ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αθανασίου Γεώργιος ν. Aστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 325
Tρικωμίτης Γεώργιος ν. Φιλόκυπρου Aνδρέου (Aρ. 1) (2003) 2 ΑΑΔ 487
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:B24
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση. 356/2018
20 Ιανουαρίου, 2020
[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. xxxx ΘΕΟΧΑΡΗ
2. HIGHGATE PRIVATE SCHOOL
Εφεσείοντες
ΚΑΙ
ΑΛΟΥΜΙΝΙΑ ΑΝΤΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων
.......
Βασίλης Μπίσας με Μελίνα Καραολιά (κα), Για τους Εφεσείοντες
Κωστής Ευσταθίου, Για την Εφεσίβλητη
------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη είχε καταχωρήσει την Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση Αρ. 1529/2013 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 (κατηγορουμένων 1 και 2 αντίστοιχα) για το αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154. Ο εφεσείων 1 αντιμετώπιζε επίσης στην ίδια υπόθεση και την κατηγορία της απάτης.
Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ενοχή και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση κατά την οποίαν έδωσαν μαρτυρία για την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής τρεις μάρτυρες.
Με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής οι εφεσείοντες, μέσω του δικηγόρου τους, υπέβαλαν στο Δικαστήριο ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους ώστε να κληθούν σε απολογία, εισήγηση που έγινε δεκτή μόνο για την τρίτη κατηγορία, της απάτης, που αφορούσε τον εφεσείοντα 1 ο οποίος αθωώθηκε και απαλλάχθηκε σ' αυτή.
Από πλευράς εφεσειόντων δεν κλήθηκαν μάρτυρες ενώ ο εφεσείων 1 αφού κλήθηκε σε απολογία στην κατηγορία της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα τήρησε το δικαίωμα της σιωπής.
Τα βασικά γεγονότα που προέκυπταν από τη μαρτυρία και τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε, είναι ότι ο εφεσείων 1, έδωσε στις 3/11/2011 στον ΜΚ1, διευθυντή της εφεσίβλητης, επιταγή της εφεσείουσας 2 για το ποσό των Λ.Κ. 25,000 προς πληρωμή χρέους προς την εφεσίβλητη, για εργασίες που η τελευταία είχε εκτελέσει για λογαριασμό της εφεσείουσας 2. Κατά την εμφάνιση της επιταγής στην Τράπεζα αυτή δεν τιμήθηκε και επιστράφηκε στην εφεσίβλητη με την ένδειξη «η υπογραφή του εκδότη διαφέρει». Την επίδικη επιταγή, υπέγραψε ο εφεσείων 1 κατόπιν πραγματικής εξουσιοδότησης από την Μ.Θ., μοναδική διοικητική σύμβουλο και μέτοχο της εφεσείουσας 2, εταιρείας, η οποία είχε την εξουσία να υπογράφει και να εκδίδει επιταγές της στη βάση εντολής προς την Τράπεζα και των προνοιών του περί Εταιρειών Νόμου.
Με την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 12/6/2018 έκρινε ένοχους τους εφεσείοντες στην κατηγορία της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κα επέβαλε στις 26/11/2018 στην μεν εφεσείουσα 2 την ποινή του προστίμου των €4.000 στην πρώτη κατηγορία, στον δε εφεσείοντα 1 την ποινή της φυλάκισης των πέντε (5) μηνών με αναστολή εκτέλεσης της για τρία χρόνια στη δεύτερη κατηγορία.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς την καταδίκη με επτά (7) λόγους έφεσης που συνοψίζονται στους εξής:
1) Η νομική προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς τον όρο «επιταγή» και την τεκμηρίωση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, ήταν λανθασμένη (πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης).
2) Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ1 ήταν λανθασμένη (τέταρτος λόγος έφεσης).
3) Τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι υφίστατο εξουσιοδότηση της εφεσείουσας 2 προς τον εφεσείοντα 1 για την υπογραφή της επιταγής ήταν λανθασμένα (έκτος και έβδομος λόγος έφεσης).
4) Η απόδοση υπέρμετρης σημασίας σε επουσιώδη θέματα όπως στο θέμα της οφειλής προς την εφεσίβλητη ήταν λανθασμένη (πέμπτος λόγος έφεσης).
Κατά την ακροαματική διαδικασία της υπό κρίση έφεσης η εφεσείουσα 2, εταιρεία, απέσυρε την έφεση της εναντίον της εφεσίβλητης.
Προτού προχωρήσουμε με την εξέταση της ουσίας των λόγων έφεσης κρίνουμε σκόπιμο να αποφασιστεί κατά προτεραιότητα η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης στο διάγραμμα αγόρευσης του ότι ενόψει εξόφλησης της επίδικης επιταγής για σκοπούς μετριασμού της ποινής κατά την πρωτόδικη διαδικασία, οι εφεσείοντες εμποδίζονται στην προώθηση της έφεσης τους η οποία κατέστη ως εκ τούτου αβάσιμη και απαράδεκτη.
Προς υποστήριξη της εισήγησης του αυτής παρέπεμψε στην πρόσφατη υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. αρ. 140/2016, ημερ. 20/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:B371.
Από πλευράς εφεσείοντα 1 δεν αμφισβητήθηκε ότι το ποσό της επίδικης επιταγής είχε καταβληθεί στις 21/11/2018 για σκοπούς μετριασμού της ποινής, αλλά σύμφωνα με την προφορική αγόρευση του δικηγόρου του, η πληρωμή της επιταγής έγινε υπό επιφύλαξη.
Ανατρέχοντας στην πρωτόδικη απόφαση διαφαίνεται ότι το Δικαστήριο κατά την επιβολή ποινής έλαβε υπόψη το γεγονός της πληρωμής της επιταγής ως ένα από τους μετριαστικούς παράγοντες, προσθέτοντας όμως ότι λήφθηκε υπόψη στο βαθμό που η νομολογία καθορίζει ενόψει της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην εξόφληση της επιταγής.
Για σκοπούς ολοκληρωμένης εικόνας παραθέτουμε κατωτέρω το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση της ποινής ως προς τις συνθήκες καταβολής από τον εφεσείοντα 1 του ποσού της επιταγής στην εφεσίβλητη για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«Κύριο εύρημα του Δικαστηρίου, για τα γεγονότα, είναι ότι, η Κατηγορούμενη 2, με την βοήθεια του Κατηγορουμένου 1, χωρίς εύλογη αιτία, με πράξη της (βλ. τις παραγράφους, από 39 μέχρι και 41, της απόφασης του Δικαστηρίου καταδίκης των Κατηγορουμένων 1 και 2, ημερομηνίας 26/10/2018), προκάλεσε την μη εξόφληση της εν λόγω επιταγής, με αποτέλεσμα, αφού αυτή κατέστη πληρωτέα, όταν αυτή παρουσιάστηκε από την Παραπονούμενη για να τιμηθεί, να μην πληρωθεί. Παρέμεινε δε απλήρωτη, μέχρι και μετά την καταδίκη των Κατηγορουμένων 1 και 2 από το Δικαστήριο για τα αδικήματα αυτής της υπόθεσης, όταν και το εν λόγω ποσό των €25.000, καταβλήθηκε στην Παραπονούμενη, από τον Κατηγορούμενο 1, για τον περιορισμένο σκοπό, ως δηλώθηκε από πλευράς των Κατηγορουμένων 1 και 2, το γεγονός της αποκατάστασης της Παραπονουμένης, να ληφθεί υπόψη του Δικαστηρίου κατά την επιλογή και επιμέτρηση της ποινής τους.»
Προεξάρχον στοιχείο συνιστά η εξόφληση της επιταγής από τον εφεσείοντα 1 έστω καθυστερημένα ή για τον περιορισμένο σκοπό που της αποδίδεται.
Είναι φανερό από την πρωτόδικη απόφαση ότι το στοιχείο αυτό, της εξόφλησης δηλαδή της επιταγής, είχε τη δική του συνεισφορά, όπως την προσδιόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε τελικά στον εφεσείοντα 1. Ανατρέχοντας στην αγόρευση του δικηγόρου του εφεσείοντα 1 για σκοπούς ποινής δεν χρησιμοποιήθηκε το στοιχείο της αποπληρωμής της επιταγής μόνο ως μετριαστικός παράγοντας αλλά και για υποστήριξη της εισήγησης περί αναστολής τυχόν ποινής φυλάκισης και πράγματι ήταν ένα από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο στην απόφαση του για αναστολή της ποινής φυλάκισης.
Στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 171/2016, ημερ. 20/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:B371 στην οποία παρέπεμψε και ο δικηγόρος της εφεσίβλητης που αφορούσε σε εξόφληση του προϊόντος της κλοπής, που ήταν η κατηγορία στην οποίαν βρέθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος ,μετά από ανασκόπηση της νομολογίας ως προς τις επιπτώσεις που ενέχει τέτοια ενέργεια στην έφεση κατά της καταδίκης, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Ανάλογο θέμα μας έχει απασχολήσει στην πρόσφατη απόφαση TABRAZV v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 8/2017, ημερ. 4 Μαΐου 2018, όπου αναλύθηκε και προγενέστερη νομολογία, όπως η υπόθεση Αθανασίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 325 και Τρικωμίτης ν. Ανδρέου (2003) 2 Α.Α.Δ. 487, όπου, ιδιαιτέρως στην υπόθεση Τρικωμίτης, το Εφετείο, παραπέμποντας στην υπόθεση Wu Chun-piu v. The Queen (P.C.) (1966) 1 W.L.R. 1113, υιοθέτησε την προσέγγιση ότι: «. Η αγόρευση και οι ενέργειες προς μετριασμό της ποινής δεν πρέπει να θεωρείται ότι εξυπακούουν παραδοχή της κατηγορίας, έστω και αν δεν προβάλλεται η αθωότητα του κατηγορούμενου, εκτός αν πρόθεση παραδοχής προκύπτει σαφώς από τα λεγόμενα».
Επί του προκειμένου αναφύεται ένα ερώτημα, το οποίο απασχόλησε και το αγγλικό δικαστήριο στην υπόθεση Wu Chun-piu. Ρεαλιστικά ερμηνευόμενη η δήλωση του συνηγόρου, πού αποσκοπούσε; Είχε πρόθεση να εκμηδενίσει την αρχική απάντηση του πελάτη του στην κατηγορία, ή απλώς στόχευε στον, υπό τις περιστάσεις, μετριασμό των επιπτώσεων της ποινής.
Το θέμα είναι, κατά τη γνώμη μας, άρρηκτα συνυφασμένο με τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων. Κατηγορήθηκε και βρέθηκε ένοχος για το αδίκημα της κλοπής υπό υπαλλήλου. Η κλοπή συνίστατο στο ότι, ως εργοδοτούμενος του Δήμου Παραλιμνίου και έχων τη διαχείριση της ενοικίασης στρωμάτων θαλάσσης και ομπρελών, εισέπραττε χρήματα από τους πελάτες, για λογαριασμό του Δήμου, τα οποία και οικειοποιείτο. Κατέβαλε το ποσό, το οποίο έχει αναφερθεί πιο πάνω, απεδέχθη να χρησιμοποιηθεί και ένα άλλο ποσό προς όφελος του Δήμου επίσης, με σκοπό να παραμείνει στην εργασία του, όπως αναφέρθηκε από το συνήγορο του. Αυτή η ενέργεια πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί, παρά μόνο ότι υπήρχε άμεση παραδοχή του αδικήματος και επίδειξη συγγνώμης για τις ενέργειες στις οποίες έχει προβεί.
Συνεπώς, δεν μπορεί με οποιοδήποτε τρόπο παρά να θεωρηθεί ότι η δήλωση του συνηγόρου, περί αποπληρωμής του ποσού, εκθεμελιώνει τη δυνατότητα προώθησης της παρούσας έφεσης κατά της καταδίκης. Διαφορετική προσέγγιση θα ήταν όχι μόνο αντινομική, αλλά θα αποτελούσε και σχήμα οξύμωρο, καθότι θα επέτρεπε στον εφεσείοντα, αφού εξασφάλισε την έκπτωση στην ποινή, να προχωρεί και να αμφισβητεί, εκ του ασφαλούς πλέον, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Αθανασίου, την ορθότητα της καταδίκης του. Συνεπώς, η έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.»
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης και την φύση του αδικήματος, εξετάσαμε την εισήγηση της εφεσίβλητης η οποία μας βρίσκει σύμφωνους. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η αποπληρωμή της επιταγής, συνιστούν στοιχείο που κατατείνει σε παραδοχή του αδικήματος από τον εφεσείοντα 1 και ως τέτοιο τον εμποδίζει να αμφισβητεί την καταδικαστική γι' αυτόν απόφαση για την οποία η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν σε συνάρτηση και με την αποπληρωμή της επιταγής από τον ίδιο.
Με την πιο πάνω απόφαση μας που οδηγεί σε απόρριψη της έφεσης, η εξέταση των λόγων έφεσης επί της ουσίας καθίσταται περιττή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εκ €2.500 υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα 1.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.