ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά. Θ. Ποσνακίδης, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-07-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΛΟΥΚΑΙΔΗΣ ν. ΘΩΜΑ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 5/2019, 19/7/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B335

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 5/2019)

 

19 Ιουλίου 2019

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

xxxx ΛΟΥΚΑΙΔΗΣ,

Εφεσείων

ΚΑΙ

 

                                1. xxxx ΘΩΜΑ,

                                2. xxxx ΜΙΚΕΛΛΙΔΟΥ,

                              3. xxxx ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσιβλήτων

--------------------------------------------

 

Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.

Θ. Ποσνακίδης, για τους Εφεσίβλητους.

 

---------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο εφεσείων με δύο άλλα πρόσωπα αντιμετώπιζαν ως κατηγορούμενοι στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας τρεις ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις τις υπ΄ αρ. 15419/13, 15270/13 και 15420/13. Πρόκειτο για υποθέσεις που σχετίζονταν με το κατ΄ ισχυρισμόν γεγονός ότι ο xxxx  Φουκαρίδης, κατηγορούμενος 1, ενώ ήταν πτωχεύσας με τη συνδρομή και του εφεσείοντα, είχε χωρίς άδεια του Δικαστηρίου, καταχωρήσει αγωγές εναντίον των εδώ εφεσιβλήτων.  Στις 14.7.2015, ο εφεσείων απέστειλε με τηλεομοιότυπο στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας επιστολή με την οποία ανέφερε ότι οι εν λόγω ιδιωτικές ποινικές διώξεις πρέπει να είχαν κατά λάθος οριστεί για ακρόαση την ημέρα εκείνη διότι ο Γενικός Εισαγγελέας με προηγούμενη επιστολή του προς τον ίδιο ημερ. 9.4.2014, τον είχε πληροφορήσει ότι αποφάσισε «... να αναστείλει την ποινική δίωξη των εν λόγω υποθέσεων».  Απέστειλε ταυτόχρονα την επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, καθώς και προηγούμενη δική του ημερ. 26.3.2014, στην οποία ζητούσε αναστολή ποινικής δίωξης.

 

  Η συνοδευτική ενημερωτική επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 9.4.2014 αναφερόταν στις πιο πάνω ποινικές διώξεις, απευθυνόταν δε προς τον ίδιο τον εφεσείοντα, ο οποίος είναι δικηγόρος, γράφοντας:

 

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερ. 26 Μαρτίου 2014, σχετικά με τις πιο πάνω  υποθέσεις και σας πληροφορώ ότι αποφάσισα να αναστείλω την ποινική δίωξη των εν λόγω  υποθέσεων.»

 

        Ήταν όμως ταυτόχρονα αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας την ίδια ημέρα 9.4.2014, είχε επίσης αποστείλει τα έντυπα αναστολής ποινικής δίωξης τα οποία τοποθετήθηκαν εντός των φακέλων των τριών πιο πάνω ποινικών υποθέσεων, τα οποία έντυπα αναφέρονταν ονομαστικά στον εφεσείοντα και μόνο ως κατηγορούμενο 2, στη βάση των οποίων ο εφεσείων απαλλάγηκε από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε σε κάθε μια από τις τρεις ποινικές  υποθέσεις.  Αυτό έγινε στις 10.4.2014.  Οι  υποθέσεις όμως ακόμη και μετά την ημερομηνία αυτή συνεχίζονταν εναντίον του πρώτου κατηγορούμενου xxxx Φουκαρίδη και ορίστηκαν διαδοχικά στις 7.10.2014, 19.9.2014, 11.2.2015 και 14.7.2015, όταν απαλλάγηκε και το εν λόγω πρόσωπο από το Δικαστήριο θεωρώντας στη βάση της επιστολής ημερ. 14.7.2015 που απέστειλε ο εφεσείων προς το Πρωτοκολλητείο ότι  υπήρχε αναστολή ποινικής δίωξης και για το xxxx Φουκαρίδη.  Ο εφεσείων κατά πάντα επίδικο χρόνο ενεργούσε ως δικηγόρος του προσώπου αυτού παρά το γεγονός ότι στις 14.7.2015, ημερομηνία απαλλαγής, δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για εκπροσώπηση του. 

 

        Οι εφεσίβλητοι είναι με τη σειρά τους επίσης δικηγόροι και ήταν οι παραπονούμενοι στις προαναφερθείσες ιδιωτικές ποινικές  υποθέσεις που είχαν καταχωρηθεί εναντίον του εφεσείοντα, του xxxx Φουκαρίδη, αλλά και της συζύγου του τελευταίου.  Όταν αντιλήφθηκαν ότι το Δικαστήριο απάλλαξε και τον xxxx Φουκαρίδη εναντίον του οποίου οι υποθέσεις συνεχίζονταν, ενώ για τη σύζυγο του οι υποθέσεις είχαν στο μεταξύ αποσυρθεί, διερεύνησαν το ζήτημα με το Πρωτοκολλητείο και διαπίστωσαν ότι το έντυπο αναστολής που είχε αποστείλει ο Γενικός Εισαγγελέας αφορούσε μόνο τον εφεσείοντα ως κατηγορούμενο 2 στις κατηγορίες που ο ίδιος αντιμετώπιζε και όχι τους άλλους δύο κατηγορούμενους.  Όταν στις 14.7.2015 οι  υποθέσεις ήταν ορισμένες για ακρόαση για το xxxx Φουκαρίδη, ο εφεσείων είχε αποστείλει την προαναφερθείσα επιστολή χωρίς όμως να αποστείλει και το ίδιο το έντυπο της αναστολής από το οποίο φαινόταν σαφέστατα ότι η αναστολή είχε παραχωρηθεί μόνο για τον εφεσείοντα.

 

 Ως αποτέλεσμα οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν εναντίον του εφεσείοντα και του xxxx Φουκαρίδη, κατηγορούμενοι 1 και 2 αντίστοιχα, την ιδιωτική Ποινική υπόθεση αρ. 8629/2015 κατηγορώντας τους ότι παρενέβησαν σε δικαστική διαδικασία κατά παράβαση των άρθρων 122(β) και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (πρόκειται για δύο κατηγορίες για το ίδιο θέμα, αλλά χωριστά για τον κάθε ένα από αυτούς), ενώ περαιτέρω υπήρχε και  τρίτη κατηγορία αναφορικά με συνωμοσία για ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης κατά παράβαση των άρθρων 121(α) και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.  Σύμφωνα με τις επί του κατηγορητηρίου διατυπωθείσες λεπτομέρειες, αποδόθηκε στον εφεσείοντα ως κατηγορούμενο 1, ότι απέστειλε και χρησιμοποίησε επιστολή ημερ. 9.4.2014, η οποία απευθυνόταν από τον Γενικό Εισαγγελέα στον ίδιο, ώστε και ο κατηγορούμενος 2, xxxx Φουκαρίδης, να απαλλαγεί από τις τρεις ιδιωτικές ποινικές διώξεις που εκκρεμούσαν εναντίον του, ενώ εν γνώσει και των δύο κατηγορουμένων, η εν λόγω επιστολή αποτελούσε μόνο μια ενημερωτική επιστολή σχετικά με την αναστολή ποινικής δίωξης που χορηγήθηκε στον εφεσείοντα ως κατηγορούμενο 2 και όχι και για τον κατηγορούμενο 1. Επομένως, αμφότεροι παραπλάνησαν το Δικαστήριο το οποίο απάλλαξε τον xxxx  Φουκαρίδη από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε χωρίς να δικαιούτο τέτοιας απαλλαγής. 

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε το ευεργέτημα να παρακολουθήσει και εν τέλει να αξιολογήσει ανάλογα τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του που ήταν βασικά οι τρεις παραπονούμενοι εφεσίβλητοι, δικηγόροι στο επάγγελμα, και η Πρωτοκολλητής στο Ποινικό Τμήμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.  Οι τρεις παραπονούμενοι κατέθεσαν περί των γεγονότων, η ουσία των οποία καταγράφηκε ανωτέρω, με βασική θέση ότι ο εφεσείων ως δικηγόρος και για χρόνια διατελέσας Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, γνώριζε πολύ καλά ότι δεν υπήρχε στην πραγματικότητα αναστολή δίωξης για τον xxxx Φουκαρίδη παρά μόνο για τον ίδιο, αλλά παρά ταύτα απέστειλε παραπλανητικά στο Πρωτοκολλητείο την επιστολή ημερ. 14.7.2015 στη βάση της οποίας το Δικαστήριο απάλλαξε και τον xxxx Φουκαρίδη.  Αυτή ήταν η ουσία της μαρτυρίας και των τριών παραπονουμένων, οι οποίοι αρνήθηκαν τις υποβολές του εφεσείοντα κατά την αντεξέταση τους ότι είχαν ενοχληθεί από υποθέσεις που ο εφεσείων και ο xxxx Φουκαρίδης είχαν καταχωρήσει εναντίον τους. 

 

        Το Δικαστήριο έκρινε τους εφεσίβλητους-παραπονούμενους  πλήρως αξιόπιστους.  Η μαρτυρία τους, σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση από τον εφεσείοντα ή τον xxxx Φουκαρίδη, ο οποίος ανέλωσε πολύ χρόνο αντεξετάζοντας επί ασχέτων θεμάτων, αλλά ούτε και η ποινική δίωξη ηγέρθηκε εναντίον του εφεσείοντα και του Φουκαρίδη από αλλότρια ή εκδικητικά κίνητρα ή από πικρία εναντίον τους. Παρομοίως, πλήρως αξιόπιστη έκρινε και τη μαρτυρία της Πρωτοκολλητού, η οποία είχε καταθέσει περί των όσων αδιαμφισβήτητα προέκυπταν από τους ποινικούς φακέλους των τριών  υποθέσεων.  Σε κάθε μια υπήρχε το έντυπο αναστολής σε σχέση με τον εφεσείοντα, όχι όμως για τον Φουκαρίδη.  Στους τρεις φακέλους υπήρχε επίσης η ενημερωτική επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 9.4.2014 προς τον εφεσείοντα.  Η επιστολή του εφεσείοντα προς το Πρωτοκολλητείο ημερ. 15.7.2015 είχε αποσταλεί από το τηλεομοιοτυπικό μηχάνημα του εφεσείοντα.  Ως περαιτέρω σαφώς υπέδειξε, η επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 9.4.2014 ήταν απλώς μια ενημερωτική επιστολή, ενώ η πραγματική αναστολή ήταν αυτή του εντύπου ίδιας ημερομηνίας.

 

        Από την άλλη, έκρινε τον εφεσείοντα, ο οποίος κατέθεσε ενόρκως, ότι η μαρτυρία του ήταν ασαφής, απέφευγε να απαντήσει και δεν ήταν φιλαλήθης.  Προσπάθησε να πείσει ανεπιτυχώς ότι η επιστολή του ημερ. 14.7.2015 και το πραγματικό έντυπο αναστολής συνιστούσαν και τα δύο πραγματικές αναστολές ποινικής δίωξης, ενώ ως Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα για πολλά έτη πολύ καλά γνώριζε ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα.  Δεν γνώριζε, ως είπε, ότι υπήρχε έντυπο αναστολής μέχρις ότου του το παρουσίασε το Πρωτοκολλητείο όταν απευθύνθηκε σ΄ αυτό, αρνούμενος αρχικά ότι ήταν ο ίδιος που απέστειλε στο Πρωτοκολλητείο τη δική του επιστολή ημερ. 14.7.2015 και την επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 9.4.2014.  Αργότερα επιβεβαίωσε ότι πράγματι αυτός τα είχε αποστείλει.  Όταν του τέθηκε κατά την αντεξέταση το ερώτημα, εύλογο κατά το Δικαστήριο, γιατί δεν είχε αναφέρει αν υπήρχε αναστολή και για τον xxxx Φουκαρίδη οποτεδήποτε πριν τις 14.7.2015, εφόσον ο ίδιος είχε ήδη απαλλαγεί από τις 9.4.2014, η θέση του ήταν ότι δεν έφταιγε ο ίδιος, αλλά το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα το οποίο «..έκαμεν τα θάλασσα».  Δεν γνώριζε γιατί οι υποθέσεις προχωρούσαν εναντίον του Φουκαρίδη αφού  υπήρχε αναστολή, παρόλο ότι τον εκπροσωπούσε.  Ανέφερε όμως ότι ενημερωνόταν ο Φουκαρίδης για την πορεία των υποθέσεων του, αλλά δεν θυμόταν αν του είχε δώσει την επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 9.4.2014, χωρίς όμως να το αποκλείσει όταν του υπεβλήθη ότι ο Φουκαρίδης κρατούσε την επιστολή στις 14.7.2015, όπως είχε άλλωστε πει και η εφεσίβλητη 2 στη δική της μαρτυρία.

 

 Το Δικαστήριο, σημείωσε περαιτέρω, κρίνοντας τον εφεσείοντα αναξιόπιστο, ότι ουδέποτε έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου μια και μοναδική πιστευτή εκδοχή.  Το Δικαστήριο εντόπισε διάφορες αντιφάσεις στις θέσεις του, μεταξύ των οποίων, και, ότι ενώ κατά την αντεξέταση του xxxx Θωμά είχε αναφέρει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας εκ λάθους απέστειλε το έντυπο αναστολής μόνο για τον ίδιο, κατά την αντεξέταση του xxxx Ανδρέου ανέφερε ότι εκ του περισσού και εκ λάθους ο Γενικός Εισαγγελέας είχε αποστείλει μια αναστολή μόνο για τον ίδιο, ως να πίστευε ότι η επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα χωρίς το έντυπο αναστολής,  ήταν αρκετή για να ανασταλεί η ποινική δίωξη.  Προσπάθησε ανεπιτυχώς, χωρίς να πείσει, ότι η επιστολή και το έντυπο αναστολής ήταν και τα δύο αναστολές ποινικών διώξεων και ότι η Νομική Υπηρεσία  «το έστειλε δύο φορές», παρά το γεγονός ότι είχε διατελέσει για 30 χρόνια Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα και γνώριζε πολύ καλά τη διαδικασία, θέση όμως που προσπάθησε να διαφοροποιήσει ακόμη και στο εφετήριο λέγοντας ότι δεν ήλεγχε πάντοτε τις αναστολές που υπέγραφε, ούτε γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια τη διαδικασία.

 

        Το Δικαστήριο έκρινε επίσης και τον xxxx Φουκαρίδη  αναξιόπιστο μάρτυρα, αλλά δεν χρειάζεται το ζήτημα να απασχολήσει περαιτέρω εφόσον στο τέλος της ημέρας το Δικαστήριο έκρινε ότι ο xxxx Φουκαρίδης έπρεπε να αθωωθεί από τις κατηγορίες διότι δεν είχε την απαραίτητη πρόθεση, ενώ υπήρχαν και αμφιβολίες ως προς τα συστατικά στοιχεία της συνωμοσίας.  Δεν καταχωρήθηκε έφεση εναντίον αυτής της πτυχής της απόφασης. 

 

        Το Δικαστήριο μετά από τη δέουσα καταγραφή της νομικής πτυχής των κατηγοριών, καταδίκασε τον εφεσείοντα στο αδίκημα που αντιμετώπιζε για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία, απαλλάσσοντας τον ταυτόχρονα από την κατηγορία της συνωμοσίας. 

Με αναφορά στην αναγκαιότητα να αποδειχθεί μια κατηγορία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και με εξέταση των συστατικών στοιχείων της κατηγορίας του άρθρου 122(β), το Δικαστήριο έκρινε στη βάση της υπόθεσης Κωνσταντίνα Ακκελίδου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 249, ότι στην υπό κρίση περίπτωση συνυπήρχαν τόσο η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος («actus reus») όσο και η υποκειμενική υπόσταση («mens rea»).  Ως προς το «actus reus» θεώρησε ότι για να στοιχειοθετηθεί πρέπει να υπάρχει πράξη προορισμένη να επηρεάσει ή που ενδέχεται να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία.  Η επιστολή του εφεσείοντα ημερ. 14.7.2015, η οποία συνοδεύτηκε από την προηγηθείσα επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 9.4.2014, μπορούσε να θεωρηθεί ότι στόχευε να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία εφόσον αναφερόταν ότι εκ λάθους οι ιδιωτικές ποινικές διώξεις ήταν ορισμένες για ακρόαση, ενώ το έντυπο αναστολής δίωξης αναφερόταν μόνο στον ίδιο τον εφεσείοντα.  Επομένως, κατά το Δικαστήριο, ιδωμένη η επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 9.4.2014, κατ΄ απομόνωση της πραγματικής αναστολής που περιεχόταν στο έντυπο αναστολής ίδιας ημερομηνίας 9.4.2014, ενδεχομένως να έδιδε την εντύπωση ότι η επιστολή του εφεσείοντα ημερ. 14.7.2015 ανταποκρινόταν στα ορθά γεγονότα.

 

  Όσον αφορά το «mens rea», το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ένοχη σκέψη ή άλλως η πρόθεση διάπραξης ποινικού αδικήματος σχεδόν ποτέ δεν αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία, αλλά κατά κανόνα αποδεικνύεται με περιστατική.  Η περιστατική μαρτυρία που υπήρχε στην επίδικη περίπτωση απεδείκνυε την ύπαρξη ένοχης διάνοιας εκ μέρους του εφεσείοντα και αυτό διότι ο εφεσείων γνώριζε από τις 10.4.2014 ότι  υπήρχε μόνο για τον ίδιο αναστολή ποινικής δίωξης αφού εκείνη την ημέρα μόνο αυτός απηλλάγηκε από τις κατηγορίες στις τρεις ιδιωτικές ποινικές  υποθέσεις.  Συνέχισε δε να εκπροσωπεί τον xxxx Φουκαρίδη ως δικηγόρος στις  υποθέσεις αυτές και ενώ μεσολάβησαν 15 μήνες με ενδιάμεσο ορισμό των υποθέσεων τρεις φορές ενώπιον του Δικαστηρίου, ουδέποτε προηγουμένως ο εφεσείων ήγειρε ζήτημα ότι ο πελάτης του θα έπρεπε να απαλλαγεί λόγω ύπαρξης αναστολής ποινικής δίωξης και γι΄ αυτόν.  Στις 14.7.2015 και χωρίς να παρουσιάσει έντυπο αναστολής και για τον Φουκαρίδη, αντίστοιχο του εντύπου αναστολής που υπήρχε και για τον ίδιο, ο εφεσείων ήγειρε ζήτημα με την επιστολή του προς τον Πρωτοκολλητή, εισηγούμενος ότι εκ λάθους η υπόθεση συνεχιζόταν και γι΄ αυτόν. Περαιτέρω η xxxx Φουκαρίδου δεν είχε απαλλαγεί των κατηγοριών στις υποθέσεις λόγω αναστολής ποινικής δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα, όπως ήταν η θέση του εφεσείοντα, αλλά λόγω του ότι αποσύρθηκαν οι εναντίον της κατηγορίες από τους ιδίους τους παραπονούμενους προγενέστερα στις 28.2.2014.  Κατ΄ επέκταση, η επιστολή που απέστειλε ο Γενικός Εισαγγελέας ημερ. 9.4.2014, δεν θα μπορούσε να αφορούσε και τους τρεις κατηγορουμένους, όπως ήταν ο ισχυρισμός του εφεσείοντα.  Αν ο εφεσείων πίστευε ότι η επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 9.4.2014 αποτελούσε πραγματική αναστολή ποινικής δίωξης και για τον Φουκαρίδη, θα αναμένετο να χρησιμοποιήσει αυτή τη θέση από τουλάχιστον τις 10.4.2014 όταν οι τρεις υποθέσεις ήταν ορισμένες ώστε ο Φουκαρίδης να απαλλαγεί από τότε. 

 

        Τα ανωτέρω, μαζί με το γεγονός ότι ο εφεσείων διετέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα και γνώριζε τη διαδικασία χορήγησης αναστολής ποινικής δίωξης, αποτελούσαν, κατά το Δικαστήριο, «ένα συμπαγές και αρραγές σύνολο» από το οποίο δεν θα μπορούσε να δοθεί άλλη εξήγηση εκτός από το ότι η πρόθεση του εφεσείοντα ήταν να παρέμβει στη δικαστική διαδικασία.  Επομένως οι κρίκοι της περιστατικής μαρτυρίας ήταν τέτοιοι που αποτελούσαν στέρεο υπόβαθρο για την καταδίκη του.

 

        Το Δικαστήριο επέβαλε στη συνέχεια φυλάκιση τεσσάρων μηνών στον εφεσείοντα ενόψει της σοβαρότητας της κατηγορίας της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία.  Έκρινε όμως ταυτόχρονα ότι ήταν περίπτωση στην οποία θα μπορούσε να ανασταλεί η ποινή λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του, της μη αποκόμισης οποιουδήποτε οφέλους από την απαλλαγή του Φουκαρίδη και υπό το φως  της προηγούμενης κατοχής εκ μέρους του δημοσίων θέσεων και αξιωμάτων ως Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα και ως Δικαστής της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

        Ο εφεσείων θεωρεί με την έφεση του ότι εσφαλμένα πρωτοδίκως κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα του άρθρου 122(β) του Κεφ. 154.  Παραπονείται επίσης ότι το Δικαστήριο έσφαλε ως και προς την προσέγγιση της ποινής και δεν έδωσε σημασία σε γεγονότα που θα μπορούσαν να την ελαχιστοποιήσουν. Στο σύντομο διάγραμμα του, (στο οποίο δεν καταγράφεται οτιδήποτε για την ποινή), εισηγείται ότι ουδέποτε διέπραξε οποιοδήποτε αδίκημα με δεδομένο ότι ο εφεσείων ως συγκατηγορούμενος με άλλους δύο στις τρεις ποινικές υποθέσεις θεώρησε εύλογα ότι η αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα στην επιστολή του ημερ. 9.4.2014 ότι είχε αποφασίσει να αναστείλει την ποινική δίωξη των εν λόγω υποθέσεων, κάλυπτε όλους τους κατηγορούμενους.  Όμως «εκ παραδρομής» και «εκ περισσού», ο Γενικός Εισαγγελέας απέστειλε και μια επιστολή προς τον ίδιο με την οποία τον ενημέρωνε ότι η ποινική εναντίον του δίωξη αναστελλόταν.  Αυτές  οι επιστολές απεστάλησαν στον Πρωτοκολλητή από το αρχείο της Νομικής Υπηρεσίας και ο ίδιος δεν απέστειλε οποιοδήποτε έντυπο στον Πρωτοκολλητή.  Περαιτέρω, ο ίδιος δεν ειδοποιήθηκε για την αναστολή από το Δικαστήριο και θεώρησε ότι οι υποθέσεις φυσιολογικά θα ακολουθούσαν την πορεία τους χωρίς να είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην εξέλιξη που έγινε.  Ήταν επομένως λανθασμένη η καταδίκη του από το Δικαστήριο λόγω καθυστέρησης της εκ μέρους του προώθησης της αναστολής ποινικής δίωξης εφόσον θεώρησε ότι οι ποινικές υποθέσεις δεν προωθούνταν και ο εφεσείων δεν τις παρακολουθούσε βασιζόμενος στο ότι είχαν ήδη ανασταλεί.  Ο εφεσείων δεν γνώριζε την ύπαρξη του εντύπου αναστολής το οποίο δεν χρειαζόταν βάσει του Νόμου και το Δικαστήριο όφειλε να γνωρίζει ότι μια αναστολή μπορεί να γίνει και προφορικά. 

 

        Ο ίδιος μόλις πληροφορήθηκε ότι δεν είχε ανασταλεί η δίωξη των άλλων δύο προσώπων-συγκατηγορουμένων του, απέστειλε πράγματι την υπό ημερομηνία 14.7.2015 επιστολή στην οποία επισύναψε τα έγγραφα που αναφέρονταν σε αυτή και στην οποία λανθασμένα στηρίχθηκε το Δικαστήριο για να καταδικαστεί, ενώ το μόνο που έκανε ο ίδιος ήταν να πληροφορήσει το Πρωτοκολλητείο και συνεπώς και το Δικαστήριο, περί της ύπαρξης της επιστολής που του απέστειλε ο Γενικός Εισαγγελέας.  Τα γεγονότα είναι απλά και δεν δικαιολογούσαν ως επί λέξει αναφέρεται εν κατακλείδι στο διάγραμμα «με οποιαδήποτε φαντασία την ύπαρξη γεγονότος ή αδικήματος όπως βρήκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.  Πρόκειται για μια απόφαση ανεπίτρεπτη, η οποία μου προκάλεσε μεγάλη ταλαιπωρία και προσβολή και την οποία θεωρώ κακόβουλη και σοβαρό πλήγμα κατά της δικαιοσύνης.».

 

        Η αντίθετη θέση των εφεσιβλήτων στο δικό τους διάγραμμα είναι ότι ορθά το Δικαστήριο αποφάσισε εμπεριστατωμένα και στη βάση εύλογης αποτίμησης και αξιολόγησης της μαρτυρίας, τα δε συστατικά στοιχεία του αδικήματος είχαν στοιχειοθετηθεί πλήρως, όπως άλλωστε καταγράφηκε δεόντως στην πρωτόδική απόφαση.  Ο εφεσείων προσπάθησε να παραπλανήσει αναφέροντας ότι ο λόγος της καταδίκης του ήταν διότι άργησε να αποστείλει την αναστολή της ποινικής δίωξης.  Η αλήθεια είναι ότι το Δικαστήριο σαφέστατα τον καταδίκασε διότι η επιστολή ημερ. 9.4.2014 του Γενικού Εισαγγελέα δεν αποτελούσε αναστολή ποινικής δίωξης, γεγονός που πολύ καλά γνώριζε ο εφεσείων διαπράττοντας το αδίκημα συντάσσοντας και αποστέλλοντας τη δική του επιστολή ημερ. 14.7.2015.

 

        Έχοντας εξετάσει με τη δέουσα προσοχή τα όσα έχουν τεθεί από πλευράς του εφεσείοντα είναι κατ΄ αρχάς αναγκαίο να τεθεί το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συζητήθηκε η πρωτόδικη διαφορά και απασχολεί τώρα και κατ΄ έφεση.  Το άρθρο 122 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, προνοεί τα ακόλουθα:

 

   «Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη

 

   (α) ............

 

   (β) προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ή οποιαδήποτε αστυνομική έρευνα που διεξάγεται με σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας ή έρευνα που διεξάγεται με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου,

 

   είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.»

 

        Στην κατά πλειοψηφία απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ακκελίδου ν. Αστυνομίας - ανωτέρω - έγινε λεπτομερής καταγραφή του ιστορικού του άρθρου αυτού και της ερμηνείας του.  Λέχθηκε ότι το άρθρο  έχει τις καταβολές του στο Αγγλικό δίκαιο και αποτελεί μηχανισμό προστασίας της δικαιοσύνης και για την ερμηνεία του ενδείκνυτο αναφορά στις πραγματικότητες και τις ανάγκες, αλλά και τον αληθινό σκοπό της διάταξης «... η οποία νόημα έχει μόνο εφόσον θεωρηθεί ότι αποβλέπει στην ποινικοποίηση ορισμένης συμπεριφοράς ως βλαπτικής για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.».  Κρίθηκε ότι στο Κοινοδίκαιο η λέξη «calculate» που αποτελούσε μέρος του λεκτικού του άρθρου 122 που ήταν διατυπωμένο αρχικά στην Αγγλική γλώσσα και είχε εισαχθεί στον Ποινικό  Κώδικα  της  Κύπρου  με  τον Τροποποιητικό Νόμο αρ. 20/55, αρχικά είχε την έννοια του απλού ενδεχομένου και, επομένως, η μετάφραση της με τη λέξη «προορισμένη» στο Ελληνικό κείμενο αφορά σε πράξη που εξ αντικειμένου έχει κάποια τάση.  Συνακόλουθα, κατά το σκεπτικό της Πλήρους Ολομέλειας. το actus reus  δεν είναι οποιαδήποτε πράξη, αλλά είναι πράξη με συγκεκριμένη τάση ώστε να υπάρχει ο εξ αντικειμένου κίνδυνος σοβαρού επηρεασμού ή παρακώλυσης της δικαιοσύνης.  Όσον αφορά το «mens rea» την  υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος, κατά την ερμηνεία που δόθηκε, δεν είναι απαραίτητη η στοιχειοθέτηση  ειδικής πρόθεσης.  Το τι απαιτείται για στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του άρθρου 122(β), είναι μόνο η ύπαρξη βασικής πρόθεσης, η οποία προσλαμβάνει τη μορφή του ότι ο δράστης «επιφέρει ό,τι επάγεται η πράξη του (α) όταν το επιθυμεί, ανεξάρτητα από το αν προβλέπει ή όχι ότι πιθανώς να επέλθει και (β) όταν προβλέπει ότι πιθανώς να επέλθει είτε το επιθυμεί είτε όχι.».  Και αυτό ανεξάρτητα βέβαια από το οποιοδήποτε κίνητρο ή ελατήριο.  Τα εξωτερικά ή αντικειμενικά στοιχεία κάθε περίπτωσης παρέχουν συχνά το στήριγμα της κατάληξης ως προς την πρόθεση.  Είναι απαραίτητη για το σκοπό της κατάληξης ότι υπάρχει σε συγκεκριμένη υπόθεση η πρόθεση, δικαστική κρίση στη βάση της μαρτυρίας που προσάγεται.

 

        Με βάση τα ανωτέρω, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι και η αντικειμενική, αλλά και η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της παρεμπόδισης σε δικαστική διαδικασία υφίσταντο, ήταν ορθή.  Το Δικαστήριο ήταν προσεκτικό στην ανάλυση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του κατά τρόπο που η καταδίκη του εφεσείοντα στο αδίκημα να ήταν αποτέλεσμα συγκροτημένης νομικής σκέψης και ορθής νομικής ανάλυσης.  Τα δεδομένα ενώπιον του Δικαστηρίου αξιολογήθηκαν ορθά και είναι φανερό μέσα από τους λόγους έφεσης και το σύντομο διάγραμμα που κατατέθηκε από τον εφεσείοντα, ότι στην ουσία η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας, δηλαδή, των τριών εφεσιβλήτων-παραπονουμένων και της Πρωτοκολλητού, δεν πλήττεται ως εσφαλμένη.  Η ανάγνωση της μαρτυρίας δεν θα μπορούσε άλλωστε να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα διότι στην ουσία οι μάρτυρες κατέθεσαν περί γεγονότων που εξ αντικειμένου ήταν δεδομένα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και τεκμηριώθηκαν μέσα από την κατάθεση των σχετικών εγγράφων.  Περαιτέρω, η ευθύνη της αξιολόγησης της μαρτυρίας βαρύνει πρωταρχικά το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν επεμβαίνει το Εφετείο, σύμφωνα με πάγια νομολογία, εκτός και εάν διαπιστώνεται αντιφατικότητα στα ευρήματα ή το Δικαστήριο έχει οδηγηθεί σε λανθασμένα συμπεράσματα που αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων ή τα κατατεθέντα έγγραφα ή άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο, μαρτυρία. 

 

        Η αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του εφεσείοντα επίσης δεν βάλλεται τουλάχιστον ευθέως και εκείνο το οποίο  σε τελική ανάλυση απασχολεί, είναι η υπαγωγή των ευρημάτων του Δικαστηρίου στο νομικό πλαίσιο του κατηγορητηρίου και κατά πόσο η υπαγωγή αυτή ήταν ή όχι ορθή.  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Δικαστήριο εξέτασε σφαιρικά, αντικειμενικά και κατά δίκαιο τρόπο την υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα και με ορθή επίγνωση της αποστολής του, εξ ου και θεώρησε ότι η κατηγορία της συνωμοσίας δεν στοιχειοθετείτο, αθωώνοντας και απαλλάσσοντας τον εφεσείοντα από αυτή.  Η θέση του εφεσείοντα ότι εκ του περισσού ή εκ παραδρομής ή εκ λάθους ο Γενικός Εισαγγελέας απέστειλε και δεύτερη επιστολή δημιουργώντας έτσι πρόβλημα στην αντίληψη σε ποιον αναφερόταν η επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα προς τον εφεσείοντα ημερ. 9.4.2014, είναι λανθασμένη και δεν έχει έρεισμα είτε στη δική του γνώση των πραγμάτων, έχοντας ο ίδιος υπηρετήσει για τριάντα έτη στη θέση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, είτε στα εξ αντικειμένου διαπιστωθέντα γεγονότα.  Ο εφεσείων δέχθηκε στη μαρτυρία του ότι είχε αποσταλεί στο Πρωτοκολλητείο «επιστολή» που στην πραγματικότητα ήταν το έντυπο αναστολής η οποία σαφέστατα αφορούσε τον ίδιο και μόνο.  Η επιστολή αυτή ή καλύτερα το έντυπο αναστολής έφερε ίδια ημερομηνία 9.4.2014 με αυτή που ο Γενικός Εισαγγελέας απέστειλε στον εφεσείοντα αναφορικά με την απόφαση του να αναστείλει την ποινική δίωξη των εν λόγω υποθέσεων. 

 

        Ο εφεσείων όντας δικηγόρος και του xxxx Φουκαρίδη, του δεύτερου συγκατηγορούμενου του, αλλά και της xxxx Φουκαρίδου επίσης συγκατηγορούμενης στις υποθέσεις, άφησε τα πράγματα να εξελιχθούν χωρίς να θέσει σε τάξη έγκαιρα τις τρεις εκκρεμούσες υποθέσεις εναντίον του ιδίου και των δύο συγκατηγορουμένων του.  Από τη μαρτυρία του εξάγεται σαφώς το συμπέρασμα ότι οι τρεις  υποθέσεις προχώρησαν εναντίον των δύο  υπολοίπων κατηγορουμένων, ο ίδιος το γνώριζε αυτό από τις ειδοποιήσεις που του αποστέλλονταν από το Πρωτοκολλητείο για τις αναβολές (στις ειδοποιήσεις φαίνεται καθαρά ότι είχε ειδοποιηθεί συγκεκριμένη υπάλληλος του γραφείου του), ή, στέλλοντας αντιπρόσωπο να παρουσιαστεί εκ μέρους του (για παράδειγμα το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 19.9.2014 καταγράφει την παρουσία του κ. Χρυσοστόμου για Φουκαρίδη, κατηγορούμενο 1, εκ μέρους του κ. Λουκαΐδη) και ουδέποτε προηγουμένως πριν την αποστολή της επίδικης επιστολής 14.7.2015, θεώρησε ορθό να αντιτάξει ότι οι υποθέσεις εναντίον των συγκατηγορουμένων του είχαν επίσης ανασταλεί, κατά τη δική του βέβαια θέση.  Το πιο τραντακτό παράδειγμα περί της γνώσης του ότι η αναστολή αφορούσε μόνο τον ίδιο ήταν το γεγονός ότι σύμφωνα με το πρακτικό του Δικαστηρίου που τηρήθηκε στις 10.4.2014 στην υπόθεση 15419/13 και τις άλλες, ο ίδιος ο εφεσείων ήταν παρών ως κατηγορούμενος και ως δικηγόρος του Φουκαρίδη και η δίωξη αναστάληκε μόνο γι΄ αυτόν, ενώ στη γνώση του εφεσείοντα ορίστηκε στις 7.10.2014 για ακρόαση για τον Φουκαρίδη.

 

Ως δικηγόρος και διατελέσας Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, ότι η προς αυτόν επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα  9.4.2014, ήταν απλώς ενημερωτική και η πραγματική αναστολή ήταν αυτή που την ίδια ημέρα 9.4.2014 (και δεν είναι άνευ σημασίας η ταυτόχρονη αυτή αποστολή εντύπου αναστολής στο Δικαστήριο μέσω του Πρωτοκολλητείου), είχε δοθεί από τον Γενικό Εισαγγελέα με ρητή αναφορά στο πρόσωπο του εφεσείοντα και μόνο, κατόπιν άσκησης της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα η οποία όπως και πάλι αναφέρεται στο ίδιο το έντυπο αφορούσε «Aναστολή Ποινικής Δίωξης (Nolle prosequi) σύμφωνα με το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 154(1) του Κεφ. 155».  Η θέση, επομένως, του εφεσείοντα ότι η αναστολή θα μπορούσε να δοθεί και προφορικά είναι αβάσιμη και εν πάση περιπτώσει, δεν ίσχυε στην προκείμενη υπόθεση.

 

        Συνάγεται ότι όταν στις 14.7.2015 ο εφεσείων απέστειλε την επίμαχη επιστολή στο Πρωτοκολλητείο χωρίς αναφορά στα ορθά γεγονότα από την άποψη του ότι δεν ανέφερε ως όφειλε ότι η αναστολή αφορούσε μόνο τον ίδιο είχε διαπράξει και το actus reus και το mens rea που απαιτείται κατά το άρθρο 122(β).  Το Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι η όλη μαρτυρία απεδείκνυε τη βασική πρόθεση, όπως αναφέρεται στην Ακκελίδου - ανωτέρω -, αυτής αποδεικνυομένης διά της περιστατικής μαρτυρίας την οποία το Δικαστήριο επιμελώς κατέγραψε και  η οποία αναφέρθηκε προηγουμένως στο παρόν σκεπτικό.  Εύλογα το Δικαστήριο κατέγραψε επίσης ότι εάν ο εφεσείων πίστευε ότι η επιστολή που του απεστάλη από τον Γενικό Εισαγγελέα ημερ. 9.4.2014, ήταν η πραγματική αναστολή ή το έντυπο αναστολής της ποινικής δίωξης, τίθετο το ερώτημα γιατί δεν το χρησιμοποίησε από τις 10.4.2014 όταν οι τρεις ποινικές υποθέσεις ήταν ορισμένες για να απαλλαγούν όλοι οι κατηγορούμενοι ή τουλάχιστον να τεθεί από τότε το ζήτημα της αναστολής για όλους ιδιαίτερα από τη στιγμή που, όπως υποδείχθηκε ήδη ανωτέρω, ήταν ο ίδιος παρών όταν αναστάληκε η δίωξη εναντίον του και μόνο. Και επίσης ορθά και εύλογα κατέγραψε το Δικαστήριο ότι  η επιθυμία του εφεσείοντα να απαλλάξει και τον xxxx Φουκαρίδη προέκυπτε σαφώς και γραπτώς από το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 14.7.2015, που ο ίδιος απέστειλε στο Πρωτοκολλητείο

 

        Σύμφωνα με τον Archbold: Criminal Pleading Evidence and Practice 2006, σελ., 2461, παρ. 28-18, αναφέρεται ότι για την απόδειξη του «tending to pervert the course of justice», η κατηγορούσα αρχή δεν είναι υπόχρεη να αποδείξει ότι «the tendency or possibility in fact materialized; there must be a possibility that what the accused has done "without more" might lead to injustice: R. v. Murrey G.E. 75 Cr. App. R. 58 CA;»Και ότι η πράξη η ίδια πρέπει να έχει την προοπτική ή ενδεχόμενο να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία.  Εδώ στην πράξη οι ενέργειες του εφεσείοντα επενέβησαν στη δικαστική διαδικασία, εν γνώσει του ότι τα όσα ανέφερε δεν ήταν πραγματικότητα.

 

        Δεν αναφέρεται οτιδήποτε στο διάγραμμα του εφεσείοντα αναφορικά με το λόγο έφεσης που σχετίζεται με την επιβληθείσα ποινή.  Θεωρείται συνεπώς ότι ο συγκεκριμένος λόγος έχει εγκαταλειφθεί, όπως υποδεικνύουν και οι εφεσίβλητοι στο δικό τους διάγραμμα, αλλά μπορεί να υποδειχθεί ότι αναμφίβολα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιβάλλοντας την ποινή που θεώρησε ορθή ενήργησε εντός των νομολογιακών παραμέτρων που καθορίζουν οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, μάλιστα, με επίδειξη υπέρμετρης επιείκειας.

 

        Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                Δ.

 

                                                Δ.

 

                                                Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο