ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα στην 34/2017. Σ. Αργυρού με Αικ. Πατιού (κα), για τον Εφεσείοντα στην 75/2017. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-09-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 34/2017, 75/2017, 18/9/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B377

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 34/2017)

(σχ. με 75/2017)

 

18 Σεπτεμβρίου, 2019

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxxx ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσείων,

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 75/2017)

(σχ. με 34/2017)

 

xxxx ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

Εφεσείων,

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα στην 34/2017.

 

Σ. Αργυρού με Αικ. Πατιού (κα), για τον Εφεσείοντα στην 75/2017.

 

Α. Ματθαίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείοντες παρόντες.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 75/2017 αντιμετώπισε κατηγορητήριο ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού μαζί με τον εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 34/2017 και δύο άλλων προσώπων για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος (1η κατηγορία), εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄, ήτοι MDMA, βάρους 934,9 γρ., χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας (2η κατηγορία), παράνομη κατοχή του ίδιου ελεγχόμενου φαρμάκου και, επιπρόσθετα, ίχνη κοκαΐνης (3η κατηγορία), παράνομη κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο του ιδίου φαρμάκου (4η κατηγορία), εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Β΄, δηλαδή 22 κιλά και 921,9 γρ. κάνναβης, από τα οποία δεν είχε εξαχθεί ρητίνη, και 784,1 γρ. ρητίνης κάνναβης (5η κατηγορία), παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Β΄, δηλαδή 22 κιλά και 921,9 γρ. κάνναβης, από τα οποία δεν είχε εξαχθεί ρητίνη, και ένα κιλό και 253,6 γρ. ρητίνης κάνναβης (6η κατηγορία) και παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Β΄, με σκοπό την προμήθεια, δηλαδή 22 κιλά και 921,9 γρ. κάνναβης, από τα οποία δεν είχε εξαχθεί ρητίνη και ένα κιλό και 253 γρ. ρητίνης κάνναβης (7η κατηγορία).

 

Ποινική Έφεση 75/2017

 

Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, όπως προβλήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ήταν ότι οι ναρκωτικές ουσίες MBMA, συνολικού βάρους 934,9 γρ., κάνναβη από την οποία δεν είχε εξαχθεί ρητίνη συνολικού βάρους 22 κιλών και 921,9 γρ. και ρητίνη κάνναβης συνολικού βάρους 784,1 γρ., εισήχθησαν από την Ελλάδα στην Κύπρο. Οι ναρκωτικές ουσίες ήταν συσκευασμένες μέσα σε πέντε χαρτοκιβώτια και μεταφέρθηκαν στην Κύπρο με εμπορευματοκιβώτιο. Αποθηκεύτηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα στην αποθήκη της εταιρείας 4 All (P. Klitos) Warehouse Ltd και, στη συνέχεια, μεταφέρθηκαν σε ανοικτό χώρο στο χωριό Ασώματος. Ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 34/2017 (κατηγορούμενος 4) ήταν ένας εκ των διευθυντών και μετόχων της εν λόγω εταιρείας. Ο εν λόγω κατηγορούμενος 4 ήταν παρών όταν άγνωστο πρόσωπο επισκέφθηκε τα γραφεία της εταιρείας και ήταν αυτός που διευθέτησε τη μεταφορά τους. Επίσης, το εν λόγω άτομο κατέστρεψε το δελτίο παράδοσης που εκδόθηκε σε σχέση με τα χαρτοκιβώτια και το DVR από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης. Ο πρώην κατηγορούμενος 1 παρέλαβε τα ναρκωτικά από τα συγκεκριμένα σημεία και τα μετέφερε με όχημα στο Σούνι, στο σπίτι του αδελφού του, εφεσείοντα στην υπό κρίση έφεση (κατηγορούμενος 2). Λόγω του ότι η ΥΚΑΝ Αρχηγείου είχε λάβει νωρίτερα πληροφορία ότι τα δύο αυτά αδέλφια θα διακινούσαν ναρκωτικά, τους είχαν θέσει υπό παρακολούθηση και, μετά από ανακοπή, ανευρέθησαν εντός του οχήματος που οδηγούσε ο πρώην κατηγορούμενος 1, πέντε χαρτοκιβώτια. Μετά την ανακοπή, ερευνήθηκε η οικία του εφεσείοντα και της συζύγου του (πρώην κατηγορούμενης 3), όπου στο υπνοδωμάτιό τους εντοπίστηκε συσκευασία με ναρκωτικές ουσίες, ήτοι 469,05γρ. ρητίνης κάνναβης, μια ζυγαριά ακριβείας και ένα ρολό σακουλιών.

 

Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε τον εντοπισμό των ναρκωτικών ουσιών σε ερμάρι στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού του, προέβαλε όμως τον ισχυρισμό ότι αυτές πιθανόν να είχαν τοποθετηθεί στο συγκεκριμένο σημείο από τον πρώην κατηγορούμενο 1 την προηγούμενη μέρα.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης κατέθεσαν εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής 26 μάρτυρες, κατατέθηκαν 156 Τεκμήρια και αρκετά γεγονότα δηλώθηκαν ως παραδεκτά. Ο εφεσείων προέβη σε ανώμοτη δήλωση και κάλεσε ως μάρτυρα τον Α.Γ., ΜΥ1.

 

Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διευθετήθηκε η μεταφορά των πέντε χαρτοκιβωτίων που περιείχαν τις επίδικες ναρκωτικές ουσίες από την Ελλάδα στην Κύπρο κατατέθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα και δε θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε σ΄ αυτά.

 

Όπως προέκυψε από τη μαρτυρία, λόγω πληροφόρησης ότι τα αδέλφια, πρώην κατηγορούμενος 1 και εφεσείων, θα παραλάμβαναν μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, τα οποία θα μετέφεραν στην οικία του τελευταίου στο Σούνι για να την αποθηκεύσουν, προγραμματίστηκε επιχείρηση από μέλη της ΥΚΑΝ, με επικεφαλής το ΜΚ2, υπεύθυνο του Τμήματος Επιχειρήσεων της ΥΚΑΝ. Τα εν λόγω κιβώτια τα παρέλαβε ο πρώην κατηγορούμενος 1, τα οποία τοποθέτησε στο αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε προς το χωριό Σούνι, όπου βρισκόταν η οικία του εφεσείοντα. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, στο χωριό Καντού, και περί ώρα 10.35, εντοπίστηκε το όχημά του από μέλη της ΥΚΑΝ Αρχηγείου, οι οποίοι το έθεσαν υπό παρακολούθηση, μέχρι την οικία του εφεσείοντα. Φτάνοντας στην οικία, ο πρώην κατηγορούμενος 1 προσπάθησε να εισέλθει με την όπισθεν στο γκαράζ της εν λόγω οικίας για να το σταθμεύσει. Αφού αντιλήφθηκε την παρουσία των αστυνομικών οχημάτων στο μέρος, έστρεψε το αυτοκίνητό του προς το μέρος τους και προσπάθησε να τους αποφύγει, με αποτέλεσμα να προκληθεί ατύχημα και να ανακοπεί.

 

Με βάση τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που κατατέθηκαν, ελάχιστη ώρα μετά την παραλαβή των κιβωτίων, ο πρώην κατηγορούμενος 1 επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον εφεσείοντα και αμέσως κατευθύνθηκε προς το χωριό Σούνι.

 

Στο σπίτι του εφεσείοντα βρισκόταν η σύζυγός του (κατηγορούμενη 3 στην πρωτόδικη διαδικασία) μαζί με το νεογέννητο παιδί τους, ενώ ο ίδιος βρισκόταν στις Βρετανικές Βάσεις Ακρωτηρίου, όπου υπηρετούσε ως αστυνομικός. Κατά την έρευνα που έγινε στην οικία τους, εντοπίστηκαν στην ντουλάπα του κυρίως υπνοδωματίου 469,50γρ. ρητίνης κάνναβης, μία ζυγαριά ακριβείας και ένα ρολό σακουλιών. Στη ζυγαριά ακριβείας υπήρχαν ίχνη κοκαΐνης. Η καταδίκη του εφεσείοντα για την εν λόγω ποσότητα ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Β΄, δεν αμφισβητείται με την παρούσα έφεση.

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία των αστυνομικών που συμμετείχαν στην έρευνα της οικίας του εφεσείοντα, η σύζυγος του εφεσείοντα, μετά τον εντοπισμό των ναρκωτικών στο υπνοδωμάτιο, επικοινώνησε τηλεφωνικώς μαζί του σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις. Σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία των ΜΚ3 και ΜΚ9, σε καμία από τις δύο επικοινωνίες που είχε ο εφεσείων με τη σύζυγό του δεν ανεφέρθη η ποσότητα των ναρκωτικών που εντοπίστηκαν στην κατοχή του πρώην κατηγορούμενου 1 και στην οικία τους.

 

Ο εφεσείων, στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, προέβη σε ανώμοτη δήλωση, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε καμία σχέση με τα ναρκωτικά «του Χ.», ούτε με τα ναρκωτικά στο ερμάρι του υπνοδωματίου και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής του, Τεκμ. 151(Β). Σημειώνεται ότι είχε δώσει προηγουμένως κατάθεση στην Αστυνομία, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμ. 151(Α). Σ΄ αυτή την κατάθεση ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καμία σχέση με τα ναρκωτικά και παρέπεμπε σε αρκετές απαντήσεις ότι θα απαντούσε «αύριο» ή ότι δεν επιθυμούσε να απαντήσει.

 

Στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία μετά που τέθηκε υπό κράτηση, Τεκμ. 151(Β),  δήλωσε ότι καμία ανάμειξη δεν είχε με τις ναρκωτικές ουσίες που εντοπίστηκαν στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού του. Όπως ανέφερε, από τον καιρό που απέκτησαν το παιδί τους, πριν από περίπου 40 ημέρες, κάποιες νύκτες κοιμόταν σε διπλανό δωμάτιο για να μην ενοχλεί τη σύζυγό του. Την προηγούμενη ημέρα, ήτοι στις 14.5.2015, σχόλασε από τη δουλειά του στην Αστυνομία των Βάσεων γύρω στα μεσάνυκτα και πήγε στο σπίτι του. Αφού χαλάρωσε λίγο μπροστά από την τηλεόραση, εισήλθε στο υπνοδωμάτιο που σιδέρωνε η γυναίκα του και όταν είδε ότι υπήρχαν αρκετά σιδερωμένα ρούχα, τα πήρε και, χωρίς να ανάψει φως, χρησιμοποιώντας το φως του κινητού του τηλεφώνου, εισήλθε στο υπνοδωμάτιο που κοιμόταν η σύζυγός του με το βρέφος και άνοιξε το ερμάρι για να τοποθετήσει τα σιδερωμένα ρούχα. Αντιλήφθηκε ότι στο κάτω μέρος του ερμαριού υπήρχε μία διαφανής σακούλα, την οποία πήρε στα χέρια του και διαπίστωσε ότι εντός αυτής υπήρχαν πέντε συσκευασίες που περιείχαν ρητίνη κάνναβης, μία ζυγαριά ακριβείας και ένα ρολό με σακούλες. Περιεργάστηκε τη σακούλα και το περιεχόμενό της και την τοποθέτησε πίσω στο σημείο που τη βρήκε. Προβληματίστηκε έντονα ως προς το ποιος είχε βάλει τη σακούλα στο συγκεκριμένο χώρο και κατέληξε πως ήταν ο αδελφός του Χ., πρώην κατηγορούμενος 1, καθότι ήταν ο μόνος στην οικογένεια που είχε σχέση με ναρκωτικά και είχε ελεύθερη πρόσβαση στο σπίτι του. Δεν τον πήρε τηλέφωνο εκείνη τη μέρα, καθότι γνώριζε ότι ο αδελφός του τις νύκτες είχε το τηλέφωνό του κλειστό ή δεν απαντούσε. Ούτε ειδοποίησε την Αστυνομία, γιατί δεν ήθελε να «καρφώσει» τον αδελφό του. Ήθελε να χειριστεί το θέμα μόνος του. Το επόμενο πρωί, όταν πήγε στην εργασία του, σε κάποιο χρόνο μετά τις 09.30π.μ., επικοινώνησε μαζί του ο αδελφός του, χωρίς όμως ο ίδιος να του αναφέρει οτιδήποτε για τις ναρκωτικές ουσίες που εντόπισε στην οικία του, καθότι δεν ήθελε να το ακούσουν άλλοι συνάδελφοι που βρίσκονταν πλησίον του.  Του ανέφερε όμως ότι ήθελε να τον δει για να του πει κάτι το σοβαρό. Μετά από λίγο του ξανατηλεφώνησε ο αδελφός του, όμως δεν μπορούσε να μιλήσει γιατί βρισκόταν στο Δικαστήριο και έκλεισε το τηλέφωνο. Ανέφερε, περαιτέρω, ότι άφησε το τηλέφωνό του στο περίπτερο, γιατί φοβήθηκε ότι θα το έπαιρνε η Αστυνομία και θα έβλεπε τις κλήσεις του αδελφού του και, πρόσθετα, ότι δεν είπε στους συναδέλφους του, Μ. και Γ., τι ποσότητα κατείχε ο αδελφός του κατά τη σύλληψή του, γιατί δεν ήξερε.

 

Το Κακουργιοδικείο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, αποδέχθηκε την εκδοχή των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής, ενώ απέρριψε αυτήν του εφεσείοντα, καθώς και των άλλων κατηγορουμένων. Αναφορικά με τον εφεσείοντα, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την εμπλοκή του στηρίχθηκε ιδιαίτερα στα πιο κάτω στοιχεία:

«Ο κατηγορούμενος 2 και ο πρώην κατηγορούμενος 1 ήταν αδέλφια και οι σχέσεις μεταξύ τους ήταν καλές.

 

·    Τη 14.05.2015 ο κατηγορούμενος 2 και ο πρώην κατηγορούμενος 1 επικοινώνησαν μεταξύ τους τρεις τουλάχιστο φορές.

·    Εντός της οικίας του κατηγορουμένου 2, που διέμενε με τη σύζυγο του, εντοπίσθηκε μεγάλη ποσότητα ρητίνης κάνναβης, ζυγαριά ακριβείας και ρολό με σακούλες, γεγονός που δεικνύει ότι ήταν εξοικειωμένος με τα ναρκωτικά.

 ·  Ο πρώην κατηγορούμενος 1, σε ελάχιστο χρόνο από τη στιγμή που παρέλαβε τα κιβώτια από τον ανοικτό χώρον στο χωριό Ασώματος για να τα μεταφέρει στο Σούνι, επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο 2.

 

Ο κατηγορούμενος 2 όταν πληροφορήθηκε από τη σύζυγο του για την ανακοπή του αδελφού του από την Αστυνομία και την έρευνα  στην οικία του, χλώμιασε, ταράχτηκε πολύ και είπε στο συνάδελφό του ΜΚ14,  ότι επρόκειτο για την "πιο σοβαρή υπόθεση που μπορείς να φανταστείς" και μονολογούσε λέγοντας 'εμπέρτεψα, εν να χάσω τη δουλειά μου, εμπέρτεψα'.

 

Γνώριζε ότι η ποσότητα που κατείχε ο αδελφός του ήταν μεγάλη, 20 κιλά, γεγονός που δεικνύει ότι είχε προσωπική γνώση της μεγάλης ποσότητας των ναρκωτικών εκ των προτέρων.

 

·    Όταν ο κατηγορούμενος 2 κλήθηκε από τη κατηγορουμένη 3 να επιστρέψει στην οικία του αυτός, καθ' οδόν προς τον προορισμό του, άφησε το κινητό του τηλέφωνο και τον φορτιστή για να μην τα πάρει η αστυνομία και να εντοπίσει τα τηλεφωνήματα του πρώην κατηγορουμένου 1.

 

·    Ο πρώην κατηγορούμενος 1, όταν παρέλαβε τα πέντε κιβώτια τα μετέφερε απευθείας στο Σούνι στην οικία του κατηγορουμένου 2. Οδήγησε το όχημα του εντός του γκαράζ με την όπισθεν προφανώς για να ξεφορτώσει τα κιβώτια. Εντός της οικίας τη δεδομένη στιγμή βρισκόταν  η κατηγορουμένη 3.»

 

Κατέληξε, συναφώς, ως ακολούθως:

 

«Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μας δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος 2 γνώριζε για την παραλαβή από τον  πρώην κατηγορούμενο 1, των πέντε κιβωτίων τα οποία περιείχαν μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών. Συμμετείχε ενεργά στην παράνομη αυτή δραστηριότητα προσφέροντας συνδρομή και βοήθεια στον πρώην κατηγορούμενο 1.  Από την μαρτυρία η οποία έχει γίνει δεκτή από το Δικαστήριο εύλογα συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα επίδικα κιβώτια θα μεταφέρονταν, όπως και έγινε και θα ξεφορτώνονταν στην οικία των κατηγορουμένων 2 και 3.»   

 

Με πέντε λόγους έφεσης αμφισβητείται η καταδίκη του εφεσείοντα. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η καταδίκη του είναι νομικά εσφαλμένη, καθότι οι λόγοι που έδωσε το Κακουργιοδικείο δεν ήσαν επαρκείς για κατάληξη σε συμπέρασμα ενοχής. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε ευρήματα για το ρόλο του εφεσείοντα στην υπόθεση, δεδομένου ότι η μόνη μαρτυρία εναντίον του ήταν περιστατική και κατέληξε σε αυθαίρετα και αντιφατικά ευρήματα, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων με το δεύτερο λόγο έφεσης. Φαινομενική προκατάληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποτελεί τον τρίτο λόγο έφεσης, ενώ με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση από το Κακουργιοδικείο της ενώπιόν του μαρτυρίας και ως λανθασμένη η εφαρμογή της νομολογίας που οδήγησε σε κατάληξη ότι ο εφεσείων είχε εμπλοκή στην υπόθεση. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 6 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για δίκαιη δίκη, εφόσον αυτός δεν δικάστηκε από αμερόληπτο Δικαστήριο.

 

Στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα αναπτύσσονται μαζί οι λόγοι έφεσης 3 και 5 και οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 και με αυτό τον τρόπο θα εξεταστούν.

 

ΛΟΓΟΙ  ΕΦΕΣΗΣ 3 ΚΑΙ 5

 

Όπως ορθά επισημαίνεται στο διάγραμμα αγόρευσης της Δημοκρατίας, παρατηρείται μία σύγχυση, καθότι οι λεπτομέρειες που δίδονται για τον κάθε λόγο έφεσης δεν συνάδουν είτε με τον εκτεθέντα λόγο έφεσης, είτε με το διάγραμμα αγόρευσης.

 

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, θα εξετάσουμε την ουσία των λόγων έφεσης. Διευκρινίζεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του πρωτόδικου φακέλου, ο πρώην κατηγορούμενος 1 παραδέχθηκε ενοχή ενώπιον του Κακουργιοδικείου με διαφορετική σύνθεση. Ζητήθηκε περαιτέρω από το συνήγορό του όπως επιβληθεί ποινή σ΄αυτόν από εκείνο το στάδιο, χωρίς να αναφερθεί ότι επρόκειτο να κληθεί ως μάρτυρας κατηγορίας. Στο αίτημα αυτό συγκατατέθηκε τόσο η Κατηγορούσα Αρχή, όσο και ο τότε συνήγορος του εφεσείοντα. Το γεγονός ότι επιβλήθηκε ποινή στον πρώην κατηγορούμενο 1 από Κακουργιοδικείο με διαφορετική σύνθεση και στη συνέχεια εκδικάστηκε η υπόθεση από έτερο Κακουργιοδικείο, όπου ένας εκ των Δικαστών ήταν ο ίδιος, παραβίασε την αρχή της αμεροληψίας και της δίκαιης δίκης, ως ο ισχυρισμός του εφεσείοντα.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η πρακτική είναι, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα όπου δεν πρόκειται να κλητευθεί ο κατηγορούμενος που παραδέχθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας, να επιβάλλεται ποινή στο τέλος  της υπόθεσης, έτσι ώστε το Δικαστήριο να γνωρίζει όλα τα γεγονότα και να μπορεί να αξιολογήσει καλύτερα το βαθμό της εμπλοκής εκάστου κατηγορούμενου στη διάπραξη των αδικημάτων. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τον Archbold, Criminal Pleading Evidence and Practice, 2016, σελ. 454, παράγραφος 4 - 259:

 

«The proper course is to postpone sentence on the defendant who has pleaded guilty until the other or others have been tried. By that time, the court will be in possession of the facts relating to all of them and will be able to assess properly the degree of guilt among them: R. v. Robert Antony Payne 34 Cr. App. 43. Where, however, the judge is of the opinion at any stage during the proceedings that he is in possession of the material facts and is able to assess properly the degree of guilt as between the particular defendant and the other accused, it is submitted that it is within his discretion to deal with the defendant at that stage it is desirable that he should do so».

 

Είναι εμφανές ότι πρόκειται για κανόνα πρακτικής μη ανελαστικό, μη εφαρμογή του οποίου, ανάλογα με τα γεγονότα της υπόθεσης, δεν οδηγεί, άνευ ετέρου, σε απαλλαγή του κατηγορουμένου.

 

Το κατά πόσο η επιβολή ποινής στον πρώην κατηγορούμενο 1 παραβίασε το τεκμήριο της αθωώτητας του εφεσείοντα και του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη θα πρέπει να εξεταστεί στα πλαίσια των γεγονότων της συγκεκριμένης υπόθεσης. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 263 καθοριστικό κριτήριο για τη διαπίστωση της αρχής της αμεροληψίας είναι κατά πόσον τα γεγονότα που εκτέθηκαν κατά το στάδιο επιβολής ποινής για συγκατηγορούμενο φωτογραφίζουν ουσιαστικά τον κατηγορούμενο που δεν παραδέχθηκε ενοχή.

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν μας έχει υποδειχθεί από τον εφεσείοντα και δεν έχουμε διαπιστώσει, αφού ανατρέξαμε στα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατά την επιβολή ποινής στον πρώην κατηγορούμενο 1, ότι λήφθηκαν υπόψη γεγονότα που συνδέονται με τον εφεσείοντα και ήταν δυνατό να δημιουργήσουν προκατάληψη, παραβιάζοντας το τεκμήριο της αθωότητας.

 

Η αλλαγή της σύνθεσης του Κακουργιοδικείου που επήλθε μετά την επιβολή ποινής στον πρώην κατηγορούμενο 1, αποτελεί, σύμφωνα πάντοτε με τον εφεσείοντα, παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας ως έκφανση της δίκαιης δίκης και καταστρατηγεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, είναι επιθυμητό όπως επιβάλλεται ποινή σε όλους τους συγκατηγορούμενους από το ίδιο Δικαστήριο (βλ. Archbold, Criminal Pleading Evidence and practice, 2016, σελ. 636 - 7 παράγραφος 5 - 158, Iωάννου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 251, Πίτσιλλος ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 346). Η δίκη όμως δεν οδηγείται, άνευ ετέρου, σε ακυρότητα για το λόγο αυτό.

 

Στην υπόθεση Χριστοφή ν. Δημοκρατίας, Ποινική έφεση 156/2016, ημερομηνίας 25.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B414, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Εισηγείται η Υπεράσπιση ότι το Κακουργιοδικείο, το οποίο επέβαλε ποινή στον τότε κατηγορούμενο 2, όφειλε και είχε υποχρέωση να εκδικάσει και την υπόθεση του εφεσείοντος (Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 251 και Πίτσιλλος ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 346), ώστε να τηρηθεί η αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

 

Είναι γεγονός ότι ως θέμα ορθής πρακτικής είναι ανεπιθύμητο να κατατεμαχίζεται το έργο της τιμωρίας συγκατηγορουμένων «...όταν κρίνεται αναπόφευκτη η επιβολή ποινής σε συγκατηγορουμένους σε περισσότερα στάδια του ενός, είναι σωστό να επιλαμβάνεται της υπόθεσης ο ίδιος δικαστής. Το μέλος του Δικαστηρίου που αναλαμβάνει την εκδίκαση της υπόθεσης εναντίον συγκατηγορουμένων καθίσταται ο φυσικός δικαστής και έχει υποχρέωση να εκδικάσει την υπόθεση εναντίον όλων των συγκατηγορουμένων...» (Ιωάννου (ανωτέρω)).

 

Τούτο όμως δεν οδηγεί, ως επιθυμεί και υπερασπίζεται ο συνήγορος, σε ακυρότητα της δίκης ή της ακολουθητέας διαδικασίας:  Το ανεπιθύμητο του κατατεμαχισμού της δίκης δεν οδηγεί άνευ ετέρου σε ακυρότητα της δίκης.»

 

Σημειώνεται ότι ο εφεσείων, σε κανένα στάδιο πριν την έφεση, δεν ήγειρε ζήτημα σύνθεσης του Κακουργιοδικείου. Στην υπόθεση Χριστοφή (πιο πάνω), όπου το θέμα της αλλαγής της σύνθεσης του Κακουργιοδικείου προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά την αγόρευση προς μετριασμό της ποινής, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Εν πάση περιπτώσει, το θέμα της αλλαγής του φυσικού Δικαστηρίου προβλήθηκε για πρώτη φορά με την αγόρευση του συνηγόρου, για σκοπούς μετριασμού και επιβολής ποινής, ως ζήτημα ορθής πρακτικής και όχι στην εμβέλεια που προωθήθηκε κατ΄ έφεση.  Άλλωστε και ο ίδιος ο συνήγορος, συμφωνώντας με την τοποθέτηση του Δικαστηρίου δεν επέμενε σε ακυρότητα της δίκης.  Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από τα δύο Κακουργιοδικεία που επιλήφθησαν της υπόθεσης, ήταν υπό τις περιστάσεις ορθή και έγκυρη.  Δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος που να συνηγορεί ότι παραβλάφθηκαν τα δικαιώματα του εφεσείοντος.»

 

Να λεχθεί ότι η απόδοση δικαιοσύνης απονέμεται ενιαίως. Το ενιαίο του συστήματος δεν διασπάται κατ΄ ανάγκην, διότι ένα μέρος μιας υπόθεσης αναλαμβάνεται από ένα Δικαστή και άλλο μέρος από έτερο, υπό την προϋπόθεση ότι το κάθε μέρος διατηρεί τη δική του αυτοτέλεια. Έτσι και εδώ η επιβολή της ποινής υπό τις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί, χωρίς τότε, καλόπιστη ένδειξη, ότι ο πρώην κατηγορούμενος 1 θα καλείτο στη συνέχεια ως μάρτυρας κατηγορίας σε συνδυασμό με το δεδομένο ότι δεν ακούστηκαν κατά το στάδιο της επιβολής της ποινής γεγονότα που θα δημιουργούσαν προκατάληψη εναντίον των θέσεων του εφεσείοντα, δεν ήταν δικαστική ενέργεια που έβλαψε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τον εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείων προβάλλει, επίσης, ότι το Κακουργιοδικείο ήταν προκατειλημμένο, επειδή επιτράπηκε στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που αφορούσε το Δ.Β., ενώ στη συνέχεια, μετά από εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής ότι περιήλθαν στην αντίληψή της κάποια γεγονότα τα οποία δημιουργούσαν την πεποίθηση ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν μπορούσε να γίνει πιστευτός από το Δικαστήριο, δεν κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας, αφού και η υπεράσπιση δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να τον αντεξετάσει. Στην απόφασή του το Κακουργιοδικείο αναφέρει πως δεν έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα. Εφόσον, λοιπόν, η μαρτυρία αυτή αρχικά ορθά επιτράπηκε να εισαχθεί, ενώ στην πορεία ήταν που περιήλθαν στην αντίληψη της Κατηγορούσας Αρχής γεγονότα που δημιουργούσαν την πεποίθηση ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν μπορούσε να γίνει πιστευτός, γι΄ αυτό δεν κλήθηκε και εφόσον η υπεράσπιση δεν ζήτησε να τον αντεξετάσει, δε θεωρούμε ορθή την εισήγηση του εφεσείοντα.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, οι λόγοι έφεσης 3 και 5 δεν μπορούν να έχουν επιτυχή κατάληξη και απορρίπτονται.

 

Λόγοι έφεσης 1, 2 και 4

 

Η καταδίκη του εφεσείοντα στηρίχθηκε αποκλειστικά σε περιστατική μαρτυρία. Οι αρχές που εφαρμόζονται σε τέτοιου είδους υποθέσεις έχουν παρατεθεί στην πρωτόδικη απόφαση, ορθά κατά την κρίση μας, όπως άλλωστε αποδέχεται και ο εφεσίων. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 102:

 

«Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί η περιστατική μαρτυρία δεν αποτελεί υποδεέστερη μορφή ή κατηγορία μαρτυρίας της άμεσης μαρτυρίας, δηλαδή μαρτυρίας η οποία αφεαυτής τείνει να αποδείξει το έγκλημα (όπως μαρτυρία αυτόπτων μαρτύρων). Όχι μόνον δεν υπάρχει προκατάληψη, και αυτό είναι η δεύτερη διαπίστωση που θέλουμε να κάμουμε, εναντίον της περιστατικής μαρτυρίας αλλά τουναντίον όταν είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους. Όμως η περιστατική μαρτυρία δεν πρέπει να συγχύζεται με τις περιστάσεις της υπόθεσης γενικά. Τα γεγονότα τα οποία την συνιστούν πρέπει να αποδεικνύονται όπως και κάθε άλλο πρωτογενές γεγονός. Η ενοχή του κατηγορουμένου πρέπει να προκύπτει από την σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το σωρευτικό αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει για να δικαιολογεί την καταδίκη του κατηγορουμένου να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του κατηγορουμένου. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι άμεση αφενός και να μην μπορεί να συμβιβαστεί αφετέρου με άλλη λογική ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας.»

 

Τονίζεται ότι το κάθε στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας από μόνο του δεν μπορεί να οδηγήσει σε στοιχειοθέτηση των αδικημάτων και, συνεπώς, δεν πρέπει να εξεταστεί το κάθε ένα ξεχωριστά όπως επιχειρεί να πράξει ο εφεσείων, προβάλλοντας για το κάθε στοιχείο και πιθανές άλλες εκδοχές.

 

Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Frank Docherty Brendan Christopher Dixon v. Her Majesty's Advocate [2010] WL 902939, που μας παρέπεμψε η κα Ματθαίου:

 

«In a circumstantial case, it is necessary to look at the evidence as a whole. Each piece of circumstantial evidence does not need to be incriminating in itself. What matters is concurrence of testimony, and the inferences drawn by the jury when viewing the circumstances as a whole.

 

The nature of circumstantial evidence is such that it may be open to more than one interpretation. It is for the jury to decide which interpretation to adopt, and whether to draw the inference that the accused is guilty of the crime.

 

There may be a body of evidence, for example, alibi evidence, which is quite inconsistent with the accused's guilt. A jury must consider all the evidence. But having done so, they are entitled to reject the inconsistent evidence if they so choose.

 

Further, evidence relating to an accused's behaviour and comments following upon the occurrence of a crime may be relevant when assessing the guilt of innocence of that accused: (O' Donnell v HM Advocate (unreported) 2004 XC489/03, Lord Justice Clerk at paragraph [36]; Gardiner v HM Advocate 2007 SCCR 379 paragraph [25]; McArthur v HM Advocate (unreported) [2006] HCJAC 83 at paragraph [36]; and Dickson on Evidence Volume 1 page 74 paragraph 94.)»

 

 

Ως προς τις διαφορετικές εκδοχές που εισηγήθηκε ο εφεσείων για το κάθε στοιχείο μαρτυρίας, αυτές παρέμειναν στη σφαίρα της θεωρίας και δεν μπορούν να εξαχθούν από το σύνολο της αποδεκτής από το Κακουργιοδικείο μαρτυρίας. Όπως τέθηκε στην υπόθεση Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41, «. διαζευκτικές πιθανότητες πρέπει να είναι τέτοιες που να εξάγονται εύλογα από την ολότητα της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, άλλως πως τα Δικαστήρια θα καλούνται να εξετάζουν πιθανότητες ή θεωρίες, ως προς τα συμβάντα τα οποία δεν μπορούν εύλογα να εξαχθούν από το  υλικό ενώπιον τους και αυτό δεν είναι το έργο του Δικαστηρίου.» (βλ. επίσης Σωκράτης Αγγελή ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 70/2017, ημερομηνίας 27.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B90, και Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706).

 

Έχοντας υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά έγιναν αποδεκτά από το Κακουργιοδικείο, θεωρούμε ορθή την κατάληξή του ότι, από το σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας προκύπτει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, η ενοχή του εφεσείοντα. Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 απορρίπτονται.

 

 

 

Ποινική Έφεση 34/2017

 

Ο εφεσείων (κατηγορούμενος 4 στην υπόθεση) κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία στην κατηγορία κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Α΄, ήτοι MDMA, βάρους 934,9 γρ. (3η κατηγορία), κατοχής του ιδίου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (4η κατηγορία), κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Β΄, ήτοι 22 κιλών και 921,9 γρ. κάνναβης, από τα οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, και 784,1 γρ. ρητίνης κάνναβης (6η κατηγορία), κατοχής του πιο πάνω ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Β΄, με σκοπό την προμήθεια (7η κατηγορία), για το αδίκημα της καταστροφής τεκμηρίων κατά παράβαση του άρθρου 120 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (8η κατηγορία), ενώ παραδέχθηκε την κατηγορία 9, η οποία ομοίως αφορούσε στο αδίκημα του άρθρου 120, του Κεφ. 154. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης έξι ετών στην κατηγορία 3, οκτώ ετών στην κατηγορία 4, έξι ετών στην κατηγορία 6, δώδεκα ετών στην κατηγορία 7, 15 μηνών στην κατηγορία 8 και ενός έτος στην κατηγορία 9.

 

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην κατηγορία 7 ως έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις.

 

Παραθέτουμε τα γεγονότα που αφορούν το συγκεκριμένο εφεσείοντα, όπως συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

«Πέντε χαρτοκιβώτια, τα οποία στο εξής θα καλούνται «τα χαρτοκιβώτια», που περιείχαν ναρκωτικές ουσίες, ήτοι MDMA συνολικού βάρους 934,9 γραμμαρίων,  κάνναβη από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, συνολικού βάρους 22 κιλών και 921,9 γραμμαρίων και  ρητίνη κάνναβης συνολικού βάρους 784,1 γραμμαρίων, εισήχθησαν την 13.5.2015 από την Ελλάδα στην Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Νέου Λιμανιού Λεμεσού. Ως περιεχόμενο των εν λόγω χαρτοκιβωτίων δηλώθηκε ψευδώς, ποσότητα ενδυμάτων. Παραλήπτης δε τούτων, δηλώθηκε κάποιος «Παναγιώτης Γεωργίου», που αργότερα διαφάνηκε μετά από έρευνα που διεξήγαγε η Αστυνομία στο Επαρχιακό Γραφείο Φόρου Εισοδήματος, με βάση το φορολογικό μητρώο που δηλώθηκε στο τιμολόγιο ότι πρόκειται για ανύπαρκτο πρόσωπο.

 

 

Τη 14.5.2015 τα πέντε χαρτοκιβώτια μεταφέρθηκαν στις αποθήκες της εταιρείας «4 All (P. Klitos) Warehouse Ltd».  Η πιο πάνω εταιρεία ασχολείται με την αποθήκευση εμπορευμάτων.   Η εταιρεία «Μεταφορές Κλείτος Λτδ» η οποία ασχολείτο με τις μεταφορές και παραδόσεις εμπορευμάτων, συστεγαζόταν στον ίδιο χώρο και γραφεία με την εταιρεία «4All (P. Klitos) Warehouse Ltd».  Ο κατηγορούμενος 4 ήταν ένας εκ των διευθυντών και μετόχων των δύο εταιρειών. Το πρωί της  15.5.2015, το πρόσωπο που δηλώθηκε ως ο παραλήπτης των χαρτοκιβωτίων, ο οποίος σημειωτέον παραμένει άγνωστος, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον αρμόδιο υπάλληλο της εταιρείας S.M. Hellenic Cargo Freight Logistics Ltd, Σ.Γ., ζήτησε να αποσταλούν όλα τα έγγραφα που αφορούσαν τη μεταφορά των πέντε χαρτοκιβωτίων, στα γραφεία της  εταιρείας «Μεταφορές Κλείτος Λτδ» απ' όπου θα παραλάμβανε και τα κιβώτια.  Κατά την 9.00 π.μ. της 15.05.2015 περίπου, επισκέφθηκε τα γραφεία των εταιρειών «Μεταφορές Κλείτος Λτδ» και «4All (P. Klitos) Warehouse Ltd», ένα πρόσωπο, για να παραλάβει τα εμπορεύματα που ήταν στο όνομα «Παναγιώτης Γεωργίου».  Ο κατηγορούμενος 4 που ήταν παρών στη σκηνή διευθέτησε όπως η μεταφορά των εμπορευμάτων γίνει από την πιο πάνω εταιρεία.  Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος 4 γνώριζε για το περιεχόμενο των πέντε χαρτοκιβωτίων. Την πιο πάνω εργασία μεταφοράς και παράδοσης, ο κατηγορούμενος 4, την ανέθεσε στον Τ. Κ., ΜΚ21.  Τα εμπορεύματα ξεφορτώθηκαν σε κάποιον ανοικτό χώρο στο χωριό Ασώματος μετά από τηλεφωνική συνεννόηση του οδηγού του οχήματος, ΜΚ21 με τον πρώην κατηγορούμενο 1. ............

.......................................

 

«Κατά ή περί το μεσημέρι και ή λίγο χρόνο μετά το μεσημέρι της 15.05.2015 ο κατηγορούμενος 4, γνώριζε ότι η Αστυνομία είχε εντοπίσει τα ναρκωτικά που βρισκόντουσαν εντός των πέντε επιδίκων χαρτοκιβωτίων.  Η πηγή της πληροφόρησης του όμως παραμένει άγνωστη. Την ίδια ημέρα και κατά ή περί τη  2:00 μ.μ. ο κατηγορούμενος 4, οποίος είχε στο διάστημα που μεσολάβησε από την φόρτωση και μεταφορά των χαρτοκιβωτίων από τον ΜΚ21, μεταβεί εκτός των γραφείων των εταιρειών «4 ALL (P. KLITOS) WAREHOUSE LTD» και «Μεταφορές Κλείτος Λτδ», ρώτησε τον ΜΚ5, κατά πόσο γνώριζε «πώς να στρέψει πίσω» τις κάμερες του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης της αποθήκης.  Ο ΜΚ5 του απάντησε ότι δεν γνώριζε να κάνει κάτι τέτοιο. Το ίδιο απόγευμα και συγκεκριμένα η ώρα 17:32:34 ο κατηγορούμενος 4, αφαίρεσε από την συσκευή του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, DVR, Τεκμήριο 74, τον σκληρό της δίσκο τον οποίο στη συνέχεια κατέστρεψε.  Αρκετές ώρες αργότερα και συγκεκριμένα η ώρα 23:40:06 ο κατηγορούμενος 4, τοποθέτησε στη συσκευή του DVR, Τεκμήριο 74, νέο σκληρό δίσκο, Τεκμήριο 149. 

 

Το πρωί της 18.05.2015 ο κατηγορούμενος 4 πήγε στο γραφείο της ΜΚ4 και της ζήτησε το δελτίο παράδοσης, Τεκμήριο 68.  Η ΜΚ4 του το έδωσε, και αφού είδε τη σημείωση που είχε γράψει ο ΜΚ13, «C/O PANTELIS» το τηλέφωνο του και την ημερομηνία, «15.5.15», το υπέγραψε στη θέση του παραλήπτη.  Η υπογραφή που έθεσε επρόκειτο για μια γραφική παράσταση, η οποία καμία σχέση είχε με την πραγματική του υπογραφή, μια «καρακατσούνα» ως ανέφερε χαρακτηριστικά ο ίδιος. Ο κατηγορούμενος 4 στη συνέχεια επισκέφθηκε την ΜΚ17, που εκτελούσε κατά τον επίδικο χρόνο καθήκοντα λογίστριας της εταιρείας, της έδωσε το Τεκμήριο 68 και της είπε ότι αυτό αφορούσε τη μεταφορά των εμπορευμάτων που είχε γίνει την περασμένη Παρασκευή, 15.5.15, από τον ΜΚ21, με παραλήπτη τον Παναγιώτη Γεωργίου.  Της ανέφερε επίσης ότι η μεταφορά είχε πληρωθεί και της έδωσε το ποσό των €40,00, το οποίο σημειωτέο δεν εισέπραξε από τον άγνωστο άνδρα, οπόταν η ΜΚ17 εξέδωσε σχετικό τιμολόγιο, Τεκμήριο 72. Ακολούθως, κατόπιν οδηγιών του κατηγορουμένου 4, η ΜΚ17, φωτοτύπησε το Τεκμήριο 68, το επισύναψε στο τιμολόγιο και το φύλαξε στο αρχείο της.  Το πρωτότυπο δελτίο παράδοσης, Τεκμήριο 68, το πήρε πίσω ο κατηγορούμενος 4 και το επέστρεψε στη ΜΚ4.

 

Μετά από παρέλευση  5-10 λεπτών ο κατηγορούμενος 4 επέστρεψε στο γραφείο της ΜΚ4 και της ζήτησε να τυπώσει δεύτερο δελτίο παράδοσης για τα ίδια εμπορεύματα, ήτοι για τα πέντε χαρτοκιβώτια, πράγμα που αυτή έπραξε, εκδίδοντας το Τεκμήριο 71. Ο κατηγορούμενος 4, στη συνέχεια σκόπιμα έσχισε και κατέστρεψε το πρώτο δελτίο παράδοσης, Τεκμήριο 68, έθεσε κάποια υπογραφή στο δεύτερο και ζήτησε από τη ΜΚ4 να το αρχειοθετήσει στα φάιλ της εταιρείας.  Η υπογραφή που έθεσε στο δεύτερο έγγραφο, Τεκμήριο 71, επρόκειτο και αυτή για κάποια γραφική παράσταση, για κάποια "καρακατσούνα" η οποία καμία σχέση είχε με την πραγματική του υπογραφή. Οι δύο 'καρακατσούνες', των Τεκμηρίων 68 και 71, δεν έμοιαζαν μεταξύ τους, επρόκειτο για δύο εντελώς διαφορετικές γραφικές παραστάσεις.»

 

Αποτελεί θέση του εφεσείοντα πως ο ρόλος που του αποδόθηκε ήταν αυτός του προσωρινού «φύλακα» και «μεταφορέα», ένας ρόλος υποδεέστερος από εκείνο του τελικού παραλήπτη. Περαιτέρω, η επιεικέστερη αντιμετώπιση του πρώην κατηγορούμενου 1, ο οποίος παραδέχθηκε μεν ενοχή, όμως είχε συλληφθεί επ΄ αυτοφώρω, έχοντας στην κατοχή του τα πέντε κιβώτια με τα ελεγχόμενα φάρμακα, ήταν υπό τις περιστάσεις άδικη, ως και αντινομική. Η ορθή ποινιολογική μεταχείριση επέβαλλε την επιεικέστερη αντιμετώπιση του εφεσείοντα. Ο εφεσείων επικαλείται, επίσης, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ως επιβαρυντικές πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν προέκυπταν από την ενώπιόν του μαρτυρία, όπως, η διαπίστωση του Δικαστηρίου πως εάν ο εφεσείων δεν κατέστρεφε τον σκληρό δίσκο του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης των εγκαταστάσεων της επιχείρησής του, οι ανακριτικές αρχές θα είχαν την ευκαιρία να ταυτοποιήσουν και ίσως να εντοπίσουν τον άγνωστο άνδρα που, ως εκ των γεγονότων, αποτελούσε σημαντικό στοιχείο για την πλήρη διερεύνηση των αδικημάτων. Εικασία, επίσης, θεωρεί ο εφεσείων την αναφορά του Δικαστηρίου πως «ουδείς που εμπλέκεται σε τόσο σοβαρές παράνομες δραστηριότητες το κάνει αφιλοκερδώς».

 

Από την άλλη, η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Τόνισε ότι τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ως προς την εμπλοκή του εφεσείοντα δεν εφεσιβάλλονται και από αυτά προκύπτει ότι όλη η δράση και εμπλοκή του στην παράδοση των ναρκωτικών ήταν καθοριστικής σημασίας. Στάθμισε, επίσης, και συνεκτίμησε το βαθμό συμμετοχής του εφεσείοντα σε σχέση με αυτό του πρώην κατηγορούμενου 1 με τον ορθό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη και το μετριαστικό παράγοντα της παραδοχής του πρώην κατηγορούμενου 1.

 

Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι το Εφετείο επεμβαίνει προς ανατροπή απόφασης για ποινή που επέβαλε κατώτερο δικαστήριο, μόνο εκεί όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή όπου η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής. Το στοιχείο της υπερβολής ή της ανεπάρκειας πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα.

 

Στην παρούσα περίπτωση το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του αναφέρθηκε, ορθά κατά την κρίση μας, στη σοβαρότητα των αδικημάτων, σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης και τη μεγάλη ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών για τα οποία καταδικάστηκε ο εφεσείων και τόνισε την ανάγκη επιβολής ιδιαίτερα σοβαρών ποινών, όπως προκύπτει από τη νομολογία. Οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα επίσης καταγράφονται στην απόφαση. Πρόκειται για άτομο ηλικίας 38 ετών, έγγαμο, προερχόμενο από συγκροτημένη οικογένεια, μέτριας κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και είναι πατέρας δύο παιδιών ηλικίας 9 και 12 ετών. Μετά τη στρατιωτική του θητεία λειτούργησε μαζί με τον πατέρα του μηχανουργείο αυτοκινήτων μέχρι το 2004 και στη συνέχεια μαζί με φίλο του μεταφορική εταιρεία, ενώ πρόσθετα από το 2012 λειτούργησε μαζί με τα δύο από τα τέσσερα αδέλφια του ταβέρνα στη Λεμεσό στην οποία εργάζεται η σύζυγός του. Μετά τη σύλληψή του διέκοψε τη λειτουργία της μεταφορικής εταιρείας, ενώ η ταβέρνα εξακολουθεί να λειτουργεί.

 

Αναφορικά με το ρόλο του εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο διαφώνησε με την εισήγηση της υπεράσπισης ότι ο ρόλος του ήταν πολύ περιορισμένος. Σημείωσε δε ότι ο εφεσείων μπορεί να μην κρίθηκε ένοχος συνωμοσίας με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, κρίθηκε όμως ένοχος ως συναυτουργός του πρώην κατηγορουμένου 1 με ρόλο εξίσου σημαντικό στη διάπραξη των αδικημάτων.

 

Ο ρόλος του προσωρινού φύλακα και μεταφορέα, που εισηγείται ο εφεσείων ότι κατείχε στην όλη επιχείρηση, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η όλη δράση του εφεσείοντα αποσκοπούσε στην παράδοση των ναρκωτικών στον τελικό παραλήπτη τους, χωρίς να αποκαλυφθεί η ταυτότητα τόσο του «άγνωστου άνδρα» που παρέλαβε τα ναρκωτικά, όσο και του τελικού παραλήπτη. Είχε, δηλαδή, σημαντική εμπλοκή στην υπόθεση για την παράδοση των ναρκωτικών που ήταν καθοριστική στην όλη επιχείρηση. Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι, σε περίπτωση που δεν καταστρεφόταν ο σκληρός δίσκος του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, θα μπορούσε να εντοπιστεί ο «άγνωστος άνδρας» που παρέλαβε τα ναρκωτικά, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εικασία. Πέραν του ότι ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή στη σχετική κατηγορία 9, η οποία αφορούσε στο αδίκημα καταστροφής αποδεικτικού στοιχείου, ήτοι του σκληρού δίσκου του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης της εταιρείας, παρουσιάστηκε μαρτυρία ως προς τη θέση που είχαν οι κάμερες που συνδέονταν με το εν λόγω κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης και ο ίδιος ο εφεσείων κατά την αντεξέτασή του ανέφερε ότι το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης κατέγραψε τον «άγνωστο άνδρα».

 

Σημειώνεται ότι το Κακουργιοδικείο διαφοροποίησε σε κάποιο βαθμό το ρόλο του εφεσείοντα, ο οποίος σε καμία φάση δεν είχε τη δυνατότητα να αποφασίσει για το πού και πώς θα κατέληγαν τα επίδικα ναρκωτικά, ούτε πώς θα διατίθεντο στην αγορά των χρηστών, σε αντίθεση με τον πρώην κατηγορούμενο 1, ο οποίος συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω με τις ναρκωτικές ουσίες. Παράλληλα, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του ότι ο πρώην κατηγορούμενος 1 κρίθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, κάτι που αποτελεί πρόσθετο μετριαστικό παράγοντα, καθότι εκφράζει τη μεταμέλειά του, ενώ ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία, κάτι που δε δικαιολογούσε περαιτέρω μείωση της ποινής του. Στην υπόθεση Κούκος ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 64, το Εφετείο επικύρωσε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν πρωτόδικα μετά από ακρόαση σε κατηγορίες προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Β΄, όπου ο εφεσείων είχε δευτερεύοντα, σημαντικό όμως, ρόλο στην παράνομη δραστηριότητα, αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

«Δεν συμφωνούμε ότι η ποινή των 14 χρόνων για εισαγωγή, η οποία είναι η ίδια με αυτή που επιβλήθηκε στο R. (14 χρόνια), παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών.  Όπως ορθά υποδεικνύει το Κακουργιοδικείο, η αρχή δεν έχει σκοπό την αριθμητική εξίσωση της ποινής που επιβάλλεται (βλ. Ευαγόρου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593). Το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε ότι ο ρόλος του R. ήταν πρωτεύων. Όμως ορθά έκρινε ότι και ο ρόλος του Εφεσείοντος αν και δευτερεύων, ήταν σημαντικός. Μπορεί να υπάρχει διαφορά στις ποσότητες που αφορούσαν στον καθένα, αλλά η ποσότητα για την οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, δεν παύει να είναι τεράστια.  Πέραν τούτου, ο R. είχε υπέρ του το σημαντικό ελαφρυντικό της παραδοχής και της μεταμέλειας που, όπως σημείωσε και το Κακουργιοδικείο, μειώνει σημαντικά την ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28). Αυτό το ελαφρυντικό δεν το είχε ο Εφεσείων.» 

 

Το γεγονός ότι ο πρώην κατηγορούμενος 1 συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω, έχοντας στην κατοχή του τα πέντε κιβώτια εντός των οποίων βρίσκονταν οι ναρκωτικές ουσίες, δεν μπορεί να εξουδετερώσει εντελώς την παραδοχή του (βλ. Δημήτρης Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 110/2014, ημερομηνίας 15.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:B428). Ούτε θεωρούμε ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, το γεγονός και μόνο ότι ο εφεσείων καταχώρησε αρχικά εφετήριο προσβάλλοντας τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή, ενώ αργότερα, όταν διόρισε δικηγόρο, καταχωρήθηκε έφεση μόνο κατά της ποινής μπορεί να δικαιολογήσει μείωση της ποινής.

 

Ο κ. Πουργουρίδης μας παρέπεμψε στο Drug Offences Definitive Guideline του Sentencing Council του Ηνωμένου Βασιλείου. Πρόκειται για κατευθυντήριες γραμμές στις οποίες γίνεται κατάταξη των αδικημάτων σε κατηγορίες σύμφωνα με το είδος της ναρκωτικής ουσίας και την ανάμειξη του κατηγορουμένου. Σε γενικό βαθμό, οι γραμμές αυτές ακολουθούνται και από την κυπριακή νομολογία χωρίς όμως, να αφήνεται να προδεσμεύουν τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να κρίνει την ενώπιόν του υπόθεση και να επιβάλει εκείνη την ποινή που κρίνει εύλογη και δίκαιη υπό τις ενώπιόν του περιστάσεις (βλ. Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση αρ. 242/2018, ημερομηνίας 31.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:B205). Σημειώνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, για το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Β΄, στο οποίο αφορά η μεγαλύτερη ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών στην παρούσα περίπτωση, η ποινή που προβλέπεται στη δική μας νομοθεσία είναι μεγαλύτερη από αυτή της αντίστοιχης Αγγλικής, που αναφέρεται στα Guidelines.

 

Έχοντας εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση, υπό το φως των εισηγήσεων του εφεσείοντα και κάθε σχετικό παράγοντα, κρίνουμε ότι το Κακουργιοδικείο στην παρούσα περίπτωση στάθμισε ορθά όλους τους σχετικούς παράγοντες που τέθηκαν για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής. Ειδικότερα, δεν διαπιστώνουμε σφάλμα ως προς την αξιολόγηση του ρόλου του εφεσείοντα στην όλη επιχείρηση. Επρόκειτο για μία καλοσχεδιασμένη επιχείρηση, όπου ο εφεσείων αποτελούσε σημαντικό κρίκο και δεν κρίνουμε ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική. Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται.

 

Και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο