ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 331
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νίκου Πέτρου (2006) 2 ΑΑΔ 183
(Μιχαήλ) Παναγιώτης Γ. Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 21
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωτήρη Παπαγεωργίου (2007) 2 ΑΑΔ 514
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κυριάκου Κυριάκου (2008) 2 ΑΑΔ 562
Κέρκης Γιάννης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 433
Βέλιου Δημήτρης ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 76
Ευσταθίου Χρίστος ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 541, ECLI:CY:AD:2014:B496
Θεοδούλου Μιχάλης ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 497, ECLI:CY:AD:2016:D279
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 403/2019, 3/2/2020, ECLI:CY:AD:2020:A41
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΑΚΚΟΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 196/2020, 20/9/2022, ECLI:CY:AD:2022:B355
Κ.Ι. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 126/2019, 25/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:B60
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΥΡΡΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 70/2022, 7/2/2023
MANGA EKOLE v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 108/2021, 15/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:B62
ECLI:CY:AD:2019:B536
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 163/2019)
20 Δεκεμβρίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΚΑΤΣΙΑΡΗ
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Εφεσίβλητη.
---------------
Ν. Καλλής, για την εφεσείουσα.
Γ. Αργυρού, για την εφεσίβλητη.
Εφεσείουσα παρούσα.
--------------
M.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
[Ex-tempore]
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: H εφεσείουσα διέπραξε σωρεία αδικημάτων που ενέχουν το στοιχείο του προσπορισμού οφέλους με εξαπάτηση. Η αξιόποινη της δράση ήταν εκτεταμένη στο χρόνο και έπληξε σημαντικό αριθμό προσώπων. Της απέφερε δε, σημαντικό παράνομο όφελος που υπερβαίνει τις €278.000.
Η εν λόγω αξιόποινη δράση της οδήγησε στην καταχώριση πέντε ποινικών υποθέσεων εναντίον της ως ακολούθως:
Υπόθεση αρ. 16410/14
Η εφεσείουσα καταδικάστηκε από δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου, μετά από ακρόαση, σε φυλάκιση 15 μηνών για τα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (Νόμος 188(Ι)/2007) και της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις (απόσπαση χρηματικού ποσού €263.000). Τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί στην περίοδο 2010-2011.
Υπόθεση αρ. 14569/17
Δύο και πλέον μήνες μετά αφ΄ ότου είχε καταδικαστεί στην πρώτη υπόθεση (16410/14) η εφεσείουσα άλλαξε απάντηση στην 14569/17 και παραδέχθηκε εννέα κατηγορίες εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις (απόσπαση συνολικού ποσού €8.700). Επιβλήθηκαν από τον ίδιο δικαστή, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 μηνών.
Άλλες τρεις υποθέσεις
Στην επιμέτρηση της ποινής στην 14569/17 είχαν ληφθεί υπόψιν ακόμα δύο υποθέσεις ψευδών παραστάσεων (απόσπαση συνολικού ποσού €6.800) και μία υπόθεση κλοπής μοτοποδηλάτου.
Τα αδικήματα στα οποία αφορούσε η 14569/17 και οι άλλες τρεις υποθέσεις είχαν διαπραχθεί την περίοδο 2016-2018.
Ενώ οι ποινές των πέντε μηνών συνέτρεχαν μεταξύ τους, η συνολική ποινή των πέντε μηνών που προέκυπτε ορίστηκε να είναι διαδοχική με την πρώτη ποινή των 15 μηνών. Εξ ου και η παρούσα έφεση με την οποία υποβάλλεται ότι παραβιάστηκε η αρχή της συνολικότητας της ποινής με αποτέλεσμα στο σύνολο της η ποινή να καταλήγει υπέρμετρη και δυσανάλογη.
Από πλευράς εφεσείουσας υπεδείχθη ότι τα αδικήματα των υποθέσεων ήταν παρόμοια. Περιπλέον, τονίστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της ότι κατά τον χρόνο επιβολής της πρώτης ποινής η εφεσείουσα δεν είχε ακόμα παραδεχθεί τη δεύτερη υπόθεση και άρα δεν ήταν δυνατό να ζητήσει όπως ληφθεί υπόψιν στην επιμέτρηση της πρώτης ποινής. Εισηγήθηκε ότι είναι αμφίβολο το κατά πόσον το δικαστήριο θα επέβαλλε μεγαλύτερη ποινή στα πλαίσια της 16410/14 εάν είχε ενώπιον του και την υπό κρίση υπόθεση.
Έχει όντως αναγνωριστεί από τη νομολογία πως το γεγονός ότι μεταγενέστερη υπόθεση δεν λήφθηκε υπόψιν σε προηγούμενη ποινή, ενώ θα μπορούσε, είναι δυνατόν να αποτελέσει λόγο για μείωση της ποινής που επιβλήθηκε στη μεταγενέστερη υπόθεση. Από την άλλη όμως, δεν μπορεί να είναι βέβαιο σε τέτοια περίπτωση ποια θα ήταν η ποινή που θα επιβαλλόταν στην προηγούμενη υπόθεση εάν είχε ζητηθεί να ληφθεί υπόψιν η μεταγενέστερη υπόθεση (Βέλιου ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 76).
Εν προκειμένω, η εφεσείουσα είχε απόλυτο δικαίωμα να μην παραδεχθεί ή να αλλάξει απάντηση κατά την κρίση της. Για τους σκοπούς όμως του παρόντος προβληματισμού δεν μπορεί παρά να σημειωθεί ότι επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της όταν εξ αντικειμένου δεν μπορούσε πλέον η δεύτερη υπόθεση να ληφθεί υπόψιν στην πρώτη. Βρίσκουν συνεπώς εφαρμογή τα όσα λέχθηκαν στην Θεοδούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 288/15, ημερ. 14.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D279:
«Εν προκειμένω, απλώς ο κατηγορούμενος επέλεξε να παραδεχθεί την δεύτερη κατηγορία σε χρόνο τέτοιο που δεν μπορούσε πλέον η παρούσα υπόθεση να ληφθεί υπόψη στην άλλη. Τούτο έχει τη σημασία ότι ο εφεσείων δεν αξιοποίησε την πραγματική δυνατότητα που υπήρχε να ληφθεί υπόψη η παρούσα, αφήνοντας, κατ΄επιλογή του όπως προκύπτει, τα πράγματα να κριθούν εκ των υστέρων με βάση τον υποθετικό συλλογισμό για το πώς θα ενεργούσε το Κακουργιοδικείο στην περίπτωση που θα του εζητείτο να λάβει υπόψη και την παρούσα υπόθεση. .»
Διαφορετική, απόλυτη προσέγγιση θα είχε τον κίνδυνο να επιλέγεται ο χρόνος παραδοχής, ιδιαίτερα με αλλαγή απάντησης, με σκοπό την εξασφάλιση ευκαιρίας για επιεικέστερη μεταχείριση.
Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις, η εφεσείουσα δεν μπορεί να αποζητά, άνευ ετέρου, επιεικέστερη μεταχείριση λόγω της δυνατότητας να είχε ληφθεί υπόψιν η δεύτερη (αλλά και οι άλλες υποθέσεις) εάν η ίδια, με έγκαιρη αλλαγή απάντησης, καθιστούσε εφικτό κάτι τέτοιο.
Το ζήτημα, όπως σε ανάλογη περίπτωση υποδείχθηκε στη Βέλιου, θα πρέπει να εξεταστεί στα πλαίσια του ευρύτερου και ουσιαστικού ερωτήματος που τίθεται με την έφεση και έγκειται στο κατά πόσον η εκκαλούμενη ποινή απολήγει, ως προς τον τρόπο έκτισης της, να είναι έκδηλα υπερβολική, εφόσον το εκδήλως, αντικειμενικά, υπερβολικό παραμένει το σταθερό κριτήριο για επέμβαση του Εφετείου, θεωρούμενης, εν προκειμένω, της ποινής ως σύνολο (βλ. Θεοδούλου (ανωτέρω)).
Σ΄ αυτά τα πλαίσια, η ομοιότητα μεταξύ των αδικημάτων, η τυχόν συνάφεια γεγονότων και ο χρόνος διάπραξης τους είναι μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψιν (G.M. Pikis, Sentencing in Cyprus, 2nd Ed., σελ. 91-92, Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 331).
Βασική αρχή αποτελεί ότι δεν ενδείκνυται να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές για αδικήματα που είναι όμοια ή που σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μιας ενιαίας ενέργειας ή συμπεριφοράς (Γενικός Εισαγγελέας ν. Πέτρου (2006) 2 ΑΑΔ 183, Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 21, Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπαγεωργίου (2007) 2 ΑΑΔ 514, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008) 2 ΑΑΔ 562, Κερκής ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 433).
Εν προκειμένω, τα αδικήματα ήταν της ίδιας φύσης. Τα μεν όμως διαπράχθηκαν το 2010-2011, τα δε το 2016-2018. Είχαν δε ως θύματα πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους και βασίζονταν, κάθε φορά, σε αυτοτελή γεγονότα. Επρόκειτο για μια διάχυτη και ευφάνταστη εκδήλωση εγκληματικής και δόλιας συμπεριφοράς την οποία ευστόχως χαρακτήρισε το δικαστήριο, ήδη στην 16410/14, ως «δολοπλοκότητα χωρίς σταματημό».
Όταν αδικήματα του ίδιου ή παρόμοιου χαρακτήρα στρέφονται εναντίον διαφορετικών προσώπων και μάλιστα κατά τρόπο επανειλημμένο, η επιβολή συντρεχουσών ποινών είναι δυνατό να μην αντανακλά τη συνολική εγκληματικότητα της συμπεριφοράς (Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 541, ECLI:CY:AD:2014:B496, R. v. Jamienson & Jamienson [2008] EWCA Crim 2761, Sentencing Council, Offences Taken into Consideration and Totality, Definitive Guideline, 2012, Ορφανίδη ν. xxx Χατζηχριστοδούλου Λτδ κ.α., Ποιν. Εφ. Αρ. 19/18, ημερ. 25.1.2019).
Κατά γενική δε αρχή, το σύνολο των διαδοχικών ποινών θα πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία προς τη σοβαρότητα των επιμέρους κατηγοριών (Δημητρίου, Παπαγεωργίου (ανωτέρω)).
Αντικρύζουμε την εγκληματική συμπεριφορά της εφεσείουσας ως σύνολο και θέτουμε το τελικό και καθοριστικό ερώτημα: Η διαδοχική έκτιση των 9 ποινών, 5 μήνες έκαστη, που μεταξύ τους ορίστηκαν να συντρέχουν, με την προηγουμένως επιβληθείσα ποινή των 15 μηνών καθιστά την ποινική μεταχείριση της εφεσείουσας, έκδηλα υπερβολική ή δυσανάλογη; Η αρνητική απάντηση, έστω και αν ληφθούν υπόψιν οι μετριαστικοί παράγοντες που το δικαστήριο έλαβε υπόψιν, προκύπτει αβίαστα ως εκ της έκτασης και σοβαρότητας της παρανομίας, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει. Αντιθέτως, η συνολική αντιμετώπιση ήταν, λαμβανομένων υπόψιν όλων των περιστάσεων, επιεικής.
Η έφεση απορρίπτεται.
M.M. Nικολάτος, Π.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
/φκ Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.