ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B330
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 174/2017
19 Ιουλίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΔΔ]
xxx ΣΥΖΙΝΟΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσίβλητη.
- - - - - -
Μ. Μικελλίδου (κα), Για τον εφεσείοντα
Ε. Γιακουμεττή (κα), για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Για την εφεσίβλητη,
*******************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
***************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.:- Ο εφεσείων καταδικάστηκε μετά από ακροαματική διαδικασία στην Ποινική Υπόθεση υπ. Αρ. 16691/14, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στις κατηγορίες της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α, δηλαδή
κοκαΐνης βάρους 17,9701 (κατηγορία 1), της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, δηλαδή 0,1203 γραμμαρίων κάνναβης (κατηγορία 2) και της κατοχής του ίδιου φαρμάκου της κατηγορίας 1 με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (κατηγορία 3). Για τα αδικήματα αυτά του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός μηνός στην κατηγορία 2 και δεκαοχτώ μηνών στην κατηγορία 3. Δεν επιβλήθηκε ποινή στην κατηγορία 1.
Κατέθεσαν πρωτόδικα δύο μάρτυρες για την Κατηγορούσα Αρχή, δηλαδή ο αστυφύλακας xxx7 Α. Α. (ΜΚ1) και ο αστυφύλακας xxx5 Λ. Ε. (ΜΚ2). Ο εφεσείων, μετά που κλήθηκε σε απολογία, έδωσε μαρτυρία ενόρκως και κάλεσε άλλους τέσσερις μάρτυρες, δηλαδή τον Ι. Ι. (ΜΥ1), την xxx Λάρκου, Πρωτοκολλητή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (ΜΥ2), τον Ανώτερο Αστυνόμο Γ. Γ. (ΜΥ3) και τον αναπληρωτή λοχία xxx3, Α. Ε. (ΜΥ4).
Η υπερασπιστική γραμμή του εφεσείοντα ήταν ότι τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην κατοχή του, ήταν αποτέλεσμα παγίδευσης του από την Αστυνομία, σε συνεργασία με τρίτο πρόσωπο, δηλαδή τον Ι. Ι..
Το Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία, έκρινε τον ΜΚ1, που ήταν ένα από τα μέλη της ΥΚΑΝ που έλαβαν μέρος στην έρευνα στο αυτοκίνητο και στην κατοικία του εφεσείοντα, όπου ανευρέθησαν τα ναρκωτικά, ως αξιόπιστο και ειλικρινή. Ως εκ τούτου αποδέχθηκε τη μαρτυρία του στο σύνολό της, πλην του ισχυρισμού ότι δεν γνώριζε τον I. Ι. (ΜΥ1), σημειώνοντας όμως ότι η θέση του αυτή δεν πλήττει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την αξιοπιστία του.
Σ΄ όσον αφορά τον ΜΚ2, άλλο μέλος της ΥΚΑΝ που έλαβε μέρος στην επιχείρηση έρευνας στο αυτοκίνητο και κατοικία του εφεσείοντα, όπως σημειώνει το Δικαστήριο στην απόφασή του, ο τρόπος που έδινε τη μαρτυρία του έδωσε την εντύπωση ότι προσπαθούσε να αποκρύψει γεγονότα. Προβλημάτισε δε το Δικαστήριο η ευκολία που εντόπισε τα ναρκωτικά πίσω από τα κουμπιά του παραθύρου του αυτοκινήτου. Προβληματίστηκε περαιτέρω ως προς τον τρόπο που εντοπίστηκε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα στο δρόμο προς την Τερσεφάνου, ενώ η κατοικία του ήταν σε άλλη κατεύθυνση. Παρά τις πιο πάνω παρατηρήσεις του δεν αποδέχθηκε από τη μαρτυρία του μόνο το μέρος που αφορούσε στο ότι ο Ι. I. του ήταν άγνωστος.
Το Δικαστήριο θεώρησε στη συνέχεια, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, ότι η ανεύρεση των ναρκωτικών στο αυτοκίνητο και στην κατοικία του δεν αμφισβητείτο από τον εφεσείοντα και ότι η μαρτυρία του περιορίζετο στην υποστήριξη της εκδοχής του περί παγίδευσης του από την Αστυνομία. Ο εφεσείων στη μαρτυρία του καταλογίζει στον Ι. I., τον οποίον κάλεσε ως μάρτυρα υπεράσπισης 1, ότι του ασκούσε πιέσεις για να του εξασφαλίσει ναρκωτικά, εφόσον πιεζόταν και ο ίδιος από την Αστυνομία προς το σκοπό να τον εμπλέξει σε ποινικά αδικήματα. Ως προς το θέμα της παγίδευσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα και του Ι. I. για τους λόγους που επεξηγεί στη συνέχεια στην απόφαση του, μετά την παράθεση των ευρημάτων του. Για το θέμα της παγίδευσης σχετική έκρινε το Δικαστήριο και τη μαρτυρία του ΜΥ4, αναπληρωτή λοχία xxx3, Α. Ε., τη μαρτυρία του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε καθόλα αξιόπιστη. Από τις διάφορες θέσεις που πρόβαλε ο ΜΥ4 απέρριψε μόνο εκείνη που αναφέρετο στο ότι δεν έδωσε καμιά υπόσχεση στον Ι. I. (ΜΥ1) ότι δεν θα κατηγορείτο από την Αστυνομία για τα ίχνη κοκαΐνης που βρέθηκαν στην κατοχή του τον Νοέμβριο του 2013, με το δικαιολογητικό ότι η θέση αυτή βρισκόταν σε αντίθεση με τα Τεκμήρια 16 και 17, που καταδείκνυαν ότι είχε πράγματι λεχθεί στον ΜΥ1 ότι πράγματι δεν θα του προσάπτοντο κατηγορίες.
Μετά την πιο πάνω αξιολόγηση το Δικαστήριο κατέληξε στα εξής ευρήματα:
«Ο Κατηγορούμενος είναι χρήστης ναρκωτικών για 20 περίπου χρόνια. Αρχές Νοεμβρίου του 2013 ο ΜΥ1 Ι. Ι. συνελήφθηκε για αδικήματα ναρκωτικών καθότι μετά από έρευνα στην οικία του εντοπίστηκαν ίχνη κοκαΐνης. Ο Ι. I. ζήτησε όπως συνεργαστεί μαζί τους για να μην καταχωριστεί εναντίον του ποινική υπόθεση αφού σε αντίθετη περίπτωση θα έχανε τη δουλειά του δεδομένου ότι υπηρετούσε στον στρατό ως ΕΠΥ. Ο Ι. I. τηλεφώνησε στον Κατηγορούμενο και του ζητούσε να τον προμηθεύσει με ποσότητα κοκαΐνης βάρους 15-20 γραμμάρια. Ο Κατηγορούμενος τηλεφώνησε σε πρόσωπο που γνώριζε στην Λεμεσό και εξασφάλισε ποσότητα κοκαΐνης βάρους 17 περίπου γραμμαρίων. Ο Κατηγορούμενος τοποθέτησε την κοκαΐνη σε χώρο που ήταν τα κουμπιά του παραθύρου κάτω από το ραδιόφωνο στο ταμπλώ του αυτοκινήτου. Στις 16/11/13 και ενώ ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα του στην Λεωφ. Μακαρίου στο Τερσεφάνου ανακόπηκε από μέλη της ΥΚΑΝ όπου στον χώρο που ήταν τα κουμπιά του παραθύρου κάτω από το ραδιόφωνο στο ταμπλώ το οχήματος ανευρέθηκε η ποσότητα της κοκαΐνης. Σε σωματική έρευνα του Κατηγορούμενου εντοπίστηκε και ένα μισοκαπνισμένο χειροποίητο τσιγάρο με κάνναβη. Διενεργήθηκε έρευνα και στην οικία του Κατηγορουμένου όπου βρέθηκαν ένας σουγιάς και ένα κουταλάκι με ίχνη κοκαΐνης και τρεις ζυγαριές ακριβείας. Στις δύο ζυγαριές από τις τρεις ανιχνεύθηκε κοκαΐνη και τετραυδροκανναβινόλη. Η ποσότητα κάνναβης στο τσιγάρο ήταν βάρους 0,1203 γραμμάρια ενώ η συνολική ποσότητα της κοκαΐνης που εντοπίστηκε στο όχημα του και στην οικία του ήταν βάρους 17,9701 γραμμάρια.»
Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση κατά προτεραιότητα της εκδοχής του εφεσείοντα περί παγίδευσης του, εφόσον θεώρησε ότι σε περίπτωση απόδειξης της θα οδηγούσε σε αθώωση του εφεσείοντα, λόγω εκτροπής από τα θέσμια της δίκαιης δίκης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κανάρη (2005) 2 ΑΑΔ 105).
Το Δικαστήριο κατά την εξέταση της νομικής πτυχής της παγίδευσης αναφέρθηκε σε νομολογία (βλ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 46) δίνοντας έμφαση στην υπόθεση Κανάρη (ανωτέρω), στην οποία η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υιοθετώντας τις γενικές αρχές που έθεσε η υπόθεση του ΕΔΑΔ Τeixeira De Castro v. Portugal 44/1997/828/1034 ECHR 533 και η Αγγλική υπόθεση R v. Looseley (2001) 4 All ER 897, ακύρωσε την πρωτόδικη αθωωτική απόφαση και αποφάνθηκε τα εξής, στις σελ. 118 και 119, ως προς την παγίδευση:
Τα γεγονότα στη Loosely ήταν σε μεγάλο βαθμό όμοια με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Μάλιστα εκεί δεν υπήρχε λόγος για υποψία πως ο ίδιος o Loosely ασχολείτο με το εμπόριο ναρκωτικών. Την αστυνομία την απασχολούσε η διακίνηση ναρκωτικών σε ορισμένη περιοχή και απλώς της δόθηκε το όνομα του Loosely. O υπό κάλυψη αστυνομικός του τηλεφώνησε, τον ρώτησε αν μπορούσε να τον προμηθεύσει ναρκωτικά, η απάντηση ήταν καταφατική και διευθετήθηκε η πρώτη παράδοση. Για να ακολουθήσουν και άλλες, πάντοτε με πρωτοβουλία του αστυνομικού, που τηλεφωνούσε στο Loosely, ο οποίος εν τέλει φάνηκε πως ήταν εξοικειωμένος. O αστυνομικός ενεργούσε υπό τις οδηγίες και εποπτεία Ανώτερου Αξιωματικού της Αστυνομίας και κρίθηκε πως η συμπεριφορά του που οδήγησε στην εγκαθίδρυση σχέσης αποτέλεσμα της οποίας ήταν η προμήθεια των ναρκωτικών, δεν συνιστούσε υποκίνηση ώστε να αποδοκιμασθεί η άρνηση αναστολής της διαδικασίας.
Εξετάσαμε τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης στη βάση του συνδυασμού του σκεπτικού της νομολογίας στην οποία έχουμε αναφερθεί, το οποίο συμμεριζόμαστε. Τα έχουμε ήδη παραθέσει και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Σημειώνουμε, όμως, πως το ζήτημα σε σχέση με τα περαιτέρω τηλεφωνήματα, μετά το πρώτο της 28.8.03, στο οποίο ιδιαιτέρως στάθηκε ο εφεσίβλητος, δεν θα διαφοροποιούσε σε καμιά περίπτωση την κατάσταση. Θα αναμέναμε, βεβαίως, διαπιστώσεις επί των γεγονότων από τον πρωτόδικο δικαστή, όσο και αν η δική του αντίληψη περί την αρχή που διέπει το θέμα δεν το καθιστούσε απαραίτητο. Θεωρούμε όμως πως και υπό την εκδοχή του ίδιου του εφεσίβλητου, δεν θα άλλαζε η φυσιογνωμία της περίπτωσης ώστε να μπορούσε να τίθεται θέμα παράλειψης η οποία αφ' εαυτής να δικαιολογούσε παρέμβασή μας. Όπως ορθά επισημαίνει o πρωτόδικος δικαστής, ήδη το πρώτο τηλεφώνημα θεμελίωσε τη σχέση μεταξύ του εφεσίβλητου και του xxx Λιζίδη και όσα προβάλλονται ως επακολουθήσαντα δεν εξήλθαν από το πλαίσιο της.»
Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης, κατέληξε ότι στην περίπτωση του εφεσείοντα δεν υπήρξε παγίδευση. Παραθέτουμε το απόσπασμα από την απόφαση στο οποίο εμφαίνεται το σκεπτικό του Δικαστηρίου:
«Το Δικαστήριο στην υπό κρίση περίπτωση έχει αποφανθεί σε σχέση με τον ΜΥ1 Ι. I., την υπόθεση που αντιμετώπισε το 2013 και το ότι συνεργάστηκε με την αστυνομία ζητώντας από τον Κατηγορούμενο να του εξασφαλίσει ποσότητα κοκαΐνης. Αντάλλαγμα για τον ΜΥ1 ήταν να μην κατηγορηθεί για την υπόθεση αυτή. Το ότι όντως υπήρξε αυτή η υπόθεση προκύπτει και από τον φάκελο της υπόθεσης 4/15 Τεκμήριο 16 όπου στις λεπτομέρειες της κατηγορίας 28-31 κατηγορείται ότι στις 4/11/13 είχε στην κατοχή του ίχνη κοκαΐνης. Η κατηγορία αυτή συμπεριλήφθηκε στο εν λόγω κατηγορητήριο όταν ο ΜΥ1 συνελήφθηκε εκ νέου το 2014 για παραβάσεις και πάλι του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου. Το Δικαστήριο έχει περαιτέρω καταλήξει σε εύρημα ότι ο Κατηγορούμενος τηλεφώνησε σε γνωστό του πρόσωπο από το οποίο αγόρασε τα ναρκωτικά και συνελήφθηκε. Το ερώτημα είναι αν ο Κατηγορούμενος παγιδεύθηκε από την αστυνομία με βάση τις αρχές που αφορούν την παγίδευση ως ανωτέρω έχει εξηγηθεί. Κρίνω ότι δεν υπήρξε παγίδευση του Κατηγορουμένου. Το ότι η αστυνομία συνεργάστηκε με τον ΜΥ1 κάτι που ο ίδιος ο ΜΥ1 ζήτησε για να μην απωλέσει την εργασία του για να φθάσει στον Κατηγορούμενο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Πλην όμως δεν έχει προκύψει οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι ο Κατηγορούμενος υποκινήθηκε από την αστυνομία ή η αστυνομία έκανε κάτι πέραν από του να δώσει στον Κατηγορούμενο μια μη ασυνήθιστη ευκαιρία για διάπραξη αδικήματος. Ο ΜΥ4 που ο Κατηγορούμενος κάλεσε ως μάρτυρα υπεράσπισης, είπε ότι ο Κατηγορούμενος είναι γνωστός στην ΥΚΑΝ ως χρήστης ναρκωτικών αλλά ασχολείται με την διακίνηση και εμπορία ναρκωτικών. Στην παρούσα περίπτωση υπάρχει και μια ειδοποιός διαφορά. Το πρόσωπο που ζήτησε από τον Κατηγορούμενο να τον προμηθεύσει με τα ναρκωτικά ήταν φίλος και γνωστός του Κατηγορουμένου και όχι κάποιο τρίτο άγνωστο του πρόσωπο. Από αυτό προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος αποδεχόμενος να βρει τα ναρκωτικά ενεργούσε με τρόπο συνηθισμένο για τον ίδιο και δεν συμπεριφέρθηκε με τρόπο ασύμβατο. Σε διαφορετική περίπτωση θεωρώ ότι θα υπήρχε άρνηση εκ μέρους του στην πρόταση του ΜΥ1. Επί αυτού να λεχθεί ότι το Δικαστήριο δεν δέχεται την θέση του Κατηγορουμένου ότι είχε δεχθεί πίεση από τον ΜΥ1 που του τηλεφωνούσε 2-3 φορές την ημέρα για μία σχεδόν εβδομάδα προσπαθώντας να τον πείσει να του βρει ναρκωτικά. Ήταν μια θέση του Κατηγορουμένου για να πείσει ότι ενήργησε μετά από πίεση και με τρόπο που δεν συνάδει με την κανονική συμπεριφορά του. Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Κανάρη (ανωτέρω) το πρώτο τηλεφώνημα του ΜΥ προς τον Κατηγορούμενο θεμελίωσε την σχέση τους και όσα ακολούθησαν δεν εξήλθαν από το πλαίσιο της. Τέλος δεν έχει προκύψει οτιδήποτε ότι υπήρξε χρήση από μέρους της αστυνομίας ως τέχνασμα ή που θα μπορούσε να εκληφθεί ως εξαπάτηση με σκοπό την παγίδευση του Κατηγορουμένου (βλ. Αρέστης Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 354). Ο Κατηγορούμενος αυτοβούλως και εφόσον του ζητήθηκε από τον ΜΥ1 ποσότητα ναρκωτικών επικοινώνησε με φίλο του στην Λεμεσό, παρέλαβε τα ναρκωτικά και θα τα παρέδιδε στον ΜΥ1. Στα πιο πάνω, ότι δηλαδή δεν υπήρχε παγίδευση και προσφέρθηκε στον Κατηγορούμενο ευκαιρία όχι ασυνήθιστη ενισχύεται, χωρίς αυτά να αποτελούν τον άξονα της κατάληξης του Δικαστηρίου, από το ότι και πάνω του βρέθηκε τσιγάρο με κάνναβη, στο σπίτι του και πάλι εντοπίστηκαν ναρκωτικά ως επίσης και τρεις ζυγαριές ακριβείας αλλά και το ότι είναι χρήστης για 20 σχεδόν χρόνια ως ο ίδιος δέχθηκε ως επίσης και ότι η κοκαΐνη ήταν συσκευασμένη σε σχεδόν ισόβαρα μερίδια. Τέλος το γεγονός ότι έλαβε την παραγγελία από τον ΜΥ1, μετέβηκε ο ίδιος στην Λεμεσό μετά που είχε επικοινωνία με το άτομο από το οποίο θα αγόραζε τα ναρκωτικά, τα παρέλαβε και θα τα παρέδιδε στον ΜΥ1 χωρίς καν να τον παραπέμψει απευθείας στο πρόσωπο που πουλούσε τα ναρκωτικά, καταδεικνύουν ότι δεν υπήρξε παγίδευση του Κατηγορουμένου.»
Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του, που είχαν ως αποτέλεσμα την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα για παγίδευση του από την Αστυνομία, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο με τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί και τα ευρήματα του, στοιχειοθετούντο τα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο εφεσείων.
Σημειώνει στην απόφαση ότι είναι παραδεκτό από πλευράς εφεσείοντα ότι τα ναρκωτικά βρέθηκαν στην κατοχή του, οπότε είχαν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών 1 και 2.
Σ΄ όσον αφορά το αδίκημα της κατηγορίας 3, που αφορούσε στην κατοχή 17,9701 γραμμαρίων κοκαΐνης με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, έκρινε με αναφορά στην υπόθεση Θεμιστοκλέους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση 96/15, ημερ. 19.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:B102, ότι στη βάση του άρθρου 30Α του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου και της ποσότητας της κοκαΐνης, που ήταν άνω των δέκα γραμμαρίων, θα έπρεπε ο εφεσείων να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι δεν κατείχε τα ναρκωτικά με σκοπό να τα προμηθεύσει σε τρίτο πρόσωπο και το επίπεδο στην περίπτωση αυτή δεν είναι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αλλά στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.
Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σκοπός του εφεσείοντα από την αρχή ήταν να προμηθεύσει τα ναρκωτικά σε άλλα πρόσωπα, εξ ου και βρέθηκαν χωρισμένα σε ισόβαρες σχεδόν συσκευασίες. Συνεχίζει δε στην απόφαση, ότι και η κατοχή των τριών ζυγαριών ακριβείας είχαν τη σημασία τους για το υπό εξέταση θέμα. Προχώρησε τέλος στην καταδίκη του εφεσείοντα και επιβολή των πιο πάνω ποινών φυλάκισης.
Ο εφεσείων προσέβαλε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως λανθασμένη με δέκα οκτώ λόγους έφεσης που στρέφονται μόνο εναντίον της καταδίκης.
Όλοι οι λόγοι έφεσης, πλην των λόγων 10 και 14, είναι συναφείς και προσβάλλουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας από πλευράς Δικαστηρίου που οδήγησε σε λανθασμένα ευρήματα.
Ο λόγος έφεσης 10 αναφέρεται στην καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπόθεσης και στην ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας με την επιβολή ποινής σχεδόν μετά τέσσερα χρόνια, ενώ ο λόγος έφεσης 14 στην παράλειψη παράδοσης στην υπεράσπιση μαρτυρικού υλικού.
Το θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους μέσα στο Δικαστήριο από το εδώλιο του μάρτυρα. Αν από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει παρουσιασθεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν αυθαίρετη ή ολότελα λανθασμένη, ενόψει αδιαμφισβήτητων στοιχείων της μαρτυρίας που δυνατόν να οδηγήσουν τρίτο συνετό πρόσωπο σε αντίθετη κρίση ή τα ευρήματα συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν με την προσκομισθείσα μαρτυρία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει παραμερίζοντας τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και καταλήγοντας το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα. (βλ. Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 655 και Χριστοφή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 156/16 ημ. 25/9/2018), ECLI:CY:AD:2018:B414.
Κατ' αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι η αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση στο σημείο που παρατίθεται η προφορική μαρτυρία σε «Αστ. xxx5 Α. Ε. ΜΚ2» προφανώς οφείλεται σε τυπογραφικό λάθος, εφόσον στα πρακτικά στα οποία έχουμε ανατρέξει διαφαίνεται ότι ο ΜΚ2 είναι ο αστυφύλακας xxx5 Λ. Ε.. Το ίδιο αναφέρεται και στη γραπτή κατάθεση (Τεκμήριο 14) του ΜΚ2. Κρίναμε ορθό να προβούμε στην πιο πάνω διευκρίνιση, εφόσον βασιζόμενη στο τυπογραφικό αυτό λάθος στην απόφαση, η δικηγόρος του εφεσείοντα στο διάγραμμα αγόρευσης της θεωρώντας τον ΜΚ2 στη δίκη εντός δίκης αστυφ. xxx5 Λ. Ε., ότι είναι το ίδιο πρόσωπο με τον ΜΥ4 Α. Ε., αναπληρωτή λοχία xxx3, παραπέμπει σε αποσπάσματα της μαρτυρίας των δύο δηλαδή του ΜΥ4 Α. Ε. και του ΜΚ2 για να καταδείξει την ύπαρξη αντιφάσεων στη μαρτυρία τους και μάλιστα ουσιωδών, ώστε το Δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει τη μαρτυρία του ΜΚ2.
Επαναλαμβάνουμε ότι η αναφορά του Δικαστηρίου σε Α. Ε. αντί Λ. Ε. ως ΜΚ2, οφείλετο σε τυπογραφικό λάθος και ο αριθμός xxx5 αφορούσε στον αστυφύλακα Λ. Ε..
Κρίνουμε σκόπιμο όπως δοθεί προτεραιότητα στην εξέταση της εισήγησης από πλευράς εφεσείοντα περί λανθασμένης απόρριψης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της εκδοχής περί παγίδευσης του εφεσείοντα από μέρους της αστυνομίας στη διάπραξη των αδικημάτων εφόσον τυχόν επιτυχία της ενδεχομένως να κρίνει και την τύχη της έφεσης.
Παγίδευση κατά τη νομολογία ενδέχεται να υπάρχει όταν υποκινείται άτομο να διαπράξει παράνομη πράξη ώστε να κατηγορηθεί στη συνέχεια. Η υποκίνηση, όπως λέχθηκε στην Texeira de Castro v. Portugal 44/1997/828/1034 ECHR533, μεταθέτει την ευθύνη για το έγκλημα στις ίδιες τις Αστυνομικές Αρχές που με τον τρόπο αυτό εκτρέπονται από την ορθή αποστολή τους η οποία αφορά στην αποτροπή και καταστολή του εγκλήματος. Δεν νοείται η ίδια η Αστυνομία να καθίσταται συνεργός στη διάπραξη εγκλήματος. Η υποκίνηση από την Αστυνομία προδιαγράφει την απόρριψη σχετικής μαρτυρίας όχι μόνο ως ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, αλλά και ως ζήτημα εμπιστοσύνης στην ύπαρξη αστυνομικής διερεύνησης μακριά από πρακτικές που μιαίνουν στη ρίζα τους το αντικειμενικό υπόβαθρο διερεύνησης μιας υπόθεσης και της προσαγωγής των υπόπτων ενώπιον της δικαιοσύνης.
Η ανάμειξη των αστυνομικών οργάνων σε αμφιβόλου είδους πράξεις καταστρατηγεί την έννοια της δικαιοσύνης και εντιμότητας («fairness»), που όπως επισημάνθηκε στην Texeira ενσωματώνεται στο Άρθρο 6 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καλύπτουν δε κάθε είδους ποινικές διαδικασίες από τις πιο απλές μέχρι τις πιο περίπλοκες. Αναγνωρίζεται βεβαίως η δυσκολία που ενυπάρχει εγγενώς στην καταπολέμηση του εγκλήματος και έτσι η νομολογία έχει διαχωρίσει τις υποθέσεις εκείνες στις οποίες η αστυνομία διεισδύει σε παράνομα κυκλώματα προς το σκοπό συλλογής πληροφοριών, από εκείνη του αστυνομικού ο οποίος δρα ως υπό κάλυψη αντιπρόσωπος ή μυστικός πράκτορας («agent provocateur»), εξωθώντας τον δράστη να προβεί σε εγκληματική ενέργεια.
Στην Texeira διακρίθηκε η περίπτωση όπου ο πράκτορας υποκίνησε ή δημιούργησε την εγκληματική πρόθεση η οποία προηγουμένως ήταν απούσα, από εκείνη όπου ο δράστης ήταν ήδη προδιαθετειμένος να εκπληρώσει την παρανομία.
Στη Χατζημάρκου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 482, ειπώθηκε ότι:
«παγίδευση έχουμε όταν πρόσωπο υποκινεί άλλο στη διάπραξη παραβίασης του Νόμου, στην οποία παραβίαση άλλως δεν θα προέβαινε και στη συνέχεια καταθέσει εναντίον του σε σχέση με το συγκεκριμένο αδίκημα.»
Στην Mousa Adbel Hady Haggag v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 52, έγινε αναφορά σε Καναδικές αποφάσεις ότι η παγίδευση οδηγεί σε αναστολή της διαδικασίας, (Amato v. Queen (1982) 69 C.C.C. 31 (2d) 31 και Mack v. Queen (1988) 44 C.C.C. (3d) 513). Αυτό είχε δηλωθεί και στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Οδυσσέα Κανάρη (Αρ. 1) (2005) 2 Α.Α.Δ. 105, όπου ο Γενικός Εισαγγελέας ζητώντας την ανάληψη της υπόθεσης από την Πλήρη Ολομέλεια δέχθηκε ότι αν πράγματι στα γεγονότα της υπόθεσης διαπιστωνόταν υποκίνηση ή παγίδευση, η έφεση που υπέβαλε ο ίδιος θα έπρεπε να απορριφθεί.
Και στην Loosely, Attorney General's Reference (No. 3 of 2000) (2001) 4 All E.R. 897, αναγνωρίστηκε ότι η παγίδευση συντελείται όταν ένας πράκτορας του κράτους υποκινεί τρίτο πρόσωπο να διαπράξει αδίκημα.
Στη βάση των πιο πάνω αρχών, και με βάση τα γεγονότα και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εντυπωσιάζει η θέση του ότι η θεώρηση της μαρτυρίας των βασικών μαρτύρων κατηγορίας Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 δεν άφηνε αμφιβολίες ότι δεν είχε υπάρξει παγίδευση του εφεσείοντα. Η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 που κρίθηκε καθόλα αξιόπιστος και ειλικρινής, πλην του ισχυρισμού ότι δεν γνώριζε τον Ι. Ι., Μ.Υ.1, καθώς και η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.2, του άλλου μέρους της ΥΚΑΝ που έλαβε μέρος μαζί με τον Μ.Κ.1 στην επιχείρηση ότι και πάλι ο Ι. I. του ήταν άγνωστος, δεν μπορεί να κριθεί ως εύλογη αξιολόγηση. Και τούτο διότι οι θέσεις των δύο μαρτύρων κατηγορίας ότι δεν γνώριζαν τον Ι. I. ήταν στοχευμένες στο να εκτρέψουν τα πυρά του εφεσείοντα μέσω της δικηγόρου του ότι είχε μεθοδευτεί στην ουσία η διάπραξη των αδικημάτων από τον εφεσείοντα μέσω του Ι. I.. Σε ένα τέτοιο καίριο σημείο η κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν πλήττετο, κατά τα άλλα, η αξιοπιστία των δύο μαρτύρων κατηγορίας δεν μπορεί, με όλη την εκτίμηση, να θεωρηθεί ως ορθή, ιδιαίτερα τη στιγμή που για τον Μ.Κ.2, το Δικαστήριο προβληματίστηκε ως προς την ευκολία με την οποία εντόπισε τα ναρκωτικά πίσω από τα κουμπιά του παραθύρου του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, κατά την ανακοπή, ενώ και ευρύτερα σημείωσε ότι ο Μ.Κ.2 έδωσε την εντύπωση στο Δικαστήριο ότι προσπαθούσε να αποκρύψει γεγονότα. Το Δικαστήριο προβληματίστηκε επίσης και με τον τρόπο που εντοπίστηκε το όχημα του εφεσείοντα στο δρόμο προς την Τερσεφάνου, ενώ η κατοικία του ήταν σε άλλη κατεύθυνση. Πώς λογικά εμπίπτουν αυτοί οι προβληματισμοί σε ένα αντικειμενικό πλαίσιο αξιολόγησης μιας μαρτυρίας; Η δυνατότητα που προσφέρεται σε ένα Δικαστήριο να αποδεχθεί μέρος μαρτυρίας δεν είναι ανέλεγκτη, ούτε και είναι δυνατόν η αξιολόγηση αυτή να γίνεται σταχυολογικά και κατά περίπτωση. Υπόκειται στον περιορισμό της αιτιολόγησης της σχετικής από το Δικαστήριο προσέγγισης του. Απουσία τέτοιας αιτιολόγησης αναπόφευκτα οδηγεί σε απόρριψη της αξιολόγησης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης (βλ. Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633 και Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 754,758). Ακόμη και μετά την απόρριψη μέρους μιας μαρτυρίας και της αποδοχής άλλου μέρους της ίδιας μαρτυρίας, η μαρτυρία συνολικά και σφαιρικά ιδωμένη, πρέπει να αναδύει πειστικότητα και συνοχή, απαραίτητη σε όλες τις υποθέσεις, ιδιαίτερα τις ποινικές. Το αντικειμενικά εύλογο της, πρέπει να προβάλλει αβίαστα.
Το Δικαστήριο είχε δεχθεί ότι ο Ι. I. είχε αντιμετωπίσει παλαιότερα υπόθεση και ως αντάλλαγμα για να μην κατηγορηθεί από την αστυνομία είχε ζητήσει να συνεργαστεί με αυτή, ζητώντας από τον εφεσείοντα να του εξασφαλίσει ποσότητα κοκαΐνης. Το γεγονός ότι ο αναπληρωτής λοχίας xxx3 Α. Ε., Μ.Υ.4, που κάλεσε ο ίδιος ο εφεσείων προς υποστήριξη της θέσης του περί παγίδευσης, ανέφερε ότι ο εφεσείων ασχολείτο με τη διακίνηση, εμπορία και χρήση ναρκωτικών δεν ήταν κατ΄ ανάγκη υποστηρικτικό της κρίσης του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε παγίδευση στη συγκεκριμένη υπόθεση. Το ζητούμενο ήταν όχι εάν ο εφεσείων ήταν γενικά χρήστης ναρκωτικών ή απασχολούσε τις αρχές με υποθέσεις του είδους, αλλά κατά πόσο οδηγήθηκε στη διάπραξη των συγκεκριμένων αδικημάτων λόγω της ανάμειξης της αστυνομίας. Από τη μαρτυρία ακριβώς του Μ.Υ.4 έγινε δεκτό ότι η ΥΚΑΝ γνώριζε τον Ι. I.. Η αποδοχή αυτή αφήνει τουλάχιστον αμφιβολίες ως προς το εύλογο της κρίσης του Δικαστηρίου να θεωρήσει τα άλλα δύο μέλη της ΥΚΑΝ, Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 ως αξιόπιστους παρά τον εμφανή τρόπο με τον οποίο προσπάθησαν να αποσυνδέσουν τους εαυτούς τους από οποιαδήποτε σχέση ή γνώση περί του Ι. I.. Μάλιστα το Δικαστήριο δέχθηκε ότι από παλαιότερη υπόθεση που αντιμετώπιζε ο Ι. I., ο Μ.Κ.2 γνώριζε τουλάχιστο το όνομα.
Η αξιολόγηση του Δικαστηρίου ότι παρά τη μη αποδοχή της θέσης των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, ότι δεν γνώριζαν τον Ι. I., κατά τα άλλα δεν πλήττετο η αξιοπιστία τους, είναι με όλη την εκτίμηση, τρωτή. Ήταν ουσιώδες σημείο στην όλη μαρτυρία και την αξιοπιστία των μαρτύρων αυτών, η προσπάθεια τους να αποσυνδεθούν από τον Ι. I.. Τουλάχιστον αφήνονται κενά και τίθενται εν αμφιβόλω οι ενέργειες της αστυνομίας, η οποία χρησιμοποίησε ή καθοδήγησε τον Ι. I. να εμπλέξει τον εφεσείοντα ώστε να διαπράξει αδίκημα για να αναχαιτιστεί από μέλη της ΥΚΑΝ και να κατηγορηθεί στη συνέχεια. Η ανάμειξη του εφεσείοντα με τις ναρκωτικές ουσίες και η ευκολία με την οποία, ως ανέφερε το Δικαστήριο, βρήκε ναρκωτικά από φίλο του στη Λεμεσό δεν μπορεί με καμία λογική σκέψη, ή, προέκταση της, να θεωρηθεί ότι ούτως ή άλλως θα διέπραττε τα αδικήματα ή ότι παρασχέθηκε σ΄ αυτόν μια συνηθισμένη περίπτωση να διαπράξει αδίκημα. Δεν ήταν αυτοβούλως που ενήργησε ο εφεσείων για να εξασφαλίσει τα ναρκωτικά, αλλά κατόπιν προτροπής του Ι. I. ο οποίος είχε συνεργαστεί με την αστυνομία για να παγιδευθεί ο εφεσείων. Η αστυνομία αποδέχθηκε και υποκίνησε αυτή τη συνεργασία.
Στην Texeira - ανωτέρω -, ο αιτητής δεν είχε προηγούμενο ποινικό μητρώο, αλλά είχε διασυνδέσεις με άτομα από τα οποία μπορούσε να προμηθευτεί με ναρκωτικά. Η αστυνομία μέσω αστυνομικών υπό κάλυψη του πρόσφεραν χρήματα για να τους προμηθεύσει με ηρωΐνη. Κρίθηκε από το ΕΔΑΔ ότι η αστυνομία ήταν εκείνη που παρότρυνε το έγκλημα που άλλως δεν θα διαπράττετο έστω και αν ο αιτητής δελεάστηκε από τα χρήματα. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται από τις αστυνομικές και διωκτικές αρχές μπορεί να διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Το ζητούμενο είναι η επίπτωση στον κατηγορούμενο. Η χρήση κρυμμένου συστήματος ηχογράφησης σε ένα ξενοδοχείο για να εξασφαλιστεί ότι ο αιτητής συζητούσε δοσοληψίες ναρκωτικών, επέφερε στην Khan v. United Kingdom (2001) 31 EHRR 1066, καταδίκη από το ΕΔΑΔ για παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης. Και στην Allan v. United Kingdom (2003) 36 EHRR 143, η άντληση πληροφοριών μέσω πληροφοριοδότη που είχε τεθεί σκοπίμως στο ίδιο κελί με τον αιτητή ως μέθοδος εξασφάλισης πληροφοριών εναντίον του εφόσον προηγούμενες μυστικές ηχογραφήσεις με τη φιλενάδα του δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα, κρίθηκε ως εξασφαλισθείσες ενάντια στη θέληση του και το δικαίωμα στη σιωπή.
Για τους πιο πάνω λόγους, η όλη μεθοδολογία της αστυνομίας ήταν το λιγότερο αμφίβολης ποιότητας και συνεπώς η καταδίκη θα πρέπει να ακυρωθεί σ' ό,τι αφορά τις κατηγορίες 1 και 3 οι οποίες σχετίζονται με την ανεύρεση των ναρκωτικών τάξεως Α, ήτοι, των 17,9701 γραμμαρίων κοκαΐνης εντός του αυτοκινήτου του εφεσείοντα.
Σε όσον αφορά την καταδίκη επί της κατηγορίας 2 δεν αμφισβητήθηκε πρωτόδικα από τον εφεσείοντα ότι η ποσότητα κάνναβης εκ 0,1203 γραμμαρίων που αφορά η κατηγορία αυτή εντοπίσθηκε σε μισοκαπνισμένο χειροποίητο τσιγάρο μαζί με καπνό, κατά τη σωματική έρευνα του εφεσείοντα από πλευράς της αστυνομίας. Σημειώνεται ότι η εισήγηση περί παγίδευσης του εφεσείοντα περιορίστηκε πρωτόδικα μόνο στην ποσότητα της κοκαΐνης που ανευρέθηκε εντός του αυτοκινήτου του κατά την ανακοπή του από μέλη της αστυνομίας.
Σ' όσον αφορά το λόγο έφεσης 10 που αναφέρεται στην καθυστέρηση προώθησης της υπόθεσης και εκδίκασης της κρίνουμε ότι το χρονικό διάστημα του ενός χρόνου περίπου που παρήλθε από τη σύλληψη του εφεσείοντα μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης στις 9/12/2014, σε συνάρτηση με την περίοδο των 2 ½ χρόνων περίπου που διήρκεσε η διαδικασία, δηλαδή από τις 9.12.2014 μέχρι τις 6.7.2017 που επιβλήθηκε ποινή, δεν είναι υπερβολικός ώστε να τίθεται θέμα παραβίασης του συνταγματικού δικαιώματος εκδίκασης σε εύλογο χρόνο. Εν πάση περιπτώσει, στο διάγραμμα αγόρευσης της η δικηγόρος του εφεσείοντα δεν αναφέρεται σε παραβίαση οποιουδήποτε συνταγματικού ή άλλου δικαιώματος του εφεσείοντα. Απλά συνέδεσε το θέμα του χρόνου εκδίκασης με το ύψος της ποινής, που δεν αφορά η παρούσα έφεση, όπου προσβάλλεται μόνο η καταδίκη. Συνεπώς και ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και θα πρέπει να απορριφθεί.
Με τον λόγο έφεσης 14 παραπονείται ο εφεσείων ότι ενώ το Δικαστήριο στην απόφαση του κάμνει αναφορά στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 4/15 του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, εντούτοις, η πλευρά της υπεράσπισης δεν είχε τη δυνατότητα να έχει αντίγραφα του Φακέλου. Εξετάσαμε την εισήγηση, η οποία δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Από τα πρακτικά στα οποία έχουμε ανατρέξει, διαφαίνεται ότι ο Φάκελος της πιο πάνω υπόθεσης δεν ήταν μέρος του μαρτυρικού υλικού της Κατηγορούσας Αρχής που κατέθεσε στο Δικαστήριο αλλά κατατέθηκε από τη Λάρκου (ΜΥ2), που ήταν μάρτυρας υπεράσπισης ως Τεκμήριο 16, κατόπιν αιτήματος της δικηγόρου του εφεσείοντα κατά την κυρίως εξέταση της.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η καταδίκη στις κατηγορίες 1 και 3 ακυρώνεται. Οι επιβληθείσες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών παραμερίζονται. Ο εφεσείων αθωώνεται
και απαλλάσσεται σ' αυτές. Η καταδίκη επί της κατηγορίας 2 παραμένει ισχυρή εφόσον δεν αμφισβητήθηκε κατ' έφεση.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο