ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ν. Ανδρέου, για τον εφεσείοντα. Αντ. Βασιλείου, για τον εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-12-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΔΗΜΟΣ ΚΑΤΩ ΠΟΛΕΜΙΔΙΩΝ, Ποινική Έφεση Αρ. 35/2019, 20/12/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B537

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 35/2019)

 

20 Δεκεμβρίου, 2019

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΑΝΔΡΕΟΥ

Εφεσείων,

- ΚΑΙ -

ΔΗΜΟΣ ΚΑΤΩ ΠΟΛΕΜΙΔΙΩΝ

Εφεσίβλητος

---------------

 

Ν. Ανδρέου, για τον εφεσείοντα.

Αντ. Βασιλείου, για τον εφεσίβλητο.

 

--------------

 

 

Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

---------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείοντας καταδικάστηκε μετά από ακρόαση για το αδίκημα της κατοχής και χρήσης οικοδομής άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως παρά της αρμόδιας αρχής κατά παράβαση του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.  Του επιβλήθηκε χρηματική ποινή και εκδόθηκε διάταγμα κατεδάφισης της οικοδομής.  Πρόκειται για μια μικρή οικία ευρισκόμενη σε τουρκοκυπριακό τεμάχιο, το οποίο τελεί υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. 

 

Εκμισθωτής του εν λόγω τεμαχίου ήταν ο πατέρας του εφεσείοντα.  Μετά το θάνατο του υποβλήθηκε αίτημα για μεταβίβαση της μίσθωσης στον εφεσείοντα χωρίς να τύχει απάντησης.  Εν πάση περιπτώσει ο εφεσείοντας ήταν, κατά τον ουσιώδη, χρόνο ο κάτοχος του τεμαχίου και, ειδικότερα, της εν λόγω μικρής οικίας.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή διά του ΜΚ1, τεχνικού στην υπηρεσία του εφεσίβλητου, για το συγκεκριμένο τεμάχιο είχε δοθεί στο μακρινό παρελθόν, το 1981, άδεια οικοδομής στον πατέρα του εφεσείοντα για την ανέγερση κτηνοτροφικών υποστατικών.  Στην άδεια δεν περιλαμβανόταν η εν λόγω οικία, η οποία εφάπτεται των ανεγερθέντων κτηνοτροφικών υποστατικών. 

 

Η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής περί κατοχής και χρήσης της εν λόγω οικίας από τον εφεσείοντα παρέμεινε αναντίλεκτη.  Ο εφεσείοντας άσκησε το δικαίωμα της σιωπής και δεν παρουσίασε μάρτυρες. 

 

Ήταν η θέση της υπεράσπισης πρωτοδίκως ότι, επειδή δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία για το πότε ανηγέρθη η οικία, το Κεφ. 96 δεν τυγχάνει εφαρμογής καθότι δεν στοιχειοθετήθηκε συσχετισμός με τον χρόνο που το Κεφ. 96 είχε τεθεί σε εφαρμογή.  Ως προς αυτή τη θέση το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε αντιφατικότητα με την υποβολή, κατά την αντεξέταση του ΜΚ1, ότι στο αρχιτεκτονικό σχέδιο που συνόδευε την άδεια οικοδομής περιλαμβανόταν και η επίδικη οικία, υποβολή την οποία ο ΜΚ1 αρνήθηκε.  Συνεπώς δεν μπορούσε ταυτόχρονα να τίθεται ότι δεν καλυπτόταν από το Κεφ. 96.  Άλλη εισήγηση της υπεράσπισης, πρωτοδίκως, ήταν ότι ο εφεσείοντας δεν μπορούσε να καταδικαστεί με βάση το Κεφ. 96 διότι κατείχε το τεμάχιο και την οικία ως παράνομος επεμβασίας (trespasser), ενώ, κατά την εισήγηση, το Κεφ. 96 εφαρμόζεται μόνο σε πρόσωπα που τους έχει παραχωρηθεί η χρήση ή είναι εκμισθωτές τέτοιας ιδιοκτησίας.  Εντόπισε και ως προς τούτο, αντίφαση, το πρωτόδικο δικαστήριο, υποδεικνύοντας ότι η θέση που υποβλήθηκε στον ΜΚ1 κατά την αντεξέταση του, ήταν ότι ο εφεσείοντας ουδέποτε χρησιμοποίησε το εν λόγω υποστατικό.  Εν πάση δε περιπτώσει το δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση αυτή και επί της ουσίας της, κρίνοντας πως ό,τι είχε σημασία ήταν ότι συνέτρεχαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, ήτοι η κατοχή ή χρήση οικοδομής εντός της εννοίας του Νόμου, χωρίς η οικοδομή αυτή να καλύπτεται από πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή. 

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση ότι, παρά την απόδειξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, ο εφεσείων δεν θα έπρεπε να καταδικαστεί καθ΄ ότι δεν μπορούσε ο ίδιος να υποβάλει αίτηση για εξασφάλιση πιστοποιητικού έγκρισης, αλλά ούτε και να κατεδαφίσει την οικοδομή.  Υπέδειξε ότι η απαγόρευση που επιβάλλει ο νόμος είναι, εν πάση περιπτώσει, δεδομένη και έγκειται στον αποκλεισμό κατοχής ή χρήσης μιας οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης.  Όπως αναφέρθηκε στην ΕLFI Entertainment Ltd v. Δήμου Αγίας Νάπας (2006) 2 ΑΑΔ 361, το γεγονός ότι μόνο ο ιδιοκτήτης θα μπορούσε να υποβάλει αίτηση για έκδοση του αναγκαίου πιστοποιητικού δεν απαλλάσσει το πρόσωπο που κατέχει την οικοδομή από την ποινική του ευθύνη.  Υποδείχθηκε δε, συναφώς ότι «οποιοσδήποτε επιθυμεί την κατοχή και χρήση οικοδομών θα πρέπει πρώτα να βεβαιώνεται ότι αυτές είναι νόμιμες και ότι έχουν και άδεια οικοδομής και πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή».  Αυστηρή, συνεπώς, είναι η εφαρμογή του Νόμου, όπως επαναλήφθηκε στην Έπαρχος Πάφου ν. Tremetoushiotis Developers Ltd κ.α., Ποιν. Έφ. Αρ. 153/18, ημερ. 27.3.2019, με αναφορά στο συγκεκριμένο απόσπασμα από την υπόθεση ELFI.

 

Τέλος, απερρίφθη η εισήγηση της υπεράσπισης, περί καταχρηστικής δίωξης, ως ανυποστήρικτη από οποιαδήποτε γεγονότα. 

 

Προβλήθηκαν διάφοροι λόγοι έφεσης οι οποίοι καταλήγουν κατ΄ ουσίαν στην εισήγηση ότι, επειδή το τεμάχιο δεν είχε παραχωρηθεί ή εκμισθωθεί από τον Κηδεμόνα στον εφεσείοντα, δεν είχε εφαρμογή το Κεφ. 96, αλλά η περίπτωση «αφορούσε ξεχωριστό αδίκημα βάσει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου».  Μάλιστα εξ  αυτού προκύπτει, κατά την εισήγηση, ότι η δίκη του εφεσείοντα δεν ήταν δίκαιη και ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητας.  Αρκεί να αναφέρουμε ότι η διαπίστωση της ποινικής ευθύνης ελέγχεται με κριτήριο το κατά πόσον πληρούνται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, τα οποία, εν προκειμένω, όντως συνέτρεχαν.  Άλλωστε, αποδοχή τέτοιας εισήγησης θα ισοδυναμούσε με καθόλα αντινομική αναγνώριση υπεράσπισης εκ της ιδίας παρανομίας, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Με άλλους λόγους έφεσης, τίθεται ότι το δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στις εισηγήσεις της υπεράσπισης, ούτε έλαβε υπόψιν του την εισήγηση περί κατάχρησης της διαδικασίας. 

 

Δεν συμφωνούμε.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψιν τις εισηγήσεις της υπεράσπισης και έδωσε αιτιολογημένη κρίση.  Άλλωστε «δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται.  Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.» (Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490). 

 

Προβλήθηκε, περαιτέρω, ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία ως προς τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε αυθαίρετα συμπεράσματα, εφόσον δεν υπήρχε μαρτυρία ως προς τον χρόνο κατασκευής της οικίας, ούτε και μαρτυρία ότι ο εφεσείοντας είχε νόμιμη κατοχή της.  Αυτοί οι ισχυρισμοί έχουν ήδη απαντηθεί.  Το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε εύλογα ευρήματα επί τη βάσει της μαρτυρίας και ορθά κατέληξε ότι αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.

 

Με την έφεση προσβάλλεται και το διάταγμα κατεδάφισης ως υπερβολική και δυσανάλογη ποινή, επί τη βάσει του ισχυρισμού ότι ο ΜΚ1 είχε περιοριστεί στη μαρτυρία του, στο να ζητήσει άρση της χρήσης του υποστατικού.  Ανατρέχοντας στα πρακτικά διαπιστώνουμε ότι, ρητώς, ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής είχε ζητήσει διάταγμα κατεδάφισης.  Εν πάση περιπτώσει, η εφαρμογή ενός νόμου τέτοιας φύσεως ως και η ευχέρεια  και το καθήκον του δικαστηρίου να επιβάλει την αρμόζουσα ποινή, δεν είναι ζήτημα αξίωσης ή επιλογής των διαδίκων. 

 

Περαιτέρω, τίθεται με την έφεση ότι δεν θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα κατεδάφισης, χωρίς να είναι παρών στη διαδικασία ο ιδιοκτήτης.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η παρουσία του Κηδεμόνα δεν θα προσέφερε οτιδήποτε στο όλο ζήτημα, παραπέμποντας στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση ΕLFI Entertainment Ltd (ανωτέρω), όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Κατά την εκτίμηση μας ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια ορθά και διέταξε τους εφεσείοντες(*) να κατεδαφίσουν τις παράνομες οικοδομές με σκοπό τον τερματισμό της συνέχισης της παρανομίας.  Το γεγονός ότι μόνον οι ιδιοκτήτες των παράνομων οικοδομών θα μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση για έκδοση του αναγκαίου πιστοποιητικού εγκρίσεως και το ότι οι σχέσεις των εφεσειόντων-ενοικιαστών με τους ιδιοκτήτες ήταν τεταμένες δεν απάλλασσε τους εφεσείοντες από την  ποινική τους ευθύνη αλλά ούτε και ήταν λόγος για μη έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης εναντίον των εφεσειόντων.  Αλλιώτικα αν τα δικαστήρια δεν εξέδιδαν διατάγματα κατεδάφισης οικοδομών, που κατέχονται και χρησιμοποιούνται από ενοικιαστές χωρίς πιστοποιητικό εγκρίσεως, εναντίον των ενοικιαστών, αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα από τους ιδιοκτήτες για να μην κατεδαφίζουν παράνομες οικοδομές τους που κατέχονται και χρησιμοποιούνται από ενοικιαστές.  Κατά την εκτίμηση μας ούτε η μή έκδοση διατάγματος κατεδαφίσεως εναντίον των ενοικιαστών θα πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα από τους ιδιοκτήτες αλλά ούτε και η μη έκδοση διατάγματος κατεδαφίσεως εναντίον  των ιδιοκτητών θα πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα από τους ενοικιαστές για τη μη κατεδάφιση παράνομων οικοδομών.   

Αναφορικά με τον 3ο λόγο εφέσεως, που αφορά στη μη κατάθεση των αρχιτεκτονικών σχεδίων θεωρούμε ότι, ενόψει του συμπεράσματος του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι υπήρχε ενώπιόν του επαρκής προφορική μαρτυρία για το εύρος των παρανόμων προσθηκών και μετατροπών, δεν ήταν απαραίτητη η κατάθεση των αρχιτεκτονικών σχεδίων και ως εκ τούτου και ο 3ος  λόγος εφέσεως κρίνεται ως αβάσιμος.

Ο 4ος λόγος εφέσεως είναι επίσης αβάσιμος καθότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η άρνηση του ιδιοκτήτη της οικοδομής να αποταθεί στην αρμόδια αρχή για έκδοση πιστοποιητικού εγκρίσεως δεν αίρει την ποινική ευθύνη των εφεσειόντων. Διαφορετική κατάληξη θα καταστρατηγούσε τις πρόνοιες του άρθρου 10 του Κεφ. 96.  Οποιοσδήποτε επιθυμεί την κατοχή και χρήση οικοδομών θα πρέπει πρώτα να βεβαιώνεται ότι αυτές είναι νόμιμες και ότι έχουν και άδεια οικοδομής και πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή.»

            * (σημ.: ενοικιαστές και κατόχους των παράνομων οικοδομών)

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε στην  Πυρίλλη ν. Πυρίλλη (2004) 2 ΑΑΔ 607, στην οποία το Εφετείο παρατήρησε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά δεν είχε εκδώσει διάταγμα κατεδάφισης οικοδομής λαμβάνοντας υπόψιν και το γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν είχε συνενώσει ως συγκατηγορούμενη και την συνιδιοκτήτρια της οικοδομής, η οποία ασφαλώς θα επηρεαζόταν από το αποτέλεσμα της έκδοσης τέτοιου διατάγματος.  Εν προκειμένω όμως, όπως διέγνωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο Κηδεμόνας δεν είχε οτιδήποτε να προσθέσει, εφόσον η μικρή οικία ήταν οπωσδήποτε παράνομη και είχε προσαρτηθεί στα κτηνοτροφικά υποστατικά επί του τεμαχίου, την χρήση του οποίου είχε εκχωρήσει ο Κηδεμόνας.  Η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης ήταν ο μόνος τρόπος για να αρθεί η παρανομία, όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στην Ξενίδη ν. Δήμου Λατσιών (2013) 2 ΑΑΔ 164.

 

Τέλος, με την έφεση τέθηκε ζήτημα πολλαπλότητας του κατηγορητηρίου, με τον ισχυρισμό ότι το κατηγορητήριο περιείχε δύο αδικήματα, χωρίς όμως ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα να μας υποδείξει, ούτε έχουμε εντοπίσει, κατά πόσο το ζήτημα αυτό είχε τεθεί πρωτοδίκως.  Εν πάση περιπτώσει και αυτός ο λόγος έφεσης, όπως αναπτύχθηκε στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα δεν συνδέθηκε με τον τρόπο διατύπωσης του κατηγορητηρίου, αλλά συσχετίσθηκε και πάλι με τη βασική θέση ότι η παρανομία του εφεσείοντα θα έπρεπε να διωχθεί με βάση άλλο νόμο.  Συναφώς, τέθηκε το ερώτημα τι θα απαντήσει ο εφεσείοντας σε περίπτωση που μετά την καταδικαστική απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου καταχωριστεί εναντίον του από τον Κηδεμόνα άλλη ποινική υπόθεση ότι κατέχει παράνομα την περιουσία του.  Έτερον εκάτερον.  Το ζήτημα συνεπώς αυτό έχει και επί της ουσίας του ως άνω απαντηθεί.  Εν πάση περιπτώσει δε έχει σχέση με πολλαπλότητα του κατηγορητηρίου.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €1.200 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσίβλητου.

 

                                                         

Μ.Μ. Νικολάτος, Π.

                                                         

Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

                                                         

Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

/φκ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο