ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B474
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 294/2018)
19 Νοεμβρίου, 2019
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΧ ΧΧ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Γ. Πολυχρόνης, Γ. Εφφέ και Στ. Μάος, για τον Εφεσείοντα.
Α. Αντωνίου, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
(Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία του αδικήματος θα παραμείνει στον φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονομασίες προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και αυτό βέβαια για προστασία του ανήλικου.)
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων-κατηγορούμενος, καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, διώχθηκε ενώπιον ποινικού Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου xxxx για τη διάπραξη δύο αδικημάτων, εδραζομένων στο ίδιο περιστατικό: της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4, 5 και 6(4)(α) του περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(Ι)/2004 και της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση των άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα, στη βάση των οποίων έκρινε τον Εφεσείοντα ένοχο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και στις δύο κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε:
«Ο κατηγορούμενος είναι καθηγητής του μαθήματος της xxxx και κατά την σχολική περίοδο 2014-2015 ήταν τοποθετημένος στο Γυμνάσιο ΧΧΧΧ και Γυμνάσιο ΧΧΧΧ στη xxxx. Στις 15/10/14 είχε μάθημα xxxx η ΧΧ (παραπονούμενη) ηλικίας 12 ετών αφού γεννήθηκε στις ΧΧ/ΧΧ/02, μαθήτρια της Α΄ τάξης του Γυμνασίου ΧΧΧΧ. Κατά την διάρκεια του μαθήματος η παραπονούμενη ΜΚ6 ήθελε να ζωγραφίσει την θεά Αφροδίτη. Εντόπισε σε βιβλίο το πρόσωπο της θεάς Αφροδίτης που ήθελε να ζωγραφίσει και παίρνοντας το βιβλίο πήγε μπροστά από την έδρα όπου καθόταν ο Κατηγορούμενος για να την βοηθήσει. Ο Κατηγορούμενος της είπε ότι είναι πολύ όμορφη και της ζήτησε να της κάνει το πορτραίτο της, κάτι το οποίο η ΜΚ6 αρνήθηκε με τον Κατηγορούμενο να επιμένει. Η ΜΚ6 έφυγε από εκεί αλλά λόγω της δυσκολίας της στο να ζωγραφίσει το αντικείμενο που επέλεξε, πήγε ξανά εκεί που ήταν ο Κατηγορούμενος για να την βοηθήσει. Στάθηκε μπροστά από την έδρα που ήταν 80-90 εκατοστά μέγεθος και χωρίς να σκύψει τοποθέτησε το τετράδιο της με το σχέδιο πάνω στην έδρα. Τότε ο Κατηγορούμενος σηκώθηκε λίγο και έπιασε με το αριστερό χέρι του τα μαλλιά της ΜΚ6, που είχαν μήκος μέχρι και κάτω από το στήθος της και κατεβαίνοντας προς τα κάτω έπιασε το στήθος της. Λίγο πίσω της και προς τα αριστερά της στεκόταν και η ΜΚ7 η οποία είδε το όλο συμβάν κάτι το οποίο συζητούσε καθημερινά με την Παραπονούμενη. Στις 22/10/14 η ΜΚ7 τηλεφώνησε στην μητέρα της ΜΚ6 και της ανέφερε το τι είχε συμβεί στις 15/10/14 στο μάθημα της xxx. Μετά μίλησε και η ΜΚ6 με την μητέρα της και της ανέφερε τι έγινε. Η ΜΚ5 μητέρα της ΜΚ6 πήγε στο σχολείο της κόρης της και οι δύο τους μαζί με την ΜΚ7 μετέβηκαν στο γραφείο του βοηθού διευθυντή του σχολείου ΧΧ ΜΥ1 που και αυτός με την σειρά του ενημέρωσε τον διευθυντή του σχολείου.»
Στον Εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών σε σχέση με την πρώτη κατηγορία. Στη δεύτερη δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, αφού τα γεγονότα της περιλαμβάνονταν στην πρώτη κατηγορία.
Ο καταδικασθείς εφεσίβαλε την καταδίκη του ως ανυπόστατη με την καταχώρηση 12 λόγων έφεσης, τους οποίους ανέπτυξε σε έκταση ο ευπαίδευτος συνήγορός του, τόσο στο διάγραμμα αγόρευσής του όσο και ενώπιόν μας.
Με τους, ουσιαστικά αλληλένδετους, δύο πρώτους λόγους έφεσης, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας από την Κατηγορούσα Αρχή - Εφεσίβλητη και, κατά προέκταση, δυσμενής επηρεασμός του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.
Εδράζεται, συνοπτικά, η υπό εξέταση θέση του Εφεσείοντα στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι αρχικά η υπόθεση που παρουσιάστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιλάμβανε δώδεκα κατηγορίες εις βάρος του Εφεσείοντα, με τέσσερις παραπονούμενες ανήλικες, οι οποίες είχαν δώσει οπτικογραφημένες καταθέσεις στη ΜΚ2, Λοχία της Αστυνομίας. Κατά την ένορκη κατάθεση της ΜΚ2 στο Δικαστήριο προβλήθηκαν όλες οι οπτικογραφημένες καταθέσεις που λήφθηκαν, τεκμήρια 20-31. Σε κάποιο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, αμέσως προτού ολοκληρώσει την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή, όλες οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων, πλην των κατηγοριών 11 και 12 που αφορούσαν την παραπονούμενη στην ενώπιόν μας περίπτωση, απεσύρθησαν, για τους λόγους που θα αναφέρουμε στη συνέχεια.
Στη βάση των πιο πάνω γεγονότων, προβάλλεται στους υπό εξέταση λόγους έφεσης, με αναφορά στα λεχθέντα στην υπόθεση Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 510, ότι παρατηρείται κατάχρηση της διαδικασίας και, περαιτέρω, ότι ο Εφεσείοντας δεν έτυχε δίκαιης δίκης λόγω, ουσιαστικά, της επιζήμιας εικόνας που δημιουργήθηκε για το πρόσωπό του στο πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η αντίστοιχη θέση της πλευράς της Εφεσίβλητης έχει ως πυρήνα την προσέγγιση ότι ο όλος χειρισμός της υπόθεσης κατά την πρωτόδικη διαδικασία δεν οδήγησε στον επηρεασμό οποιουδήποτε των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα. Τέθηκε επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ξεκάθαρα έλαβε υπόψη μόνο τη μαρτυρία που αφορούσε την ενώπιόν μας παραπονούμενη και η οποία είχε σχέση με τις κατηγορίες που την αφορούσαν και μόνο.
Η κρισιμότητα του υπό εξέταση θέματος καθιστά επιβεβλημένη την λεπτομερή παράθεση των δεδομένων που περιβάλλουν το όλο ζήτημα, όπως αυτά αναδύονται μέσα από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας:
Όπως ήδη λέχθηκε, ο Εφεσείων, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, αντιμετώπιζε αρχικά δώδεκα κατηγορίες. Ηταν, στο σύνολό τους, ταυτόσημης μορφής με αυτές που τελικά παρέμειναν, ήτοι τις κατηγορίες 11 και 12 επί του κατηγορητηρίου. Αφορούσαν άσεμνες επιθέσεις και σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, ανήλικων κοριτσιών, συμμαθητριών και κάλυπταν την ίδια περίπου χρονική περίοδο. Κατά το στάδιο της παράθεσης της μαρτυρίας της Λοχία ΜΚ2, ζητήθηκε η κατάθεση ως τεκμηρίων των οπτικογραφημένων καταθέσεων που λήφθηκαν από τις τέσσερις παραπονούμενες που αφορούσε το κατηγορητήριο. Ακολούθησε, σε τρεις δικασίμους και αφού το Δικαστήριο μεταφέρθηκε σε άλλη αίθουσα του Δικαστηρίου όπου υπάρχει ειδικός εξοπλισμός, η παρουσίαση του περιεχομένου των εν λόγω τεκμηρίων (τεκμήρια 20-31). Σε μεταγενέστερες δικασίμους, παρουσιάστηκε η μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας. Στις 19.6.2018 η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής δήλωσε στο Δικαστήριο ότι μία εκ των παραπονουμένων είχε μετακομίσει μόνιμα στο εξωτερικό και ότι δύο άλλες παραπονούμενες δεν επιθυμούσαν να παρουσιαστούν στο Δικαστήριο και να καταθέσουν «ενόψει του μεγάλου χρονικού διαστήματος το οποίο έχει παρέλθει από την ημερομηνία της καταγγελίας τους». Ως εκ τούτου, μετά από οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα, ανακοινώθηκε προφορική αναστολή της ποινικής δίωξης σε σχέση με τις πρώτες δέκα κατηγορίες, οι οποίες αφορούσαν τις προαναφερόμενες τρεις παραπονούμενες. Ως αποτέλεσμα η ποινική δίωξη στις κατηγορίες 1-10 διακόπηκε και ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε από αυτές. Η υπόθεση παρέμεινε σε νέα ημερομηνία, κατά την οποία η Κατηγορούσα Αρχή δήλωσε ότι δεν θα προσκομίσει άλλη μαρτυρία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε στα αρχικά στάδια της προσβαλλόμενης απόφασής του τον τρόπο προσέγγισής του σε σχέση με το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιόν του. Όπως σημείωσε, δεν θα ήταν διατεθειμένο να βασισθεί «..σε μαρτυρία μαρτύρων που δεν κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου με συνεπαγόμενη υποβολή τους σε αντεξέταση και συνεπακόλουθη αξιολόγηση της μαρτυρίας τους». Τόνισε, συνακόλουθα, με αναφορά στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 ΑΑΔ 522, την προσέγγιση της νομολογίας ότι η αναστολή της δίκης ή η απόρριψη της υπόθεσης για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας χωρεί μόνο εφόσον απολήγει σε καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου. Κατέληξε ότι οι θέσεις περί επιζήμιας εικόνας, παραβίασης δικαιώματος δίκαιης δίκης και κατάχρησης διαδικασίας είναι ατεκμηρίωτες, αόριστες και, ως εκ τούτου, ανυπόστατες.
Στην υπόθεση Σάκκος (ανωτέρω), επιβεβαιώνεται η γενική αρχή ότι ο έλεγχος της δικαστικής διαδικασίας και η διασφάλιση δίκαιης δίκης, εναπόκειται και παραμένει σε κάθε περίπτωση, έργο του Δικαστηρίου προς διαφύλαξη των σκοπών που η δίκαιη δίκη αποβλέπει να εξυπηρετήσει, αλλά και της άρτιας απονομής της δικαιοσύνης. Αναγνωρίστηκε στην υπό αναφορά απόφαση, ότι η διακοπή μέρους της ποινικής δίωξης, υπό τις συνθήκες που έγινε, ενείχε προβλεπτούς κινδύνους για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, διασφαλιζόμενα στο ΄Αρθρο 12.2 του Συντάγματος. Υπό το πρίσμα αυτό, επισημάνθηκε ότι η αποδοχή μαρτυρίας που δεν θα ήταν αποδεκτή στις κατηγορίες που παρέμειναν, συνεπώς άσχετης προς τις κατηγορίες αυτές, καθιστούσε ορατό τον κίνδυνο παρέκκλισης από τα θέσμια της δίκαιης δίκης και της εύρυθμης απονομής της δικαιοσύνης.
Η προβαλλόμενη εισήγηση περί ενδεχόμενου επηρεασμού των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου επιβάλλεται να κριθεί αφού σταθμισθούν τα ιδιαίτερα περιστατικά που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση. Αλλωστε, η κάθε ξεχωριστή περίπτωση αποφασίζεται κατά τρόπο συγκεκριμένο και πάντοτε υπό το φως των δεδομένων που την καλύπτουν.
Η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπόθεση αφορούσε κατηγορίες σεξουαλικής υφής και την περιέβαλλαν γεγονότα ουσιαστικώς ταυτόσημα με αυτά των κατηγοριών οι οποίες είχαν αποσυρθεί. Ηταν αναμενόμενο, όπως και τελικά έγινε, να κριθεί στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, ιδιαιτέρως της παραπονούμενης ανήλικης και του κατηγορούμενου - Εφεσείοντα. Ενώπιον όμως του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκε εκτεταμένη μαρτυρία, υπό τη μορφή οπτικογραφημένων καταθέσεων ανηλίκων, η οποία είχε άμεση σχέση με αποδιδόμενη, παρόμοιας μορφής, έκνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, ήτοι σεξουαλικής κακοποίησης και άσεμνων επιθέσεων εις βάρος άλλων μαθητριών. Όπως παρέμεινε αδιαμφισβήτητο, ο κατηγορούμενος στιγματιζόταν μέσω του συγκεκριμένου οπτικογραφημένου υλικού ως «ανώμαλος», «σεξομανής» και πρόσωπο που κατά συρροή προέβηκε σε παρόμοιας φύσης αδικήματα με τα εκδικαζόμενα, εις βάρος ανήλικων κοριτσιών, στον ίδιο χώρο και κατά τον ίδιο περίπου χρόνο. Τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου υπό μορφή οπτικογραφημένων καταθέσεων, έγιναν αντικείμενο εκτεταμένης παρακολούθησης, σε τρεις δικασίμους. Όπως είναι αδιαμφισβήτητο, οι οπτικογραφήσεις αυτές κατατέθηκαν ως τεκμήρια και οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί παρέμειναν αιωρούμενοι, αφού, υπό τις συνθήκες που έχουν ήδη εξηγηθεί, η πλευρά της Υπεράσπισης δεν είχε την ευκαιρία να τους αντικρούσει, μέσω σχετικής αντεξέτασης.
Δεν θα μας απασχολήσουν, άλλωστε δεν είναι επίδικο ζήτημα, οι λόγοι για τους οποίους η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε να συμπεριλάβει στο καταχωρηθέν κατηγορητήριο σειρά κατηγοριών που αφορούσαν διάφορες παραπονούμενες. Ούτε και ενδιαφέρει βεβαίως το γεγονός ότι, η μη παρουσίαση των τριών εκ των παραπονουμένων, ήταν εκτός του ελέγχου της Κατηγορούσας Αρχής. Ο,τι απομένει ως σημαντικό για σκοπούς του υπό εξέταση θέματος, είναι τα δεδομένα, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στην πορεία και παρέμειναν αδιαμφισβήτητα.
Δεν παραβλέπουμε τη μειωμένη, γενικά, πιθανότητα επηρεασμού επαγγελματία δικαστή, σε σχέση με ενόρκους, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, όπως σταθερά αναγνωρίζεται από τη νομολογία (Queiss v. The Republic (1987) 2 CLR 49, Papachrysostomou v. The Police (1988) 2 CLR 55). Όμως, υπό τα ιδιαίτερα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, προκύπτει αβίαστα ότι πλανάται το σπέρμα της αμφιβολίας ως προς την, αντικειμενικά κρινόμενη, άμεμπτη κρίση του πρωτόδικου Δικαστή σε αναφορά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τη στάθμιση της αξιοπιστίας του κατηγορούμενου. Όπως έχει εντοπισθεί στην Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 1, «Το κριτήριο όμως, αν η δίκη είναι ανεπηρέαστη, είναι αντικειμενικό. Για να το θέσουμε παραστατικά, η σκέψη του δικαστή πρέπει να μετακινηθεί από την ιδιότητά του για να μεταφερθεί στην αυτονόητη σε κάθε αναπτυγμένο άνθρωπο αίσθηση του δικαίου και για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.»
Η πεμπτουσία της ποινικής δίκης είναι η θεμελιακή αρχή ότι η καταδίκη είναι επιτρεπτή μόνο όταν αναδύεται, ασφαλής, ως αποτέλεσμα κρυστάλλινης και χωρίς λογική αμφιβολία δικανικής πεποίθησης. Η διακοπή μέρους της υπό κρίση ποινικής δίκης, υπό τις συνθήκες που έλαβε χώραν και τα όσα είχαν ήδη τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή, ενείχαν προβλεπτούς κινδύνους για τα δικαιώματα του κατηγορούμενου - Εφεσείοντα και ορατές δυσμενείς συνέπειες στην ποινική διαδικασία που λάμβανε χώραν. Όπως και στην υπόθεση Σάκκος (ανωτέρω) τονίζεται, το Σύνταγμα, ΄Αρθρο 30.2, καθιστά τη διασφάλιση δίκαιης δίκης ευθύνη του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Η άρτια απονομή της δικαιοσύνης είναι το υπέρτατο ζητούμενο.
Οι εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς επέμβαση σε αποφάσεις πρωτόδικου Δικαστηρίου ενσωματώνονται κατά κύριο λόγο στις πρόνοιες του άρθρου 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να αντικρίζονται και να εφαρμόζονται σε συνάρτηση με τις διατάξεις του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο πιο πάνω άρθρο 145(1)(β), το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία να επιτρέπει την έφεση και να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση αν θεωρεί ότι η απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί, μεταξύ άλλων, για τον λόγο ότι «... υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της Δικαιοσύνης.» Σύμφωνα με τα ανωτέρω, καταδίκη μπορεί να παραμερισθεί όπου επεσυνέβη ουσιώδης παρέκκλιση από τις αρχές της δικαιοσύνης.
Όπως εντοπίζεται και στο σύγγραμμα του Γεώργιου Μ. Πική, πρώην Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη ΄Εκδοση, σελίδα 319, οι επιπρόσθετες εξουσίες που παρέχονται, ως απόρροια των προνοιών του άρθρου 2(1)(α) του αγγλικού Νόμου Criminal Appeal Act 1968, στο αγγλικό Εφετείο να επέμβει όπου αυτό κρίνει ότι η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ακροσφαλής, δεν είναι ανόμοιες προς εκείνες οι οποίες παρέχονται στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 25(3) του Ν. 14/60. Στην απόφαση R. v. Cooper (1969) 1 All E.R. 32 ερμηνεύονται οι προαναφερθείσες διατάξεις του αγγλικού νομοθετήματος και υποδεικνύεται ότι το κριτήριο για επέμβαση είναι:
«.. Κατά πόσο υφίσταται υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς το δίκαιο της απόφασης. πρόκειται για αντίδραση η οποία δεν βασίζεται αυστηρά στη μαρτυρία αφ΄ εαυτής, αλλά προκαλείται από το αίσθημα που κυριαρχεί για την εγκυρότητα της απόφασης, ως αυτό καθορίζεται στην απόφαση .»
Οι πιο πάνω αρχές της απόφασης Cooper ως προς το ζήτημα του εντοπισμού και των συνεπειών που ενέχουν οι υποβόσκουσες αμφιβολίες, υιοθετήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεών του (Koutras v. The Republic (1976) 2 ΑΑΔ 13, Koufou v. The Republic (1984) 2 ΑΑΔ 165).
Ουσιώδης απόκλιση από τα θέσμια της δικαιοσύνης, μπορεί να επέλθει όταν η διαδικασία διεξάγεται με τρόπο άδικο για τον κατηγορούμενο και το βάρος για τη θεμελίωση υπόθεσης ως προς τη συνδρομή ουσιώδους εκτροπής φέρει ο Εφεσείων.
Όπως έχει ήδη λεχθεί και για τους λόγους που έχουμε σε προηγούμενο στάδιο της απόφασής μας παραθέσει, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση των βασικών μαρτύρων είναι ανασφαλής. Εντοπίζεται συνεπώς ουσιώδης εκτροπή από τα θέσμια της δικαιοσύνης και, κατά προέκταση, υφίσταται υποβόσκουσα αμφιβολία, γεγονός το οποίο καθιστά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου άκυρη και το βάθρο της καταδίκης του Εφεσείοντα επισφαλές.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω, παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης. Παρεμβάλλουμε μόνο ότι η επικουρική θέση της πλευράς της Εφεσίβλητης, σύμφωνα με την οποία η μαρτυρία η οποία περιεχόταν στις οπτικογραφημένες καταθέσεις δεν ήταν άσχετη, ακόμα και μετά τη διακοπή της δίωξης στις δέκα κατηγορίες, αλλά μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία παρόμοιων γεγονότων, είναι νομικά αβάσιμη και εν δυνάμει επικίνδυνη ως προς θεμελιώδη δικαιώματα του Εφεσείοντα. Παραβλέπεται το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί, το μαρτυρικό, όπως χαρακτηρίστηκε, υλικό, δεν υπέστησαν τη βάσανο της αντεξέτασης και συνεπώς δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή ως μαρτυρία προς εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων, όπως έγινε λόγου χάριν στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 53, ούτως ώστε να παρουσιάζεται ως συμπεριφορά τέτοιας ομοιότητας που να προσιδιάζει προς ένα ιδιαίτερο τρόπο λειτουργίας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σοβαρή πιθανότητα επαναληπτικής συμπεριφοράς.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω, η έφεση επιτρέπεται. Η καταδίκη παραμερίζεται.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
ΣΦ.