ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Μ. Ηλία με Α. Στεφάνου (κα), για τους Εφεσείοντες. Μ. Κουτσόφτας, Δημόσιος Κατήγορος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-11-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΑΛΑΘΑ κ.α. ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση 321/2018, 322/2018, 26/11/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B488

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

26 Νοεμβρίου, 2019

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

 

(Ποινική Έφεση 321/2018)

 

 

Α. ΚΑΛΑΘΑ,

 

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση 322/2018)

 

 

Λ. ΚΑΛΑΘΑ,

 

Εφεσείοντας,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Μ. Ηλία με Α. Στεφάνου (κα), για τους Εφεσείοντες.

 

Μ. Κουτσόφτας, Δημόσιος Κατήγορος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Δύο τηλεφωνήματα που έγιναν από έκαστο των εφεσειόντων προς την παραπονουμένη, με περιεχόμενο το οποίο, κατ' ισχυρισμό, προκάλεσε σ' αυτήν τρόμο και απειλή για βία, οδήγησε στην καταδίκη των εφεσειόντων στην κατηγορία της απειλής, κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και την επιβολή προστίμου €1.000 σε έκαστο εξ' αυτών.

 

Τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

″Ο πρώτος κατηγορούμενος, την 26η Μαρτίου 2015 στη Λεμεσό, προκάλεσε στην παραπονούμενη τρόμο, απειλώντας την με τη βία, δηλαδή την απείλησε με τη φράση «Θα σου κάμω μεγάλη ζημιά και δεν φαντάζεσαι τι σε περιμένει» και η πιο πάνω απειλή έγινε τηλεφωνικώς, με κλήση από το τηλέφωνο του πρώτου κατηγορούμενου προς την παραπονούμενη.

 

Η δεύτερη κατηγορούμενη, στον ίδιο ουσιώδη χρόνο και τόπο, προκάλεσε στην παραπονούμενη τρόμο, απειλώντας την με βία, δηλαδή την απείλησε με τη φράση «Θα σου κάμω μεγάλο κακό.  Θα σε πληγώσω και για τούτο που έκαμες θα την πληρώσεις πολύ ακριβά».

 

Οι κατηγορούμενοι προέβησαν στις πιο πάνω απειλές, λόγω της καταγγελίας που προέβηκε η παραπονούμενη εναντίον του πρώτου κατηγορούμενου στις κοινωνικές ασφαλίσεις για την εργοδότηση του σε ιδιωτικό φροντιστήριο, όντας ταυτόχρονα εργαζόμενος σε συγκεκριμένο ημικρατικό οργανισμό.″

 

Οι λόγοι έφεσης και στις δύο εφέσεις είναι ταυτόσημοι. Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 ουσιαστικώς αμφισβητούν την αξιολόγηση στην οποία προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο, ήτοι, αναφέροντας στον πρώτο λόγο ότι κακώς το δικαστήριο απεδέχθη ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας η κατηγορία είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Με το δεύτερο λόγο αναφέρεται ότι                   η αξιολόγηση συγκρούεται, ουσιαστικώς, με τα τελικά συμπεράσματα του δικαστηρίου και τρίτο, ότι το δικαστήριο κακώς απεδέχθη τη μαρτυρία της παραπονουμένης. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το δικαστήριο δεν επέτρεψε την υποβολή ερωτήσεων κατά την αντεξέταση της παραπονουμένης, αναφορικά με πτυχές της υπόθεσης.

 

Σ' αυτό το στάδιο θεωρούμε απαραίτητο να καταγράψουμε σε γενικές γραμμές το τι είχε συμβεί στην παρούσα υπόθεση, όπως καταφαίνεται από την αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Η παραπονουμένη και οι εφεσείοντες, οι οποίοι είναι ζευγάρι, είχαν φιλικές σχέσεις. Η παραπονουμένη και η εφεσείουσα ’.Καλαθά εργάζοντο και οι δύο σε συγκεκριμένο φροντιστήριο, διενεργώντας δρομολόγια μεταφοράς μαθητών. Σε κάποιο στάδιο η παραπονουμένη απελύθη από την εργασία της. Σε κατοπινό χρονικό σημείο η παραπονουμένη διαπίστωσε ότι το δρομολόγιο των μαθητών, το οποίο διενεργούσε η ίδια, διενεργείτο από τον εφεσείοντα Λ. Καλαθά, σύζυγο της ’. Αυτό τη δυσαρέστησε και ως αποτέλεσμα τούτου, η παραπονουμένη υπέβαλε γραπτή καταγγελία στο Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπου ο εφεσείων Καλαθάς εργοδοτείται ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος.

 

Η ενέργεια αυτή προκάλεσε τη δυσαρέσκεια και την αντίδραση των εφεσειόντων, οι οποίοι τηλεφώνησαν, έκαστος εξ' αυτών, σε διαφορετικό χρονικό διάστημα, πλην, όμως την ίδια ημέρα, δηλαδή την 15η Μαρτίου 2015, στην παραπονουμένη.

 

Υπάρχουν στοιχεία τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, αλλά, αντιθέτως, αποτελούσαν μέρος της μαρτυρίας των εφεσειόντων. Το γεγονός ότι αμφότεροι τηλεφώνησαν στην παραπονουμένη μετά τις καταγγελίες που έκαμε, δεν αμφισβητείται. Ό,τι αμφισβητείται είναι το περιεχόμενο των τηλεφωνημάτων. Επίσης, ο εφεσείων Καλαθάς δεν αρνήθηκε ότι είχε προβεί σε κάποια δρομολόγια για το φροντιστήριο στο οποίο εργοδοτείτο η σύζυγος του και προγενέστερα η παραπονουμένη, πλην, όμως, αυτά, όπως ανέφερε, έγιναν για να αντικαταστήσει τη σύζυγο του η οποία είχε πρόβλημα υγείας.

 

Είναι γεγονός ότι μεταξύ του εφεσείοντα Καλαθά και της συζύγου του αδελφού της παραπονουμένης υπήρχαν διαφορές, οι οποίες ανάγονται στην υπηρεσιακή τους ιδιότητα ως δημόσιοι υπάλληλοι, αμφότεροι στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και εκατέρωθεν προσφυγές στο Διοικητικό Δικαστήριο, οι οποίες άρχισαν αρκετά χρόνια πριν το υπό συζήτηση επεισόδιο. Παράλληλα, είναι αποδεκτό ότι η τελευταία προσφυγή αποφασίστηκε λίγες ημέρες πριν από τα τηλεφωνήματα που έγιναν και αποτελούν το αντικείμενο της υπόθεσης.

 

Αναφορικά με το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνομιλίας που είχαν η παραπονουμένη και οι εφεσείοντες, οι τελευταίοι ισχυρίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου ότι ζήτησαν εξηγήσεις από την παραπονουμένη γιατί μεταδίδει την ψευδή δήλωση ότι ο Καλαθάς εργάζεται για τη μεταφορά των μαθητών στο φροντιστήριο. Επίσης, ζήτησαν εξηγήσεις γιατί είχε προβεί σε καταγγελία στο Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τον εφεσείοντα Καλαθά. Περαιτέρω, αποδέχονται ότι είπαν στην παραπονουμένη ότι θα πρέπει να παύσει πλέον να τους θεωρεί ως φίλους της.

 

Μέσα από αυτό το δεδομένο των γεγονότων, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε να επιλέξει μεταξύ δύο προβληθέντων εκδοχών ως προς τα περαιτέρω διαμηφθέντα μεταξύ των τριών.

 

Έφεση στρεφόμενη κατά των ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου μπορεί μόνο να επιτύχει εάν παραβιαστούν οι παγιωμένες αρχές, οι οποίες εδραιώθηκαν μέσα από τη σαφέστατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αξιολόγηση, στη βάση του δικού μας συστήματος, ανήκει, όπως κατ' επανάληψη αναφέρθηκε, κατ' εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία όχι μόνο να ακούσει αλλά και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες στο εδώλιο του μάρτυρα. Η ευχέρεια παραγκωνισμού ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν εξ' αντικειμένου έχει καταφανεί ότι τα ευρήματα είναι ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία. (Βλ. Σολωμού ν. Εταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 300). Το πλεονέκτημα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο παρακολουθώντας και ακούγοντας τους μάρτυρες, πρέπει να γίνεται πάντοτε σεβαστό από το Εφετείο, εκτός αν καταδειχθούν επαρκείς λόγοι, όπως έχουμε αναλύσει πιο πάνω. (Βλ. Ε.Γ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 221/2017, ημερ. 15 Οκτωβρίου 2019, ECLI:CY:AD:2019:B428). Επιπροσθέτως, θα πρέπει να καταδειχθεί ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και επίσης, εδράζονται σε τέτοιου μεγέθους αντιφάσεις, οι οποίες πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα και φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος. (Βλ. Ναθαναήλ ν. Σπύρου Σταυρινίδη Κέμικαλς Λτδ, Πολ. Έφ. 206/2012, ημερ.                           25 Σεπτεμβρίου 2019).

 

Στην υπό κρίση υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο είχε, αφενός καθοδηγεί ορθά ως προς τη νομική εμβέλεια του καθήκοντος αξιολόγησης και αφετέρου προβεί σε μακρά ανάλυση των λόγων για τους οποίους δέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονουμένης, κατ' αντίθεση με την απόρριψη της μαρτυρίας αμφότερων των εφεσειόντων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων έδωσε έμφαση σε επουσιώδη θέματα τα οποία, όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, αναλύει και θεωρεί ότι ήταν άσχετα με την ουσία της υπόθεσης, που δεν ήταν άλλη παρά η διαπίστωση του κατά πόσο τα τηλεφωνήματα αυτά έγιναν με το περιεχόμενο, το οποίο περιέγραψε η παραπονουμένη. Σ' αυτό το σημείο το δικαστήριο ήταν απόλυτο, με σαφήνεια και με λεπτομέρεια κατέληξε στα ευρήματα αξιοπιστίας για την παραπονουμένη, τα οποία, κατά την κρίση μας, δεν επιδέχονται οποιασδήποτε κριτικής.

 

Περαιτέρω, με τον ίδιο σχολαστικό τρόπο το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή που πρόβαλαν αμφότεροι οι εφεσείοντες, στοχεύοντας να καταδείξει ότι δεν δημιούργησαν θετική εικόνα στο δικαστήριο και ότι σαφώς, προσπάθησαν να αποποιηθούν των ευθυνών τους ως προς το θέμα του περιεχόμενου των τηλεφωνημάτων. Ακόμη το δικαστήριο είχε προσδώσει την ανάλογη βαρύτητα στη μαρτυρία της μάρτυρος υπεράσπισης 1, υπαλλήλου του Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία είχε προβεί σε έρευνα αναφορικά με τις καταγγελίες στις οποίες είχε προβεί η παραπονουμένη αναφορικά με τη δεύτερη απασχόληση του εφεσείοντα Καλαθά στο φροντιστήριο που εργαζόταν η σύζυγος του.

 

Το δικαστήριο έχοντας δύο αντικρουόμενες εκδοχές αναφορικά μόνο με το περιεχόμενο της συνομιλίας, δέχθηκε την εκδοχή της παραπονουμένης, θεωρούμε ότι η όλη αντίκριση ήταν απολύτως ορθή και οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης δεν έχουν οποιοδήποτε έρεισμα και ως εκ τούτου, υπόκεινται σε απόρριψη.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, παραπονείται ότι δεν επετράπη η υποβολή ερωτήσεων από την υπεράσπιση, κατά το στάδιο αντεξέτασης της παραπονουμένης, αναφορικά με σχέση την οποία η τελευταία είχε με τρίτο άτομο.

 

Έχουμε διεξέλθει τα πρακτικά της υπόθεσης και δεν θεωρούμε ότι η εισήγηση του συνηγόρου έχει οποιοδήποτε έρεισμα. Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι για τη συμπλήρωση αυτής της υπόθεσης χρειάστηκε η εμφάνιση των διαδίκων στο δικαστήριο            17 φορές. Γεγονός απαράδεκτο. Η αντεξέταση ενός μάρτυρα δεν είναι απεριόριστη. Η αντεξέταση θα πρέπει να περιορίζεται και ευθύνη περί τούτου έχει το πρωτόδικο δικαστήριο, επί των ουσιωδών θεμάτων τα οποία αφορούν τις κατηγορίες και τα γεγονότα που τις περιβάλλουν. Ορθώς το δικαστήριο, επί του προκειμένου, δεν επέτρεψε συζήτηση των σχέσεων της παραπονουμένης με τρίτα πρόσωπα, αφού, εν πάση περιπτώσει, η ισχυριζόμενη αιτία καταγγελίας της τελευταίας στην αστυνομία εναντίον των εφεσειόντων εδραζόταν στη «διελκυστίνδα», όπως την αποκάλεσε το πρωτόδικο δικαστήριο, μεταξύ της συζύγου του αδελφού της παραπονουμένης και του εφεσείοντα Καλαθά. Αυτό το θέμα έτυχε ευρυτάτης αντεξέτασης, συνεπώς το παράπονο των εφεσειόντων επί τούτου δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα.

 

Ως εκ τούτου αμφότερες οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

 

 

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

                                      Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                      Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο