ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B454
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ.248/2018
31 Οκτωβρίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΩΝ]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΔΡΟΥΓΚΑ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
xxx xxx ΜΑΡΙΟΥ
Εφεσίβλητου
.........
Σ. Αργυρού, για τον εφεσείοντα
Λ. Κάρνος, για τον εφεσίβλητο
......
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν παραπονούμενος (κατήγορος) στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 9352/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία καταλόγισε στον εφεσίβλητο ότι στις 25.12.2010 του έκδωσε δύο (2) επιταγές - τις υπ΄ αρ. xxxx6142 και xxxx6146 της Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Λακατάμειας (στο εξής η ΣΠΕ) για το ποσό των €50.000 εκάστη - οι οποίες όταν παρουσιάστηκαν στην ΣΠΕ δεν εξοφλήθηκαν λόγω του ότι ο λογαριασμός του ήταν παγοποιημένος (ΚΑΠ) και έκτοτε παρέμειναν απλήρωτες κατά παράβαση του άρθρου 305A(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Για απόδειξη των προαναφερθέντων κατηγοριών κατέθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσείων (ΜΚ1) και η υπάλληλος της ΣΠΕ xxx Δαμιανού (ΜΚ2), ενώ ο εφεσίβλητος όταν κλήθηκε σε απολογία δυνάμει του άρθρου 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής και να μην καλέσει προς υπεράσπιση του οποιοδήποτε μάρτυρα. Με αποτέλεσμα, το έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου να περιοριστεί στην αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας προς κατάληξη σε ευρήματα/συμπεράσματα τα οποία, με την υπαγωγή τους στις πρόνοιες του άρθρου 305(Α)(1) του Ποινικού Κώδικα, θα μπορούσαν να οδηγούσαν είτε σε καταδίκη είτε σε αθώωση του εφεσίβλητου.
Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, με αναφορά στις πρόνοιες των άρθρων 2, 3, 27 και 30 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, ως και σε νομολογία (Παναγιώτου ν. Φουρνίδης (2012) 2 Α.Α.Δ. 916 και Τριφταρίδης ν. Ηρακλέους, Ποιν. Εφ. 340/2015 ημερ. 18.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B407) ότι στη βάση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, αυτός δεν «έδωσε σε ότι αφορά τις επίδικες επιταγές τεκμήρια 1 και 2 αξία/αντάλλαγμα» και ενόψει τούτου προχώρησε σε αθώωση και απαλλαγή του εφεσίβλητου με €3.500 πλέον ΦΠΑ έξοδα εναντίον του εφεσείοντα. Και αυτό καθότι έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα, αφενός γιατί δεν σχημάτισε γι΄ αυτόν καλή εντύπωση και αφετέρου γιατί εντόπισε στη μαρτυρία του τέτοιες αντιφάσεις, υπερβολές, ασάφειες και παραλογίες βάσει των οποίων δεν μπορούσε να στηριχθεί με ασφάλεια στη μαρτυρία του για εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με τα επίδικα θέματα.
Ο εφεσείων, αφού εξασφάλισε την προβλεπόμενη από το άρθρο 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου άδεια του Γενικού Εισαγγελέα, καταχώρισε την παρούσα έφεση για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης στη βάση οκτώ (8) λόγων έφεσης τους οποίους (με το διάγραμμα αγόρευσης του) προώθησε σε δύο (2) ενότητες. Η πρώτη, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ένοχος στη βάση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα για έκδοση των επίδικων επιταγών χωρίς αντίκρισμα (Λόγοι Έφεσης 1, 2, 3 και 8) και, η δεύτερη, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από την Παναγιώτου (ανωτέρω) και εσφαλμένα ανέστρεψε το βάρος απόδειξης σ΄ ό,τι αφορά το αντάλλαγμα εφόσον με τη μαρτυρία του ο εφεσείων είχε «ικανοποιήσει το νομικό πρωταρχικό βάρος που είχε (legal burden of proof) και ήταν πλέον στους ώμους του εφεσίβλητου η αντίκρουση τους (evidential burden of proof)» (Λόγοι έφεσης 4, 5, 6 και 7).
Ο εφεσίβλητος, με τη σειρά του, κάλεσε το Εφετείο να απορρίψει την έφεση για δύο (2) βασικά λόγους. Ο πρώτος, ότι με την έφεση προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα συνακόλουθα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό σύμφωνα με τη νομολογία για αθωωτική απόφαση και, ο δεύτερος, τόσο με το εφετήριο όσο και με το διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα δεν υπάρχει ίχνος αναφοράς στο άρθρο 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και ειδικά δεν προσδιορίζεται σε ποια από τις τέσσερις υποπαραγράφους του εν λόγω άρθρου εντάσσεται ο καθένας από τους οκτώ λόγους έφεσης.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων και να επισημάνουμε καταρχάς ότι σύμφωνα με το άρθρο 305Α(1)[1] το αντάλλαγμα έκδοσης μιας επιταγής δεν συνιστά συστατικό στοιχείο του αδικήματος, πλην όμως η έλλειψη αντιπαροχής συνιστά υπεράσπιση εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 30(1)[2] του περί Συναλλαγματικών Νόμου το τεκμήριο ύπαρξης αντιπαροχής δεν είναι απόλυτο αλλά μαχητό. Εξ αυτού συνάγεται ότι το βάρος απόδειξης ανυπαρξίας αντιπαροχής είναι επί των ώμων του εκδότη της επιταγής, αλλά αφ΄ ης στιγμής ο αποδέκτης της επιταγής - εδώ ο εφεσείων - επιλέγει με τη μαρτυρία του να καταστήσει το ζήτημα της αντιπαροχής επίδικο, δεν μπορεί να παραπονείται ότι η επί τούτου μαρτυρία του κρίθηκε αναξιόπιστη ή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος απόδειξης του υπό αναφορά ζητήματος. Σχετικές είναι οι αποφάσεις από τις οποίες άντλησε καθοδήγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο και για τους σκοπούς της παρούσης παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την Τριφταρίδης (ανωτέρω) με το οποίο συμφωνούμε και το οποίο προδιαγράφει και την τύχη της υπό κρίση έφεσης εφόσον θέματα αξιοπιστίας και συνακόλουθα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν εντάσσονται στις πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α) του Κεφ. 155 και επομένως δεν μπορούν να εγερθούν σε έφεση που στρέφεται εναντίον αθωωτικής απόφασης.
«Οι περιστάσεις έκδοσης των επιταγών υπήρξαν αντικείμενο αντιπαράθεσης. Ο εφεσείων δεν κατάφερε να πείσει το Δικαστήριο ότι τα ποσά των επιταγών δόθηκαν σε μετρητά για τους λόγους που ανέφερε ο ίδιος στη μαρτυρία του. Στηρίχθηκε δηλαδή ο εφεσείων στη δική του μαρτυρία ως προς το στοιχείο της αντιπαροχής και η εκδοχή του δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Δεν μπορεί να έχει δεύτερη ευκαιρία και να ζητήσει εκ των υστέρων ενεργοποίηση του μαχητού τεκμηρίου του άρθρου 30(1). Αντίθετη κατάληξη θα σήμαινε ότι ο Νόμος αντιστρατεύεται και εξουδετερώνει την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το Δικαστήριο. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Παναγιώτον ν. Φουρνίδου:
«Στην παρούσα υπόθεση το κατά πόσο ο εφεσείων ήταν κάτοχος της επιταγής εν τη έννοια του Άρθρου 2 του Νόμου, αποτέλεσε ένα από τα σημεία αντιπαράθεσης κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Στο πρωτόδικο δικαστήριο δημιουργήθηκαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η επιταγή περιήλθε στην κατοχή του εφεσείοντα, όπως και ως προς το αντάλλαγμα της. Υπενθυμίζουμε ότι τόσο η μαρτυρία του εφεσείοντα, όσο και η μαρτυρία της εφεσίβλητης και του μάρτυρα της, απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστες. Συνεπώς, το τεκμήριο της αντιπαροχής δεν δημιουργήθηκε εφόσον ο εφεσείων, ο οποίος έφερε και το βάρος απόδειξης, απέτυχε να αποδείξει ότι ήταν «κάτοχος» της επίδικης επιταγής.» ^
Δεν διαφωνούμε με τον κ Βορκά ότι τα γεγονότα στην πιο πάνω υπόθεση είναι διαφορετικά από την παρούσα. Σε εκείνη την υπόθεση ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι ήταν «κάτοχος» της επίδικης επιταγής, ενώ στην παρούσα το γεγονός αυτό δεν αμφισβητήθηκε. Όμως, στην προκείμενη περίπτωση, δημιουργήθηκαν σοβαρές αμφιβολίες στο Δικαστήριο ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές και κυρίως ως προς το αντάλλαγμα αυτών, λόγω της απόρριψης της μαρτυρίας που δόθηκε σε συνάρτηση με αυτά τα ζητήματα. Με αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε ότι το τεκμήριο της αντιπαροχής δεν δημιουργήθηκε ούτε στην παρούσα περίπτωση.»
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €2.500 πλέον ΦΠΑ έξοδα προς όφελος του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 305Α.-(1) Πρόσωπο που εκδίδει επιταγή η οποία, κατά ή μετά την ημερομηνία, κατά την οποία αυτή έχει καταστεί πληρωτέα, παρουσιάζεται στο πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου εκδόθηκε, δεν εξοφλείται, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της ή λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός κατά το χρόνο της παρουσίασης της επιταγής, και παραμένει απλήρωτη για περίοδο δεκαπέντε (15) ημερών από την παρουσίασή της, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές.
[2] 30(1) Κάθε μέρος του οποίου η υπογραφή εμφανίζεται σε συναλλαγματική θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι έχει καταστεί μέρος αυτής για αξία.