ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Χρ. Χατζηλοϊζου, για τον εφεσείοντα Ε. Μανώλη (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη Χρ. Χατζηλοίζου, για τον Εφεσείοντα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-09-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΙΑΓΚΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 29/19, 17/9/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B371

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                   ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 29/19

                                                                  

17 Σεπτεμβρίου, 2019

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

                                                xxx  ΓΙΑΓΚΟΥ

                                                                                      Εφεσείοντα

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                                                                      Εφεσίβλητης

.........

 

Χρ. Χατζηλοϊζου, για τον εφεσείοντα

Ε. Μανώλη (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη

 

.........

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη και αυτή της Πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνεί και ο Λ. Παρπαρίνος, Δ. θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ., ενώ εγώ θα δώσω διαφορετική απόφαση.

 

Α  Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, πρώην Γραμματέας της ΣΠΕ Στρουμπιού, κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου σε έξι (6) κατηγορίες πλαστογραφίας (άρθρα 331, 332, 333 και 335 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 9 μηνών, τις οποίες και έχει εκτίσει.

 

      Τα αδικήματα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, διαπράχθηκαν στις 31.1.2014 στα γραφεία του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου (στο εξής το Ταμιευτήριο), όπου ο εφεσείων πρόσθεσε «από μόνος του και χωρίς την εξουσιοδότηση των μελών της Επιτροπής» φράσεις σε πρακτικά συνεδριών της Επιτροπής ημερ. 29.4.2009, 15.7.2011, 31.10.2011, 5.3.2012, 24.7.2012 και 24.1.2013 και συγκεκριμένα τις φράσεις «Τα παλαιά ανυπόγραφα τιμολ. Γεωργικών χρειωδών επιβαρύνουν την εταιρεία», «Επί πιστώσει τιμολόγια χρειωδών ανυπόγραφα επιβαρύνουν την εταιρεία», «Στις καταθέσεις προθεσμίας extra επιτόκιο 0.5% - 1% με επιστολή», «Τιμολόγια επί πιστώσει ανυπόγραφα επιβαρύνουν την εταιρεία», «Προμήθεια πελάτη σε καταθέσεις προθεσμίας 0.5% - 1%» και «Παραχώρηση extra επιτοκίου σε καταθέσεις προθεσμίας 0.5% - 1% με επιστολή», αντιστοίχως.

 

      Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την καταδίκη του, την οποία και προσβάλλει με πέντε (5) Λόγους Έφεσης τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε σε συντομία το αδιαμφισβήτητο πλαίσιο της υπόθεσης, την αμφισβητούμενη από τον εφεσείοντα μαρτυρία των 3 μαρτύρων κατηγορίας (ΜΚ) - κυρίως της Τμηματάρχου του Τμήματος Εσωτερικού Ελέγχου του Ταμιευτηρίου, xxx Κωνσταντίνου (ΜΚ2) η οποία κρίθηκε αξιόπιστη και η μαρτυρία της αποτέλεσε και τη βάση της καταδίκης του εφεσείοντα - καθώς επίσης και τη γραμμή υπεράσπισης του εφεσείοντα και πώς αντιμετωπίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η μαρτυρία του xxx Παναγιώτου (ΜΥ1) που κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας - γραφολόγος για τον εφεσείοντα.

 

      Αποτελεί κοινό τόπο ότι τέλος του 2013 με αρχές του 2014 ο εφεσείων τέθηκε σε διαθεσιμότητα λόγω πειθαρχικής διαδικασίας που εκκρεμούσε εναντίον του και η οποία αφορούσε θέματα επιτοκίων, πρόχειρες  πιστώσεις και γεωργικές πληρωμές για τα οποία υπήρχαν ανυπόγραφα τιμολόγια και οφειλές από πελάτες της ΣΠΕ.

 

      Εκκρεμούσης της προαναφερθείσας πειθαρχικής διαδικασίας, το Ταμιευτήριο επέτρεψε στον εφεσείοντα να επιθεωρήσει διάφορα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και το βιβλίο πρακτικών της Επιτροπής της ΣΠΕ για τα έτη 2007 μέχρι τότε.  Και αυτό κατόπιν σχετικού αιτήματος του δικηγόρου του εφεσείοντα, για σκοπούς προετοιμασίας της υπεράσπισης του στην πειθαρχική διαδικασία.

 

      Η επιθεώρηση έγινε στις 31.1.2014 στην αίθουσα συσκέψεων των  γραφείων του Ταμιευτηρίου, όπου ο Διευθυντής του Ταμιευτηρίου xxx Παπαδόπουλος (ΜΚ3) έδωσε στον εφεσείοντα τα ζητηθέντα έγγραφα  και το προαναφερθέν βιβλίο πρακτικών, τα οποία ο εφεσείων εξέτασε για περίοδο πέραν της μίας (1) ώρας.

 

      Δύο (2) εβδομάδες μετά την πιο πάνω επιθεώρηση, στις 13.2.2014, ο ΜΚ3 πληροφορήθηκε από τη ΜΚ2 ότι επεσήμανε παραποιήσεις στα πρακτικά ημερ. 29.4.2009, 15.7.2011, 31.10.2011, 5.3.2012, 24.7.2012 και 24.1.2013, οι οποίες σχετίζονταν με τα επιτόκια και τις πρόχειρες πιστώσεις που ήταν αντικείμενο και της πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του εφεσείοντα.  Όπως δε ανέφερε στον ΜΚ3 η ΜΚ2, οι υπό αναφορά παραποιήσεις επισημάνθηκαν αφού έγινε αντιπαραβολή των πρακτικών με φωτοτυπίες των πρακτικών που είχε λάβει σε ανύποπτο χρόνο, τις οποίες και του παρέδωσε (Τεκμ.3Α-3Δ) με αποτέλεσμα ο ΜΚ3 να καταγγείλει την υπόθεση στο ΤΑΕ, τη διερεύνηση της οποίας ανάλαβε ο Αστ. xxx Γερμανός (ΜΚ1).

      Όπως συναφώς κατέθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η ΜΚ2, ολόκληρο το βιβλίο πρακτικών το φωτοτύπησε η ίδια στις 11.11.2013 λόγω του ότι το ΤΑΕ Πάφου διερευνούσε υποθέσεις εναντίον του εφεσείοντα και πιθανόν η αστυνομία να ζητούσε το βιβλίο ως τεκμήριο. Αφού δε φωτοτύπησε το βιβλίο, το κλείδωσε στο χρηματοκιβώτιο του Ταμιευτηρίου και μέχρι τις 31.1.2014 ουδείς είχε τη δυνατότητα να το πάρει από εκεί εφόσον μόνο η ίδια και ο ΜΚ3 είχαν τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου.  Πράγματι στις 30.1 ή 31.1.2014, ο ΜΚ2 της ζήτησε το βιβλίο προκειμένου να επιθεωρηθεί από τον εφεσείοντα και αυτή του το έδωσε.  Όμως, στις 13.2.2014, αφού διάβασε επιστολή του εφεσείοντα σε σχέση με την εναντίον του πειθαρχική διαδικασία, προέβη σε έλεγχο του βιβλίου και διαπίστωσε ότι τα προαναφερθέντα πρακτικά είχαν παραποιηθεί με τις προσθήκες των φράσεων που αναφέρονται στην αρχή της παρούσας.

 

      Ο εφεσείων παραδέχτηκε ότι οι επίδικες προσθήκες στα πρακτικά έγιναν από τον ίδιο.  Iσχυρίστηκε όμως ότι τις πρόσθεσε κατά το χρόνο κατάρτισης των πρακτικών με εξουσιοδότηση των μελών της Επιτροπής και δεν μπορεί να ξέρει το λόγο που δεν αποτυπώθηκαν στις φωτοτυπίες.  Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι η γραμμή της Υπεράσπισης ήταν πως οι επίδικες φωτοτυπίες ήσαν χαλκευμένες και επί τούτου έγινε σχετική υποβολή στην ΜΚ2, η οποία και την απέρριψε κατηγορηματικά.  Προς προώθηση δε της εν λόγω γραμμής, υποστηρίχθηκε από τον ΜΥ1 πως με τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα υπάρχει δυνατότητα αφαίρεσης φράσεων από πρωτότυπο έγγραφο ώστε οι φράσεις αυτές να μην αποτυπωθούν στις φωτοτυπίες.   Δεν ήταν όμως σε θέση να υποστηρίξει ότι κάτι τέτοιο έγινε και στην παρούσα περίπτωση και επί τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε την πιθανότητα χάλκευσης των φωτοτυπιών.

 

      Έχοντας θέσει το υπόβαθρο, επισημαίνουμε κατ΄ αρχάς ότι ο εφεσείων δεν παραπονείται για την αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αξιόπιστης της μαρτυρίας των ΜΚ1 και 3 και την απόρριψη ως αναξιόπιστης της δικής του μαρτυρίας.  Τα πέντε (5) παράπονα που διατυπώνει στους αντίστοιχους Λόγους Έφεσης έχουν στο στόχαστρο τους το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι όντως η ΜΚ2 φωτοτύπησε στις 11.11.2013 το βιβλίο πρακτικών (Λόγοι Έφεσης 1 και 2), την απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΥ1 (Λόγοι Έφεσης 3 και 4) και, τέλος, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του ότι η υπόθεση δεν διερευνήθηκε επαρκώς από την αστυνομία (Λόγος Έφεσης 5).

 

      Έχοντας μελετήσει τους Λόγους Έφεσης, κρίνουμε πως προέχει η εξέταση του Λόγου Έφεσης υπ΄ αρ. 5 εφόσον βάσει της αιτιολογίας που τον συνοδεύει εγείρεται ουσιαστικά θέμα ότι ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης.  Και αυτό καθότι κανένα από τα μέλη της Επιτροπής της ΣΠΕ προσήλθε να δώσει μαρτυρία και ως εκ τούτου, όπως προβάλλεται,  το πρωτόδικο Δικαστήριο στερήθηκε ουσιώδους και αναγκαίας μαρτυρίας για επιβεβαίωση του κειμένου των επιδίκων πρακτικών.

 

      Με το διάγραμμα αγόρευσης του, ο εφεσείων, απλώς επαναλαμβάνει ό,τι επικαλείται για αιτιολόγηση του υπό εξέταση Λόγου, ενώ η ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης αντιτείνει ότι οι αιτιάσεις του εφεσείοντα δεν ευσταθούν καθότι «ο ΜΚ1 αναφέρθηκε στις ενέργειες στις οποίες προέβη κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και η μαρτυρία του ουδόλως αμφισβητήθηκε».

 

      Έχουμε εξετάσει με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και την επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα επί του θέματος.  Yπενθυμίζουμε κατ΄ αρχάς πως σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. X.X. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 177/2017 ημερ. 20.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B550 όπου γίνεται εκτενής αναφορά και στην εξέλιξη της νομολογίας επί του θέματος), η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να καλεί όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης -  πλην εκείνων τους οποίους θεωρεί αναξιόπιστούς - διαφορετικά η υπόθεση της δυνατό να απορριφθεί λόγω παραβίασης του δικαιώματος του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη. 

 

      Έχοντας υπόψιν τη σχετική νομολογία, το μόνο ερώτημα που εγείρεται υπό τα περιστατικά της υπόθεσης είναι κατά πόσο η μαρτυρία μέλους ή μελών της Επιτροπής της ΣΠΕ Στρουμπιού ήταν αναγκαία σε σχέση με ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης.   Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι σαφώς αρνητική.    Τέτοια μαρτυρία δεν ήταν αναγκαία εφόσον η υπόθεση για την κατηγορούσα Αρχή ήταν ότι οι επίδικες προσθήκες έγιναν στις 31.1.2014 ενόσω το βιβλίο πρακτικών ήταν - γεγονός  που δεν αμφισβητείται - στην κατοχή και υπό τον απόλυτο έλεγχο του Ταμιευτηρίου.  Κατά συνέπεια δεν ήταν αναγκαία η αναζήτηση μαρτυρίας από οποιοδήποτε μέλος της Επιτροπής σε σχέση με αποφάσεις που έλαβε η Επιτροπή και οι οποίες αποτυπώθηκαν στα πρακτικά συνεδριών που έγιναν χρόνια προηγουμένως:-  Στις 29.4.2009, 15.7.2011, 31.10.2011, 5.3.2012, 24.7.2012 και 24.1.2013.

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 5 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

      Αναφορικά τώρα με τους Λόγους Έφεσης 1 και 2, είναι θέση του εφεσείοντα πως οι επίδικες φωτοτυπίες είναι χαλκευμένες και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία της ΜΚ2 ότι αυτή φωτοτύπησε το βιβλίο πρακτικών (τεκμ.2), στις 11.11.2013, εφόσον (α) ο λόγος που επικαλέστηκε η ΜΚ2 για την ανάγκη φωτοτύπησης του βιβλίου - διερεύνηση υποθέσεων εναντίον του εφεσείοντα από το ΤΑΕ  - αντικρούεται από τη μαρτυρία των ΜΚ1 και 3 σύμφωνα με την οποία η μόνη καταγγελία στην αστυνομία εναντίον του εφεσείοντα έγινε στις 17.2.2014, (β) δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι η φωτοτύπηση του βιβλίου έγινε μετά από οδηγίες του προϊστάμενου της (ΜΚ3) και (γ) ολόκληρο το φωτοτυπημένο βιβλίο πρακτικών δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά μόνο οι φωτοτυπίες (Τεκμ. 3Α-3Δ) των επίδικων πρακτικών.

 

      Διαμετρικά αντίθετη είναι η θέση της εφεσίβλητης η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επέσυρε την προσοχή του Εφετείου στην πάγια νομολογιακή αρχή ότι κατ΄ εξοχήν κριτής της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και περαιτέρω ο λόγος για τον οποίο η ΜΚ2 φωτοτύπησε το βιβλίο πρακτικών δεν είναι ουσιώδους σημασίας, αλλά το ουσιώδες είναι το γεγονός ότι έγινε φωτοτύπηση.

 

      Εξετάσαμε με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και θεωρούμε πως δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στο σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εφόσον σύμφωνα με πάγια και πολύ γνωστή επί του θέματος νομολογία, τέτοια επέμβαση θα ήταν επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που το προσβαλλόμενο εύρημα ήταν παράλογο ή αυθαίρετο ή δεν εύρισκε έρεισμα στη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Αντίθετα θεωρούμε το προσβαλλόμενο εύρημα ως εύλογο και πλήρως αιτιολογημένο και προς τούτο είναι αρκετό να παραθέσουμε αυτούσια την άκρως σχολαστική αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ2 από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η οποία αφ΄ εαυτής αποκλείει την οποιαδήποτε επέμβαση του Εφετείου.  Έχει ως ακολούθως:-

 

«Η Μ.Κ.2 μου έκανε καλή εντύπωση. Κατά την μαρτυρία της απαντούσε με αμεσότητα και ευθύτητα στις ερωτήσεις, δεν περιέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις, οι θέσεις της ήταν σταθερές, συνεπείς και λογικές και δεν κλονίσθηκαν κατά την

αντεξέταση της. Άφησε δε στο Δικαστήριο την εικόνα μιας ειλικρινούς μάρτυρας που ήλθε για να πει την αλήθεια.

 

Αποτελεί ουσιαστικά θέση της υπεράσπισης ότι η μαρτυρία της δεν θα πρέπει να γίνει δεκτή καθότι δεν είναι αξιόπιστη όσον αφορά το λόγο για τον οποίο υποστήριξε ότι φωτοτύπησε το τεκμήριο 2. Για το θέμα αυτό η Μ.Κ.2 στην κυρίως εξέταση της ανέφερε ότι ενόψει του ότι συνάδελφος της θα έδινε κατάθεση σχετικά με άλλες υποθέσεις που διερευνούνταν από το ΤΑΕ Πάφου εναντίον του κατηγορούμενου και με την σκέψη ότι το βιβλίο μπορούσε να κρατηθεί από την Αστυνομία, το φωτοτύπησε ολόκληρο. Το γεγονός ότι ούτε η ίδια αλλά ούτε και ο Μ.Κ.3 έδωσαν οποιανδήποτε άλλη κατάθεση σε σχέση με τον κατηγορούμενο, ούτε και έκαναν άλλη καταγγελία εναντίον του, δεν διαψεύδει την θέση της Μ.Κ.2 ότι υπήρξε και άλλη διερεύνηση εναντίον του κατηγορούμενου. Οι εν λόγω μάρτυρες δεν ισχυρίσθηκαν άλλωστε ότι γνωρίζουν όλες τις υποθέσεις του κατηγορούμενου. Περαιτέρω η θέση της Μ.Κ.2 για ύπαρξη και άλλης διερεύνησης εναντίον του κατηγορούμενου δεν διαψεύδεται ούτε από τον Μ.Κ.1, ως εισηγείται ο συνήγορος υπεράσπισης. Αυτό γιατί σε κανένα μέρος της μαρτυρίας του ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι δεν υπήρξε τέτοια διερεύνηση ούτε και ρωτήθηκε οτιδήποτε άλλο παρά μόνο για τις ανακριτικές του ενέργειες για την παρούσα. Ούτε δε αυτός υποστήριξε ότι γνώριζε όλες τις υποθέσεις του κατηγορούμενου. Δεν ήταν δε η θέση της Μ.Κ.2 ότι υπήρχε και άλλο Βιβλίο Πρακτικών της Σ.Π.Ε. Στρουμπιού πέραν του τεκμηρίου 2. Αυτό που ανέφερε στην αντεξέταση της ερωτώμενη βασικά για τον λόγο που έκανε την φωτοτύπηση, είναι ότι παλαιότερα η Αστυνομία είχε κρατήσει βιβλία πρακτικών με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται η εργασία στην τράπεζα τους και επειδή κατά την εν λόγω περίοδο υπήρχε υπόθεση στο Δικαστήριο και ζητήθηκαν τεκμήρια πρακτικά θεώρησαν καλό να φωτοτυπηθεί το τεκμήριο 2 επειδή ήταν η πειθαρχική σε εξέλιξη για να μπορεί να γίνεται παράλληλα η δουλειά. Δεν ισχυρίσθηκε δηλ. ότι αυτό που κρατήθηκε ήταν άλλο Βιβλίο Πρακτικών της Σ.Π.Ε. Στρουμπιού. Όταν δε ρωτήθηκε στην αντεξέταση της κατά πόσο πέραν από την παρούσα κλήθηκε στην Αστυνομία να δώσει κατάθεση για άλλην υπόθεση που αφορά την Σ.Π.Ε Στρουμπιού είπε ότι γνωρίζει ότι υπήρχε άλλη υπόθεση και ότι αυτό το γνωρίζει γιατί κλήθηκε να μαζέψει έγγραφα για να δοθούν στην Αστυνομία. Δεν ισχυρίσθηκε δε ότι έδωσε και σχετική κατάθεση. Σε ερώτηση εάν το διάστημα εκείνο υπήρξε καταγγελία εναντίον του Γραμματέα της Σ.Π.Ε. Στρουμπιού απάντησε «Εγώ είχα μπροστά μου τούτο το πράμα το οποίο μιλά από μόνο του» και αφού έβγαλε από τον φάκελο που είχε στην κατοχή της ένα έγγραφο, πρόσθεσε «Το κράτησα από τότε για να θυμούμαι αυτό το έγγραφο». Δεν της ζητήθηκε όμως από τον συνήγορο υπεράσπισης να το καταθέσει, ούτε και ρωτήθηκε οτιδήποτε για το περιεχόμενο του, αφήνοντας έτσι αναντίλεκτη την θέση της.

 

Πέραν όμως και ανεξάρτητα του πιο πάνω θα πρέπει να λεχθεί ότι ακόμη και εάν η εν λόγω θέση της Μ.Κ.2 δεν γινόταν δεκτή, αυτό δεν θα έπληττε, κατά την κρίση μου, την αξιοπιστία της και μάλιστα σε βαθμό ώστε να θεωρηθεί ολόκληρη η μαρτυρία της ως μολυσμένη και να απορριφθεί στο σύνολο της. Αυτό καθότι το ουσιώδες στην προκειμένη είναι το κατά πόσο αυτή φωτοτύπησε το τεκμήριο 2 πριν τις 31.1.14 που το επιθεώρησε ο κατηγορούμενος. Ο λόγος δε της φωτοτύπησης θα κρινόταν ουσιώδης εάν είχε σχέση με ενέργειες της μάρτυρος ή κάποιου άλλου που θα άφηναν οποιαδήποτε υπόνοια ότι έγιναν με σκοπό να ενοχοποιηθεί ο κατηγορούμενος εφόσον η θέση της υπεράσπισης είναι ουσιαστικά ότι οι φωτοτυπίες τεκμήρια 3Α-3Δ είναι χαλκευμένες και αποτέλεσμα μοντάζ. Ως προς τούτο όμως η Μ.Κ.2 ήταν κατηγορηματική ότι η φωτοτύπηση έγινε από την ίδια σε ανύποπτο χρόνο, πριν ο κατηγορούμενος επιθεωρήσει το τεκμήριο 2. Να σημειωθεί δε εδώ ότι η θέση που της υποβλήθηκε και μάλιστα δις, δεν ήταν ότι έκανε την φωτοτύπηση με κάποιο σκοπό όπως για να ενοχοποιήσει τον κατηγορούμενο αλλά ότι ουδέποτε έκανε τέτοια φωτοτύπηση, ενώ στην γενική υποβολή που της τέθηκε, χωρίς δηλ. να αναφέρεται ποιος και γιατί προέβη σε κάτι τέτοιο, ότι οι φωτοτυπίες δεν είναι γνήσιες αλλά χαλκευμένες, μονταρισμένες, απάντησε κατηγορηματικά ότι είναι χίλια τοις εκατό γνήσιες φωτοτυπίες και μάλιστα δήλωσε προσβεβλημένη καθότι θεώρησε ότι ο συνήγορος την κατηγορούσε ότι έκανε πλαστά χαρτιά και τα έδωσε στην Αστυνομία. Καμία δε υποβολή τέθηκε στον Μ.Κ.3 ότι το τεκμήριο 2 δεν φωτοτυπήθηκε ούτε ότι είναι χαλκευμένα ή μονταρισμένα τα τεκμήρια 3Α-3Δ. Στα πιο πάνω δεν μπορεί να παραγνωρισθεί και το ότι δεν διαφάνηκε από το σύνολο της μαρτυρίας να είχε, είτε η Μ.Κ.2 είτε κάποιο άλλο πρόσωπο κάποιο λόγο ώστε να προβεί σε τέτοια «χάλκευση» ή «μοντάρισμα». Άλλωστε κατά τον χρόνο που η Μ.Κ.2 έκανε τις φωτοτυπίες δηλ. στις 11.11.13 δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι ο κατηγορούμενος θα ζητούσε να επιθεωρήσει το τεκμήριο 2 (αυτό έγινε με επιστολή του δικηγόρου του τεκμήριο 7 ημερ. 23.1.14) και ότι θα το επιθεωρούσε στις 31.1.14, ώστε να προβεί σε τέτοιες ενέργειες.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Κ.2 γίνεται δεκτή.»

 

 

 

       Παρέμειναν προς εξέταση οι Λόγοι Έφεσης 3 και 4, σύμφωνα με τους οποίους εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε στην ολότητα της τη μαρτυρία του γραφολόγου ΜΥ1.  Ειδικά σ΄ ό,τι αφορά το μέρος της μαρτυρίας του ότι  (α) οι επίδικες προσθήκες έγιναν με το ίδιο  γραφικό μέσο και με την ίδια απόχρωση μελανιού, αποφαινόμενο αντινομικά ότι «από μια απλή οπτική παρατήρηση και σύγκριση, όπως αυτή που έκανε και ο ίδιος ο Μ.Υ.1 ως μη ειδικός επί τούτου, είναι εμφανές σε οποιονδήποτε ότι στα επίδικα 6 πρακτικά στα προαναφερόμενα σημεία, η απόχρωση του μελανιού δεν είναι η ίδια ως υποστήριξε αλλά είναι διαφορετική με τα υπόλοιπα γραφόμενα, κάτι που δείχνει την χρήση διαφορετικού γραφικού μέσου» εφόσον το θέμα αυτό εμπίπτει στο έργο του γραφολόγου - εμπειρογνώμονα και (β) υπάρχει τεχνική δυνατότητα αφαίρεσης φράσεων από πρωτότυπο έγγραφο προκειμένου οι φράσεις που υπάρχουν σ΄ αυτό να μην αποτυπωθούν στις φωτοτυπίες.

 

      Αντίθετη βεβαίως και επί τούτων είναι η θέση της εφεσίβλητης, η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

      Αμφότεροι οι Λόγοι Έφεσης δεν ευσταθούν και προς τούτο είναι αρκετές τρεις επισημάνσεις. 

 

      Η πρώτη, η αποδοχή ως αξιόπιστης της μαρτυρίας της ΜΚ2 ότι στις 11.11.2013 που φωτοτύπησε τα επίδικα πρακτικά δεν υπήρχαν οι επίδικες προσθήκες, ως οι ίδιες οι φωτοτυπίες βεβαιώνουν, έθετε τέρμα στην περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα.  Η δεύτερη, ο ίδιος ο εφεσείων φαίνεται να δέχεται ότι οι προσθήκες έγιναν με διαφορετική πέννα καθότι στην κυρίως εξέτασή του πρόβαλε πως «είναι πολλές φορές που άλλαξα πέννα καθώς στα γραφεία υπήρχαν πάντοτε διαφορετικές πέννες (σελ.55 και 56 πρακτικών) και, η τρίτη,  ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ειδικός για να εξάξει συμπέρασμα ότι για την καταγραφή συγκεκριμένου κειμένου χρησιμοποιήθηκαν περισσότερα του ενός γραφικού μέσου εφόσον η απόχρωση του μελανιού μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί από οποιοδήποτε «από μια απλή παρατήρηση και σύγκριση».

 

      Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                             Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

                                                                             Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ                                                                                                                                                                                                                                                

 

 

 

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση αρ. 29/2019)

 

17 Σεπτεμβρίου, 2019

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

xxx  ΓΙΑΓΚΟΥ,

Εφεσείοντα

και

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

-----------------------

Χρ. Χατζηλοίζου, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Μανώλη (κα.), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως, για την Εφεσίβλητη.

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Μειοψηφίας)

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:   Ο εφεσείων καταδικάστηκε πρωτοδίκως, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε έξι κατηγορίες πλαστογραφίας κατά παράβαση των άρθρων 331, 332, 333 και 335 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. 

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με πέντε λόγους έφεσης.

Πρώτον, ότι ήταν εσφαλμένο το πρωτόδικο εύρημα ότι η Μ.Κ. 2 φωτοτύπησε, στις 11.11.13, το βιβλίο πρακτικών της Επιτροπής της ΣΠΕ Στρουμπίου.

 

Δεύτερον, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκανε δεκτό, ως αξιόπιστο, τον ισχυρισμό της Μ.Κ. 2 ότι φωτοτύπησε το προαναφερόμενο βιβλίο.

 

Τρίτον, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ. 1, εμπειρογνώμονα-γραφολόγου.

 

Τέταρτον, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ. 1, και

 

Πέμπτον, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψιν του ότι δεν διερευνήθηκε επαρκώς η υπόθεση, από την Αστυνομία.  Στην αιτιολογία του πέμπτου λόγου αναγράφεται ότι δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο για να δώσει μαρτυρία οποιοδήποτε από τα πέντε Μέλη της Επιτροπής της ΣΠΕ Στρουμπίου (η Επιτροπή), που υπέγραψαν τα επίδικα πρακτικά, τεκμήρια 3Α μέχρι Δ.   Επιπρόσθετα αναγράφεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στερήθηκε ουσιώδους και αναγκαίας μαρτυρίας αναφορικά με τα επίδικα πρακτικά.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, στην απόφαση του, αναλύει την ενώπιον του μαρτυρία, προβαίνει σε αξιολόγησή της και σε ευρήματα και, στη συνέχεια, αναλύει τη νομική πτυχή και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου-εφεσείοντα ήταν μεν περιστατική μαρτυρία αλλά ότι είχε τέτοια δύναμη, συνοχή και βεβαιότητα ώστε τα μέρη της, συναρτόμενα μεταξύ τους, οδηγούσαν, ως θέμα λογικής συνέπειας, στο μόνο και αναμφίβολο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος-εφεσείων ήταν αυτός που την 31.1.14, στα γραφεία του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου, κατά την επιθεώρηση του τεκμηρίου 2 και άλλων εγγράφων, πρόσθεσε χειρόγραφα τις παραγράφους που αναφέρονταν στις έξι κατηγορίες, στα πρακτικά του τεκμηρίου 2, ημερομηνιών 29.4.09, 15.7.11, 31.10.11, 5.3.12, 24.7.12 και 24.1.13. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, εν κατακλείδι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος-εφεσείων προέβη στις προαναφερόμενες πράξεις, χωρίς οποιαδήποτε εξουσιοδότηση και με σκοπό την καταδολίευση.   Επομένως έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σε όλες τις κατηγορίες.

 

Η υπόθεση για την Κατηγορούσα Αρχή-Εφεσίβλητη ήταν ότι ο εφεσείων, κατά την προαναφερόμενη ημερομηνία 31.1.14, στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Πάφου, και ενώ επιθεωρούσε το  προαναφερόμενο βιβλίο πρακτικών (τεκμήριο 2), κατόπιν αδείας των υπευθύνων, κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό την καταδολίευση, δηλαδή από μόνος του και χωρίς την εξουσιοδότηση των Μελών της Επιτροπής της ΣΠΕ Στρουμπίου, πρόσθεσε στα πρακτικά των προαναφερόμενων συνεδριάσεων κάποιες καταληκτικές φράσεις, οι οποίες ουσιαστικά αλλοίωναν το κείμενο των σχετικών πρακτικών.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου έδωσαν μαρτυρία τρεις μάρτυρες κατηγορίας, ενώ για την Υπεράσπιση έδωσε μαρτυρία ο ίδιος ο κατηγορούμενος-εφεσείων και ο Μ.Υ. 1.   Μ.Κ. 1 ήταν ο εξεταστής της υπόθεσης, Αστυφύλακας xx94, xxx Γερμανός, του ΤΑΕ Πάφου.  Μ.Κ. 2 ήταν η κα. xxx Κωνσταντινίδου, η οποία, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν Τμηματάρχης του Τμήματος Εσωτερικού Ελέγχου του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου.   Μ.Κ. 3 ήταν ο Διευθυντής του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου, κ. xxx Παπαδόπουλος.   Ο κατηγορούμενος-εφεσείων είναι ο πρώην Γραμματέας της ΣΠΕ Στρουμπίου και Μ.Υ. 1 ήταν ο Δικαστικός Γραφολόγος xxx Παναγιώτου.  

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία και των τριών μαρτύρων κατηγορίας ενώ απέρριψε τη μαρτυρία του κατηγορούμενου-εφεσείοντα, εκτός από κάποια σημεία της που ουσιαστικά συνιστούσαν παραδοχές.  Για το Μ.Υ. 1 ανέφερε ότι αυτός δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ειδικός ή εμπειρογνώμονας για τα θέματα για τα οποία κατέθεσε και η μαρτυρία του δεν μπορούσε, γενικά, να γίνει αποδεκτή.  

 

Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι η Μ.Κ. 2 είχε φωτοτυπήσει, στις 11.11.13, ολόκληρο το προαναφερόμενο βιβλίο πρακτικών της ΣΠΕ Στρουμπίου (τεκμήριο 2), προληπτικά και προφανώς για σκοπούς άσκησης μελλοντικού ελέγχου.    Ο κατηγορούμενος-εφεσείων, ο οποίος υπήρξε Γραμματέας της ΣΠΕ αλλά τέθηκε σε διαθεσιμότητα, την 31.1.14, κατόπιν αδείας, επιθεώρησε το τεκμήριο 2, στα γραφεία του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου, και παρέμεινε εκεί για περίοδο 1 ½ ώρας.   Στις 13.2.14, μετά από έλεγχο που έκαμε η Μ.Κ. 2 στο τεκμήριο 2, και αφού το σύγκρινε με τις φωτοτυπίες που είχε κάμει στις 11.11.13 (τεκμήριο 3Α-Δ), διαπίστωσε ότι στα πρακτικά των προαναφερόμενων συνεδριάσεων είχαν προστεθεί φράσεις οι οποίες δεν υπήρχαν στο τεκμήριο 2, όταν το φωτοτύπησε στις 11.11.13.    Ο Μ.Υ. 1 δέχθηκε στη  μαρτυρία του, και αυτό έγινε δεκτό από το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η γραφή επί του τεκμηρίου 2 και εκείνη που προστέθηκε στο τεκμήριο 3Α-Δ έγινε από το ίδιο πρόσωπο, ενώ ο ίδιος ο κατηγορούμενος-εφεσείων παραδέχθηκε, και αυτό έγινε επίσης δεκτό από το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι τις εν λόγω καταληκτικές παραγράφους στα επίδικα πρακτικά (τεκμήριο 3Α-Δ) τις έγραψε ο ίδιος.   Η προσθήκη είχε γίνει με διαφορετική απόχρωση μελανιού απ΄ αυτήν που υπάρχει στα προηγούμενα γραφόμενα στα ίδια πρακτικά και από τις λέξεις που ακολουθούν «ο Γραμματέας» και «η Επιτροπεία».   Ο κατηγορούμενος-εφεσείων δέχθηκε στην κατάθεση του ότι χρησιμοποίησε ή ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποίησε διαφορετική πέννα για τα επίδικα πρακτικά.

 

Η θέση του κατηγορούμενου-εφεσείοντα ήταν ουσιαστικά ότι ο ίδιος, την 31.1.14, στα γραφεία του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου, κατά την επιθεώρηση του τεκμηρίου 2 και άλλων εγγράφων, δεν πρόσθεσε χειρόγραφα τις προαναφερόμενες τελευταίες παραγράφους, στα προαναφερόμενα πρακτικά του τεκμηρίου 2.   Η θέση του κατηγορούμενου-εφεσείοντα, η οποία δεν έγινε δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν ότι αυτός έκανε τις προαναφερόμενες προσθήκες κατά το χρόνο κατάρτισης των συγκεκριμένων πρακτικών, κατόπιν εξουσιοδότησης των Μελών της Επιτροπείας της ΣΠΕ, και καθόλα νόμιμα.

 

Εξέτασα με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων.

 

Όπως είναι θεμελιωμένο το πρωτόδικο δικαστήριο είναι ο, κατεξοχήν, κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων που παρελαύνουν ενώπιον του.  Το Εφετείο επεμβαίνει σπανίως και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου.  

 

Στην προκείμενη περίπτωση διαφάνηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής αναφορικά με την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και ειδικά της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2.  Εξαιτίας της ανεπάρκειας του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας, όπως θα εξηγήσω κατωτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να μη δεχθεί την περιστατική μαρτυρία της Μ.Κ. 2 και γενικά της Κατηγορούσας Αρχής ως μαρτυρία που οδηγούσε, μόνο, σε αναμφίβολο συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα.  Η μαρτυρία της Μ.Κ. 2 θα έπρεπε να είχε αξιολογηθεί (ως περιστατική μαρτυρία) μέσα στο πλαίσιο του όλου, ανεπαρκούς, ανακριτικού έργου της εφεσίβλητης, πράγμα που δεν έγινε.  Αν εξεταζόταν, μέσα στο ορθό πλαίσιο, η όλη μαρτυρία της εφεσίβλητης, θα οδηγούσε, το πρωτόδικο δικαστήριο, σε εύλογες αμφιβολίες αναφορικά με την ενοχή του εφεσείοντα, ενόψει κυρίως των όσων αναφέρονται, για τον πέμπτο λόγο έφεσης, στη συνέχεια.     

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά σε, κατ΄ ισχυρισμόν, ανεπάρκεια του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας.   

 

Όπως ήδη ανέφερα, ο εξεταστής της υπόθεσης ήταν ο Μ.Κ. 1.   Όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο δικαστήριο, στις σελ. 2 και 3 την απόφασης του, ο μάρτυρας αυτός ήταν παρών σε μια από τις δικασίμους, πριν αρχίσει η ακροαματική διαδικασία, όταν ο ευπαίδευτος συνήγορος Υπεράσπισης υπέβαλε αίτημα προς την Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει και δεύτερο βιβλίο πρακτικών της ΣΠΕ Στρουμπίου, αν υπήρχε.   Ο Μ.Κ. 1 είπε ότι δεν του παραδόθηκε ποτέ οποιοδήποτε τέτοιο δεύτερο βιβλίο, ούτε και του λέχθηκε ποτέ ότι υπάρχει τέτοιο βιβλίο.   Ο Μ.Κ. 1 επίσης παραδέχθηκε, ότι δεν προέβηκε και δεν υπέβαλε σε οποιανδήποτε επιστημονικές εξετάσεις τα τεκμήρια 2 και 3Α-Δ και επίσης παραδέχθηκε ότι δεν έλαβε οποιαδήποτε κατάθεση από τα Μέλη της Επιτροπείας της ΣΠΕ Στρουμπίου, τα οποία υπέγραψαν στο τέλος των επίδικων πρακτικών.   Ο Μ.Κ. 1 επίσης παραδέχθηκε ότι δεν προέβηκε σε οποιεσδήποτε επιστημονικές εξετάσεις σε σχέση με την απάντηση του κατηγορούμενου-εφεσείοντα στην ερώτηση υπ΄ αρ. 10, στη γραπτή του κατάθεση, στην οποία ο εφεσείων είπε ότι υπάρχει περίπτωση, καθώς έγραφε τα πρακτικά, να χρησιμοποίησε περισσότερες από μια πέννες.  

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του, στις σελ. 20 και επόμενες, σημειώνει ότι ζητήθηκαν από την Υπεράσπιση «όλα τα ανυπόγραφα τιμολόγια που αναφέρονται στις ανεπίσημες πιστώσεις χρειωδών» και «κατάλογοι που βρίσκονται στις ΄Ελεγκτικές Υπηρεσίες για τους αγοραστές ανυπόγραφων τιμολογίων στο Τμήμα Πιστώσεων Γεωργικών Χρειωδών».     Αυτά τα στοιχεία είναι συναφή με τα όσα προστέθηκαν στα προαναφερόμενα επίδικα πρακτικά.   Η σχετική απάντηση ήταν ότι τα τιμολόγια ήταν στην κατοχή του Ταμιευτηρίου και η Υπεράσπιση μπορούσε να τα επιθεωρήσει εκεί.

 

Όσον αφορά τον Μ.Κ. 1 και τη μαρτυρία του, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει απλώς τα εξής, στη σελ. 9, της απόφασης του:  «Ο Μ.Κ. 1, εξεταστής της υπόθεσης, αναφέρθηκε στις ανακριτικές ενέργειες, στις οποίες προέβη κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, και η μαρτυρία του ουδόλως αμφισβητήθηκε.   Συνεπώς γίνεται δεκτή».

 

Είναι θεμελιωμένο ότι σημαντικά κενά και ελλείψεις στο στάδιο της ανακριτικής διαδικασίας, αν οδηγούν σε αμφιβολίες ως προς την καταδίκη ενός κατηγορουμένου, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε αθώωση του κατηγορούμενου, κατ΄ έφεση.    Η παράλειψη των Ανακριτικών Αρχών να επιδιώξουν επιστημονική εξέταση τεκμηρίων, που αφορούν στη διερεύνηση της υπόθεσης, μπορεί να αποδυναμώσει την αξιοπιστία του ανακριτικού έργου, να επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα του κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη και να καταστήσει την καταδικαστική ετυμηγορία, ακροσφαλή (Δέστε:  Αχιλλέως κ.α. ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ, 632 και Κίτα (Αλ Καπόνε) ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ, 209).

 

Στην Κάππελος ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ, 241, το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε την καταδίκη, καθότι έκρινε ότι η παράλειψη των Ανακριτικών Αρχών, σε υπόθεση προμήθειας και κατοχής ναρκωτικών, να στείλουν για επιστημονικές εξετάσεις την πλαστική σακούλα, μέσα στην οποία ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά και κάποια ζυγαριά που εντοπίστηκε στο χώρο, για εξέταση δακτυλικών αποτυπωμάτων και γενετικού υλικού, δημιουργούσε τέτοια ερωτηματικά που, μαζί με άλλες αδυναμίες του ανακριτικού έργου, άφηνε εύλογες και ουσιαστικές αμφιβολίες κατά πόσον τα γεγονότα ήταν όπως τα παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή και καθιστούσε την καταδίκη του εφεσείοντα ακροσφαλή.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η εκδοχή του κατηγορούμενου-εφεσείοντα ήταν ότι, κατά την επίσκεψη του στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Πάφου, για επιθεώρηση του τεκμηρίου 2, δεν πλαστογράφησε ή παραποίησε οτιδήποτε και ότι οι προσθήκες στα επίδικα πρακτικά έγιναν από τον ίδιο, προφανώς με διαφορετικές πέννες, κατά το χρόνο κατάρτισης των συγκεκριμένων πρακτικών και με την εξουσιοδότηση της Επιτροπείας.    Ο Μ.Κ. 1, εξεταστής της υπόθεσης πλαστογραφίας, παραδέχθηκε ότι δεν προέβηκε σε οποιεσδήποτε επιστημονικές εξετάσεις επί του τεκμηρίου 2 (βιβλίου πρακτικών), δεν προέβηκε σε οποιεσδήποτε επιστημονικές εξετάσεις επί του τεκμηρίου 3 Α-Δ (επίδικα πρακτικά), δεν ρώτησε και δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει κατά πόσον ο χώρος, στον οποίο ο κατηγορούμενος-εφεσείων επιθεώρησε τα πρακτικά, καλυπτόταν από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, δεν ρώτησε και δεν πληροφορήθηκε κατά πόσον υπήρχε δεύτερο βιβλίο πρακτικών της ΣΠΕ Στρουμπίου, και δεν πήρε ούτε και ζήτησε να πάρει οποιανδήποτε κατάθεση από οποιοδήποτε από τα πέντε Μέλη της Επιτροπείας της ΣΠΕ Στρουμπίου, τα οποία υπογράφουν τα προαναφερόμενα επίδικα πρακτικά.   Επίσης, ο Μ.Κ. 1, δεν προέβη σε οποιαδήποτε επιστημονική εξέταση για να διαπιστώσει κατά πόσον χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικές πέννες από την κατηγορούμενο-εφεσείοντα, αλλά ούτε και αναφορικά με το πότε υπογράφηκαν τα επίδικα πρακτικά του τεκμηρίου 3Α-Δ από τα Μέλη της Επιτροπείας (αυτά φαίνονται στις σελ. 15-20 των πρακτικών όπου καταγράφεται η αντεξέταση του Μ.Κ. 1).

 

Θεωρώ ότι το ανακριτικό έργο της Αστυνομίας, στην προκείμενη περίπτωση, αδικημάτων πλαστογραφίας, ήταν τόσο ελλειπές και παρουσιάζει τόσα κενά και αδυναμίες που, δεδομένου και του γεγονότος ότι η όλη μαρτυρία εναντίον του κατηγορουμένου-εφεσείοντα ήταν περιστατική,   η καταδικαστική ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής και θα πρέπει να παραμεριστεί.

 

Ιδιαίτερα τονίζω ότι σε υπόθεση κατ΄ ισχυρισμόν πλαστογραφιών δεν έγινε οποιαδήποτε επιστημονική εξέταση του τεκμηρίου 3Α-Δ για να διαφανεί, αν ήταν δυνατόν, πότε έγιναν οι προσθήκες, πότε τέθηκε η υπογραφή των πέντε Μελών της Επιτροπείας και κατά πόσον έγινε οποιοδήποτε «μοντάζ», όπως εισηγήθηκε η Υπεράσπιση.  Επίσης δεν λήφθηκε οποιαδήποτε κατάθεση από τα πέντε Μέλη της Επιτροπείας της ΣΠΕ, που ήταν παρόντα και υπέγραψαν τα επίδικα πρακτικά, δεν διερευνήθηκε το κατά πόσον υπήρχε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης στο χώρο όπου κατ΄ ισχυρισμόν έγινε η πλαστογραφία και δεν διερευνήθηκε και το κατά πόσον υπήρχε δεύτερο βιβλίο πρακτικών (αντίγραφο του τεκμηρίου 2) από το οποίο μπορούσε να ελεγχθεί η ορθότητα των θέσεων των δύο πλευρών.

 

Ενόψει των προαναφερομένων, κρίνω την καταδίκη του εφεσείοντα, υπό τις περιστάσεις και για τους προαναφερόμενους λόγους, ως ακροσφαλή. Κατά συνέπεια θα δεχόμουν  την έφεση και θα παραμέριζα την πρωτόδικη απόφαση και την καταδίκη του εφεσείοντα και στις έξι κατηγορίες.

 

 

                                                                             Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                 Π.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο