ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B285
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 244/2017)
8 Ιουλίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων
- ν. -
xxx ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσιβλήτου
-------------------------------------------
Μ. Κουτσόφτας, Δημόσιος Κατήγορος, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Καλλής, για τον Εφεσίβλητο.
-------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσίβλητος μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία κατά την οποία αντιμετώπισε κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, κρίθηκε στις 28.8.2017 μέσω μιας πολυσέλιδης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ένοχος στην κατηγορία με βασική κρίση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος είχε οδηγήσει το όχημα του απερίσκεπτα και αυτή η ενέργεια ήταν η ουσιαστική αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος και του θανάτου του θύματος.
Στις 19.10.2017 επιβλήθηκε ποινή εννέα μηνών φυλάκισης πλέον οκτώ βαθμούς ποινής και αποστέρηση του δικαιώματος κατοχής ή λήψης άδειας οδήγησης για περίοδο εννέα μηνών. Πρόσθετα, το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης για τρία έτη με δεδομένη την ηλικία του εφεσίβλητου, τις οικονομικές και οικογενειακές του περιστάσεις, το λευκό ποινικό μητρώο που περιλάμβανε και λευκό οδικό μητρώο, την κατάσταση της υγείας του, η οποία στην πάροδο του χρόνου επιδεινώθηκε και την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την κρίση του Δικαστηρίου.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την πιο πάνω ποινή θεωρώντας την ως έκδηλα ανεπαρκή, ως απόρροια δυσανάλογης βαρύτητας που έδωσε το Δικαστήριο στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου και ότι πλημμελώς εφαρμόστηκε ο Νόμος επί των πραγματικών γεγονότων αναφορικά με τη μαρτυρία οδήγησης οχήματος κατά χρόνο που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή υπερέβαινε το επιτρεπτό όριο και για την οποία το Δικαστήριο, κατά την εισήγηση, θα έπρεπε να προσθέσει ανάλογη κατηγορία. Τέλος, ότι λανθασμένα έκρινε όπως τα έξοδα της υπόθεσης καταβληθούν από την κατηγορούσα αρχή και όχι από τον εφεσίβλητο.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της εφεσείουσας Δημοκρατίας απέσυρε το λόγο που σχετίζεται με την προσθήκη κατηγορίας παραμένοντας μόνο στο λόγο της έφεσης περί ανεπάρκειας της ποινής. Η θέση που αναπτύχθηκε ήταν ότι ενόψει της σοβαρότητας του αδικήματος, της ανάγκης επιβολής αποτρεπτικών ποινών και της έξαρσης στη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων, το Δικαστήριο δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα που άρμοζε υπό τις περιστάσεις έχοντας υπόψη ότι η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή είναι αυτή της φυλάκισης μέχρι τέσσερα έτη ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα €4.300. Το δυστύχημα λόγω της απερίσκεπτης ενέργειας του εφεσίβλητου προκάλεσε το θάνατο ενός τριαντάχρονου μοτοσυκλεττιστή σε περίοδο που τα δυστυχήματα του είδους βρίσκονται σε έξαρση και μπορούν να αναχαιτιστούν μόνο με την επιβολή αυστηρών ποινών εφόσον η καταδίκη στο αδίκημα του άρθρου 210 σημαίνει ότι ένας πολίτης της Δημοκρατίας απώλεσε τη ζωή του εξ αιτίας της παράνομης συμπεριφοράς κατηγορουμένου προσώπου, έστω και εάν αυτή έχει λάβει χώραν χωρίς υπαίτια αμέλεια ή πρόθεση. Οι χρησιμοποιηθείσες υπό του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αυθεντίες αποτελούν μεν καθοδήγηση, αλλά έχουν εκδοθεί σε άλλες χρονικές περιόδους, ενώ τα Δικαστήρια έχουν διαπιστώσει τη συχνότητα και έξαρση των θανατηφόρων δυστυχημάτων τα οποία πλέον δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με ποινές όπως αυτή που επιλέγηκε από το Δικαστήριο και η οποία μάλιστα ανεστάλη. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιβάλλουν την αυστηρή αντιμετώπιση των θανατηφόρων δυστυχημάτων και προς τούτο αναφέρθηκαν οι υποθέσεις Παντέλας ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 562, όπου επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών για την πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του άρθρου 210, Δημοκρατία ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, όπου η ποινή των έξι μηνών φυλάκισης και στέρησης άδειας κατοχής οδηγού για 18 μήνες κρίθηκε επιεικής από το Ανώτατο Δικαστήριο, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, όπου η ποινή φυλάκισης των τεσσάρων μηνών μειώθηκε σε δύο μήνες, αλλά υπήρξε και στέρηση αδείας οδηγού για δώδεκα μήνες και άλλες, τα γεγονότα των οποίων έτυχαν σχολιασμού ανάλογα με την περίπτωση, με τον ευπαίδευτο κατήγορο να επισημαίνει ότι η παρούσα υπόθεση έπρεπε να αντιμετωπιστεί με αυστηρότητα και το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να προσδώσει περιφερειακή και μόνο βαρύτητα στις προσωπικές συνθήκες ή άλλες περιστάσεις του εφεσίβλητου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη επαρκώς τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος κατά τις οποίες ο εφεσίβλητος επιχείρησε προσπέρασμα σε δρόμο που απαγορευόταν λόγω συνεχούς άσπρης γραμμής και που ήταν στις συνθήκες επικίνδυνος χειρισμός, ερχόμενος έτσι αντιμέτωπος με τον θανόντα που ήταν ήδη πεσμένος στο έδαφος και ο οποίος δεν θα έχανε τη ζωή του εάν δεν προσπερνούσε άλλο όχημα, ο οδηγός του οποίου στο μεταξύ είχε δει το εμπόδιο στο δρόμο και ήταν σε θέση να λάβει μέτρα να μην συγκρουστεί με τον θανόντα.
Αντίθετα ο συνήγορος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι η ποινή της φυλάκισης των εννέα μηνών μετά πάροδο πενταετίας από τη διάπραξη του αδικήματος δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί έκδηλα ανεπαρκής, ιδιαιτέρως με δεδομένο ότι δεν συνέτρεχαν επιβαρυντικοί παράγοντες ώστε να επιβαλλόταν αυστηρότερη ποινή. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου υπεδείκνυαν στιγμιαία λανθασμένη κίνηση του εφεσίβλητου η οποία και κρίθηκε απερίσκεπτη και επομένως δεν υπήρχε παρατεταμένη επικίνδυνη οδήγηση. Ταυτόχρονα ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινή της φυλάκισης μπορούσε να ανασταλεί δεδομένου του λευκού ποινικού μητρώου του εφεσίβλητου, της παρόδου ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος χωρίς να έχει ευθύνη ο ίδιος, της ανάληψης ευθύνης εκ μέρους της ασφαλιστικής του εταιρείας προς αποζημίωση του θύματος, της ανυπαρξίας προηγούμενων βαθμών στην άδεια οδήγησης και των αλλαγών στις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του συνθήκες.
Όπως έχει ήδη λεχθεί, το Δικαστήριο μέσα από μια πολυσέλιδη απόφαση έκρινε την οδήγηση του εφεσίβλητου ως εμπίπτουσα στο άρθρο 210 και κατέγραψε κάθε δυνατό στοιχείο που αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο έγινε το δυστύχημα, αναλύοντας με επάρκεια τη νομική πτυχή της υπόθεσης. Πολύ συνοπτικά, το δυστύχημα επεσυνέβη υπό τις εξής συνθήκες: Ο θανών στις 15.11.2012 κατά η ώρα 00:37 οδηγούσε μοτοποδήλατο στην οδό Αγίας Ζώνης της Λεμεσού όταν σε κάποιο σημείο του δρόμου και για λόγους που δεν αφορούσαν τον εφεσίβλητο, απώλεσε τον έλεγχο του μοτοποδηλάτου με αποτέλεσμα να βρεθεί ξαπλωμένος στην άσφαλτο με το κεφάλι του να βρίσκεται στη μέση του δρόμου φορώντας ακόμη το κράνος του. Ο εφεσίβλητος οδηγούσε κατά τον ίδιο χρόνο το όχημα του και σε σημείο που τελείωνε η διαχωριστική νησίδα στα φώτα της συμβολής της Αγίας Ζώνης με τη λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, αύξησε ταχύτητα προσπερνώντας το όχημα του Μ.Κ.7 το οποίο κινείτο με ταχύτητα περίπου 50 χ.α.ω. Για τον Μ.Κ.7 ήταν εμφανές ότι κάτι υπήρχε στο δρόμο βορειότερα της λωρίδας πορείας του, χωρίς όμως να μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα ως προς το τι ο ίδιος ο εφεσίβλητος μπορούσε να δει ή έβλεπε πριν ή κατά το προσπέρασμα. Προσπερνώντας όμως ο εφεσίβλητος τον Μ.Κ.7 και εισερχόμενος πίσω στη λωρίδα του κινήθηκε δεξιότερα διαπερνώντας τον θανόντα. Τόσο ο Μ.Κ.7, όσο και ο Μ.Κ.8 που κινείτο στον ίδιο δρόμο, είδαν έγκαιρα τον θανόντα εκλαμβάνοντας τον αρχικά ως αντικείμενο επί του δρόμου καταφέρνοντας όμως και οι δύο να αποφύγουν σύγκρουση μαζί του.
Έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι το έργο της επιβολής ποινής αφορά πρωτίστως το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ανάλογη ευθύνη με το ζητούμενο κατά την έφεση να είναι κατά πόσο η επιβληθείσα ποινή είναι εκδήλως ανεπαρκής ή υπερβολική ή άλλως πως αναδεικνύει σφάλμα αρχής, (Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42 Bezanides v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785 και Ελ Χαπίρ Ναζίπ ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 808, ECLI:CY:AD:2014:B880). Το Εφετείο δεν επεμβαίνει ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι ένα άλλο πρωτόδικο Δικαστήριο ή το ίδιο το Εφετείο θα επέβαλλε μια διαφορετική ποινή (Αστυνομία ν. Roman Glazkov, Ποιν. Έφ. αρ. 262/18 κ.ά., ημερ. 16.5.2019).
Αναμφίβολα η απώλεια ζωής λόγω θανατηφόρου δυστυχήματος είναι ιδιαίτερα θλιβερή και αποτελεί πρόβλημα στη σύγχρονη κοινωνία κατά τρόπο που διαταράσσει τον κοινωνικό ιστό και κατά κανόνα είναι απόρροια εγωϊστικής οδήγησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αναφέρθηκε στη νομολογία που περιέχεται και σχετικά πρόσφατα στη Νικολάου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. αρ. 195/2014, ημερ. 20.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:B205, όπου ταξινομήθηκαν υπό τύπο καθοδήγησης οι αρχές που λαμβάνονται στις περιπτώσεις αυτές και που πρέπει να καθοδηγούν τα Δικαστήρια. Όπως ορθά λέχθηκε δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο ποινής. Η επιμέτρηση της είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση και την υφή της αμέλειας που προκάλεσε το θάνατο. Όπου παρατηρείται εγωϊστική παραγνώριση της ασφάλειας άλλων προσώπων ή απερίσκεπτη και αδιάφορη οδήγηση η ποινή της φυλάκισης και η στέρηση αδείας οδηγού ενδείκνυται. Όπου το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία και το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου είναι καλό, ενδέχεται να επιβληθεί χρηματική ποινή και στέρηση αδείας οδηγού ανάλογα με τις περιστάσεις. Στην Παντέλα ν. Αστυνομίας - ανωτέρω - αναφέρθηκε ότι η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ή ναρκωτικών, η υπερβολική ταχύτητα, η αδιαφορία σε προειδοποιήσεις από συνεπιβάτες και η επίμονη και εκούσια πορεία πολύ κακής οδήγησης, αποτελούν επιβαρυντικούς παράγοντες.
Οι προηγούμενες ποινές επί θανατηφόρων δυστυχημάτων είναι ενδεικτικές, αλλά δεν αποτελούν αυστηρή καθοδήγηση για το λόγο ότι δεν υπάρχει κατά κανόνα ταυτοσημία επί των γεγονότων. Όπως λέχθηκε και στην Αστυνομία ν. Roman Glazkov - ανωτέρω - ανευρίσκονται στη νομολογία υποθέσεις και προς αυστηρότερη κατεύθυνση σε σχέση με τα θανατηφόρα δυστυχήματα και προς επιεικέστερη, ανάλογα με τις περιστάσεις. Το ότι τα δυστυχήματα του είδους θα πρέπει να αντιμετωπίζονται πολύ αυστηρά εφόσον ένα άτομο χάνει τη ζωή του, είναι δεδομένο, αλλά η τελική παράμετρος παραμένει κατά πόσο διαπιστώνεται από το Εφετείο σφάλμα αρχής κατά την επιβολή της πρωτόδικης ποινής.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος ήταν ιδιάζουσες με το Δικαστήριο να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου ως αποτέλεσμα όχι εγωϊστικής συμπεριφοράς, αλλά στιγμιαίας αβλεψίας που ενείχε όμως το στοιχείο της απερισκεψίας. Ο εφεσείων κατά τη διάπραξη του αδικήματος ήταν ηλικίας 63 ετών νυμφευμένος με δύο ενήλικα τέκνα και εργαζόμενος με μερική απασχόληση ως οδηγός ταξί. Είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στην καρδία και υπέστη τρία εγκεφαλικά επεισόδια μετά το δυστύχημα. Είναι λευκού ποινικού μητρώου χωρίς βαθμούς ποινής και υπήρξε μια καθυστέρηση ενάμιση χρόνου στην καταχώρηση της υπόθεσης από την αστυνομία, ενώ υπήρχαν και άλλες καθυστερήσεις στη λήψη ή επιθεώρηση υλικού από πλευράς υπεράσπισης. Εν τω συνόλω υπήρξε μια καθυστέρηση πέντε ετών για την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έφερε ευθύνη ο εφεσίβλητος. Η οδήγηση που προκάλεσε το θάνατο του μοτοποδηλάτη ήταν αποτέλεσμα λανθασμένου προσπεράσματος τη δεδομένη στιγμή και η αποτυχία του να αντιληφθεί ενδεχόμενο κίνδυνο και δεν υπήρξε ηθελημένα ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου.
Υπό το φως των πιο πάνω, η επιλογή του Δικαστηρίου να επιβάλει ποινή φυλάκισης ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, καθώς και η αποστέρηση της κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο εννέα μηνών. Το ποινικό μέτρο πρέπει όμως να είναι έκδηλα υπερβολικό ή έκδηλα ανεπαρκές για να υπάρξει επέμβαση από το Εφετείο (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).
Το Δικαστήριο αναστέλλοντας επίσης την ποινή αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία με αναγνωρισμένη τη διευρυμένη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου προς τούτο, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου. Η ηλικία του εφεσίβλητου, οι οικογενειακές του περιστάσεις και το λευκό οδικό μητρώο του, μαζί με την κατάσταση της υγείας του και την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος, κρίθηκαν ως παράγοντες που δικαιολογούσαν την αναστολή.
Ούτε ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, ούτε και ως προς την απόφαση του Δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή, διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. Η ποινή των εννέα μηνών μαζί με τους εννέα μήνες στέρησης της άδειας οδήγησης με επιπλέον οκτώ βαθμούς ποινή, ήταν μια εύλογη επιλογή υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες της διάπραξης του αδικήματος. Ο εφεσίβλητος ανέπτυξε στιγμιαία ταχύτητα και επανερχόμενος στην πορεία του ενέπεσε επί του ευρισκομένου ήδη στην άσφαλτο ατόμου όχι εξ υπαιτιότητος του εφεσίβλητου, αλλά από προφανείς προηγούμενες λανθασμένες ενέργειες του ιδίου του θανόντος. Αναμφίβολα ο εφεσίβλητος προκάλεσε το θάνατο του ατυχούς νέου από στιγμιαία απερίσκεπτη πράξη και γι΄ αυτό έχει ήδη τιμωρηθεί και δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο μετά την πάροδο τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος είτε να διαφοροποιηθεί η ποινή προς τα άνω, είτε να ακυρωθεί το διάταγμα αναστολής. Οι προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου, ιδιαιτέρως τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει επενεργούν προς όφελος της διατήρησης σε ισχύ του διατάγματος αναστολής.
Η απόφαση επίσης του Δικαστηρίου ως προς την καταβολή των εξόδων από την κατηγορούσα αρχή είναι η συνήθης και δεν υπάρχει λόγος ανατροπής της στις όλες συνθήκες της υπόθεσης.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.