ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Σολωμού Kαλομοίρα Σάββα ν. Eταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd. (1998) 1 ΑΑΔ 300
R.K.B. Leathergoods Limited ν. Βιργινίας Ευαγγέλου Αγγελίδη (2004) 1 ΑΑΔ 1071
Ε. Γ. ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 221/2017, 15/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:B428
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:B472
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
15 Νοεμβρίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση 147/2018)
xxxx ΞΥΨΙΤΗ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Χρ. Ματθαίου, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Θεοδότου (κα), Δημόσιος Κατήγορος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ως αποτέλεσμα της οδήγησης από τον εφεσείοντα, στις 24 Νοεμβρίου 2015, του μηχανοκίνητου οχήματος με αριθμό εγγραφής xxxx με ταχύτητα 92 ΧΑΩ, αντί 50 ΧΑΩ, και της ανακοπής του οχήματος από αστυνομικούς σε υπηρεσία, προέκυψε ποινική υπόθεση εναντίον του για α) άρνηση παροχής ικανοποιητικού δείγματος εκπνοής για προκαταρκτική εξέταση, β) οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης, γ) οδήγηση με υπερβολική ταχύτητα και δ) χρήση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό καταλληλότητας.
Ο εφεσείων παραδέχτηκε τις δύο τελευταίες κατηγορίες και έγινε ακρόαση για τις δύο πρώτες. Τελικώς αθωώθηκε στην κατηγορία της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης και καταδικάστηκε για την άρνηση παροχής ικανοποιητικού δείγματος εκπνοής για προκαταρκτική εξέταση.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται αρχικώς η αποδοχή, εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου, της μαρτυρίας των Μ.Κ. 2 και των αστυνομικών, Μ.Κ. 3 και 4, που ήταν στη σκηνή του επεισοδίου (1ος λόγος). Ακολούθως, αμφισβητείται ως λανθασμένη η μη αποδοχή, πρωτοδίκως, της μαρτυρίας του εφεσείοντα (2ος λόγος) και τέλος, με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η «στήριξη» της πρωτόδικης απόφασης επί των προνοιών του εδ. 1(γ) του άρθρου 6, του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 1986 (Ν. 174/86).
Θεωρούμε αναγκαίο σ' αυτό το στάδιο να παραθέσουμε τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου:
″Στις 24.11.2015 και περί ώρα 01:00, οι ΜΚ2, ΜΚ3 και ο Αστ. xxxx διενεργούσαν έλεγχο ταχύτητας στην Λεωφόρο Στροβόλου στον Στρόβολο της Επαρχίας Λευκωσίας. Ο ΜΚ2 διαπίστωσε με το ταχύμετρο του ότι το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής xxxx που οδηγείτο από τον Κατηγορούμενο, κινείτο με ταχύτητα 92ΧΑΩ αντί 50ΧΑΩ που είναι το καθορισμένο όριο. Ο ΜΚ2 έκανε σήμα στον Κατηγορούμενο να σταματήσει κάτι το οποίο ο Κατηγορούμενος έπραξε. Τότε ο ΜΚ2 του υπέδειξε την ένδειξη του ταχυμέτρου και τον πληροφόρησε για το αδίκημα που διέπραξε χωρίς να λάβει απάντηση. Ο ΜΚ2 κάλεσε τον ΜΚ3 να αναλάβει την έκδοση του εξωδίκου και προς τούτο ο τελευταίος ζήτησε τα στοιχεία του Κατηγορουμένου. Ο Κατηγορούμενος απάντησε «Ατε ρε παρέτα με εν σου διώ τίποτε». Ο ΜΚ3 διαπίστωσε ότι η αναπνοή του Κατηγορουμένου μύριζε έντονα αλκοόλ, τα μάτια του ήταν κόκκινα και υγρά. Έτσι ζήτησε από τον Κατηγορούμενο να δώσει δείγμα εκπνοής για προκαταρκτικό έλεγχο αλκοόλης και αφού του εξήγησε ότι άρνηση ή αποφυγή να το πράξει συνιστά αδίκημα που προνοεί σύλληψη, του επέστησε την προσοχή του στο νόμο. Ο Κατηγορούμενος αρνήθηκε να δώσει δείγμα λέγοντας «εν φυσώ». Ακολούθως, ο Κατηγορούμενος κατέβηκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να φωνάζει «Εν ηξέρεις ποιος είμαι εγιώ ρε κοπελούι. Εν ημπορείτε να μου κάμετε τίποτε. Εγιώ εν υπάρχω, εν μπορείτε να μου τα κνήσετε». Ο ΜΚ3 ξαναζήτησε από τον Κατηγορούμενο να δώσει δείγμα για προκαταρκτικό έλεγχο αλκοόλης και αυτός αρνήθηκε λέγοντας «εν σου διω τίποτε». Τότε, ο ΜΚ3 πληροφόρησε τον Κατηγορούμενο ότι είναι υπό σύλληψη και ο τελευταίος απάντησε «Ρε μα νομίζεις είμαι κανένα κοπελούι όπως εσένα». Μόλις ο ΜΚ3 τον πλησίασε, ο Κατηγορούμενος τον άρπαξε από το δεξί χέρι και το σακάκι και συνέχισε να φωνάζει. Τότε, ήρθαν στο σημείο ο ΜΚ2 και ο Αστ.xxx και όλοι μαζί προσπάθησαν να ακινητοποιήσουν τον Κατηγορούμενο ο οποίος εξακολουθούσε να αντιστέκεται. Εν τέλει, κατάφεραν να του περάσουν χειροπέδες και τον μετέφεραν στον Αστυνομικό Σταθμό Στροβόλου.″
Η επιχειρηματολογία που προτάθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, αναπτύσσοντας τον πρώτο λόγο έφεσης, είχε ως επίκεντρο, ένα άσχετο, κατά την άποψη μας, θέμα. Πώς και γιατί αφού, όπως ήταν ο ισχυρισμός, υπέστησαν επίθεση, δεν προσήψαν κατηγορία του εφεσείοντα για άσκηση πραγματικής βίας; Επ' αυτού επιχείρησε να στηρίξει επιχείρημα ότι δεν έλεγαν την αλήθεια για το τι είχε συμβεί τη νύχτα του επεισοδίου.
Η αξιολόγηση σε μια υπόθεση με δύο αντικρουόμενες εκδοχές, όπως η παρούσα, είναι η διεργασία που οδηγεί το δικαστήριο στο συμπέρασμα ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης. Ό,τι λέχθηκε στην υπόθεση Αντωνίου ν. Α.Π., Πολ. Έφ. 375/2012, ημερ. 20 Σεπτεμβρίου 2019, συνιστά το απαύγασμα της νομολογίας επί του προκειμένου:
″Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας ότι το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της διαμόρφωσης της κρίσης ως προς την αξιοπιστία μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα του περί αξιοπιστίας μόνο όταν διαπιστωθεί ότι είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να προβεί στα ευρήματά του σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. χχχ χχχ Σολωμού ν. Εταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 ΑΑΔ 300, R.K.B. Leathergoods Limited v. Αγγελίδη (2004) 1 ΑΑΔ 1071 και Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd).″
(Βλ. επίσης Ναθαναήλ ν. Stavrinides Chemicals Ltd, Πολ. Έφ. 406/2012, ημερ. 25 Σεπτεμβρίου 2019, ECLI:CY:AD:2019:A390 και Ε.Γ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 221/2017, ημερ. 15 Οκτωβρίου 2019, ECLI:CY:AD:2019:B428).
Επί του προκειμένου το πρωτόδικο δικαστήριο παρέθεσε με λεπτομέρεια γιατί δέχτηκε τη μαρτυρία των Μ.Κ. 2 και 3, αστυνομικών, όπου μέρος της μαρτυρίας αυτής επιβεβαιώθηκε από τον εμπειρογνώμονα Μ.Κ. 4. Το ότι ο εφεσείων «μύριζε» αλκοόλ το επιβεβαίωσαν και τρεις μάρτυρες. Το ότι είχε «πιει» λίγο το επιβεβαίωσε ο ίδιος ο εφεσείων όταν τον σταμάτησε αρχικώς ο Μ.Κ. 2. Το ότι είχε κόκκινα μάτια το διαπίστωσαν και οι δύο αστυνομικοί.
Τα πιο πάνω γεγονότα, όπως και άλλα που καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, ήταν αρκετά ώστε να καταλήξει το δικαστήριο στην αναγκαία αξιολόγηση. Σημειώθηκαν οι μικροαντιφάσεις που εντόπισε, και παράλληλα, ορθώς απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Ως εκ τούτου, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα παραπονείται γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο, για να καταλήξει σε εύρημα ενοχής χρησιμοποίησε τις πρόνοιες της παρ. (γ) του εδαφίου 1 του άρθρου 6 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 1986 (Ν. 174/86).
Το εν λόγω άρθρο προβλέπει:
″6.-(1) Εις περίπτωσιν καθ' ην αστυνομικός έχει εύλογον υποψίαν ότι -
(γ) πρόσωπον το οποίον ωδήγει ή επειράτο να οδηγήση οιονδήποτε όχημα επί τινος οδού ή ετέρου δημοσίου χώρου είχε διαπράξει τροχαίον αδίκημα καθ' ον χρόνον το όχημα ευρίσκετο εν κινήσει δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 9, να ζητήση παρά του προσώπου αυτού όπως παράσχη δείγμα εκπνοής διά προκαταρκτικήν εξέτασιν.″
Το προβληθέν παράπονο είναι ανυπόστατο.
Η προσφερόμενη δυνατότητα αστυνομικού να ζητήσει δείγμα από πολίτη, που παραβαίνει επί του προκειμένου το όριο ταχύτητας, γεγονός που παραδέχθηκε ο εφεσείων, παρατίθεται επικουρικώς προς το εύρημα της «ευλόγου υποψίας».
Η εύλογος υποψία δεν είναι κάτι το «χειροπιαστό» ή εύκολα εντοπιζόμενη. Διαπιστώνεται από τα περιβάλλοντα γεγονότα της υπόθεσης. Επί του προκειμένου, δίδεται σήμα στον εφεσείοντα ο οποίος σταματά, αφού διαπιστώνεται ότι έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα, συνεπώς, «δύναται» ο αστυνομικός να ζητήσει δείγμα και το κάνει. Ο εφεσείων αρχίζει τις φωνές, «άτε ρε παρέτα με εν σου διώ τίποτε». Του ζητείται να δώσει δείγμα, αντί τούτου, απαντά, «εν φυσώ», «Εν ηξέρεις ποιος είμαι εγιώ ρε κοπελούι. Εν ημπορείτε να μου κάμετε τίποτε. Εγιώ εν υπάρχω, εν μπορείτε να μου τα κνήσετε». Συνεπώς, ήταν εύλογο για το δικαστήριο να διαπιστώσει την παράβαση εκ μέρους του εφεσείοντα.
Πέραν από εύλογη υπόνοια ότι δεν θα έδιδε δείγμα ο εφεσείων, υπήρχε και η σαφής δήλωση «εν φυσώ».
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΔΓ