχέρεια να αναστείλουν ή να απορρίψουν μια υπόθεση όταν αυτή αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, η οποία όμως πρέπει να ασκείται με φειδώ και σε εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Δημοκρατία ν. xxx Ηλιάδη, Ποιν. Εφ. 348/2018 ημερ. 31.5.2018, Ηλίας Ηλία (Αρ.3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786 και Constantinides v. Ekdotiki Eteria Vima Ltd (1983) CLR 348). Για το τι συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας σχετικές είναι οι υποθέσεις Μεταφορές Γερόλεμος Ν. Γερολέμου Λτδ. v. Αδελφοί Σ. Πεκρής (Γενικές Επιχειρήσεις) Λτδ κ.α. (2013) 2 Α.Α.Δ. 593, Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522 και Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646. Ό,τι απαιτείται να αναφερθεί για σκοπούς της παρούσας είναι ότι, κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας είναι δυνατό να ενυπάρχει όταν επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός με διαφορετικά ένδικα μέσα.
Έχοντας υπόψιν τη σχετική επί του θέματος νομολογία, κρίνουμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ενώπιον του θέματος ήταν έκδηλα λανθασμένη. Δεν υπήρξε ποτέ προηγουμένως δικαστική διαδικασία ποινικής δίωξης των εφεσιβλήτων ή άλλη παράλληλη δικαστική διαδικασία με την επίδικη Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Η διεξαγωγή έρευνας από την Αστυνομία και η απόφαση της να μην προχωρήσει σε ποινική δίωξη των εφεσιβλήτων δεν συνιστούσε ποινική διαδικασία. Όπως δεν συνιστούσε ποινική διαδικασία ή παράλληλη διαδικασία και η εν τέλει μη καταχώριση του πρώτου κατηγορητηρίου. Κατά συνέπεια δεν εγείρεται θέμα κατάχρησης διαδικασίας σύμφωνα με τη νομολογία εφόσον ποτέ δεν άρχισε ποινική δίωξη των εφεσιβλήτων για τα αδικήματα που περιέχονται στο επίδικο κατηγορητήριο (βλ. άρθρο 2 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155).
Ενόψει των πιο πάνω η υποβληθείσα από τους εφεσίβλητους, πρωτοδίκως, εισήγηση για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας θα έπρεπε να είχε απορριφθεί και η επί τούτου επίκληση αγγλικής νομολογίας για αποδοχή της εισήγησης δεν είχε θέση στα περιστατικά της ενώπιον του υπόθεσης. Κατά συνέπεια η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το θέμα της κατάχρησης κρίνεται εσφαλμένη και συνεπώς η αθωωτική απόφαση ακυρώνεται χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης των υπόλοιπων θεμάτων που ηγέρθησαν με τους λόγους έφεσης. Δεν θα ήταν όμως χωρίς σημασία να παρατηρήσουμε ότι για ένα απλό θέμα δαπανήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος - τρεις δικάσιμοι και σχεδόν 2 ½ μήνες - ενώ κατά τη γνώμη μας το όλο θέμα θα μπορούσε να αποφασιστεί άμεσα.
Η έφεση επιτρέπεται. Η υπόθεση επαναπέμπεται στο ίδιο πρωτόδικο Δικαστήριο για συνέχιση της διαδικασίας.
Τα έξοδα της έφεσης εκ. €2.500 επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Α.Λ.Ο.