ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B388
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 11/2017)
24 Σεπτεμβρίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΤΟΟΥΛΙΑ
Εφεσείοντα
KAI
AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
........
Αλ. Αλεξάνδρου με Ε. Αλεξάνδρου (κα.), για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Περγαντή (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως, για την Εφεσίβλητη
.......
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Νικολάτο, Π.
........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex Tempore)
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε κατηγορία επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, σε κατηγορία κοινής επίθεσης και σε δύο κατηγορίες δημόσιας εξύβρισης, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε, σε έκταση, στην ενώπιον του δοθείσα μαρτυρία, προέβηκε σε ευρήματα αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και στη συνέχεια προέβηκε σε ευρήματα αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης.
Στη σελ. 9 της πρωτόδικης απόφασης ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής ανέφερε ότι, αντιπαραβάλλοντας τις εκατέρωθεν εκδοχές υπό το φως του συνόλου της ενώπιον του μαρτυρίας, ήταν βέβαιος ότι τα ουσιαστικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στον ουδιώδη χρόνο ήταν σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής την οποία θεωρούσε και ως πιο λογική, συν τοις άλλοις, από την εκδοχή του κατηγορουμένου. Στη συνέχεια, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έδωσε την εντύπωση του για την ποιότητα της μαρτυρίας και την αξιοπιστία και των δύο παραπονουμένων, ως μαρτύρων, οι οποίοι ήταν, όπως είπε, εξαιρετικοί.
Εκτός όμως από την εξαιρετική εντύπωση που οι παραπονούμενοι έκαναν ως μάρτυρες, το δικαστήριο ανέλυσε με λεπτομέρεια τη μαρτυρία τους συγκρίνοντας τη μαρτυρία του ενός και του άλλου. Παρατήρησε συγκεκριμένα, ο πρωτόδικος Δικαστής, ότι η μαρτυρία των δύο παραπονουμένων όχι μόνον είχε συνοχή και δεν παρουσίαζε σημαντικές αντιφάσεις αλλά και επιβεβαιώνεται ουσιωδώς και από ιατρική μαρτυρία και αναφέρθηκε συγκεκριμένα και στη μαρτυρία αυτή. Αναφορικά με τις αντιφάσεις που υπέδειξε η Υπεράσπιση, το δικαστήριο ανέφερε, στη σελ. 11 της απόφασής του, ότι ουδεμία σημασία απέδιδε στις κατ΄ ισχυρισμό αντιφάσεις και εξήγησε με λεπτομέρεια το σκεπτικό του.
Με βάση τα ευρήματα αξιοπιστίας του και εφαρμόζοντας τις σχετικές νομικές αρχές, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι κατηγορίες για επίθεση όσο και οι κατηγορίες για εξύβριση εναντίον του κατηγορούμενου-εφεσείοντα αποδείχθηκαν, στο βαθμό που ήταν απαραίτητο, σε ποινική υπόθεση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα πρόσβαλε την πρωτόδικη απόφαση, ως εσφαλμένη, με πέντε λόγους έφεσης. Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης αφορούν στην αξιοπιστία των Μ.Κ. 1 και 2, που είναι οι παραπονούμενοι. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά σε κατ΄ ισχυρισμόν εσφαλμένα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία του κατηγορούμενου-εφεσείοντα, ο οποίος κρίθηκε ως αναξιόπιστος από το πρωτόδικο δικαστήριο. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη απόρριψη της εκδοχής του ιατρού Μ.Υ.1 και ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό ακροσφαλή καταδικαστική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου καθότι δεν δικαιολογείτο, υπό το φως της μαρτυρίας, η καταδίκη του κατηγορούμενου-εφεσείοντα.
Στην ενώπιον μας διαδικασία ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε με σθένος τις θέσεις του και ανέπτυξε τους λόγους έφεσης. Η ευπαίδευτη συνήγορος για την εφεσίβλητη υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Είναι θεμελιωμένο ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε θέματα αξιοπιστίας. Επέμβαση του Εφετείου, όπως είναι παγίως θεμελιωμένο από τη νομολογία, δικαιολογείται μόνο εκεί όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, κρινόμενες εξ αντικειμένου, καταφαίνονται ανυπόστατες ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη ή είναι αντίθετες με μαρτυρία που δεν έχει αμφισβητηθεί ή είναι κοινά αποδεκτή. Εκεί όπου, με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση διαπιστώσεις του σχετικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Αναφερόμαστε ενδεικτικά στην υπόθεση Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ, 633, στην οποία γίνεται αναφορά και σε πολλές άλλες προηγούμενες αποφάσεις επί του προκειμένου.
Στην παρούσα υπόθεση, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε απόλυτα ορθά και εντός των πλαισίων της αρμοδιότητάς του, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια σύμφωνα με τις ορθές νομικές αρχές και στην δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των προαναφερόμενων δύο παραπονούμενων αλλά και την ιατρική μαρτυρία που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή-Εφεσίβλητη και απέρριψε ως αναξιόπιστη την εκδοχή του ίδιου του Κατηγορούμενου-Εφεσείοντα. Αναφορικά με τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά, κατά την εκτίμηση μας, έκρινε ότι, τα όσα ανέφερε σχετικά με την ίδια την επίθεση συνιστούν άποψη μη ειδικού, η οποία δεν είχε οποιαδήποτε ιδιαίτερη βαρύτητα. Ο εν λόγω μάρτυρας εμφανίστηκε ως ιατρός και έδωσε την ιατρική του μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας, πλην όμως οι απόψεις του αναφορικά με τον τρόπο που έγινε ή δεν έγινε η επίθεση του Κατηγορούμενου-Εφεσείοντα, συνιστούσαν μαρτυρία γνώμης μη ειδικού.
Γενικά, θεωρούμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε χωρίς να διαπράξει οτιδήποτε το μεμπτό, εντός των πλαισίων της αρμοδιότητας του και άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια αναφορικά με τα ευρήματα αξιοπιστίας και την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας. Τίποτε από τα όσα αναφέρονται στη νομολογία ότι συνιστούν θεμιτή επέμβαση του Εφετείου, στα πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας, δεν συντρέχει στην παρούσα υπόθεση.
Αναφορικά με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή η καταδίκη ήταν, υπό τις περιστάσεις, ακροσφαλής, και πάλι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον εφεσείοντα καθότι, στη βάση της μαρτυρίας που δέχθηκε ως αξιόπιστη το πρωτόδικο δικαστήριο και εφαρμόζοντας ορθές νομικές αρχές, ήταν απόλυτα επιτρεπτό να καταδικάσει τον Κατηγορούμενο-Εφεσείοντα σε όλες τις κατηγορίες, όπως και έπραξε.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.