ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Θ. Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος Α΄ και Χρ. Πρόξενου (κα) για τον Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα στην 223/2018, 273/2018 και 275/2018 και Εφεσίβλητη στην 9/2018, 271/2018 και 272/2018. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-11-27 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ν. ΚΑΛΛΙΤΣΙΩΝΗ κ.α., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 223/2018, 269/2018, 271/2018, 272/2018, 273/2018, 275/2018, 27/11/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B497

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 223/2018, 269/2018, 271/2018,

272/2018, 273/2018, 275/2018.)

 

27 Νοεμβρίου, 2019

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 223/2018)

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

xxx ΚΑΛΛΙΤΣΙΩΝΗ,

Εφεσίβλητου.

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 269/2018)

xxx ΧΡΙΣΤΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 271/2018)

xxx ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 272/2018)

xxx ΚΑΛΛΙΤΣΙΩΝΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 273/2018)

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

xxx ΗΡΟΔΟΤΟΥ,

Εφεσίβλητου.


(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 275/2018)

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

xxx ΚΑΛΛΙΤΣΙΩΝΗ,

Εφεσίβλητου.

 

_ _ _ _ _ _

Θ. Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος Α΄ και Χρ. Πρόξενου (κα) για τον Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα στην 223/2018, 273/2018 και 275/2018 και Εφεσίβλητη στην 269/2018, 271/2018 και 272/2018.

Α. Δημητρίου και Μ. Καούλας για Δημητρίου και Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο στην 223/2018, 273/2018 και 275/2018 και Εφεσείοντα στην 269/2018, 271/2018 και 272/2018.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκαν οι κατηγορίες, οι οποίες και αποτέλεσαν αντικείμενο ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον ποινικού Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που συνεδριάζει στο Παραλίμνι, εκτυλίχθηκαν σε νυχτερινό κέντρο της Αγίας Νάπας (το κέντρο) τα ξημερώματα της 30.9.2016. Όπως ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, γύρω στις 02.00 π.μ. της πιο πάνω ημερομηνίας, σαράντα περίπου άτομα, αλλοδαποί, διασκέδαζαν στο κέντρο. Σε κάποια στιγμή, ένα από τα πρόσωπα αυτά στάθηκε πάνω σε καναπέ και ένας σερβιτόρος, ο Εφεσείοντας στην Ποινική ΄Εφεση 269/18 xxx Χρίστου - κατηγορούμενος 7, με επιθετικό τρόπο του φώναξε να κατεβεί. Ο ΜΚ1, ένας εκ των αλλοδαπών της παρέας, αναζήτησε τον διευθυντή του κέντρου, προκειμένου να του εξηγήσει τι είχε συμβεί και να παραπονεθεί ότι ο πιο πάνω σερβιτόρος είχε προσβάλει τον φίλο του. Αξίωσε να απολογηθεί στον φίλο του, άλλως θα ζητούσαν τον λογαριασμό και θα έφευγαν. Ο διευθυντής, Εφεσείοντας στην Ποινική Εφεση 271/18 xxx Ευαγγελίδης - κατηγορούμενος 3 « . στάθηκε με σταυρωμένα χέρια και δεν αντέδρασε και μετά ρώτησε ποιος ήταν ο σερβιτόρος.». Ο ΜΚ1 έδειξε με το δάκτυλό του τον κατηγορούμενο 7, ο οποίος τον πλησίασε και του κτύπησε το χέρι με το οποίο έδειχνε, σπρώχνοντάς τον. Ο ΜΚ1 ανταπέδωσε το σπρώξιμο και ακολούθως ένας σωματοφύλακας, ο Εφεσίβλητος στην Ποινική ΄Εφεση 273/18 xxx Ηροδότου - κατηγορούμενος 6, τον άρπαξε από πίσω ρίχνοντάς τον στο έδαφος, κτυπώντας τον και κλωτσώντας τον σε όλο του το σώμα, καθώς τον έσερνε στο πάτωμα. Ο ΜΚ1 δεν μπορούσε να καλύψει το σώμα του γιατί ο εν λόγω κατηγορούμενος 6 του κρατούσε και τα δύο χέρια και τον κτυπούσε ταυτόχρονα. Ένας από την παρέα του τον έσωσε, βγάζοντάς τον έξω από το κέντρο. Ο ΜΚ5, επίσης αλλοδαπός μέλος της παρέας, κτυπήθηκε στη μύτη κατά τη διάρκεια των επεισοδίων και αιμορραγούσε.  Βγαίνοντας από το κέντρο, ο Εφεσείων στην Ποινική ΄Εφεση 272/18 και Εφεσίβλητος στις Ποινικές Εφέσεις 223/18 και 275/18  Καλλιτσιώνης - κατηγορούμενος 2, τον κτύπησε «. με κάτι σαν μπαστούνι  στην πλάτη και στο κεφάλι και το αίμα έτρεχε από τα μαλιά του.». Ο τραυματισμός του ΜΚ1 συνίστατο σε μώλωπα στο στήθος και στο σβέρκο πίσω δεξιά και κόψιμο πίσω από τον λωβό του δεξιού αυτιού. Ο ΜΚ5 έφερε θλαστικό τραύμα βρεγματικής χώρας και του έγιναν ραφές στο κεφάλι.

 

Στη βάση των πιο πάνω γεγονότων και ευρημάτων, οι κατηγορούμενοι 2, 3, 6 και 7, τα πρόσωπα δηλαδή που αφορούν πλέον οι ενώπιόν μας εφέσεις, κρίθηκαν ένοχοι και τους επιβλήθηκε ποινή σε κατηγορίες επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης, σε ό,τι αφορά τον κατηγορούμενο 2 εις βάρος του ΜΚ5 και σε ό,τι αφορά τους κατηγορούμενους 3, 6 και 7 εις βάρος του ΜΚ1, ως ακολούθως:

 

1.   Στον κατηγορούμενο 2 (Καλλιτσιώνη) ποινή φυλάκισης 4 μηνών με τριετή αναστολή.

2.   Σε έκαστο από τους κατηγορούμενους 3 (Ευαγγελίδη), 6 (Ηροδότου) και 7 (Χρίστου) χρηματική ποινή €2.000.

 

Οι ποινικές εφέσεις 269/18, 271/18 και 272/18 στρέφονται κατά της πρωτόδικης κρίσης περί ενοχής των Εφεσειόντων που αφορούν. Οι ποινικές εφέσεις 273/18 και 275/18 στρέφονται κατά των ποινών των υπό αναφορά Εφεσιβλήτων, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως έκδηλα ανεπαρκείς υπό το φως των γεγονότων που περιβάλλουν τις κατηγορίες στις οποίες κρίθηκαν ένοχοι. Η ποινική έφεση 223/18 στρέφεται κατά της αθωωτικής απόφασης του Εφεσίβλητου Καλλιτσιώνη, σε κατηγορίες κατοχής αντικειμένου κατασκευασμένου για εκτόξευση επιβλαβούς αερίου και κατοχής επιθετικού οργάνου, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Πυροβόλων Οπλων και Μη Πυροβόλων ΄Οπλων Νόμου του 2004, Ν. 113(Ι)/2004 και του περί Επιθετικών ΄Οπλων (Απαγόρευση) Νόμου, Κεφ. 159, αντίστοιχα. Εν προκειμένω, ο Εφεσίβλητος αθωώθηκε, αφού το Δικαστήριο αποδέχθηκε σχετική υποβολή ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του.   

 

Προς απλοποίηση της δομής της απόφασής μας, θα επιληφθούμε πρώτα των Ποινικών Εφέσεων 223/18, 272/18 και 275/18, οι οποίες αφορούν το ίδιο πρόσωπο, τον Καλλιτσιώνη.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Καλλιτσιώνη σε σχέση με τα αδικήματα των κατηγοριών 14 και 15 επί του κατηγορητηρίου. Εναντίον της εν λόγω πρωτόδικης κρίσης ασκήθηκε η ποινική έφεση 223/18, μέσω της οποίας προβάλλεται ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο βρισκόταν σε νομική πλάνη και χωρίς να δώσει τη δέουσα βαρύτητα στη μαρτυρία του ΜΚ5, αγνοώντας, στην εφαρμογή τους, τις αρχές που διέπουν το στάδιο του εκ πρώτης όψεως, οδηγήθηκε σε εσφαλμένο σκεπτικό.

 

Σύμφωνα με το αδίκημα της κατηγορίας 14 και κατ΄ ακολουθία του άρθρου 25(1) του Ν.113(Ι)/2004, απαγορεύεται σ΄ οποιοδήποτε πρόσωπο να έχει στην κατοχή του οποιοδήποτε αντικείμενο, οποιασδήποτε περιγραφής, κατασκευασμένο, μεταξύ άλλων, για εκτόξευση οποιουδήποτε επιβλαβούς υγρού ή αερίου ή χημικής ουσίας ή άλλου υλικού.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι παρουσιαζόταν πρόβλημα στην κατηγορία, αφού το σπρέϋ που περιγράφεται στις λεπτομέρειές της δεν ανευρέθηκε και δεν υπήρχε άλλη μαρτυρία ως προς τη φύση του εν λόγω αντικειμένου ή την κατασκευή του, «. ότι δηλαδή ήταν κατασκευασμένο να εκτοξεύει επιβλαβές αέριο». Περαιτέρω, κρίθηκε ότι θα ήταν ακροσφαλές να καταλήξει το Δικαστήριο ότι το εν λόγω αέριο ήταν επιβλαβές, καθότι αυτό «.. θα μπορούσε να απαντηθεί μόνο με τη μαρτυρία κάποιου εμπειρογνώμονα, π.χ. κάποιου χημικού».

 

Η πιο πάνω προσέγγιση είναι εσφαλμένη. Είναι γεγονός ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία, δεν εντοπίσθηκε, δεν παραλήφθηκε και, ως προέκταση, δεν εξετάσθηκε οποιοδήποτε αντικείμενο ή περιεχόμενό του. Πλην όμως, τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ικανοποιητική μαρτυρία, για σκοπούς της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, του ΜΚ5, σύμφωνα με την οποία αναγνώρισε τον εν λόγω κατηγορούμενο και τον είδε να τον ψεκάζει στο πρόσωπο με ένα αντικείμενο. Αμέσως μετά όπως κατέθεσε ο ΜΚ5, «Επειδή το δέρμα μου ξεφλούδιζε και ένοιωθα τα μάτια μου να βγαίνουν εκτός της κεφαλής μου, ένοιωσα κάψιμο .. δεν μπορούσα να δω.». Λογική αντίκριση των πιο πάνω, οδηγεί στη θέση ότι ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχαν ικανοποιητικά στοιχεία προς χαρακτηρισμό, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, της συγκεκριμένης ουσίας ως επιβλαβούς και επαρκής μαρτυρία περί της κατοχής κάποιου είδους αντικειμένου διασκευασμένου για εκτόξευση της εν λόγω ουσίας.

 

Σε ό,τι αφορά την κατηγορία 15, της κατοχής επιθετικού όπλου, ροπάλου, όπως εξειδικεύεται στις λεπτομέρειες του αδικήματος, το άρθρο 3(1) του Κεφ. 159 απαγορεύει, χωρίς τη νόμιμη εξουσιοδότηση, την κατοχή επιθετικού όπλου. Ως τέτοιο, χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε αντικείμενο, προσαρμοσμένο να προκαλεί κατά τη χρήση του, βλάβη σε πρόσωπο ή ζημιά σε περιουσία.

 

Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι, δεδομένου πως το ρόπαλο που αφορούσε η κατηγορία δεν παρουσιάστηκε ως τεκμήριο και αφού ελλείπουν τα χαρακτηριστικά του αντικειμένου που είδε ο ΜΚ5, που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν το είδος και τη χρήση της φύσης του αντικειμένου, δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία που να στοιχειοθετεί κατοχή του ροπάλου, ως περιγράφεται στις λεπτομέρειες του αδικήματος. Προς επίρρωση της κατάληξής της, η πρωτόδικος Δικαστής επικαλέστηκε τα λεχθέντα στην υπόθεση Kemal Djemal v. The Republic (1966) 2 CLR 21.

 

Κατ΄ αρχάς ο δικαστικός λόγος της απόφασης Djemal δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση. Στην εν λόγω υπόθεση η κατηγορία αφορούσε κατοχή όπλου τύπου «stengun», το οποίο δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο του ζητήματος της φύσης του αντικειμένου το οποίο εντοπίσθηκε να κατέχει ο εφεσείων, σημείωσε ότι δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ομοίαζε με stengun και ότι η αστυνομία θα πρέπει να πίστεψε ότι ήταν πραγματικό όπλο. Αλλά, τόνισε το Εφετείο, ό,τι παραμένει ως γεγονός, είναι πως το συγκεκριμένο όπλο δεν βρισκόταν ενώπιον του Δικαστηρίου και ότι η αστυνομία δεν έκαμε οποιαδήποτε προσπάθεια να εντοπίσει και κατάσχει το παράνομο και επικίνδυνο, όπως εξέλαβε ότι ήταν, όπλο.

 

Στην ενώπιόν μας περίπτωση, ο ΜΚ5 προέβηκε σε περιγραφή του αντικειμένου που είχε στην κατοχή του ο Καλλιτσιώνης, το οποίο χαρακτήρισε ως πτυσσόμενο μεταλλικό ραβδί, μικρότερο του ενός μέτρου. Η μαρτυρία αυτή, ήταν αρκούντως ικανοποιητική, στο στάδιο που βρισκόταν η διαδικασία, του εκ πρώτης όψεως, προκειμένου να προσδιορισθεί η φύση του συγκεκριμένου αντικειμένου ως επιθετικού όπλου και, συνακόλουθα, να κληθεί σε απολογία ο υπό αναφορά κατηγορούμενος.

 

Παρεμβάλλουμε ακόμη ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της κατηγορίας 15, αντιμάχεται την κρίση του για ενοχή του Καλλιτσιώνη στην κατηγορία 9, που αφορά η έφεση 272/18, η οποία σχετίζεται με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης με τη χρήση του πιο πάνω ροπάλου, στοιχείο που επιμαρτυρεί, αφ΄ εαυτού, την κατοχή και επιθετική φύση του αντικειμένου.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση 223/18 γίνεται αποδεκτή και η πρωτόδικη, αθωωτική, απόφαση σε σχέση με τις κατηγορίες 14 και 15 επί του κατηγορητηρίου παραμερίζεται.

 

Η Ποινική ΄Εφεση αρ. 272/18 στρέφεται εναντίον της καταδικαστικής για τον Καλλιτσιώνη απόφασης, ο οποίος κρίθηκε ένοχος σε μία κατηγορία, την 9 επί του κατηγορητηρίου, που αφορούσε επίθεση και πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης. Ότι δηλαδή, κτύπησε με ρόπαλο στον κεφάλι τον ΜΚ5, προκαλώντας του θλαστικό τραύμα.

 

Η καταδίκη στηρίχθηκε στη μαρτυρία του ΜΚ5, η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο ΜΚ5 κατέθεσε αρχικά ότι, ενώ έβγαινε από το κέντρο, ο Καλλιτσιώνης τον έσπρωξε και ακολούθως έβγαλε από την τσέπη του ένα «. pepper spray και το χρησιμοποίησε στο πρόσωπό μου. Μετά γύρισα το πρόσωπό μου και το σώμα μου στην αντίθετη κατεύθυνση και μετά ο ίδιος άντρας με κτύπησε με ένα μπαστούνι, κάτι πολύ δυνατό στην πλάτη και στο κεφάλι μου.». Διευκρινίζοντας σχετικά ο ΜΚ5 επεξήγησε, και παρέμεινε αδιαμφισβήτητο, ότι δεν είδε τον Καλλιτσιώνη να τον κτυπά με το ρόπαλο, καθότι μόλις ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος τον ψέκασε στα μάτια, γύρισε το πρόσωπό του και δεν έβλεπε πλέον τα όσα λάμβαναν χώραν. Υπέθεσε, ουσιαστικά, ότι ήταν το συγκεκριμένο πρόσωπο που τον κτύπησε - παρά το γεγονός ότι είδε και άλλα πρόσωπα που κρατούσαν ραβδιά στη σκηνή, χωρίς να διευκρινίζει την απόστασή τους από τον ίδιο - καθότι ο Καλλιτσιώνης ήταν πιο κοντά.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι αυτή τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του και στη βάση αυτών των γεγονότων είναι που οδηγήθηκε σε καταδικαστική απόφαση, κρίνοντας ότι είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η ενοχή του Καλλιτσιώνη στην κατηγορία που αντιμετώπιζε.

 

Η καταδίκη δεν ήταν ασφαλής. Περί υποθέσεων ως προς την ύπαρξη γεγονότων ο λόγος. Υποθέσεις που όσο εύλογες και αν είναι, δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν με ασφάλεια σε καταδικαστική απόφαση (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363). Το γεγονός από μόνο του ότι ο Καλλιτσιώνης είχε «ψεκάσει» προηγουμένως τον ΜΚ5 και ότι βρισκόταν κοντά σε αυτόν αμέσως πριν δεχθεί το κτύπημα που καλύπτει η κατηγορία, δεν επιτρέπει εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, καθοριστικών ως προς το μέτρο που απαιτείται, της απόδειξης δηλαδή της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ιδιαιτέρως, εάν ληφθεί υπόψη το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα γεγονότα εκτυλίσσονταν ραγδαία στο συγκεκριμένο χώρο και στη σκηνή βρισκόντουσαν και άλλα πρόσωπα τα οποία κρατούσαν «ραβδιά». Το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αντιμέτωπο ουσιαστικά με προσπάθεια απόδειξης της κατηγορίας μέσω περιστατικής μαρτυρίας. Είχε υποχρέωση να εξετάσει την όλη πτυχή της υπόθεσης υπό το φως αυτού του δεδομένου και να ενεργήσει καταγράφοντας με λεπτομέρεια τα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας που ενδεχομένως να υπήρχαν και στη συνέχεια, υπό το φως των αρχών που διέπουν το ζήτημα της απόδειξης στη βάση περιστατικής μαρτυρίας, να κρίνει εάν η μαρτυρία αυτή είχε τον ειρμό, τη συνοχή και την αποδεικτικότητα που θα μπορούσε να οδηγήσει μόνο σε συμπέρασμα ενοχής.

 

Υπό το πρίσμα των πιο πάνω κενών, δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς την ενοχή του Εφεσείοντα. Η έφεση 272/18 πετυχαίνει και ο Εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη που αντιμετώπιζε.

 

Η επιτυχία της πιο πάνω έφεσης καθιστά άνευ αντικειμένου την έφεση της Δημοκρατίας υπ΄ αρ. 275/18, εναντίον της ποινής των τεσσάρων μηνών φυλάκισης με αναστολή που επεβλήθη στον Καλλιτσιώνη σε σχέση με την κατηγορία 9 επί του κατηγορητηρίου.

 

Η Ποινική ΄Εφεση 269/18, στρέφεται εναντίον της καταδικαστικής απόφασης για τον Χρίστου, σε σχέση με κατηγορία επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατηγορία 8 επί του κατηγορητηρίου. Όπως ήδη λέχθηκε, η σωματική βλάβη αφορά στον ΜΚ1 και συνίσταται, μεταξύ άλλων μικροτραυμάτων και σε μώλωπα στο στήθος. Κατηγορήθηκε στη βάση των άρθρων 20, 21 και 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Ο Εφεσείων επικαλείται ως κυριότερο σφάλμα του Δικαστηρίου το γεγονός ότι δεν μπορεί να εντοπισθεί μέσα από την πρωτόδικη απόφαση η αιτιολογία ως προς το τελικό εύρημα του Δικαστηρίου περί ενοχής και καταδίκης του Εφεσείοντα για το συγκεκριμένο αδίκημα. Θέτει επίσης ότι τα όποια ευρήματα του Δικαστηρίου είναι αντίθετα προς την προσφερθείσα μαρτυρία, αφού η μοναδική πράξη που καταλογίζεται στον Εφεσείοντα και η συμμετοχή του στο όλο συμβάν, περιορίζεται σε κτύπημα στο χέρι του ΜΚ1.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου επαρκής μαρτυρία, η οποία και έγινε αποδεκτή, οδηγώντας σε ανάλογο εύρημα, σύμφωνα με την οποία, ο εν λόγω Εφεσείων, αφού κτύπησε στα χέρια τον ΜΚ1, τον έσπρωξε στη συνέχεια. Επαρκής μαρτυρία υπάρχει επίσης για τα τραύματα που έφερε ο ΜΚ1 - τραύματα τέτοιας μορφής που δεν ήταν απαραίτητη η προσκόμιση εξειδικευμένης ιατρικής μαρτυρίας προς απόδειξή τους - μαρτυρία που οδήγησε σε σχετικά ευρήματα. Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς ο Εφεσείων κρίθηκε ως ποινικά υπεύθυνος για το διαπραχθέν αδίκημα.

 

Προσθέτουμε μόνο ότι ο γενικότερος λόγος έφεσης που καλύπτει το ζήτημα της αναγνώρισης των κατηγορουμένων εντός της δικαστικής αίθουσας (dock identification), εξεταζόμενος υπό το πρίσμα των δεδομένων που καλύπτουν τον συγκεκριμένο Εφεσείοντα, δεν έχει περιθώρια επιτυχίας. Είχαμε την ευκαιρία στην πρόσφατη απόφαση Σπανούδης ν. Αστ. Διευθυντή Λευκωσίας, Ποιν. Εφ. 283/2018, ημερ. 18.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B479, να ενδιατρίψουμε στο ζήτημα των κινδύνων που δημιουργούνται από την αναγνώριση στο εδώλιο. Υποδείξαμε την ανάγκη για ιδιαίτερη προσοχή εκ μέρους του Δικαστηρίου, η οποία και θα πρέπει να εκφράζεται με την προειδοποίηση της μορφής της υπόθεσης R. v. Turnbull (1976) 3 All E.R. 549, ιδιαιτέρως όταν δεν διεξάγεται αναγνωριστική παράταξη.  Εχοντας εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση επί του προκειμένου, είναι η κρίση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επιτέλεσε στο ακέραιο το καθήκον του, εξετάζοντας με κάθε προσοχή τα ενώπιόν του δεδομένα και καταλήγοντας, βάσιμα, σε εύρημα ασφαλούς αναγνώρισης.

 

Κατά προέκταση, η υπό εξέταση έφεση 269/19 απορρίπτεται.

 

Η Ποινική ΄Εφεση 271/18 αφορά στην αμφισβήτηση της καταδίκης του Εφεσείοντα Ευαγγελίδη σε κατηγορία επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης στον ΜΚ1, κατά παράβαση των άρθρων 243 και 20 του Ποινικού Κώδικα, 23η κατηγορία επί του κατηγορητηρίου.

 

Εκ μέρους του Εφεσείοντα διατυπώνεται το παράπονο ότι κρίθηκε ένοχος, χωρίς να εντοπίζονται οποιαδήποτε ευρήματα στην πρωτόδικη απόφαση και χωρίς ανάλυση της μαρτυρίας που στοιχειοθετεί καταδίκη. Αντιπαραβάλλει η αντίδικη πλευρά, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναλύει τα στοιχεία των άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, καταλήγει σε εύρημα ότι ο εν λόγω Εφεσείων, διευθυντής του κέντρου, «... στάθηκε με σταυρωμένα χέρια και δεν αντέδρασε.». Εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατ΄ ουσίαν «φωτογραφίζει» την απραξία του προσώπου αυτού «. όπου ουσιαστικά ενθάρρυνε τους κατηγορούμενους στη διάπραξη των αδικημάτων.». Να σημειώσουμε ότι η ενασχόληση του Δικαστηρίου με το άρθρο 21 ουδεμία σχέση είχε με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως δέχθηκε κατά τη συζήτηση της έφεσης ενώπιόν μας και ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Είναι έκδηλο ότι ενώπιόν μας προβάλλεται η θέση ότι η ιδιότητα του συγκεκριμένου Εφεσείοντα ως διευθυντή του κέντρου, επέβαλλε ενεργό δράση κατά τον επίδικο χρόνο και, κατά προέκταση, η απραξία που επέδειξε εντάσσεται νομικά στις παραμέτρους του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα και τον καθιστά ποινικά υπεύθυνο για το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται, αποδίδοντας σε αυτόν ενθάρρυνση στη διάπραξή του.

 

Το ζήτημα που εγείρεται, θα πρέπει να κριθεί υπό το φως των γεγονότων που καλύπτουν την υπόθεση, όπως αυτά τέθηκαν και έγιναν αποδεκτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Συνιστά κοινό έδαφος και ήταν τελικό εύρημα του Δικαστηρίου, ότι ο Ευαγγελίδης δέχθηκε παράπονο από τον ΜΚ1, ως προς τη συμπεριφορά του Χρίστου - σερβιτόρου στο κέντρο. Όταν δέχθηκε αυτό το παράπονο «.. στάθηκε με σταυρωμένα χέρια και δεν αντέδρασε και μετά ρώτησε ποιος ήταν ο σερβιτόρος.». Είναι κοινή συνισταμένη της μαρτυρίας ότι ως προς τον υπό αναφορά Εφεσείοντα - διευθυντή, η μαρτυρία που προσφέρθηκε εξαντλείται μέχρι αυτή τη χρονική στιγμή και, ως εκ τούτου, παραμένει άγνωστο το ο,τιδήποτε αφορά την εμπλοκή του στα γεγονότα, μετά από αυτό το χρονικό σημείο. Όπως ο ΜΚ1 κατέθεσε λεπτομερώς επί του προκειμένου, όταν υπέβαλε το παράπονο, ο διευθυντής «Στάθηκε με σταυρωμένα τα χέρια, τον κοίταζε και δεν αντιδρούσε καθόλου. Για 1-2 λεπτά δεν έκανε τίποτε .» και του είπε «.. εντάξει φέρτε τον λογαριασμό».

 

Το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα δεν δημιουργεί αφ΄ εαυτού αδίκημα. Απλώς καθορίζει τους τρόπους πραγμάτωσής του. Ανάλυση των βασικών πτυχών της μαρτυρίας που καλύπτει την ενώπιόν μας περίπτωση σε συνάρτηση με τα εξαχθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ευρήματα υποδηλώνει αδυναμία εντοπισμού του τρόπου σύμπραξης του Εφεσείοντα στην εγκληματική συμπεριφορά υπό το πρίσμα του εξεταζόμενου άρθρου 20.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρεται γενικά στη νομική διάσταση του εν λόγω άρθρου, επικεντρώνεται, στη συνέχεια, στις περιπτώσεις όπου η απραξία μπορεί να οδηγήσει σε ευθύνη προσώπου ως συναυτουργού. Σημειώνει ότι, όταν ο συναυτουργός έχει το δικαίωμα να ελέγξει τις πράξεις του κυρίου αυτουργού και εσκεμμένα παραλείπει να το πράξει, αυτή του η απραξία μπορεί να θεωρηθεί ως ενθάρρυνση και κατά συνέπεια ως παροχή βοήθειας και παρακίνησης του αυτουργού. Αναφορά γίνεται στην απόφαση Tuck v. Robson (1970) 1 All E.R. 1171, όπου αδειούχος ιδιοκτήτης μπυραρίας που παρακολουθούσε άπρακτος τους πελάτες του να καταναλώνουν οινοπνευματώδη ποτά μετά τις επιτρεπόμενες ώρες, θεωρήθηκε ως συναυτουργός. Στη συνέχεια, χωρίς ο,τιδήποτε περαιτέρω, κατέληξε στο εύρημα και μόνο ότι ο Εφεσείων, όταν του έγινε παράπονο και του ζητήθηκε ο λογαριασμός από τον ΜΚ1, «.. στάθηκε με σταυρωμένα χέρια και δεν αντέδρασε και μετά ρώτησε ποιος ήταν ο σερβιτόρος.».

 

Η όλη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Κατ΄ αρχάς, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει αφού απουσιάζει επαρκής αιτιολόγησή της επί του προκειμένου. Στοιχείο που συνιστά θεμελιώδες εχέγγυο της δικαστικής διαδικασίας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Πέραν τούτου, τα όσα τελικά αποδίδονται στον Εφεσείοντα, στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας που να φανερώνει ενθάρρυνση ή προώθηση της παράνομης συμπεριφοράς, δεν εντάσσουν την περίπτωση στα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 20. Αυτό διότι παραμένει άγνωστο, ελλείψει μαρτυρίας, ποιες ήταν οι ενέργειες και η όλη συμπεριφορά του Εφεσείοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο της έναρξης και εξέλιξης των επεισοδίων. Όπως ήδη λέχθηκε, η όποια μαρτυρία αφορούσε τον εν λόγω Εφεσείοντα, κάλυπτε μόνο τη χρονική στιγμή της αποδοχής του παραπόνου από τον ΜΚ1, οπόταν και ρώτησε ποιος ήταν ο σερβιτόρος.  

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση 271/2018 γίνεται αποδεκτή και ο Εφεσείοντας αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία που αντιμετώπιζε.

 

Η τελευταία έφεση, η ποινική έφεση 273/2018, στρέφεται κατά της επάρκειας της χρηματικής ποινής €2.000 που επιβλήθηκε στον Εφεσίβλητο Ηροδότου - κατηγορούμενο 6, σε αναφορά με την κατηγορία της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης εις βάρος του ΜΚ1. Προβάλλεται ότι η εν λόγω ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιέβαλλαν την έκνομη συμπεριφορά του Εφεσίβλητου.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, xxx Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327  και xxx Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, ως ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Εφεσίβλητος, σωματοφύλακας στο κέντρο, ενεπλάκη τη στιγμή που ο ΜΚ1 έσπρωξε τον Χρίστου - γκαρσόνι. Άρπαξε από πίσω τον ΜΚ1, τον έριξε στο έδαφος «.. κτυπώντας τον και κλωτσώντας τον σε όλο του το σώμα καθώς τον έσερνε στο πάτωμα.». Ο ΜΚ1, λόγω της επίθεσης, υπέστη μώλωπες και κόψιμο πίσω από τον λωβό του δεξιού αυτιού.

 

Όπως είχαμε την ευκαιρία να επαναλάβουμε στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ε.Γ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 221/2017, ημερ. 15.10.19, ECLI:CY:AD:2019:B428:

 

«Κρίνουμε όμως αναγκαίο να υποδείξουμε, υπό μορφή γενικότερης παρατήρησης, ότι τα αδικήματα αυτής της φύσης, τα οποία διαπράττονται με απαράδεκτα μεγάλη συχνότητα και τα οποία ενέχουν το στοιχείο της αυθαιρεσίας, της αυτοδικίας και της βίαιης επιθετικότητας έναντι συνανθρώπου, η οποία συνιστά παράλληλα βάναυση προσβολή της προσωπικότητας του, θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά και αποτρεπτικά, ιδιαίτερα όταν δεν ακολουθεί έμπρακτη μεταμέλεια.»

 

 

 

 

Τα γεγονότα που περιέβαλλαν την έκνομη συμπεριφορά του Εφεσίβλητου είναι ιδιαίτερα σοβαρά. Ο Εφεσίβλητος, σωματοφύλακας, επιτέθηκε εναντίον προσώπου, μεσήλικα, με βάναυσο τρόπο, επιφέροντάς του κτυπήματα και κλωτσώντας το εν λόγω πρόσωπο κατ΄ επανάληψη και παρά το γεγονός ότι το θύμα δεν είχε τη δυνατότητα να αντιδράσει ανάλογα και να αμυνθεί. Αποτέλεσμα των ενεργειών του Εφεσίβλητου ήταν οι τραυματισμοί του θύματος, ευτυχώς ελαφριάς μορφής, αλλά και η ταπείνωση και ο εξευτελισμός της ανθρώπινης φύσης του.

 

Η χρηματική ποινή που επιβλήθηκε είναι έκδηλα ανεπαρκής, δεν αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα του αδικήματος και στερείται βεβαίως του αποτρεπτικού χαρακτήρα που απαιτείται για την προστασία του κοινού.  Αρμόζουσα είναι η στερητική της ελευθερίας ποινή.

 

Εχοντας κατά νουν όλα τα δεδομένα επιβάλλεται, πέραν της χρηματικής ποινής των €2.000 (βλ. G.M. Pikis Sentencing in Cyprus, 2nd Ed., p. 28, Γεν. Εισαγγελέας ν. Βασιλείου (2003) 2 ΑΑΔ 21, ως προς το παραδεκτό της επιβολής συνδυασμού ποινής φυλάκισης και ποινής προστίμου), ποινή φυλάκισης τριών μηνών, της οποίας, μετά από προβληματισμό, αποφασίσαμε την αναστολή, δεδομένου, κυρίως, του χρονικού διαστήματος των τριών ετών που παρήλθε από τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων.

 

Με βάση τα πιο πάνω, η έφεση 273/2018 επιτρέπεται.

 

Συνοψίζοντας, η Ποινική ΄Εφεση 223/2018 επιτυγχάνει και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης σε σχέση με τις κατηγορίες 14 και 15 επί του κατηγορητηρίου που αφορούν τον Εφεσίβλητο Καλλιτσιώνη από άλλο Δικαστή, δεδομένου ότι η πρωτόδικος Δικαστής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε σε ευρήματα σε σχέση με την κατηγορία 9 επί του κατηγορητηρίου (σχετική είναι η Ποινική ΄Εφεση 272/18), τα οποία συναρτώνται άμεσα με την κατηγορία 15.   Οι Ποινικές Εφέσεις 271/2018, 272/2018 και 273/2018 επίσης επιτυγχάνουν. Οι Ποινικές Εφέσεις 269/2018 και 275/2018 απορρίπτονται.

 

 

                                                               Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                               Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο