ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Σ. Σωκράτους (κα) για Ε. Σωκράτους (κα), για τον Εφεσείοντα. Ν. Παπούτσα (κα), για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-10-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΟΡΚΟΣ ν. ΕΠΑΡΧΟΥ ΠΑΦΟΥ, Ποινική Εφεση Αρ. 81/2017, 7/10/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B414

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Εφεση Αρ. 81/2017)

 

7 Οκτωβρίου, 2019

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΚΟΡΚΟΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΕΠΑΡΧΟΥ ΠΑΦΟΥ,

Εφεσίβλητου.

_ _ _ _ _ _

Σ. Σωκράτους (κα) για Ε. Σωκράτους (κα), για τον Εφεσείοντα.

Ν. Παπούτσα (κα), για τον Εφεσίβλητο.

_ _ _ _ _ _

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Νικολάτο, Π.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ex tempore

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο κατηγορούμενος-Εφεσείων, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αντιμετώπισε κατηγορία για το αδίκημα της ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος, κατά ή περί τον Οκτώβρη του 2012 και μέχρι την ημερομηνία της δίκης, εντός συγκεκριμένου τεμαχίου που βρίσκεται στην κοινότητα Τίμης της Επαρχίας Πάφου, ο Εφεσείων προέβηκε στην ανέγερση οικοδομής, ήτοι κτίσματος, στο οποίο τοποθέτησε σταυρό και θρησκευτικές εικόνες και χρησιμοποιείται ως παρεκκλήσι και/ή χώρος προσευχής, χωρίς να έχει εκ των προτέρων εξασφαλίσει άδεια από την αρμόδια αρχή, που είναι ο Έπαρχος Πάφου.

 

Ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε ακόμα δύο κατηγορίες, τις οποίες όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφασή του, απέρριψε και, κατά συνέπεια, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από τις δύο αυτές κατηγορίες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, αφού πραγματεύεται την ενώπιόν του μαρτυρία και αφού δέχεται ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, του Εφεσίβλητου δηλαδή, προβαίνει σε ανάλυση του συγκεκριμένου άρθρου 3(1)(β) του Κεφαλαίου 96, δυνάμει του οποίου, ο κατηγορούμενος-Εφεσείων κατηγορήθηκε. Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, όπως τόνισε η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, είναι η ανέγερση οικοδομής, η οικοδομή να είναι οικοδομή υπό την έννοια του νόμου, η ανέγερση να γίνεται χωρίς την προηγούμενη εξασφάλιση άδειας οικοδομής και η Κατηγορούσα Αρχή να είναι η αρμόδια αρχή.

 

Με βάση την ενώπιόν της μαρτυρία, η πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος-Εφεσείων ήταν το πρόσωπο το οποίο ανήγειρε την οικοδομή, ότι το συγκεκριμένο υποστατικό ήταν οικοδομή υπό την έννοια του νόμου, ότι δεν υπήρξε προηγουμένως εκδοθείσα άδεια οικοδομής για το συγκεκριμένο υποστατικό και ότι, δεδομένου πως η οικοδομή ανεγέρθηκε στην Τίμη της Επαρχίας Πάφου, ο ΄Επαρχος Πάφου, ο Εφεσίβλητος δηλαδή, ήταν η αρμόδια αρχή για την έκδοση σχετικής άδειας οικοδομής. Αφού κατέληξε σε καταδικαστική απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια επέβαλε ποινή και μεταξύ άλλων εξέδωσε εναντίον του κατηγορούμενου-Εφεσείοντα διάταγμα κατεδάφισης της προαναφερόμενης οικοδομής, εντός δύο μηνών από τις 23.2.2017, εκτός  αν, στο μεταξύ, εξασφαλιστεί η σχετική άδεια από την αρμόδια αρχή.

 

Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό έκδηλα λανθασμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για ενοχή του κατηγορούμενου-Εφεσείοντα στην προαναφερόμενη κατηγορία. Κατά τον Εφεσείοντα δεν αποδείχθηκε η σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη αιτιολογίας επί του προαναφερόμενου συμπεράσματος, εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης της συγκεκριμένης οικοδομής που, κατά τον Εφεσείοντα, είναι έκδηλα εσφαλμένη.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τους Μάρτυρες Κατηγορίας 1, 2 και 3 και τον Εφεσείοντα.

 

Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης ξεχωριστά. Ο πρώτος λόγος αφορά στην απόδειξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, ιδιαιτέρως της ανέγερσης της επίδικης οικοδομής από τον Εφεσείοντα. Όπως ήδη αναφέραμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη όλων των απαραίτητων συστατικών στοιχείων του αδικήματος για το οποίο κατηγορήθηκε ο κατηγορούμενος-Εφεσείων. Ότι δηλαδή ο ίδιος ανήγειρε οικοδομή, η κατασκευή την οποία ανήγειρε ήταν οικοδομή υπό την έννοια του νόμου, ότι δεν υπήρχε προηγουμένως εκδοθείσα άδεια οικοδομής από την αρμόδια αρχή και ότι ο Επαρχος Πάφου-Εφεσίβλητος, ήταν η αρμόδια αρχή στην παρούσα υπόθεση.

 

Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος-Εφεσείων ανήγειρε την οικοδομή, βασίστηκε σε παραδοχή του ίδιου σε μάρτυρες κατηγορίας, των οποίων η μαρτυρία έγινε δεκτή ως αξιόπιστη, ότι ο αυτός έκτισε την εκκλησία που αποτελεί την επίδικη κατασκευή, με σκοπό την εκπλήρωση τάματος που είχε κάμει για κάποιο πρόβλημα υγείας της κόρης του. Η σχετική νομολογία αναφέρει ότι είναι επιθυμητό, ένα Δικαστήριο, όταν έχει ενώπιόν του παραδοχή ενός κατηγορούμενου, εκτός του Δικαστηρίου, να αναζητά και περαιτέρω μαρτυρία, η οποία να καταδεικνύει την ενοχή του. Όμως, αυτό δεν είναι απαραίτητο και, εάν το Δικαστήριο αισθάνεται ότι με βεβαιότητα μπορεί να καταδικάσει στη βάση της παραδοχής ενός κατηγορούμενου, μπορεί να το πράξει, στηριζόμενο αποκλειστικά στην παραδοχή. Όταν η ομολογία γίνει αποδεκτή και ενταχθεί στην υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, το Δικαστήριο έχει καθήκον να προβληματιστεί και να εξετάσει την αλήθεια του περιεχομένου της, για να αποφασίσει τελικά κατά πόσον οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα (Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 364). Στην προκείμενη περίπτωση, θεωρούμε πως ήταν επιτρεπτό και ασφαλές για το πρωτόδικο Δικαστήριο να βασιστεί στην προαναφερόμενη παραδοχή του κατηγορούμενου ο οποίος, όχι μόνο ανέφερε ότι ανήγειρε την οικοδομή αλλά ανέφερε και τον λόγο για τον οποίο την ανήγειρε. Επιπρόσθετα, με βάση τα ενώπιόν μας στοιχεία, θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχαν αποδειχθεί όλα τα αναγκαία συστατικά στοιχεία του αδικήματος της ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο λόγο και πάλι θεωρούμε ότι και αυτός είναι αβάσιμος εφόσον, στην εμπεριστατωμένη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπάρχει επαρκής αιτιολογία αναφορικά με τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο εξηγεί και επαρκώς αιτιολογεί τα συμπεράσματά του, σε σχέση με τα προαναφερόμενα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης αιτιολογεί και τα ευρήματα αξιοπιστίας της ενώπιόν του μαρτυρίας.

 

Είναι θεμελιωμένο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο που παρακολουθεί και ακούει τους μάρτυρες που δίδουν ενώπιόν του μαρτυρία είναι ο κατ΄ εξοχήν κριτής της αξιοπιστίας αυτής της μαρτυρίας και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει, και υπό καθορισμένες προϋποθέσεις, εις τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αυτή η υπόθεση δεν είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες το Εφετείο έχει δικαίωμα και υποχρέωση να επέμβει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία είναι καθόλα δικαιολογημένα και αιτιολογημένα. Επομένως, τόσο ο δεύτερος όσο και ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμοι.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στο διάταγμα κατεδάφισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι αποδείχθηκε η κατηγορία και αφού έλαβε υπόψη του ότι το ακίνητο στο οποίο ανηγέρθη παρανόμως η προαναφερόμενη οικοδομή δεν ανήκε στον κατηγορούμενο-Εφεσείοντα, προχώρησε ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δικαστικά σε έκδοση εναντίον του  διατάγματος κατεδάφισης της οικοδομής. Είναι θεμελιωμένο ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την κατεδάφιση μιας παράνομης οικοδομής, οικοδομής δηλαδή η οποία ανηγέρθη άνευ της απαιτούμενης άδειας από την αρμόδια αρχή, είναι περιορισμένη. Κατά κανόνα εκδίδονται διατάγματα κατεδάφισης παράνομων οικοδομών, η νομολογία όμως αναγνωρίζει περιορισμένη διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να μην εκδώσει τέτοιο διάταγμα εάν η παρανομία είναι μηδαμινή, ή περιθωριακή και αφορά ουσιαστικά σε μικρό ή αμελητέο μέρος της οικοδομής, οπότε, εφαρμόζοντας τα Δικαστήρια την αρχή της αναλογικότητας, μπορεί να αρνηθούν την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης. Στην προκείμενη περίπτωση, είναι προφανές ότι ολόκληρη η οικοδομή, το προαναφερόμενο δηλαδή εκκλησάκι, όπως χαρακτηρίστηκε, είχε ανεγερθεί από τον Εφεσείοντα άνευ αδείας και επομένως δεν τίθεται θέμα άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της μη κατεδάφισης της οικοδομής.

 

Ενόψει των προαναφερθέντων, θεωρούμε όλους τους λόγους έφεσης ως αβάσιμους και κατά συνέπεια η έφεση απορρίπεται, χωρίς βέβαια διαταγή για έξοδα εφόσον η άλλη πλευρά δεν εμφανίζεται, εν πάση περιπτώσει.

 

 

                                                               Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                               Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο