ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Αλ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα. Λ. Μάρκου, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-10-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΥΘΥΜΙΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 55/2016, 24/10/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B443

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 55/2016)

 

24 Οκτωβρίου, 2019

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

Αλ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Μάρκου, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων-κατηγορούμενος 1, είχε δικαστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, σε κατηγορίες παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 14Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (κατηγορία 1), επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 2, 3 και 4), επίθεσης με σκοπό τη ματαίωση νόμιμης σύλληψης, κατά παράβαση του άρθρου 244(α) του Κεφ. 154 (κατηγορία 5) και αντίστασης κατά της νομίμου συλλήψεως, κατά παράβαση του άρθρου 244(α) του Κεφ. 154 (κατηγορία 6).

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, ο Εφεσείων, στις 14.11.12 στην Λεμεσό:

 

·  Εργοδότησε αλλοδαπή, δηλαδή την πρώην κατηγορούμενη 2, χωρίς την απαιτούμενη από το  Νόμο άδεια (κατηγορία 1),

·  Διέπραξε επίθεση που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη σε Λοχία της Αστυνομίας (κατηγορία 2), σε γυναίκα αστυνομικό (κατηγορία 3) και σε άνδρα αστυνομικό (κατηγορία 4).

 

·  Επιτέθηκε κατά οργάνων τηρήσεως της τάξεως, δηλαδή των πιο πάνω αστυνομικών, με σκοπό τη ματαίωση της νομίμου σύλληψης της  πρώην κατηγορούμενης 2 για ποινικό αδίκημα  (κατηγορία 5).

 

·  Επιτέθηκε εναντίον του πιο πάνω Λοχία και του άνδρα αστυνομικού, με σκοπό τη ματαίωση της νομίμου συλλήψεως του ιδίου για ποινικό αδίκημα (κατηγορία 6).

 

Κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε χρηματική ποινή, σε σχέση με τις τέσσερις πρώτες κατηγορίες, συνολικού ύψους €2950. Στις κατηγορίες 5 και 6 δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, καθότι τα γεγονότα τους εμπεριέχονται στα γεγονότα των τριών πρώτων κατηγοριών.

 

Εναντίον της καταδικαστικής απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Πυρήνα των λόγων έφεσης συνιστά η θέση ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η είσοδος στο υποστατικό του Εφεσείοντα ήταν νόμιμη, είναι λανθασμένη και αντιστρατεύεται τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 16 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει ρητά το απαραβίαστο της κατοικίας και το δικαίωμα του ασύλου της, αλλά και της οικογενειακής ζωής. Προβάλλεται περαιτέρω, ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η περιστατική μαρτυρία ήταν αρκετή για να καταδείξει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, την παράνομη εργοδότηση της αλλοδαπής από τον Εφεσείοντα είναι λανθασμένο.

 

 

 

Η παράθεση των ευρημάτων, όπως τα έχει συνοψίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, θα συντείνει στην ευκολότερη παρακολούθηση των δεδομένων που καλύπτουν τους υπό αναφορά λόγους έφεσης:

 

«Με βάση την μαρτυρία που έχω κάνει δεκτή στην παρούσα, πέραν των όσων έγιναν δεκτά από την κατάθεση του κατηγορούμενου, καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Στις 14.11.12 και περί ώρα 09:45, οι Μ.Κ.2, Μ.Κ.4, Μ.Κ.5, Α./Αστ.2xx3 και Α./Αστ.x5, μέλη της Αστυνομίας, με πολιτική περιβολή, τα οποία υπηρετούσαν στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (στο εξής Υ.Α.Μ.), μετέβηκαν στην οδό Μίλτωνος αρ. 58, στην Λεμεσό, προς έλεγχο πληροφορίας ότι στο κατάστη΅α με την ονομασία «ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΚΕΜΠΑΠ», εργάζονται παράνο΅α αλλοδαπές. Αφού εντόπισαν το συγκεκριμένο υποστατικό διαπίστωσαν ότι αυτό στέγαζε, σε ενιαίο χώρο, στην μεν αριστερή πλευρά του όπως το έβλεπαν, σουβλατζίδικο, στην δε δεξιά πλευρά του, περίπτερο. Το σουβλατζίδικο με το περίπτερο συγκοινωνούσαν. Η πρόσοψη του όλου υποστατικού καλυπτόταν από υαλοπίνακες, οι οποίοι επέτρεπαν την θέα στο εσωτερικό του. Τόσο η πόρτα εισόδου του σουβλατζίδικου όσο και η πόρτα εισόδου του περιπτέρου ήταν ανοικτές. Δεν φαινόταν καπνός από το σουβλατζίδικο. Αφού οι πιο πάνω έθεσαν το υποστατικό υπό διακριτική παρακολούθηση για 10 περίπου λεπτά, αντιλήφθηκαν εντός του σουβλατζίδικου, μια κοπέλα, η οποία είχε χαρακτηριστικά προσώπου ασιατικής καταγωγής, να ασχολείται ΅ε την καθαριότητα αυτού και συγκεκρι΅ένα να σκουπίζει το πάτω΅α ΅ε σκούπα ΅εταξύ πάγκου και ψησταριάς. Στη συνέχεια, με σκοπό να ελέγξουν τα στοιχεία της εν λόγω κοπέλας, εισήλθαν στο σουβλατζίδικο, μέσω της πόρτας εισόδου αυτού, πρώτοι η Μ.Κ.5 με τον Μ.Κ.2 και στη συνέχεια ο Μ.Κ.4 και τα λοιπά μέλη της Αστυνομίας. Α΅έσως η Μ.Κ.5 πλησίασε την κοπέλα και στην αγγλική γλώσσα, αφού της αποκάλυψε την ιδιότητα της και ότι είναι από το «Immigration», υποδεικνύοντας της την αστυνο΅ική της ταυτότητα, την ενημέρωσε ότι πήγαν για έλεγχο και της ζήτησε τα στοιχεία της. Συγκριμένα της ζήτησε αν έχει άδεια παραμονής, το «pink slip» και το «Alien book». Η κοπέλα ήταν ήρεμη, έδειξε να καταλαβαίνει και είπε στην Μ.Κ.5 ότι η τσάντα της ήταν στην κουζίνα. Έδωσε στην Μ.Κ.5 τα έγγραφα της και ακολούθως η τελευταία, προς έλεγχο των στοιχείων, επί τόπου επικοινώνησε τηλεφωνικώς με συναδέλφους της στο γραφείο της Υ.Α.Μ., οι οποίοι την ενημέρωσαν από το σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή που υπάρχει εκεί, ότι επρόκειτο για την ΡΗΑΝ Thi xxx, Βιετνα΅έζα υπήκοο, αρ.φακ.Β10-03xx9, Αρ.ΔΕΑ xxx9576, η οποία ήταν κάτοχος άδειας παρα΅ονής και εργασίας ως οικιακή εργαζό΅ενη ΅ε τον Ελληνοκύπριο xxx lωάννου, στην Λε΅εσό, ΅έχρι της 3.9.14. Μετά τα πιο πάνω η Μ.Κ.5 θεώρησε ότι είχε επαρκή στοιχεία για να προχωρήσει στην σύλληψη της αλλοδαπής. Έτσι πληροφόρησε την αλλοδαπή για το αδίκη΅α το οποίο διέπραττε δηλ. της παράνο΅ης απασχόλησης, της επέστησε την προσοχή της στο νό΅ο και εκείνη απάντησε «ΜΕ HAVE VISA». Ακολούθως η Μ.Κ.5 συνέλαβε την αλλοδαπή. Αφού προηγου΅ένως της εξήγησε τους λόγους της σύλληψης της και αφού της επέστησε εκ νέου την προσοχή της στον νό΅ο εκείνη απάντησε «ΜΕ ΝΟ GO, WORK ΤΟ GIAGIA». Εν τω μεταξύ, όταν η Μ.Κ.5 είχε ήδη ζητήσει τα στοιχεία της αλλοδαπής, στο ΅έρος εμφανίσθηκε και δεύτερη αλλοδαπή, η οποία ανέφερε στα μέλη της Αστυνομία ότι ήταν η σύζυγος του κατηγορούμενου. Από εξετάσεις που έγιναν στη συνέχεια από άλλο μέλος των παρόντων μελών της Αστυνομίας (όχι από τους Μ.Κ.2, Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5) διαπιστώθηκε ότι η εν λόγω αλλοδαπή ήταν η NGUYEN Nga xxx, Βιετνα΅έζα υπήκοος.

 

Ακολούθως στο ΅έρος αφίχθηκε ο κατηγορούμενος και ρώτησε «Τι θέλετε εδώ;». Ο Μ.Κ.2 υπέδειξε στον κατηγορούμενο την αστυνο΅ική του ταυτότητα και τον ενημέρωσε, ρωτώντας τον ποιος είναι. Ο κατηγορούμενος του είπε το ονοματεπώνυμο του και ότι είναι ο ιδιοκτήτης του υποστατικού και σύζυγος της αμέσως προαναφερόμενης αλλοδαπής. Στη συνέχεια ο Μ.Κ.2 εξήγησε στον κατηγορούμενο τον λόγο σύλληψης της αλλοδαπής λέγοντας του ότι αυτή βρέθηκε εκεί να εργάζεται παράνομα. Ακολούθως με βάση τα πιο πάνω στοιχεία πληροφόρησε τον κατηγορούμενο ότι διέπραττε το αδίκη΅α της παράνο΅ης εργοδότησης της ήδη συλληφθείσας αλλοδαπής. Ο κατηγορούμενος α΅έσως άρχισε να φωνάζει ΅ε τις φράσεις «Εν θα την συλλάβετε τζαι να φύετε που δα΅έ» και στην συνέχεια ΅πήκε ΅προστά από την συλληφθείσα ΅ε σκοπό να παρε΅ποδίσει τα μέλη της Αστυνομίας στην διεκπεραίωση της σύλληψης. Α΅έσως ο Μ.Κ.2 του υπέδειξε να απο΅ακρυνθεί από την αλλοδαπή και του έκανε τις απαραίτητες συστάσεις, αναφέροντας του επίσης όπως πάει το συντομότερο στον Αστυνομικό Σταθ΅ό Αγ. Ιωάννη, ο οποίος θα αναλά΅βανε την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης. Ο  κατηγορούμενος αντί να συ΅΅ορφωθεί συνέχισε να φωνάζει ΅ε τις ίδιες φράσεις. Ενώ η Μ.Κ.5 προσπαθούσε να τοποθετήσει χειροπέδες στην συλληφθείσα, αυτή βλέποντας της συ΅περιφορά του κατηγορούμενου, άρχισε να αντιδρά και να αντιστέκεται στην σύλληψη της, αρνού΅ενη να της τοποθετηθούν χειροπέδες. Την ίδια στιγ΅ή ο Μ.Κ.2 προσπάθησε να βοηθήσει την Μ.Κ.5 ώστε να τοποθετηθούν χειροπέδες στην αλλοδαπή αλλά ο κατηγορούμενος έσπρωξε με τα χέρια ΅ε δύνα΅η, τον Μ.Κ.2 στο στήθος και προσπαθώντας να αρπάξει από την Μ.Κ.5 τις χειροπέδες για να ΅ην τις τοποθετήσει στην αλλοδαπή, την έσπρωξε βίαια ΅ε αποτέλεσ΅α αυτή να χτυπήσει τον δεξί της αντίχειρα στον τοίχο και να τραυ΅ατιστεί. Η Μ.Κ.5 είπε στον κατηγορούμενο να στα΅ατήσει να χειροδικεί και εκείνος της απάντησε «Σιγά να ΅εν σου έδωσα τζιαί τον ππούνιο ρά». Α΅έσως ο Μ.Κ.2 πληροφόρησε τον κατηγορούμενο ότι διέπραττε τα αυτόφωρα αδική΅ατα της παρε΅πόδισης για νό΅ι΅η σύλληψη τρίτου προσώπου καθώς και της επίθεσης εναντίον αστυνο΅ικού κατά την εκτέλεση του νό΅ι΅ου καθήκοντος του και αφού του επέστησε την προσοχή του στον Νό΅ο εκείνος απάντησε «Εν θα συλλάβεις κανένα τζαι να φύετε που δαμέ». Ακολούθως ο Μ.Κ.2 συνέλαβε τον κατηγορούμενο για τα πιο πάνω αυτόφωρα αδική΅ατα και αφού προηγου΅ένως του εξήγησε τους λόγους της σύλληψης του και του επέστησε την προσοχή του στον Νό΅ο, εκείνος απάντησε «Εν θα συλλάβεις κανένα». Στην προσπάθεια του Μ.Κ.2 να τοποθετήσει χειροπέδες στον κατηγορούμενο, ο τελευταίος αρνείτο επί΅ονα να συνεργαστεί. Προς βοήθεια τότε του Μ.Κ.2 προσέτρεξε ο Μ.Κ.4 και η Α/Αστ.x5. Ο κατηγορούμενος άρχισε να σπρώχνει τους προαναφερόμενους ΅ε τα χέρια του, να τους κλωτσά, να τους βρίζει και να τους απειλεί ενώ κλώτσησε και την Μ.Κ.5 στα πόδια. Αφού έγινε κατορθωτό, με την χρήση ανάλογης βίας, να του τοποθετηθούν χειροπέδες, ο κατηγορούμενος συνέχιζε να αντιδρά έντονα, να σπρώχνει, να ΅ην συνεργάζεσαι για την ΅ετακίνηση του από το ΅έρος και φώναζε ΅εγαλόφωνα στον Μ.Κ.2 «Εννα πιάσεις τον βίλλο ΅ου. Εντζαιν ισόβια που να πάω, εννα φκώ τζαι εννα δεις ήντα ΅που να πάθεις ρε ΅αλακισ΅ένε». Ακολούθως ΅ετά πάροδο περίπου 5 λεπτών, ο κατηγορούμενος ηρέ΅ησε και ζήτησε όπως νίψει το πρόσωπο του. Με την βοήθεια του Μ.Κ.4, ο Μ.Κ.2 τον οδήγησε στο αποχωρητήριο του υποστατικού για να το πράξει. Αφού ο κατηγορούμενος το έκανε άρχισε πάλι να αντιδρά και να βρίζει και αρνείτο να εξέλθει του αποχωρητηρίου. Στην προσπάθεια των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.4 να τον μετακινήσουν, ο κατηγορούμενος τους χτυπούσε ΅ε τα χέρια του, στα οποία είχαν ήδη τοποθετηθεί χειροπέδες, και στην προσπάθεια του να αποφύγει την ΅ετακίνηση, έσπρωξε τους Μ.Κ.2 και Μ.Κ.4 προς τον τοίχο του αποχωρητηρίου ΅ε αποτέλεσ΅α, να χτυπήσει ο Μ.Κ.4 το δεξί του χέρι σε προεξοχή των κερα΅ικών και να τραυ΅ατιστεί στα δάκτυλα. Μετά, ΅ε την βοήθεια και του Α./Αστ.2xx3 κατάφεραν και οδήγησαν τον κατηγορούμενο εντός του υπηρεσιακού οχή΅ατος και στην συνέχεια αυτός οδηγήθηκε στον Αστυνομικό Σταθ΅ό Αγ. Ιωάννη.

 

Από την προαναφερόμενη συμπεριφορά του κατηγορούμενου τραυματίσθηκαν τόσο ο Μ.Κ.2 όσο και οι Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5, οι οποίοι ενόψει αυτού μετέβηκαν αργότερα την ίδια ημέρα στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού και συγκεκριμένα στο Τ.Ε.Π.Α., όπου εξετάσθηκαν από ιατρούς και τους παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Από την εξέταση τους διαπιστώθηκε ότι: (1) ο Μ.Κ.2 έφερε εκδορές αριστερού αγκώνα, εκχυμώσεις αριστερού βραχιόνιου πλησίον αριστερού αγκώνα και απώλεια δέρματος της βάσης του δεξιού δείκτη ραχιαίως. Περαιτέρω ο Μ.Κ.2 ανέφερε άλγος δεξιού ώμου, δεξιού καρπού και οσφυαλγία. Του δόθηκε αντιβίωση, αναλγητικά και απελύθη. (2) Ο Μ.Κ.4 ανέφερε άλγος δεξιού χεριού - 5ου δακτύλου και έφερε εκδορά στην ραχιαία επιφάνεια μεταξύ του 3ου και 4ου δακτύλου. (3) Η Μ.Κ.5 παραπονείτο για πόνο στον δεξιό αντίχειρα και διαπιστώθηκε οίδημα - ερύθρωση βάσης δεξιού αντίχειρα. Απελύθη με οδηγίες.

 

Από περαιτέρω εξετάσεις που διενεργήθηκαν αργότερα στα γραφεία της Υ.Α.Μ. Λεμεσού διαπιστώθηκε ότι η συλληφθείσα αλλοδαπή μετέβηκε στις 9.11.12 στα εν λόγω γραφεία για να διευθετήσει την άδεια παρα΅ονής και εργασίας της ΅ε νέο εργοδότη, χωρίς ωστόσο να γίνει αποδεχτή η αίτηση της καθότι δεν προσκό΅ισε όλα τα απαραίτητα έγγραφα.»

 

 

 

 

Η ανάλυση των λόγων έφεσης 1 και 2 από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα και η παρουσίαση της νομικής διάστασής τους, ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένη. Ως σύνοψη μπορεί να αποτυπωθεί η θέση ότι, υπό τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης, εντοπίζεται παραβίαση των  προνοιών των ΄Αρθρων 11, 15 και 16 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε μαρτυρία που προέκυψε να έχει μολυνθεί και συνακόλουθα να εκθεμελιώνεται το βάθρο στήριξης των, εναντίον του Εφεσείοντα, κατηγοριών. Η όλη σχετική επιχειρηματολογία κινείται γύρω από τη θέση ότι ο συνταγματικά αποδιδόμενος όρος «κατοικία», δεν περιορίζεται σε αυστηρή οριοθέτηση, αλλά επεκτείνεται και στην επαγγελματική στέγη. Εν πάση δε περιπτώσει, εάν ένας χώρος είναι δημόσιος ή όχι, είναι ζήτημα πραγματικό και εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει ότι αυτός είναι πράγματι δημόσιος χώρος, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση, είναι η εισήγηση, δεν έπραξε.

 

Το ΄Αρθρο 15 του Συντάγματος, αντίστοιχο προς το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), διασφαλίζει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, στο οποίο δεν χωρεί επέμβαση παρά μόνο υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που τίθενται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου. Το ΄Αρθρο 16 του Συντάγματος διασφαλίζει το απαραβίαστο της κατοικίας εκάστου και προνοεί, στην παράγραφο 2, ότι η είσοδος σε οποιαδήποτε κατοικία ή οποιαδήποτε έρευνα σε αυτή δεν επιτρέπεται, εκτός υπό συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις που καθορίζονται.

 

Όπως εντοπίζεται στο σύγγραμμα «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας» του Ανδρέα Ν. Λοΐζου, πρώην Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στη σελίδα 109:

 

«Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην υπόθεση Niemietz v. Germany (Judgment of 16 December 1992, Series A no. 251-B §30) παρατήρησε ότι ο όρος «κατοικία», που αναφέρεται στο άρθρο 8 της Σύμβασης σε μερικές Ευρωπαϊκές χώρες έχει γίνει δεκτός ότι επεκτείνεται και σε επαγγελματική στέγη, και ότι τέτοια ερμηνεία συνάδει με το Γαλλικό κείμενο, εφόσον ο όρος «domicile» έχει ευρύτερη έννοια από τον όρο «home» και μπορεί να επεκτείνεται στην επαγγελματική στέγη ενός επιστήμονα. Βίαιη είσοδος σε κατοικία χωρίς δικαστικό ένταλμα συνιστά παραβίαση του ΄Αρθρου αυτού.»

 

 

 

 

Επισημάνθηκε επίσης στην πιο πάνω απόφαση του ΕΔΔΑ ότι ο υπό αναφορά όρος «κατοικία» θα πρέπει να εκλαμβάνεται ότι περιλαμβάνει επαγγελματικά υποστατικά, τα οποία βεβαίως λειτουργούν για την αποκλειστική χρήση φυσικού ή νομικού προσώπου και στα οποία το κοινό δεν έχει ελεύθερη πρόσβαση.

 

Στην ενώπιόν μας περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, μετά από εκτενή ανάλυση, ότι το επίδικο υποστατικό δεν εμπίπτει στον όρο «κατοικία» του ΄Αρθρου 16 του Συντάγματος. Στήριξε την προσέγγισή του αυτή, στην ενώπιον του μαρτυρία και στα συνακόλουθα ευρήματά του.

 

Ορθά κατά την κρίση μας το Δικαστήριο απεφάνθη ως ανωτέρω. Όπως προέκυψε ως εύρημα, το επίδικο υποστατικό ήταν μέρος ενιαίου χώρου, στην αριστερή πλευρά του οποίου στεγαζόταν το συγκεκριμένο υποστατικό, το οποίο χρησιμοποιείτο ως σουβλατζίδικο, ενώ στη δεξιά στεγαζόταν περίπτερο. Τα δύο συγκοινωνούσαν μεταξύ τους και τόσο η πόρτα εισόδου του σουβλατζίδικου όσο και εκείνη του περιπτέρου ήταν ανοικτές. Η οικία του Εφεσείοντα βρίσκεται πάνω από το εν λόγω υποστατικό, το οποίο δεν ήταν μέρος της εν λόγω οικίας. Υπό το φως αυτών των δεδομένων ορθώς κρίθηκε ότι το υπό αναφορά υποστατικό δεν ενέπιπτε στον όρο «κατοικία» του ΄Αρθρου 16 του Συντάγματος ή του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Αφενός δεν ήταν η οικία του Εφεσείοντα και, αφετέρου, δεν συνιστούσε επαγγελματική στέγη, υπό την έννοια υποστατικού το οποίο λειτουργούσε για την αποκλειστική χρήση φυσικού ή νομικού προσώπου, εν προκειμένω του Εφεσείοντα.

 

Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι, υπό την αίρεση στοιχειοθέτησης εύλογης υποψίας, παρείχετο εξουσία στους αστυνομικούς για είσοδο και έρευνα κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 25(1)(β)(i) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155. Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη της απαιτούμενης εύλογης υποψίας, θα πρέπει να διαφανεί από τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το πρόσωπο που εισέρχεται και προβαίνει σε έρευνα, ειλικρινά πίστευε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ότι η έρευνα ήταν αναγκαία για τη διαλεύκανση των αδικημάτων που διερευνούσε και ότι οι πληροφορίες που είχε δικαιολογούσαν αντικειμενικά την πίστη ή την υποψία του (Al-Hamad κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 117). Ο αστυνομικός θα πρέπει να έχει λόγο να πιστεύει ότι στο συγκεκριμένο χώρο επρόκειτο να διαπραχθεί ή διαπράττεται ή έχει πρόσφατα διαπραχθεί ποινικό αδίκημα.

 

Τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, κάλυπταν τις υπό αναφορά προϋποθέσεις. Τα μέλη της αστυνομίας είχαν πληροφορία ότι στο επίδικο υποστατικό εργάζονταν παράνομα αλλοδαπές. Η παρακολούθηση, για δέκα περίπου λεπτά, που προηγήθηκε της εισόδου, οδήγησε στη διαπίστωση ότι, εντός του υποστατικού, μία κοπέλα με χαρακτηριστικά προσώπου ασιατικής καταγωγής, ασχολείτο με την καθαριότητα του χώρου, συγκεκριμένα σκούπιζε. Ενόψει αυτών, η έρευνα ήταν κατά νόμο επιτρεπτή και αναγκαία προς εξακρίβωση των στοιχείων της κοπέλας και του καθεστώτος εργασίας της. Νόμιμη ήταν και η σύλληψη της αλλοδαπής, όπως διαφάνηκε στη συνέχεια, αφού, υπό τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, ενώπιον των μελών της αστυνομίας διαπράττετο ποινικό αδίκημα, το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης. Συγκεκριμένα, το αδίκημα της παράνομης απασχόλησης, για το οποίο συνελήφθη η αλλοδαπή αμέσως μετά τη διαπίστωση των στοιχείων της.

 

Με βάση τα πιο πάνω, δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του Εφεσείοντα, ούτε και διαπιστώνεται ότι αποσπάστηκε ή εξασφαλίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία με πρωτοβουλία των διωκτικών αρχών κάτω από συνθήκες παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του. Κατ΄ ακολουθία, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Υπό την επιφύλαξη της πιο πάνω κατάληξής μας, δεν είναι χωρίς σημασία να επισημάνουμε ότι, εν πάση περιπτώσει,  οι επιθέσεις και η όλη συμπεριφορά του Εφεσείοντα εναντίον των μελών της αστυνομίας δεν είχαν νόμιμο έρεισμα ή δικαιολογία. Οπως εντοπίζεται και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Kozina (1999) 2 ΑΑΔ 503, η αρχή αποκλεισμού μαρτυρίας, που εξασφαλίζεται ως αποτέλεσμα παραβίασης συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, δεν μπορεί να έχει τέτοια εμβέλεια ώστε πρόσωπο το οποίο βρίσκεται υπό σύλληψη, ως αποτέλεσμα παραβίασης του δικαιώματος ατομικής ελευθερίας, το οποίο διασφαλίζεται από το ΄Αρθρο 11 του Συντάγματος, να απολαμβάνει ασυλίας, σε περίπτωση που διαπράττει αδίκημα στη διάρκεια της αντισυνταγματικής κράτησής του.  Τηρουμένου βεβαίως του δικαιώματος αυτοάμυνας και αντίστασης σε παράνομη σύλληψη - που δεν είναι η περίπτωση εν προκειμένω, για τους λόγους που εξηγήσαμε - δικαίωμα το οποίο τελεί σε σχέση αναλογικότητας προς τις ενέργειες των αστυνομικών (Christie v. Leachinsky [1947] AC 373, 591 και Φωτίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 192/2014, ημερ. 16.9.2015).

 

Ούτε και τα υπόλοιπα παράπονα της πλευράς του Εφεσείοντα, όπως αυτά αποτυπώνονται στους λόγους έφεσης 3 και 4 και  που καλύπτουν τις θέσεις ότι η περιστατική μαρτυρία δεν ήταν επαρκής και ότι το Δικαστήριο βασίστηκε σε υποθέσεις και εικασίες προκειμένου να καταλήξει σε καταδικαστική απόφαση σε σχέση με την κατηγορία της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού, είναι βάσιμα.

 

Η ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ήταν καταπελτική. Τα μέλη της Αστυνομίας, μετά από παρακολούθηση, είδαν την αλλοδαπή γυναίκα να εργάζεται στο υποστατικό του Εφεσείοντα. Διαπίστωσαν τα στοιχεία της και, ακολούθως, επιβεβαίωσαν ότι στερείτο της, κατά το Νόμο, απαραίτητης άδειας εργασίας στο συγκεκριμένο χώρο. Τα ευρήματα αυτά - εδραζόμενα σε ατράνταχτη μαρτυρία, αλλά και σε μαρτυρία που παρέμεινε αδιαμφισβήτητη - οδηγούσαν, αναπόδραστα, σε καταδικαστικό και μόνο συμπέρασμα ενοχής.

 

Εκ του περισσού προσθέτουμε ότι όσον αφορά τις υπόλοιπες κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκε ο Εφεσείων, η ενοχή του στοιχειοθετήθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στη βάση της αποδοχής της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας αστυνομικών, οι οποίοι και περιέγραψαν το όλο φάσμα των γεγονότων, όπως το Δικαστήριο δέχθηκε ότι έλαβαν χώρα στη σκηνή του επίδικου υποστατικού.

 

Είναι η κατάληξή μας ότι οι ενώπιον μας λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Η εφεσίβλητη - Κατηγορούσα Αρχή απέσεισε το βάρος που είχε και απέδειξε, σωρευτικά, όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                               Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                               Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο