ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B376
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 329/2018
18 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019
[M. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ
ΚΑΙ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ
--------------------
Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά
Θ. Παπακυριακού (κα), για τον Εφεσίβλητο
-------------------------------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π. Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Παρπαρίνος, Δ. Μετά από ακροαματική διαδικασία ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ήτοι, παράλειψη πληρωμής εισφορών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Πρόσθετου τέλους κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Νόμου και Κανονισμών που ρυθμίζουν τα θέματα. Του επιβλήθηκε ποινή προστίμου €1400 και €600 αντίστοιχα.
Με οκτώ λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδική απόφαση ως εσφαλμένη. Με τον πρώτο λόγο εισηγείται ότι η ποινικοποίηση της παράλειψης καταβολής της διοικητικής επιβάρυνσης του πρόσθετου τέλους ύψους 27% επί της οφειλής που ορίζεται στην πρώτη κατηγορία παραβιάζει την αρχή ne bis in idem και η περί του αντιθέτου κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Εσφαλμένη επίσης είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι η 2η κατηγορία είναι επαρκώς στοιχειοθετημένη (2ος λόγος) όπως θεωρεί εσφαλμένο και το εύρημα του ότι η καταβολή εισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΤΚΑ) αποτελεί φορολογία (3ος λόγος). Με τον 4ο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εκείνο που είχε να εξετάσει στα πλαίσια της παρούσας διαφοράς, είναι η καταβολή ή μη των αναφερομένων στο κατηγορητήριο εισφορών και τίποτε άλλο. Με τον λόγο έφεσης 5, εισηγείται ότι είναι εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου "ότι η καταβολή εισφορών στο ΤΚΑ αποτελεί φορολογία και ότι συνεπεία αυτού του ευρήματος ερμηνεύει λανθασμένα το Άρθρο 85 του Νόμου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά παράβαση του Άρθρου 282 του Συντάγματος". Εσφαλμένη επίσης είναι και η κρίση του Δικαστηρίου, κατά τον Εφεσείοντα, ότι αποδείχθησαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος (6ος λόγος) και, τέλος, με τους λόγους έφεσης 7 και 8 προβάλλεται ότι το Άρθρο 85 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου είναι αντισυνταγματικό καθότι παραβιάζει τα Άρθρα 9 και 11 του Συντάγματος αντίστοιχα.
Το επιχείρημα του Εφεσείοντα, που να σημειωθεί είναι δικηγόρος, είναι ότι με την επιβολή του τέλους υπάρχει μια απρόσβλητη διοικητική απόφαση, εναντίον της οποίας δεν έχει κανένα ένδικο βοήθημα προσβολής της. Όπως διευκρίνισε, επιβάλλεται πρόστιμο, διότι μόνο έτσι μπορεί να θεωρηθεί κατά τον Εφεσείοντα η επιβολή του πρόσθετου τέλους. Αυτή έχει ποινικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα και συνεπώς η εκ νέου ποινική διαδικασία εναντίον τους για είσπραξη του, αποτελεί την επιτομή της εφαρμογής του ne bis in idem.
Αντίθετη, βεβαίως, είναι η θέση της άλλης πλευράς η οποία υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.
Η υποχρέωση για καταβολή εισφοράς μέσα στα πλαίσια των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ρυθμίζεται από τον Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο του 2010, Ν.59(Ι)/2010 και από τους Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Εισφορές) Κανονισμούς του 2010. Το σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων δημιουργήθηκε κατ' επιταγή του Άρθρου 9 του Συντάγματος. Τα σχετικά άρθρα του Νόμου και Κανονισμοί είναι:
3.- (1) Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι η εφαρμογή συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων, κατ' επιταγήν του ΄Αρθρου 9 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
(2) Τα ακόλουθα πρόσωπα ασφαλίζονται δυνάμει του παρόντος Νόμου:
(α) Μισθωτοί∙
(β) αυτοτελώς εργαζόμενοι∙
(γ) άλλα πρόσωπα, όπως ορίζεται στο άρθρο 14.¨
...............................
11. Για κάθε περίοδο εισφοράς μέσα στην οποία πρόσωπο απασχολήθηκε ως αυτοτελώς εργαζόμενος, υπάρχει υποχρέωση για καταβολή εισφοράς από τον αυτοτελώς εργαζόμενο και από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
Άρθρο 85 (1) Κάθε εργοδότης ή αυτοτελώς εργαζόμενος ο οποίος παραλείπει ή αμελεί να καταβάλει οποιαδήποτε εισφορά ή πρόσθετο τέλος είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες τετρακόσια ευρώ (€3.400,00) ή και στις δύο αυτές ποινές, σε περίπτωση δε δεύτερης ή κατ' επανάληψη καταδίκης αυτού για το ίδιο αδίκημα, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Σε περίπτωση καταδίκης σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο εργοδότης ή ο αυτοτελώς εργαζόμενος, ανάλογα με την περίπτωση, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλη ποινή στην οποία υπόκειται, υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο το ποσό των εισφορών ή του πρόσθετου τέλους που παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει και επιπλέον ποσό που δεν υπερβαίνει το 25% του εν λόγω ποσού ή σε περίπτωση δεύτερης ή κατ' επανάληψη καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, επιπλέον ποσό που δεν υπερβαίνει το 50%, όπως ήθελε διατάξει το Δικαστήριο:
Νοείται ότι, το ποσό του οφειλόμενου πρόσθετου τέλους υπολογίζεται κατά την ημέρα της καταδίκης.
(3) Σε κάθε καταδίκη για παράλειψη ή αμέλεια καταβολής εισφορών, μπορεί να προσαχθούν αποδεικτικά στοιχεία για παράλειψη ή αμέλεια του εργοδότη να καταβάλει άλλες εισφορές τις οποίες ήταν υπόχρεος να καταβάλει δυνάμει του παρόντος Νόμου, αναφορικά με το ίδιο ή άλλο πρόσωπο το οποίο αυτός απασχολούσε για οποιαδήποτε περίοδο πριν από την ημερομηνία του αδικήματος, εφόσον μαζί με την κλήση ή το ένταλμα επιδοθεί ειδοποίηση:
Νοείται ότι, εάν η παράλειψη ή αμέλεια αυτή αποδειχτεί, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τον εργοδότη να καταβάλει στο Ταμείο ποσό ίσο με το σύνολο των εισφορών που αυτός παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει.
(4) Κάθε ποσό που οφείλεται στο Ταμείο κατόπιν απόφασης του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος Νόμου, εισπράττεται ως χρηματική ποινή.
(5) Κάθε ποσό που καταβάλλεται από εργοδότη ή αυτοτελώς εργαζόμενο δυνάμει των εδαφίων (1), (2), (3) και (4) του παρόντος άρθρου, λογίζεται ως πληρωμή που έγινε για την εξόφληση των εισφορών που δεν καταβλήθηκαν:
Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 10, ο εργοδότης δεν δικαιούται να ζητήσει ή ανακτήσει από το μισθωτό τις εισφορές που καταβάλλονται από το μισθωτό σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(6) Κάθε πρόσωπο, που για να επιτύχει τη χορήγηση οποιασδήποτε παροχής ή άλλης πληρωμής δυνάμει του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, είτε για τον εαυτό του είτε για άλλο πρόσωπο ή για άλλο σκοπό που σχετίζεται με τον παρόντα Νόμο-
(α) με γνώση του ή από αμέλεια προβαίνει σε ψευδή έκθεση ή ψευδείς παραστάσεις, ή
(β) παρουσιάζει ή παρέχει ή προκαλεί ή επιτρέπει την παρουσίαση ή παροχή εγγράφου ή πληροφορίας, που γνωρίζει ότι είναι ψευδής ως προς κάποιο ουσιώδες στοιχείο,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(7) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου δυνάμει του εδαφίου (6), το Δικαστήριο δύναται επιπρόσθετα από την επιβολή οποιασδήποτε ποινής να διατάξει την επιστροφή στο Ταμείο του ποσού της παροχής ή της άλλης πληρωμής που καταβλήθηκε παράνομα.
(8) Οποιοσδήποτε παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, για την οποία δεν προβλέπεται ρητά ποινή σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται για κάθε αδίκημα σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια ευρώ (€1.700,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(9) Σε περίπτωση που διαπράττεται ποινικό αδίκημα, κατά παράβαση του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου και αποδεικνύεται είτε ότι έχει διαπραχτεί με τη συγκατάθεση ή συνενοχή ή αμέλεια φυσικού προσώπου, που κατά το χρόνο διάπραξης του ποινικού αδικήματος κατέχει θέση συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλη παρόμοια θέση στο νομικό πρόσωπο ή εμφανίζεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, τότε τόσο το εν λόγω φυσικό πρόσωπο όσο και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχοι του ίδιου ποινικού αδικήματος και υπόκεινται στην ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό.
(10) Τίποτε από όσα διαλαμβάνονται στο παρόν άρθρο, δεν εμποδίζει το Διευθυντή να διεκδικεί με πολιτική αγωγή οποιοδήποτε ποσό που οφείλεται στο Ταμείο.
Καν. 19. Κάθε αυτοτελώς εργαζόμενος που είναι υπόχρεος για καταβολή εισφορών, οφείλει να τις καταβάλλει στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων που ορίζει στην περίπτωση του ο Διευθυντής, όχι αργότερα από την ημερομηνία που καθορίζεται στον Πίνακα ΙΙ, ανάλογα με το μήνα εισφορών για τον οποίον είναι καταβλητέες οι εισφορές.
...................
Καν. 21 (1) Κάθε εργοδότης ή αυτοτελώς εργαζόμενος, ο οποίος παραλείπει να καταβάλει εισφορές μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται στους παρόντες Κανονισμούς, είναι υπόχρεος να καταβάλει πρόσθετο τέλος σε ποσοστό 3% του ποσού των οφειλόμενων εισφορών για καθυστέρηση μέχρι ένα (1) μήνα και 3% για κάθε τέτοιο διάστημα περαιτέρω καθυστέρησης.
Νοείται ότι, σε καμιά περίπτωση το ποσοστό πρόσθετου τέλους δεν μπορεί να υπερβεί το 27% του ποσού των καθυστερούμενων εισφορών."
Η επιβολή επιπρόσθετου τέλους έχει χαρακτηριστεί ως μια "διοικητική επιβάρυνση προνοούμενη από το Νόμο για να ενθαρρύνει τον φορολογούμενο να πληρώνει έγκαιρα, ένα θέμα που συμβάλλει στην καλή διοίκηση" (βλ. Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ν. Γεωργιάδη (1988) 2 Α.Α.Δ. 74.)
Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε εκτενώς στην Loizou v. Sewage Board of Nicosia (1988) 1 C.L.R. 122. Στην υπόθεση αυτή εξετάστηκε, μεταξύ άλλων, η επιβολή επιπρόσθετου τέλους 20% σε περίπτωση μη έγκαιρης πληρωμής του οφειλόμενου φόρου για το αποχετευτικό σύστημα.
"With regard to the second ground the argument was that this additional charge of 20% is imposed irrespective of failure to pay for a reasonable cause and that in view of its magnitude is of destructive nature.
The additional charge is fixed by the challenged legislation at 20% in case of non payment at the prescribed times.
The additional amount is paid into the Fund of the Board to be used for the purposes of the Board. The payment of this additional charge is dependent on the objective criterion of non payment and not on any subjective criteria or the non payment for no reasonable cause. The tax payer is charged with this additional burden for the sole reason of non payment at the prescribed time. This does not offend the provisions of Article 24.4 of the Constitution, nor is it a punishment in the sense of Article 12.3 of the Constitution. It is in a sense only a sanction prescribed by Law in order to prompt the tax payer to pay in time, a matter conducive to proper administration, taking cognizance of all burdens cast on public revenue by non punctual payment.
In Haris E. Georghallides v.The Village Commission of Ay. Phyla & Another, 4 R.S.C.C. 94, at p. 97 it was said that the requirement of sub-section 4 of section 9 of Cap. 287, that the additional amount collected under sub-section 3 of the said section shall form part of the public revenue does not render such additional amount a fine as it is clearly intented to meet the burden cast upon the administration by the arrears and their collection.
In Kantara Shipping Limited v. Republic (Direct of Inland Revenue) (1971) 3 C.L.R. 176, it was held that the surcharge provided for in section 8(1) of the Tax Collection Law, 1962, is not in reality a «tax» but exactly what is described as being in the said provision, in other words a «surcharge», the purpose of which is not to impose an increase or disproportionate tax in any particular case but to compensate the public funds for the extra expense involved in the existence and functioning of a state machinery for the collection of overdue taxes of various kinds.
The power of the Taxing Authority to impose additional charge in default of payment of a tax is well recognized. The tax payer normally is burdened not only with interests on his unpaid tax, but, also, Additional charge. These additional charges, including interest, are the result of the failure of the citizen to perform his duties towards the State or a Corporation of Public Law-(see Kyriakopoulos, Greek Administrative Law, 4th Edition, Part C. p. 353).
A similar approach is to be found in Stassinopoulos Discourses on Public Finance Law, 3rd edition, 1966, p. 292.
Along these lines one may see the approach of this Court in Istambouli Bros., v. Director Department of Customs & Excise (1986) 1 C.L.R. 465, in which the forfeiture of goods brought into the Republic in violation of the relevant Customs legislation was considered as an administrative measure and not as punishment that infringes Article 12.3 of the Constitution.
In any event and whatever its nature is, the additional charge in question is not in our view of such a magnitude as to be considered to destructive or prohibitive nature.
For the foregoing reasons this appeal is dismissed with costs."
Παρατηρούμε συνεπώς ότι η επιβολή τέλους είναι διοικητική επιβάρυνση προβλεπόμενη από το Νόμο και η επιβολή της γίνεται κατά δέσμια εξουσιοδότηση.
Ο δικαστικός έλεγχος που προσφέρεται σε τέτοια περίπτωση είναι ο παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας του Νόμου αφού καταχωρηθεί προσφυγή προς τούτο, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Συνεπώς υπάρχει στη διάθεση του Εφεσείοντα δικαστικό μέσο, δικαστικού ελέγχου του Νόμου και Κανονισμών που επιβάλλουν την επιβάρυνση. Η γνώση δε του Εφεσείοντα για την επιβολή της είναι δεδομένη εφόσον άγνοια του Νόμου δεν συνιστά υπεράσπιση ιδιαίτερα στην περίπτωση του Εφεσείοντα ο οποίος είναι και επαγγελματίας δικηγόρος. Το κύριο επιχείρημα του Εφεσείοντα περί μη δυνατότητας προσβολής της επιβολής του τέλους δεν μπορεί συνεπώς να επιτύχει.
"ne bis in idem"
Τέσσερις μικρές λέξεις, που όμως σημαίνουν τόσα πολλά για την ατομική ελευθερία του ανθρώπου. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, κανένας δεν μπορεί να καταδικαστεί δύο φορές για την ίδια πράξη. Στην έννοια του bis το ΕΔΑΔ κατέστησε σαφές ότι στα πλαίσια του Άρθρου 4 της ΕΣΔΑ αυτό "δεν αφορά μόνο την περίπτωση καταδίκης, αλλά επίσης αυτή των διπλών διώξεων" (βλ. Zigarella v. Ιταλία (απόφαση επί του παραδεκτού) ημερ. 3.10.2002.
Εδώ ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι η ποινικοποίηση της παράλειψης καταβολής του πρόσθετου τέλους ύψους μέχρι και 27% επί της οφειλής παραβιάζει την πιο πάνω αρχή σύμφωνα με την οποία δεν πρέπει κάποιος να διώκεται ή να δικάζεται δύο φορές για τις ίδιες πράξεις, πραγματικά περιστατικά ή συμπεριφορά. Προς υποστήριξη του επιχειρήματος του παράθεσε αριθμό αποφάσεων του ΕΔΑΔ.
Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα μας τέθησαν από τον Εφεσείοντα και δεν συμφωνούμε. Μια εκ των υποθέσεων που μας παρέπεμψε ο Εφεσείων είναι και η Καπετάνιος κ.α ν. Ελλάδος Appl. 3453/12, 42941/12 και 9028/13, ημερ. 30.4.15. Σ' αυτή μεταξύ άλλων αναφέρονται:
"47. Στην απόφασή του Hans Akerberg Fransson (υπόθεση C-617/10), της 26ης Φεβρουαρίου 2013, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα μείζονος συνθέσεως) έκρινε τα εξής:
(..)
32. Με τα ερωτήματα αυτά, στα οποία πρέπει να δοθεί κοινή απάντηση, το Haparanda tingsratt ερωτά, κατ' ουσίαν, το Δικαστήριο αν η αρχή ne bis in idem που διαλαμβάνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη έχει την έννοια ότι εμποδίζει την άσκηση ποινικής δίωξης για φοροδιαφυγή κατά κατηγορουμένου, όταν σε αυτόν έχει ήδη επιβληθεί φορολογική κύρωση για την ίδια πράξη ψευδούς δηλώσεως.
33. Όσον αφορά στην εφαρμογή της αρχής ne bis in idem που διαλαμβάνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη σε ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή όπως αυτή που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, η εφαρμογή αυτή προϋποθέτει ότι τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί κατά του κατηγορουμένου με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη είναι ποινικού χαρακτήρα.
34. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί, καταρχάς, ότι το άρθρο 50 του Χάρτη δεν εμποδίζει την εκ μέρους κράτους μέλους επιβολή, για την ίδια πράξη παραβάσεως των υποχρεώσεων που αφορούν στην υποβολή δηλώσεων στον τομέα του ΦΠΑ, ενός συνδυασμού φορολογικών και ποινικών κυρώσεων. Πράγματι, προκειμένου να εξασφαλίζουν την είσπραξη του συνόλου των εσόδων από ΦΠΑ και, κατ' επέκταση, την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της 'Ενωσης, τα κράτη μέλη διαθέτουν ελευθερία επιλογής των κυρώσεων που επιβάλλουν (βλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας, 68/88, Συλλογή σ. 2965, σκέψη 24, της 7ης Δεκεμβρίου 2000, 0-213/99, de Andrade, Συλλογή σ. Ι-11083, σκέψη 19, και της 16ης Οκτωβρίου 2003, 0-91/02, Hanni-Hofstetter, Συλλογή σ. Ι-12077, σκέψη 17). Οι κυρώσεις αυτές μπορούν συνεπώς να λαμβάνουν τη, μορφή διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων ή ενός συνδυασμού των δύο. Μόνον όταν η φορολογική κύρωση έχει ποινικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, και έχει καταστεί απρόσβλητη, η εν λόγω διάταξη εμποδίζει την άσκηση ποινικής δίωξης για την ίδια πράξη κατά του ίδιου προσώπου."
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, αυτό ακριβώς συμβαίνει. Οι κυρώσεις αποτελούν ένα συνδυασμό διοικητικών και ποινικών κυρώσεων προκειμένου να εξασφαλίζεται η είσπραξη του συνόλου των εσόδων των Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Εδώ ο Εφεσείων δεν αντιμετώπισε διοικητική κύρωση, ενέχουσα ποινικό χαρακτήρα η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη, ώστε να τύχει εφαρμογής η άνω αρχή ne bis in idem. Ο πρώτο λόγος απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος κρίνεται εκ των πραγμάτων αβάσιμος και ως τέτοιος θα πρέπει να απορριφθεί. Ο Εφεσείων/Κατηγορούμενος γνώριζε εξ΄αρχής το χρηματικό ποσό που θα επιβαρύνετο. Το Άρθρο 85(2) του Νόμου 59(Ι)/2010 και Κανονισμοί 19 και 21 των Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Εισφορές) Κανονισμοί του 2010, επί των οποίων στηρίζετο η 2η κατηγορία, ξεκάθαρα καθορίζουν επ΄ ακριβώς το πληρωτέο χρηματικό ποσό κατά την ημέρα που αυτό θα πληρωθεί.
Οι λόγοι έφεσης αρ. 4 και 5 εκφεύγουν των δικαιοδοτικών πλαισίων του Δικαστηρίου και ως τέτοιοι δεν μπορούν παρά να απορριφθούν. Ο Εφεσείων με πρόσχημα τους λόγους αυτούς προσβάλλει και κριτικάρει στην ουσία την πολιτική του Κράτους αναφορικά με τη διαχείριση του Ταμείου (Τ.Κ.Α), πολιτική που κατά τη γνώμη του δεν διασφαλίζει τα συμφέροντα του Τ.Κ.Α. καθώς και των άλλων Ταμείων. Επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει κατά πόσο το Κράτος, ως ο μεγαλύτερος οφειλέτης προς το Τ.Κ.Α., συνεισφέρει σ' αυτό και γιατί δεν διώκεται εφόσον δεν συνεισφέρει. Το Δικαστήριο, στα στενά πλαίσια μιας ποινικής δίκης δεν είναι το αρμόδιο όργανο να εξετάσει κατά πόσο ολόκληρο το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων λειτουργεί ομαλά και εξυπηρετεί τους σκοπούς για τους οποίους αυτό καθιερώθηκε ή κατά πόσο οι Υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας μεταχειρίζονται προνομιακά το Κράτος κατά παράβαση του Άρθρου 9 του Συντάγματος.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης δεν υποστηρίχθηκαν ενώπιον μας και ουσιαστικά εγκαταλήφθηκαν. Εκ του περισσού αναφέρομε ότι πρωτόδικα δεν τέθηκε από τον Εφεσείων οτιδήποτε που να αφορά την ικανότητα του, εξ αντικειμένου, να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του Νόμου. Όπως ο ίδιος ο Εφεσείων δήλωσε απερίφραστα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο μόνος λόγος που δεν πλήρωνε την εισφορά του ως αυτοτελώς εργοδοτούμενος είναι "πράξη ανυπακοής" εκ μέρους του, προκειμένου να ζητήσει από το Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο εφαρμόζεται ο σκοπός του Νόμου. Συναφώς ο έκτος λόγος έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται ότι δεν εξετάστηκε η εξ αντικειμένου δυνατότητα του να συμμορφωθεί με το Νόμο ώστε να αποφύγει ποινικό κολασμό, δεν μπορεί να επιτύχει.
Στις Οικονομίδης ν, Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ. 235 και Παρασκευά ν. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ποιν. Έφ. 262/2015 ημερ. 18.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B469 κρίθηκε ότι ο Νόμος περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν αντίκεται στα Άρθρα 9 και 28 του Συντάγματος. Οι λόγοι έφεσης 7 και 8, ως εκ τούτου απορρίπτονται.
Τέλος, όσον αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης που αφορά την υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου χρήση των λέξεων καταβολή φόρων στην απόφαση του επιβολής ποινής ουδέν μεμπτό παρατηρούμε. Η χρήση των άνω λέξεων χρησιμοποιήθηκε μετά την επιβολής της ποινής στον Εφεσείοντα. Τα όσα ακολούθησαν έχουν την μορφή obiter και ουδεμία σημασία ή επίδραση έχουν στην επιβληθείσα χρηματική ποινή, το ύψος της οποίας δεν προσβάλλεται και συνεπώς ο λόγος Έφεσης είναι και αλυσιτελής.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/γκ