ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B495
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση αρ. 155/2017)
27 Νοεμβρίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxxx ΑΓΓΕΛΗ,
Εφεσείοντα
και
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
-----------------------
Αλ. Αλεξάνδρου και Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Περγαντή (κα.), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως, για την Εφεσίβλητη.
--------------------------
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο εφεσείων αντιμετώπισε την κατηγορία της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος ο κατηγορούμενος-εφεσείων στις 15.3.2013, στην Τεχνική Σχολή, στην Πόλη Χρυσοχούς, επιτέθηκε εναντίον του παραπονούμενου, Καθηγητή της Σχολής, και του προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη.
Προς απόδειξη της υπόθεσης της η Κατηγορούσα Αρχή-Εφεσίβλητη παρουσίασε ως μάρτυρες τον παραπονούμενο, Μ.Κ. 1, και το γιατρό του Τμήματος Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου, Μ.Κ. 2. Ο κατηγορούμενος-εφεσείων, αφού κλήθηκε σε απολογία και του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, κατέθεσε ενόρκως. Προς υπεράσπιση του παρουσίασε δύο μάρτυρες, τον Μ.Υ. 1 και τον Μ.Υ. 2.
Στην πρωτόδικη απόφαση, η οποία καλύπτει πέραν των 40 σελίδων, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε λεπτομερέστατα στην μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του, την οποίαν ανέλυσε, προέβη στις απαραίτητες συγκρίσεις και συλλογισμούς και την αξιολόγησε.
Ο παραπονούμενος κρίθηκε ως απόλυτα αξιόπιστος μάρτυρας ο οποίος είπε στο δικαστήριο την αλήθεια. Ο Μ.Κ. 2, γιατρός, επίσης κρίθηκε ως απόλυτα αξιόπιστος μάρτυρας, και ως μάρτυρας πραγματογνώμονας ο οποίος έδωσε στο δικαστήριο όλα τα στοιχεία για να καταλήξει το δικαστήριο στα απαραίτητα συμπεράσματα. Συγκεκριμένα για τον Μ.Κ.1, παραπονούμενο, το δικαστήριο είπε ότι η ποιότητα της μαρτυρίας του ήταν εξαιρετική. Απαντούσε αυθόρμητα και με απόλυτη ειλικρίνεια και πειστικότητα σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και παρά το ότι αντεξετάστηκε εκτενώς, η αξιοπιστία του δεν κλονίστηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Επιπρόσθετα, η μαρτυρία του επιβεβαιώθηκε ουσιωδώς και από την ιατρική μαρτυρία, η οποία επίσης ήταν καθόλα αξιόπιστη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν παραγνώρισε κάποιες αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε ο παραπονούμενος, οι οποίες όμως αφορούσαν σε μικρολεπτομέρειες και δεν ήταν ουσιαστικής φύσεως. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δεν απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στις αντιφάσεις αυτές αφού συνυπολόγισε την πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος από τον Μάρτιο του 2013, που έγινε το επεισόδιο, μέχρι το 2016 και αρχές του 2017, που έγινε η ακρόαση της υπόθεσης, καθώς και την ψυχολογική κατάσταση στην οποία τελούσε τότε ο παραπονούμενος, αλλά και στα διάφορα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, καθόν χρόνο κατέθετε ως μάρτυρας. Όπως παρατήρησε, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ο παραπονούμενος ήταν φανερά καταβεβλημένος κατά το χρόνο που έδινε μαρτυρία και αυτό διαφάνηκε και από το ότι, στο τέλος της αντεξέτασής του, αισθάνθηκε την ανάγκη να ζητήσει συντόμευση της διαδικασίας επειδή, όπως είπε, δεν ήταν καλά.
Για τον κατηγορούμενο και τους δύο μάρτυρες υπεράσπισης, το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι η εντύπωση που του προκάλεσε η ποιότητα της μαρτυρίας τους ήταν τόσο αρνητική που μόνο με μία εξαίρεση, την απέρριψε εξ ολοκλήρου ως αναξιόπιστη, σαφώς κατασκευασμένη και ψευδή. Ο κατηγορούμενος-εφεσείων σε ουσιώδεις πτυχές της υπόθεσης υπέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις. Οι ισχυρισμοί που προέβαλαν οι μάρτυρες υπεράσπισης και ο εφεσείων στερούνταν, επίσης, λογικής και πειστικότητας και ουσιαστικές θέσεις του εφεσείοντα δεν υποβλήθηκαν στον παραπονούμενο και στο γιατρό Μ.Κ. 2 έτσι ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να τις σχολιάσουν. Ακόμα, το πρωτόδικο δικαστήριο, παρατήρησε ότι η μαρτυρία του κατηγορούμενου-εφεσείοντα και των μαρτύρων υπεράσπισης, συγκρούονταν με την ιατρική μαρτυρία. Έδωσε πολλά παραδείγματα, το πρωτόδικο δικαστήριο, των αντιφατικών θέσεων και της φτωχής ποιότητας της μαρτυρίας τόσον του κατηγορούμενου-εφεσείοντα όσον και των μαρτύρων υπεράσπισης, τους οποίους έκρινε ως μάρτυρες που μετέβησαν στο δικαστήριο για να δώσουν μαρτυρία που εξυπηρετούσε τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα. Όπως παρατήρησε το δικαστήριο, ήταν βέβαιο ότι οι Μ.Υ. 1 και 2 επιστρατεύτηκαν από τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα όχι για να πουν την αλήθεια, αλλά με αποκλειστικό σκοπό να βοηθήσουν τον κατηγορούμενο στην προσπάθειά του να πείσει το δικαστήριο να δεχθεί την εκδοχή του. Συναφώς, το πρωτόδικο δικαστήριο, παρατήρησε ότι η κατάθεση του Μ.Υ. 1 δόθηκε στις 20.7.2013, δηλαδή τέσσερις και πλέον μήνες μετά το επίδικο περιστατικό και «συμπτωματικά» δύο μόλις μέρες μετά που λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε ειδικά και λεπτομερώς σε αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσαν οι μάρτυρες υπεράσπισης. Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του παραπονούμενου και τη μαρτυρία του γιατρού και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποδείχθηκε η κατηγορία του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, εναντίον του κατηγορούμενου-εφεσείοντα.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται, ως εσφαλμένη, με επτά λόγους έφεσης.
Ο πρώτος λόγος αφορά στην, κατ΄ ισχυρισμό, λανθασμένη κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του Μ.Κ. 1, παραπονούμενου.
Ο δεύτερος λόγος αφορά επίσης στην αξιοπιστία του γιατρού, Μ.Κ. 2, και την, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου για αυτό το ζήτημα.
Ο τρίτος λόγος αφορά σε, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένη και αντινομική επέμβαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, στη διαδικασία. Όταν αντεξετάζετο ο Μ.Κ. 1 παραπονούμενος, το πρωτόδικο δικαστήριο επενέβη και κάλεσε τον τότε δικηγόρο υπεράσπισης να μην προσεγγίζει τον μάρτυρα, επειδή ο μάρτυρας αντιμετώπιζε πρόβλημα.
Ο τέταρτος λόγος αφορά στην, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένη πρωτόδικη κρίση αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσείοντα και των δύο μαρτύρων υπεράσπισης.
Ο πέμπτος λόγος αφορά σε, κατ΄ ισχυρισμό, αντινομική και αβάσιμη απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα και των μαρτύρων υπεράσπισης, από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Ο έκτος λόγος αφορά σε, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου αναφορικά με το βάρος και το επίπεδο απόδειξης. Κατ΄ ισχυρισμόν, το πρωτόδικο δικαστήριο πραγματεύτηκε το ζήτημα αυτό ως ζήτημα υπεροχής και σύγκρισης μεταξύ των δύο εκδοχών, δηλαδή του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης.
Ο έβδομος λόγος αφορά σε, κατ΄ ισχυρισμό, ακροσφαλή καταδικαστική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, η οποία θα πρέπει να ακυρωθεί.
Είναι προφανές ότι οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4 και 5 αφορούν στα ευρήματα αξιοπιστίας της μαρτυρίας, που έγιναν από το πρωτόδικο δικαστήριο. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά σε εσφαλμένη και αντινομική επέμβαση του πρωτόδικου δικαστηρίου στη διαδικασία. Ο έκτος λόγος αφορά σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου αναφορικά με το βάρος της απόδειξης και ο έβδομος λόγος είναι γενικός και αφορά στο αποτέλεσμα της πρωτόδικης διαδικασίας, η οποία κατέληξε σε καταδικαστική απόφαση για τον εφεσείοντα που είναι, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, ακροσφαλής, ένεκα των προαναφερθέντων σφαλμάτων.
Είναι θεμελιωμένες οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο ενώπιον του οποίου δίνουν τη μαρτυρία τους οι μάρτυρες είναι ο κατεξοχήν κριτής της αξιοπιστίας της μαρτυρίας τους. Βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση από το Εφετείο να κρίνει τους μάρτυρες. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνον σπανίως και εκεί όπου κρίνει πως τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι καταφανώς εσφαλμένα ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπέδειξε κάποιες αντιφάσεις και αδυναμίες στη μαρτυρία του παραπονούμενου και του Μ.Κ. 2, γιατρού, και προσπάθησε να πείσει για την αξιοπιστία του κατηγορούμενου-εφεσείοντα και των μαρτύρων υπεράσπισης. Δεν δικαιολογείται, όμως, κανένας απολύτως λόγος για επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο, εκτός από την καλή εντύπωση που του προκάλεσαν ο παραπονούμενος Μ.Κ. 1 και ο Μ.Κ. 2 και για την κακή εντύπωση που του προκάλεσε ο κατηγορούμενος-εφεσείων και οι δύο μάρτυρες υπεράσπισης, έδωσε πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τα ευρήματα αξιοπιστίας του. Δεν παραγνώρισε καθόλου τις μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία του παραπονούμενου, η οποία ήταν απόλυτα πειστική και υποστηριζόταν και από την ιατρική μαρτυρία. Κατά τον ίδιο τρόπο έδωσε και πειστική αιτιολογία για τα ευρήματα αναξιοπιστίας του κατηγορούμενου-εφεσείοντα ως μάρτυρα, καθώς και των μαρτύρων υπεράσπισης. Επομένως οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4 και 5, που αφορούν στα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων, απορρίπτονται.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην παρέμβαση του δικαστηρίου προς τον τότε δικηγόρο υπεράσπισης, με την οποία ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, συνέστησε στο συνήγορο υπεράσπισης να υποβάλλει τις ερωτήσεις κατά την αντεξέταση του παραπονούμενου, από τη θέση του δικηγόρου, και να μην προσεγγίζει τον μάρτυρα, καθότι ο μάρτυρας είχε πρόβλημα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο μάρτυρας ζήτησε, προηγουμένως, την προστασία του δικαστηρίου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η στάση του δικαστηρίου ήταν μεμπτή καθότι δεν λέχθηκε ότι ο Μ.Κ. 1, παραπονούμενος, είχε κάποιο πρόβλημα. Όμως ο μάρτυρας, παραπονούμενος, εκτός από ότι φαινόταν καταβεβλημένος ενώπιον του δικαστηρίου, όπως το ίδιο το δικαστήριο παρατήρησε, ανέφερε στο δικαστήριο ότι είναι διαβητικός και σε άλλο σημείο είπε στο συνήγορο υπεράσπισης «Κύριε σεβάστου και λίγο ότι έχω πάθηση». Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστή στο πρόβλημα του παραπονούμενου ήταν μεμπτή και αποτελεί λόγο ακύρωσης της πρωτόδικης απόφασης. Σημειώνουμε δε ότι το Δικαστήριο είχε, ούτως ή άλλως, καθήκον να υποδείξει στο δικηγόρο ότι η εξέταση και η αντεξέταση ενός μάρτυρα διενεργείται από το δικηγορικό έδρανο, εκτός εάν για καλό λόγο επιτραπεί στο δικηγόρο να προσεγγίσει τον μάρτυρα.
Ο έκτος λόγος έφεσης, που συνδέεται με το βάρος και το επίπεδο της απόδειξης, βασίζεται σε παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην απόφασή του, ότι αντιπαρέβαλε τις εκατέρωθεν εκδοχές υπό το φως του συνόλου της ενώπιον του μαρτυρίας και ήταν βέβαιος ότι τα ουσιαστικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, την οποία θεωρούσε και πιο λογική, συν τοις άλλοις, από την αντίστοιχη εκδοχή του κατηγορούμενου-εφεσείοντα. Δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, η προαναφερόμενη αναφορά του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή, ως εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου αναφορικά με το βάρος και το επίπεδο της απόδειξης. Το πρωτόδικο δικαστήριο είναι προφανές ότι ενήργησε στη βάση του ότι το βάρος απόδειξης του αδικήματος το είχε η Κατηγορούσα Αρχή-Εφεσίβλητη και, αφού δέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας που παρουσίασε, έκρινε τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα ένοχο, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, για το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε. Εάν, μεταξύ άλλων, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε και ως πιο λογική την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής από εκείνη του κατηγορούμενου, αυτό δεν καθιστά τρωτή την απόφασή του.
Ο έβδομος λόγος έφεσης δεν περιέχει κάτι το ουσιαστικό. Απλώς εισηγείται ότι η καταδικαστική πρωτόδικη απόφαση είναι ακροσφαλής ένεκα των όσων αναφέρονται στου πρώτους έξι λόγους έφεσης. Με την απόρριψη των τεσσάρων λόγων που αφορούσαν την αξιοπιστία των μαρτύρων και των άλλων δύο λόγων που αφορούσαν τη συμπεριφορά του δικαστηρίου και το βάρος της απόδειξης, ο έβδομος λόγος προδήλως καταρρέει.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.