ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B301
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 72/2019
11 Ιουλίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx LIVANUS
Εφεσείοντα
KAI
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
.......
Σ. Αργυρού με Κ. Πατιού (κα) και Κ. Κλεάνθους, για εφεσείοντα
Μ. Πασιαρδή (κα), για εφεσίβλητη
......
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex-Tempore)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας την κατηγορία του βιασμού, κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Συγκεκριμένα κατηγορείται ότι την 1.10.2018, στην περιοχή Ορόκλινης - Λάρνακας, ήρθε σε παράνομη συνουσία με τη νεαρή φοιτήτρια L.B.L. από τη Δανία (στο εξής η παραπονούμενη).
Η κατηγορία απαγγέλθηκε στον Εφεσείοντα στις 6.6.2019 και ενόψει της μη παραδοχής του, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 19.9.2019. Ακολούθως το Κακουργιοδικείο ικανοποίησε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη, κρίνοντας πως στην περίπτωσή του υπήρχε κίνδυνος φυγοδικίας.
Ο Εφεσείων θεωρεί πως το διάταγμα κράτησης του είναι εσφαλμένο και, με την παρούσα Έφεση, επιδιώκει την ανατροπή του στη βάση τεσσάρων λόγων έφεσης. Βασικά, όμως, προσβάλλει το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι η ενώπιον του μαρτυρία, η οποία προέρχεται βασικά από την παραπονούμενη, πιθανολογεί και την καταδίκη του και, περαιτέρω, ότι υφίσταται κίνδυνος φυγοδικίας εφόσον για πέντε ολόκληρους μήνες μετά την, κατ' ισχυρισμό, διάπραξη του αδικήματος, δεν εγκατέλειψε τη Δημοκρατία, ενώ είχε κάθε ευκαιρία να το πράξει.
Για εξέταση του πρώτου παραπόνου του εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο παραθέτει στην απόφασή του σύνοψη της μαρτυρίας που προέκυψε από τις καταθέσεις που είχε ενώπιόν του, η οποία σε συντομία έχει ως ακολούθως:
Κατά τον ουσιώδη χρόνο, η παραπονούμενη φοιτούσε στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, με το πρόγραμμα Erasmus.
Την 1.10.2018 το πανεπιστήμιο διοργάνωσε πάρτι σε κέντρο στην Ορόκλινη, στο οποίο πήγε και η παραπονούμενη μαζί με φίλη της. Εκεί γνώρισε και τον εφεσείοντα, ο οποίος κατάγεται από το Καμερούν και βρίσκεται στην Κύπρο ως αιτητής πολιτικού ασύλου. Αφού αντάλλαξαν μεταξύ τους κάποιες κουβέντες, ο εφεσείων ζήτησε από την παραπονούμενη να του δώσει €1.- για να αγοράσει ποτό. Η παραπονούμενη του έδωσε το €1.- και, στη συνέχεια, ο εφεσείων της ζήτησε να τον ακολουθήσει στην πίσω πλευρά του κέντρου για να της μιλήσει. Η παραπονούμενη, η οποία βρισκόταν σε κατάσταση μερικής μέθης, τον ακολούθησε, αλλά μόλις βρέθηκαν στο πίσω μέρος του κέντρου, ο εφεσείων την έριξε στο έδαφος, όπου και τη βίασε. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η παραπονούμενη έκλαιγε και του ζητούσε να σταματήσει.
Όταν τελικά ο εφεσείων ολοκλήρωσε την πράξη του, της ζήτησε κλαίγοντας, αφενός, συγνώμη και αφετέρου να μην το πει σε κανέναν. Η παραπονούμενη, όμως, όταν στη συνέχεια συνάντησε τη φίλη της, της ανέφερε ότι κάποιος άντρας της επιτέθηκε. Τρεις ημέρες δε αργότερα, στις 3.10.2018, επισκέφθηκε γυναικολόγο καθότι, ως ήταν ο ισχυρισμός της, κατά τον χρόνο του βιασμού είχε στα γεννητικά της όργανα ταμπόν το οποίο δεν έβγαινε. Συναφώς, όπως διαπίστωσε ο γυναικολόγος, το εν λόγω ξένο σώμα βρισκόταν στο βάθος των γεννητικών της οργάνων και το αφαίρεσε. Ακολούθως, στις 6.10.2018, η παραπονούμενη, με την προτροπή της φίλης της, κατήγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία και, στη συνέχεια αναχώρησε για τη χώρα της.
Η αστυνομία, προς διερεύνηση της καταγγελίας, εξασφάλισε φωτογραφικό υλικό από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του κέντρου και για σκοπούς αναγνώρισης του δράστη του βιασμού επικοινώνησε με την παραπονούμενη να έρθει στην Κύπρο για αναγνώριση του προσώπου που κατά τον ισχυρισμό της την είχε βιάσει, όπως και έγινε, με την παραπονούμενη να υποδεικνύει στην αστυνομία τον εφεσείοντα, δηλώνοντας ότι ήταν σχεδόν σίγουρη πως αυτός ήταν ο βιαστής της. Ακολούθησε η έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του εφεσείοντα και κατ΄ αυτή, αφού του επεστήθη η προσοχή στο Νόμο, ο εφεσείων δήλωσε άγνοια για το περιστατικό. Στη συνέχεια όμως, κατά τη μεταφορά του στον αστυνομικό σταθμό, άρχισε να λέει στον αστυνομικό «I don't deserve to live, I want to die, please shoot me». Σημειώνουμε, επίσης, ότι όταν η παραπονούμενη κατήγγειλε στην αστυνομία πως κάποιος την είχε βιάσει, είχε παραδώσει στην αστυνομία και τα ρούχα που φορούσε κατά το χρόνο του, κατ' ισχυρισμό, βιασμού της, τα οποία αποστάληκαν στο Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας, όπου και εντοπίστηκε γενετικό υλικό του Εφεσείοντα.
Στη βάση των πιο πάνω, είναι φανερό ότι η μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Κακουργιοδικείο, πιθανολογούσε καταδίκη του Εφεσείοντα και οι σχετικοί ισχυρισμοί του ευπαίδευτου συνηγόρου του περί του αντιθέτου, δεν γίνονται αποδεκτοί. Υπενθυμίζουμε επί του προκειμένου ότι σύμφωνα με τη Νομολογία (βλ. Georgi Tasev ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 72/2016 ημερ. 26.5.2016, Μαρκίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 50/2017 και 51/2017 ημερ. 22.3.2017, Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135) κατ΄ εξοχήν κριτής της δύναμης του αποδεικτικού υλικού, χωρίς να υπεισέρχεται σε αξιολόγησή του η οποία ανάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο, είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμή του είναι έκδηλα πτωχή. Υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης είναι φανερό ότι η μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Κακουργιοδικείο καθιστούσε πιθανή την καταδίκη και, εν πάση περιπτώσει, με ό,τι έθεσε ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα δεν έχει καταδειχθεί ότι η εν λόγω μαρτυρία στερείται αποδεικτικής δύναμης ή ότι η δύναμη της είναι έκδηλα πτωχή.
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, ορθά το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι, ικανοποιούνταν και τα τρία αντικειμενικά κριτήρια εγγενούς κινδύνου φυγοδικίας - σοβαρότητα του αδικήματος, πιθανότητα καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας - και κατά συνέπεια δεν υφίσταται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου σε σχέση με το παράπονο του εφεσείοντα ότι η ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρία δεν πιθανολογούσε δυνατότητα καταδίκης.
Τώρα, σε ότι αφορά το δεύτερο παράπονο του Εφεσείοντα, είναι δεδομένο ότι, όντως, ο Εφεσείοντας, για πέντε ολόκληρους μήνες πριν τη σύλληψη του είχε την ευκαιρία να εγκαταλείψει τη χώρα και δεν το έκανε. Αυτό το γεγονός το έχει συνεκτιμήσει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο αναφέρει στην απόφασή του τα εξής:
«Το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος είναι Αιτητής Πολιτικού Ασύλου και παρέμεινε στην Κύπρο από την καταγγελία υπό της παραπονούμενης μέχρι τη σύλληψή του στις 3.3.2019, αν και δεν μας τέθηκε, υποδεικνύουμε ότι αυτό το στοιχείο, ως υποδεικνύει η Νομολογία, ουδόλως αναιρεί τον κίνδυνο διαφυγής του Κατηγορούμενου στη βάση των πιο πάνω παραμέτρων που αναφέραμε. Άλλωστε, κατά το διαρρεύσαν διάστημα, ο Κατηγορούμενος συνδέθηκε και με γενετικό υλικό».
Δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε στις επισημάνσεις αυτές του Κακουργιοδικείου, οι οποίες μας βρίσκουν σύμφωνους. Απλώς υπενθυμίζουμε ότι η κράτηση ενός κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου και, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο την άσκησε μέσα στα ορθά πλαίσια και κατά συνέπεια δεν υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο επέμβασης του Εφετείου.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/ΜΣ