ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B6
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
10 Ιανουαρίου 2020
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Αίτηση 29/2019)
xxxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ (ΚΟΑ),
Καθ'ου η αίτηση.
Α. Μάγος με Ε. Ζούγκα (κα), για την Αιτήτρια.
Μ. Δαμιανού (κα) για Σ. Σαμψών & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Καθ'ου η αίτηση.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Καταχωρήθηκε την 1η Νοεμβρίου 2019 αίτηση με την οποία η αιτήτρια «εξαιτείται:
«Α. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου για παράταση χρόνου καταχώρισης έφεσης.»
Η αίτηση αυτή για την οποία προβλήθηκε και καταχωρήθηκε ένσταση από τους καθ'ων η αίτηση, εδράζεται σε ένορκη δήλωση που ετοίμασε η Στεφανία Δημητριάδου, δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την αιτήτρια και κατηγορουμένη στην ποινική υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας 17617/2018.
Όπως προσδιορίζεται στην ένορκη δήλωση, η αιτήτρια καταδικάστηκε στις 18 Οκτωβρίου 2019 για παράβαση του Κανονισμού 10, παρ. (1) των περί Ιδιωτικών Σχολών Γυμναστικής Κανονισμών του 1995, Κ.Δ.Π. 38/95, και της επιβλήθηκε πρόστιμο €500, πλέον €1.500 έξοδα.
Η ενόρκως δηλούσα προσδιόρισε ως λόγο μη καταχώρισης εγκαίρως της έφεσης το εξής: «Εκ παραδρομής δεν καταχωρήθηκε ειδοποίηση εφέσεως εντός των 10 ημερών από την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου». Περαιτέρω, αναφέρεται το εξής: «Ο χρόνος που παρήλθε από την λήξεως των 10 ημερών είναι τελείως ασήμαντος και φαίνεται καθαρά ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε δόλια ή εσκεμμένη ενέργεια από την Αιτήτρια. Το λάθος που έγινε φέρει την ευθύνη το γραφείο μας και δεν θεωρούμε δίκαιο να υποστεί τις συνέπειες της παράλειψης η Αιτήτρια».
Η ένσταση που υποβλήθηκε έχει ως επίκεντρο τη μη αποκάλυψη, όπως προβλήθηκε, βάσιμου λόγου ή καλού λόγου ή εξαιρετικές περιστάσεις, για παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης και, όπως αναφέρεται και στην ένορκη δήλωση της Θεοχαρίας Παπανικολάου, δικηγόρου στο γραφείο των καθ'ων η αίτηση, δεν ενσωματώνονται ή καταγράφονται στην αίτηση οι λόγοι για τους οποίους δεν είχε καταστεί εφικτό να καταχωρηθεί η έφεση εντός της προβλεπόμενης από τη νομοθεσία προθεσμίας. Δεν έχει, περαιτέρω αναφέρει η ενόρκως δηλούσα, καταδειχθεί ουσιαστική αδυναμία, έτσι ώστε να δικαιολογείται η παράταση χρόνου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας επανέλαβε με την αγόρευση του τη δυνατότητα που υπάρχει στο Δικαστήριο να εγκρίνει αίτημα για παράταση και οι συγκεκριμένοι λόγοι, υποστήριξε ο κ. Μάγος, δικαιολογούν την έγκριση του αιτήματος για παράταση, καθότι δεν θα υποστεί οποιαδήποτε ζημιά η πλευρά των καθ'ων η αίτηση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στην υπόθεση Χόππης ν. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 140, στην οποία, κατά την εισήγηση του, γίνεται μεγάλη και εκτενής ανάλυση της προσφερόμενης δυνατότητας άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παράταση χρόνου.
Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, η απόφαση την οποία μας πρότεινε να υιοθετήσουμε, αφορά πολιτική δικαιοδοσία όπου τα κριτήρια είναι εντελώς διάφορα από ότι προβλέπεται στο άρθρο 134 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155. Στο άρθρο αυτό αναφέρεται:
«134. Εξαιρουμένης της περίπτωσης καταδίκης που συνεπάγεται τη θανατική ποινή, ο χρόνος εντός του οποίου ειδοποίηση έφεσης ή αίτηση για άδεια έφεσης δύναται να δοθεί, δύναται, κατόπι απόδειξης βάσιμου λόγου, να παραταθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε χρόνο.»
Καταδεικνύεται, συναφώς, ότι η αναγκαιότητα κατάδειξης βάσιμου λόγου αποτελεί το κύριο στοιχείο το οποίο πρέπει να καταδειχθεί μέσα από τα γεγονότα που θα τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου, με τη μορφή, βεβαίως, ενόρκων δηλώσεων. Ο συνήγορος της αιτήτριας είχε επεκταθεί κατά την αγόρευση του και σε άλλες παραμέτρους, οι οποίες δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη καθότι δεν αποτελούν μέρος του πραγματικού υπόβαθρου, το οποίο θα πρέπει να ενυπάρχει.
Στην υπόθεση LGS HANDLING LTD, Ποιν. Αίτ. 22/2018, ημερ. 22 Φεβρουαρίου 2019, ECLI:CY:AD:2019:B125, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να επαναλάβει την πάγια νομολογία ότι «η προεξάρχουσα αρχή που λαμβάνεται υπόψη είναι η ανάγκη τελεσιδικίας χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για τη χορήγηση παράτασης χρόνου ασκείται με φειδώ και λαμβάνει υπόψη τους λόγους αδυναμίας έγκαιρης καταχώρισης της έφεσης .» «Η αδυναμία καταχώρισης πρέπει να είναι ουσιαστική και πρέπει να εμπίπτει εντός του εξαιρετικού εκείνου μέτρου το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντισταθμίζον την ανάγκη για τελεσιδικία».
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κυριάκου (2003) 2 Α.Α.Δ. 479 τονίστηκε ότι αιτήματα για παράταση χρόνου θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αυστηρά, καθότι η τήρηση των προθεσμιών γενικώς, αλλά και ιδιαιτέρως της προθεσμίας για έφεση, δεν είναι θέμα τύπου, αλλά ουσίας. (Βλ. Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 374).
Η αναγκαιότητα κατάδειξης βάσιμου λόγου, όπως προσδιορίζεται στο πιο πάνω άρθρο 134 του Κεφ. 155, αποτελεί, όπως προσδιορίσαμε πιο πάνω, το αναγκαίο υπόβαθρο για να προχωρήσει η αίτηση επί του ουσιαστικού θέματος της τελεσιδικίας των υποθέσεων.
Διαβάζοντας το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως, δεν έχει, κατά τη γνώμη μας, καταδειχθεί οποιοδήποτε στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει, έστω σε ένα απομακρυσμένο ενδεχόμενο θεώρησης ότι η παράλειψη ή η ολιγωρία δικηγόρου μπορεί να αποτελέσει βάσιμο λόγο για παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης. Η έννοια των λέξεων «εκ παραδρομής» που χρησιμοποιείται στην ένορκη δήλωση, δεν επιτρέπει οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση. Δεν έχει επίσης καταδειχθεί ότι θα εξυπηρετείτο με οποιοδήποτε τρόπο το συμφέρον της δικαιοσύνης εάν το Δικαστήριο προχωρούσε σε έγκριση του αιτήματος για παράταση του χρόνου. Αυτή η απουσία, σε συνδυασμό με τη μη στοιχειοθέτηση βάσιμου λόγου, δεν αφήνει άλλα περιθώρια παρά την αποτυχία της αίτησης.
Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΔΓ