ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B496
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ.208/2018
27 Νοεμβρίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΩΝ]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Εφεσείοντα
- v -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
-----------------
Χρ. Χριστάκη, για τον εφεσείοντα
Α. Χατζηκύρου, για τον Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη
Εφεσείοντας παρών
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, σε έξι (6) κατηγορίες για αδικήματα δυνάμει του περί Nαρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/1977 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος) και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο και πέντε ετών. Ό,τι όμως ενδιαφέρει την παρούσα είναι η ποινή της φυλάκισης των πέντε (5) ετών στην κατηγορία της παράνομης κατοχής 1 κιλού και 415 γρ. κάνναβης (ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Β) με σκοπό την προμήθεια του σε τρίτα πρόσωπα (39η κατηγορία) για την οποία παραπονείται ότι είναι προϊόν σφάλματος αρχής και/ή έκδηλα υπερβολική, αντινομική, αναιτιολόγητη και άδικη.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση, όπως αυτά είχαν τεθεί αδιαμφισβήτητα ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου που εκδίκασε την υπόθεση, έχουν σε συντομία ως ακολούθως:-
Το απόγευμα της 27.3.2017 μέλη της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ) έθεσαν υπό παρακολούθηση περιφραγμένο χώρο (γήπεδο) στα Πάνω Πολεμίδια όπου, σύμφωνα με πληροφορία που είχαν, διακινούνταν ναρκωτικά.
Η πληροφορία αποδείχτηκε βάσιμη εφόσον γύρω στις 6:00 μ.μ. εισήλθαν στον περιφραγμένο χώρο τα υπ΄ αρ. εγγραφής xxx και xxx αυτοκίνητα εντός των οποίων, όπως διαπιστώθηκε μετά από έρευνα, υπήρχε ποσότητα κάνναβης και φαιναθυλαμίνης. Περαιτέρω σε άλλο αυτοκίνητο, το οποίο ήταν σταθμευμένο εντός του γηπέδου, ανευρέθηκε κάνναβη βάρους 10 κιλών και 428 γρ., ενώ ποσότητα και άλλων ναρκωτικών ανευρέθηκε και σε εμπορευματοκιβώτιο στον ίδιο χώρο. Για τα εν λόγω ναρκωτικά συνελήφθησαν και στη συνέχεια κατηγορήθηκαν στην ίδια υπόθεση οι οδηγοί των δύο αυτοκινήτων, οι xxx Αντωνίου και xxx Αιμιλιανού (κατηγορούμενοι 1 και 2 πρωτοδίκως), οι οποίοι επίσης κρίθηκαν ένοχοι μετά από δική τους παραδοχή και καταδικάστηκαν σε 7 και 2 έτη φυλάκισης αντίστοιχα.
Αναφορικά τώρα με τον εφεσείοντα (κατηγορούμενο 3 πρωτοδίκως), η εμπλοκή του στην υπόθεση ήταν αποτέλεσμα έρευνας που διενήργησε η ΥΚΑΝ στην οικία του, την ίδια ημέρα, όπου εντοπίστηκε 1 κιλό και 415 γρ. κάνναβη, 26,5 γρ. κοκαΐνη και 29,5 γρ. φαιναθυλαμίνη. Μάλιστα, όταν ο αστυνομικός τον πληροφόρησε ότι θα διενεργούσε έρευνα στο σπίτι του, ο εφεσείων απάντησε «έχω ναρκωτικά μέσα» και «πάμε να σας τα δείξω».
Στη βάση του πιο πάνω πραγματικού πλαισίου, το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα την προσβαλλόμενη ποινή αφού έλαβε υπόψιν αφενός τις προσωπικές του συνθήκες, την παραδοχή του και το λευκό του ποινικό μητρώο και αφετέρου αφού άντλησε καθοδήγηση από την πλούσια (δυστυχώς) νομολογία για αδικήματα που αφορούν ναρκωτικά. Μεταξύ αυτών και τη Χαρτούμπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28, στην οποία τονίστηκε ότι η παραδοχή συνιστά σημαντικό ελαφρυντικό παράγοντα και ένας κατηγορούμενος που δηλώνει παραδοχή πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή για το λόγο ότι «ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μη σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων».
Επανερχόμενοι στο λόγο έφεσης, η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα εναντίον του ύψους της επιβληθείσας ποινής περιστρέφεται γύρω από τρεις άξονες. Ο πρώτος, ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής εμφιλοχώρησε σφάλμα αρχής καθότι το Κακουργιοδικείο δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά ότι στην περίπτωση του εφεσείοντα απουσίαζε οποιοδήποτε από τα επιβαρυντικά στοιχεία που προνοούνται από το άρθρο 30 του Νόμου, ο δεύτερος, ότι η βαρύτητα που έδωσε το Κακουργιοδικείο στην άμεση παραδοχή του εφεσείοντα ήταν μόνο φραστική εφόσον το Κακουργιοδικείο δεν αναφέρει ποια ποινή θα του επέβαλλε εάν αυτός δεν παραδεχόταν (Regina v. S.E. Martin [2006] EWCA Crim. 1035) και, ο τρίτος, η επιβληθείσα ποινή αφίσταται του μέτρου που προκύπτει από τη νομολογία (Πόλεος ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 141/2016 ημερ. 2.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B210 και Μπενάκης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 79/2016 ημερ. 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B109), το οποίο στην περίπτωσή του δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη.
Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Τόνισε συναφώς ότι η μη αναφορά του Κακουργιοδικείου στην ανυπαρξία επιβαρυντικών στοιχείων για τον εφεσείοντα δεν τέθηκε από την Υπεράσπιση πρωτοδίκως και εν πάση περιπτώσει δεν τον επηρέασε δυσμενώς, ότι το Κακουργιοδικείο έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην παραδοχή του εφεσείοντα και ότι η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί να κριθεί έκδηλα υπερβολική υπό τας περιστάσεις λαμβανομένης υπόψιν και της νομολογίας βάσει της οποίας σε υποθέσεις ναρκωτικών πρέπει να επιβάλλονται αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.
Εξετάσαμε με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των παραπόνων του εφεσείοντα και να υπενθυμίσουμε καταρχάς τις βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, παραπέμποντας προς τούτο στην xxx Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 79/2017 ημερ. 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, από την οποία και το απόσπασμα που ακολουθεί:-
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, xxx Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και xxx Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.»
Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).»
Κατευθυντήριες αρχές αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις κατοχής ναρκωτικών ουσιών και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις κατοχής τέτοιων ουσιών με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα, τέθηκαν από τη νομολογία μας μέσα από μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μπορεί να αποτυπωθεί, ως απαύγασμα της εν λόγω νομολογίας, η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών, αποτρεπτικού χαρακτήρα, ακριβώς λόγω των ολέθριων αποτελεσμάτων που ενέχει η εγκληματική αυτή συμπεριφορά. Η αυστηρή μεταχείριση των παραβατών προβάλλει ως επιτακτική, δεδομένης της συχνότητας των υποθέσεων αυτής της μορφής που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων και της ραγδαίας επιδείνωσης του φαινομένου της κατοχής και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Η εξαθλίωση των θυμάτων, αλλά και η απώλεια ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, επιβάλλει τη δραστική παρέμβαση και συμμετοχή της δικαιοσύνης στην καθολική προσπάθεια αναχαίτισης της σύγχρονης μάστιγας των ναρκωτικών.
Δεν είναι χωρίς σημασία να τονιστεί ότι το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι βασική παράμετρος που προσμετρά το Δικαστήριο στην πορεία για επιμέτρηση της ποινής. Πέραν τούτου, λαμβάνονται βεβαίως υπόψη οι συνθήκες διάπραξης ενός αδικήματος αλλά και οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου, στα πλαίσια εξατομίκευσης της κάθε ποινής. Προεξάρχουσας όμως σημασίας είναι η αποτροπή προς τον σκοπό προστασίας του κοινωνικού συνόλου, στοιχείο που υπαγορεύει παροχή περιορισμένης σημασίας στις προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις ενός κατηγορούμενου. Είναι επίσης πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων παρά τις επιβληθείσες από τα δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμα αυστηρότερων (Selmani κα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 κα, ημερ. 5.10.2016), ECLI:CY:AD:2016:B469.»
Έχοντας παραθέσει τις βασικές αρχές που οριοθετούν την εξουσία του Εφετείου σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα επέμβασης του επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, παρατηρούμε τα ακόλουθα:-
Το παράπονο του εφεσείοντα ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής εμφιλοχώρησε σφάλμα αρχής, έκδηλα δεν ευσταθεί. Το άρθρο 30(4)[1] του Νόμου όντως προνοεί ότι το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνει μεταξύ άλλων υπόψιν αριθμό περιστατικών που καθιστούν το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό. Η υποχρέωση όμως του Δικαστηρίου να αναφερθεί στις πρόνοιες του άρθρου 30(4) του Νόμου εγείρεται μόνο στην περίπτωση που εντοπίζει οποιοδήποτε από τα προνοούμενα περιστατικά που καθιστούν το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση το Κακουργιοδικείο δεν χαρακτήρισε το αδίκημα που διέπραξε ο εφεσείων ιδιαίτερα σοβαρό και κατά συνέπεια το παράπονο του στερείται ερείσματος. Εν πάση όμως περιπτώσει δεν θα ήταν χωρίς σημασία να επισημανθεί ότι η μη ενασχόληση του Κακουργιοδικείου με τις πρόνοιες του άρθρου 30(4) του Νόμου ωφέλησε μάλλον παρά έβλαψε τον εφεσείοντα εφόσον δεν εξετάστηκε κατά πόσο η ομάδα των τριών κατηγορουμένων (πρωτοδίκως) που είχε εμπλοκή στην κατοχή τόσο μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών (10 κιλών και 428 γρ. κάνναβης στο σταθμευμένο αυτοκίνητο του γηπέδου, 1 κιλό και 415 γρ. κάνναβη στο σπίτι του εφεσείοντα και η άλλη ποσότητα ναρκωτικών που αναφέρεται πιο πάνω) συνιστούσε ή όχι οργανωμένη ομάδα εγκληματιών.
Έκδηλα δεν ευσταθεί και το δεύτερο παράπονο του εφεσείοντα, ότι δηλαδή το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην άμεση παραδοχή του. Αντίθετα, το Κακουργιοδικείο έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στον μετριαστικό αυτό παράγοντα τονίζοντας τα ακόλουθα:-
«Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια αναφοράς για τους μετριαστικούς παράγοντες λαμβάνουμε υπ' όψη μας την παραδοχή των κατηγορουμένων αφού όπως τονίστηκε στην υπόθεση Χαρτούμπαλος -ν- Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στη ποινή. Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μην σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων. Αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της Δικαιοσύνης».
Αναφορικά τώρα με το παράπονο του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο δεν αναφέρει στην απόφαση του ποια ποινή θα επέβαλλε στον εφεσείοντα εάν αυτός δεν παραδεχόταν - κάτι που ακολουθείται στην Αγγλία - είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι τέτοια υποχρέωση δεν επιβάλλεται στα κυπριακά Δικαστήρια είτε δυνάμει του Νόμου είτε ως αποτέλεσμα νομολογίας. Επομένως αυτό που εν τέλει έχει σημασία είναι αν όντως η παραδοχή αντανακλάται ως εκπτωτικός παράγοντας στο είδος και το ύψος της ποινής που τελικά επιβάλλεται και το ζήτημα αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο του τρίτου (και τελευταίου) παραπόνου του εφεσείοντα, το οποίο επίσης δεν ευσταθεί για τους πιο κάτω λόγους:-
Το αδίκημα για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων τιμωρείται κατ΄ ανώτατο όριο με ποινή φυλάκισης δια βίου, στοιχείο που σύμφωνα με τη νομολογία συνιστά βασική παράμετρο για επιμέτρηση της ποινής (βλ. xxx Bora, ανωτέρω) ή, όπως τονίζεται σε άλλες αποφάσεις (βλ. Λεμονάρης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 212/2017 ημερ. 17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B150 που παραπέμπει και σε προηγούμενη νομολογία), το Δικαστήριο για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής λαμβάνει υπόψιν και το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος. Σε αδικήματα δε ναρκωτικών, στα οποία έχει δοθεί ο χαρακτηρισμός της κοινωνικής μάστιγας εφόσον οδηγούν στην καταστροφή κυρίως τους νέους, τονίστηκε κατ΄ επανάληψη η ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών και κατά συνέπεια δεν μπορεί να κριθεί έκδηλα υπερβολική μια ποινή των 5 ετών φυλάκισης όταν ο Νόμος προβλέπει κατ΄ ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης δια βίου, η οποία είναι και η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο την επιμέτρηση της ποινής. Αναφορικά δε με το επιμέρους παράπονο του εφεσείοντα ότι η επιβληθείσα ποινή αφίσταται του μέτρου καθότι σε υποθέσεις παρόμοιας φύσεως συνήθως επιβάλλονται ποινές που δεν υπερβαίνουν τα 4 χρόνια φυλάκισης, είναι αρκετό να επαναλάβουμε αυτό που και το Κακουργιοδικείο τόνισε στην απόφασή του. Ότι δηλαδή «Οι αποφάσεις και οι ποινές που επιβάλλονται σε παρόμοιας φύσεως υποθέσεις, λαμβάνονται βέβαια υπόψη επειδή δεν είναι επιθυμητή η ανομοιομορφία στη μεταχείριση αδικοπραγούντων. Όπως όμως τονίστηκε και στην υπόθεση Al-Awar κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160, με τις ποινές που επιβάλλονται, δεν καθορίζεται με οποιονδήποτε τρόπο μία στατική διατίμηση. Οι προηγούμενες ποινές και η προσέγγιση των Δικαστηρίων στο πρόσφατο και απώτερο παρελθόν είναι ενδεικτικές του τρόπου αντιμετώπισης των υποθέσεων κατά το χρόνο διάπραξης τους».
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] «(4) Χωρίς επηρεασμό οποιωνδήποτε άλλων σχετικών διατάξεων και επιπρόσθετα απ΄ αυτές, το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής μεταξύ άλλων λαμβάνει υπόψη του τα ακόλουθα περιστατικά:
(α) Ως καθιστώντα το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό-
(i) Την ανάμειξη στη διάπραξη του αδικήματος οργανωμένης ομάδας εγκληματιών στην
οποία ο κατηγορούμενος ανήκει'
(ii) την ανάμειξη του κατηγορουμένου σε διεθνείς οργανωμένες εγκληματικές
δραστηριότητες'
(iii) την ανάμειξη του κατηγορουμένου σε άλλες παράνομες δραστηριότητες οι οποίες διευκολύνονται με τη διάπραξη του αδικήματος'
(iv) τη χρήση βίας, πυροβόλων όπλων ή επιθετικών όπλων ή αντικειμένων κατά τη διάπραξη του αδικήματος'
(ν) το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κατέχει δημόσιο αξίωμα ή θέση και το αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε σχετίζεται με το εν λόγω αξίωμα ή θέση'
(νί) τη θυματοποίηση ή εκμετάλλευση ανηλίκων ή διανοητικώς ή λόγω ψυχικής νόσου πασχόντων'
(vii) το γεγονός ότι το αδίκημα διαπράχθηκε στις φυλακές ή σε κρατητήριο της
Αστυνομίας ή στέγη ή ίδρυμα υπό τον έλεγχο, επίβλεψη ή φροντίδα του Διευθυντή
Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή πλησίον τέτοιων στεγών ή ιδρυμάτων ή σε άλλους
χώρους όπου συχνάζουν μαθητές ή φοιτητές για εκπαιδευτικές, αθλητικές, κοινωνικές ή
άλλες δραστηριότητες.»