ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
FOURNIDES ν. REPUBLIC (1986) 2 CLR 73
Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 258
Γεωργίου Eυριπίδης Aνδρέα άλλως Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 444
Σταυρινού Αντρέας ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706
ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 236/2018, 11/1/2019, ECLI:CY:AD:2019:B3
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:B444
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 72/2018)
24 Οκτωβρίου, 2019
[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Εφεσίβλητη
---------
Χρ. Δημητριάδης για Ν. Νικήτα, για τον εφεσείοντα.
Ειρ. Σάββα (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.
--------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
--------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: O εφεσείοντας βρέθηκε ένοχος μετά από ακρόαση σε δύο κατηγορίες, ήτοι για κλεπταποδοχή ενός μοτοποδηλάτου κατά παράβαση του άρθρου 306(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και παράνομη κατοχή του ιδίου μοτοποδηλάτου κατά παράβαση του άρθρου 309 του Κεφ. 154.
Το μοτοποδήλατο ανήκε στον Ν.Δ. και είχε κλαπεί μεταξύ 15.10.2012-16.10.2012. Στις 22.10.2012 εντοπίστηκε στην αυλή της γιαγιάς του εφεσείοντα (κατηγορούμενου 1), μετά που αυτός το αγόρασε από τον κατηγορούμενο 2, ο οποίος επίσης καταδικάστηκε στα πλαίσια της ίδιας υπόθεσης για κλεπταποδοχή από τρίτο πρόσωπο.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου, τα οποία δεν έχουν προσβληθεί, τόσο ο εφεσείοντας όσο και ο πρώην κατηγορούμενος 2 αποδέχθηκαν το μοτοποδήλατο, γνωρίζοντας ότι αυτό δεν έφερε πινακίδες αριθμών εγγραφής, χωρίς να δώσουν οποιαδήποτε εξήγηση. Επίσης δεν υπήρχαν έγγραφα από τα οποία να διαπίστωναν τη νομιμότητα προέλευσης και έντυπα που θα καθιστούσαν δυνατή την εγγραφή και μεταβίβαση της ιδιοκτησίας του. Ούτε γι΄ αυτό το ζήτημα έδωσαν οποιαδήποτε εξήγηση. Αυτές οι ύποπτες συνθήκες, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εφεσείοντας αποδεχόμενος το μοτοποδήλατο το μετέφερε, όχι στο σπίτι του, αλλά στην αυλή της οικίας της γιαγιάς του, ενέργεια για την οποία επίσης δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση, οδήγησαν το δικαστήριο συμπερασματικά στη διαπίστωση ότι αυτός είχε γνώση για το κλοπιμαίο της περιουσίας. Έλαβε στον προβληματισμό του υπόψιν την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι το νεαρό της ηλικίας των κατηγορουμένων δεν επέτρεπε να γνωρίζουν τα περί του πιστοποιητικού μεταβίβασης και εγγραφής, την οποία όμως δεν αποδέχθηκε. Υπέδειξε προς τούτο μια αναφορά του εφεσείοντα στη γραπτή ανακριτική κατάθεση του περί του ότι είχε ρωτήσει τον κατηγορούμενο 2 αν υπήρχαν τέτοια έγγραφα. Συνεπώς προκύπτει ότι είχε γνώση και, υποτίθεται, έγνοια για τις διατυπώσεις μιας νόμιμης μεταβίβασης και κατοχής.
Όπως πρωτόδικα έτσι και κατ΄ έφεση τέθηκε από την υπεράσπιση του εφεσείοντα ζήτημα ανεπαρκούς μαρτυρίας, ώστε να μπορούσε να καταδικαστεί ο εφεσείοντας επί τη βάσει περιστατικής μαρτυρίας. Σημειώνεται ότι το δικαστήριο θεώρησε ότι δεν ήταν σε θέση να προβεί σε εύρημα σε σχέση με την πραγματική αξία του μοτοποδηλάτου, ώστε να μπορούσε να λάβει υπόψιν τη διαφορά από την τιμή που το αγόρασε ο εφεσείοντας ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας (βλ. Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 258).
Συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κλεπταποδοχής είναι η γνώση του κλοπιμαίου της περιουσίας, το οποίο (κλοπιμαίο) δεν έχει αμφισβητηθεί. Η γνώση γενικά ως στοιχείο της νοητικής διεργασίας του ανθρώπου σπάνια μπορεί να αποδειχθεί με άμεση μαρτυρία, όπως είναι λ.χ. μια παραδοχή. Κατά κανόνα συνάγεται μέσα από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης (Σταυρινού v. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706). Ειδικά σε ότι αφορά σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, ως ζήτημα κοινής λογικής και όχι κατ΄ εφαρμογή κάποιου νομικού τεκμηρίου (presumption of law) η κατοχή προσφάτως κλαπείσας περιουσίας μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι πρόκειται για τέτοια περιουσία, εκτός εάν δώσει κάποια εξήγηση η οποία, έστω και αν δεν γίνει πιστευτή αρκεί να προκαλέσει αμφιβολία κατά πόσο όντως γνώριζε (doctrine of recent possession) (Κλεάνθους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 236/18, ημερ. 11.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:B3).
Η θέση που προέβαλε ο εφεσείοντας στην ανακριτική του κατάθεση, ασκώντας κατά τα άλλα το δικαίωμα της σιωπής, ήταν ότι απλώς είχε αγοράσει το μοτοποδήλατο από τον κατηγορούμενο 2, υπονοώντας ότι δεν είχε γνώση. Εναπόκειτο στο πρωτόδικο δικαστήριο να λάβει υπόψιν τον ισχυρισμό αυτό, όπως και έπραξε. Πέραν τούτου, η καταδίκη ήταν επιτρεπτή μόνο υπό τη βασική προϋπόθεση, εφόσον μιλούμε για περιστατική μαρτυρία, ότι το συμπέρασμα περί γνώσης πρέπει να βρίσκεται σε σχέση άμεσης συνάφειας με τη μαρτυρία και να αποτελεί το μόνο λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από τις περιστάσεις. Τα διάφορα περιστατικά της υπόθεσης, τότε μόνο μπορούν να οδηγήσουν σε καταδίκη εάν, σωρευτικά αποτιμούμενα, δεν επιδέχονται λογικά άλλης ερμηνείας ή εξήγησης από την ενοχή του κατηγορούμενου. Κατά τ΄ άλλα η περιστατική μαρτυρία όχι μόνο δεν υπολείπεται της άμεσης μαρτυρίας, αλλά τείνει να περιορίσει τις πιθανότητες του ανθρώπινου λάθους (Fournides v. Republic (1986) 2 CLR 73 και Παφίτης v. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 444).
Τα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας όπως ανωτέρω έχουν προσδιοριστεί σε συνδυασμό μάλιστα με το λεγόμενο «δόγμα της πρόσφατης κατοχής» καθιστούσαν ευλόγως επιτρεπτό για το δικαστήριο, έχοντας συνεκτιμήσει και τις όποιες θέσεις του εφεσείοντα, να καταλήξει με ασφάλεια σε καταδικαστική ετυμηγορία.
Άλλη πτυχή της έφεσης προβάλλει ότι δεν μπορούσε το δικαστήριο να καταδικάσει τον εφεσείοντα σε δύο «αλληλοαναιρούμενα αδικήματα». Κατά την εισήγηση το αδίκημα της κλεπταποδοχής προϋποθέτει γνώση του κλοπιμαίου, ενώ το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας προϋποθέτει εύλογες υπόνοιες ότι το επίδικο αντικείμενο είναι κλοπιμαίο. Αυτή η διαπίστωση είναι ορθή. Δεν είναι ορθή όμως η περαιτέρω εισήγηση ότι «δεν είναι δυνατόν ο εφεσείοντας από τη μια να είχε εύλογες υπόνοιες και από την άλλη να είχε γνώση». Δεν είναι ο κατηγορούμενος το υποκείμενο των εύλογων υπονοιών στα πλαίσια του άρθρου 309. Οι εύλογες υπόνοιες πρέπει να προκαλούνται στο πρόσωπο που βλέπει τον κατηγορούμενο να κατέχει την περιουσία.
Κατά τα άλλα όμως, όντως δεν έχει νόημα να υπάρχουν σωρευτικά καταδίκες για το άρθρο 306, που προϋποθέτει απόδειξη του κλοπιμαίου της περιουσίας και για το άρθρο 309, εφόσον το τελευταίο βρίσκει εφαρμογή στις περιπτώσεις όπου δεν αποδεικνύεται ότι η περιουσία είναι κλοπιμαία, αλλά ο κατηγορούμενος την κατέχει υπό τέτοιες ύποπτες περιστάσεις ώστε να δημιουργούνται εύλογες υπόνοιες ότι είναι κλοπιμαία (βλ. Kamilaris and another v. The Police (V18) 1 CLR 78, Κλεάνθους, ανωτέρω). Παραπέμπουμε στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Kamilaris:
«A man is found in very suspicious circumstances in possession of property. He can be called upon to give an account of how he got it. If the police, or whoever start the prosecution, are satisfied that it was stolen and could show it was stolen, there is no need to invoke this section. The section is designed to cover cases in which it is impossible to show at the time of the man's arrest that the property is stolen. It is not necessary to show that it is stolen, because the section deals with property which is 'reasonably suspected of being stolen or unlawfully obtained.' If that is so a man can be brought before the Magistrates and dealt with under this section.»
Συνεπώς η σωρευτική καταδίκη και επί τη βάσει του άρθρου 309 ήταν περιττή. Θα έπρεπε η Κατηγορούσα Αρχή να επιλέξει στο κατάλληλο στάδιο, την κατηγορία που θα προωθούσε, εφόσον μάλιστα ήταν αναμενόμενο, όπως και έγινε, ότι το δικαστήριο δεν θα επέβαλλε ποινή στη 2η κατηγορία. Από τυπικής όμως άποψης, τα στοιχεία του άρθρου 309 θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι καλύπτονται από το μείζον πλαίσιο του άρθρου 306.
Η έφεση απορρίπτεται.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ