ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B253
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση αρ. 249/2017)
12 Ιουνίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,
Εφεσείοντα
και
ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσίβλητου.
-----------------------
Κ. Καλλής, για τον Εφεσείοντα.
Α. Παπαχαραλάμπους με Στ. Τιμοθέου (κα.), για τον Εφεσίβλητο.
-----------------------
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου ο κατηγορούμενος-εφεσείων αντιμετώπισε επτά κατηγορίες που αφορούσαν στο αδίκημα της τοποθέτησης επίπλων σε δημόσιο χώρο, κατά παράβαση του άρθρου 124(1) (στ) (ιι) του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν 111/85) και του περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων (Αντικατάσταση και Προσθήκη Πινάκων) Διατάγματος του 2002 (ΚΔΠ 133/2002).
Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη μακροσκελή του απόφαση, αφού αναφέρθηκε εκτενώς στη μαρτυρία των εννέα μαρτύρων κατηγορίας, προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής καθώς και σε ευρήματα. Αποδέχθηκε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας, ως αξιόπιστη, για τους λόγους που έδωσε.
Ο κατηγορούμενος-εφεσείων δεν έδωσε οποιαδήποτε μαρτυρία αλλά άσκησε το δικαίωμα της σιωπής.
Στη βάση της προαναφερόμενης αξιολόγησης της μαρτυρίας, το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη στα εξής ευρήματα:
Στις 29.5.2013, 30.5.2013, 31.5.2013, 1.6.2013, 3.6.2013 και 4.6.2013, σε συγκεκριμένες ώρες, τροχονόμοι του Δήμου Πάφου, οι Μ.Κ. 3, 6, 7 και 8, ενώ περιπολούσαν στη Λεωφ. Αποστόλου Παύλου, διαπίστωσαν ότι στην αριστερή πλευρά του δρόμου βρίσκονταν τοποθετημένα τραπέζια και καρέκλες, τα οποία τοποθετήθηκαν από τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα, ο οποίος ήταν ο υπεύθυνος της καφετέριας «xxx xxx». Οι προαναφερόμενοι τροχονόμοι εξέδωσαν και παρέδωσαν στον εφεσείοντα επτά εξώδικα, τα οποία δεν εξοφλήθηκαν. Η Λεωφ. Αποστόλου Παύλου βρίσκεται εντός των δημοτικών ορίων του Δήμου Πάφου και ο χώρος στον οποίο τοποθετήθηκαν τα έπιπλα, δηλαδή τραπέζια και καρέκλες, ήταν δημόσιος χώρος και δεν είχε παραχωρηθεί στον κατηγορούμενο άδεια από την Κατηγορούσα Αρχή-Εφεσίβλητο, για την τοποθέτηση τους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε και παρέθεσε την προαναφερομένη νομοθετική πρόνοια του Ν 111/85, και αφού αναφέρθηκε στην απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δημητρίου (2003) 2 ΑΑΔ, 45, παρατήρησε ότι ο σκοπός της εξώδικης ρύθμισης είναι η προσφορά ευκαιρίας στον αδικοπραγούντα να απαλλαγεί από οποιαδήποτε ενοχή για το αδίκημα, δια της πληρωμής εξωδίκου προστίμου. Στην παρούσα υπόθεση, από τη στιγμή που ο εφεσείων αρνήθηκε ενοχή και έγινε δίκη, η σημασία της εξώδικης ρύθμισης του αδικήματος, απωλέσθηκε.
Το ζήτημα που, ιδιαιτέρως, απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν το κατά πόσον ο χώρος, στον οποίον ο κατηγορούμενος τοποθέτησε τα έπιπλα στις συγκεκριμένες ημερομηνίες, ήταν εντός του δημοσίου δρόμου, όπως ισχυριζόταν ο εφεσίβλητος, ή κατά πόσον τα προαναφερόμενα έπιπλα, ο κατηγορούμενος-εφεσείων, τα τοποθέτησε εντός χώρου 82 τ.μ. τον οποίον αυτός ενοικίασε από την Αρχή Λιμένων, όπως ήταν η θέση που υποβλήθηκε από την Υπεράσπιση στους κύριους μάρτυρες κατηγορίας, κατά την αντεξέτασή τους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ειδικά στη μαρτυρία των Μ.Κ. 2, Μ.Κ. 4 και Μ.Κ. 9. Ο Μ.Κ. 2 εμφανίστηκε ως εμπειρογνώμονας-τοπογράφος και η μαρτυρία του κρίθηκε, σύμφωνα με τα κριτήρια στη βάση των οποίων ελέγχεται η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων. Ο μάρτυρας αυτός ετοίμασε έκθεση (τεκμήριο 4) με σκοπό την επιβεβαίωση του γεγονότος ότι ο χώρος στον οποίον ο κατηγορούμενος τοποθέτησε τα έπιπλα βρισκόταν εντός του δημοσίου δρόμου. Προς τούτο οριοθέτησε, επισήμως, μέρος του τμήματος του δημόσιου δρόμου. Σύμφωνα λοιπόν με τη μαρτυρία, την έκθεση του και το τοπογραφικό σχέδιο που επισύναψε, ο προαναφερόμενος χώρος είναι μέρος του δημοσίου δρόμου. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι η μαρτυρία του Μ.Κ. 2 όχι μόνον δεν κλονίστηκε αλλά συνάδει και με τη μαρτυρία του Μ.Κ. 9, ο οποίος ανέφερε ότι ο συγκεκριμένος δρόμος ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ο Μ.Κ. 4 ανέφερε συναφώς ότι ο χώρος, τον οποίον η Αρχή Λιμένων ενοικίασε στην εταιρεία του κατηγορούμενου-εφεσείοντα, είναι μόνον η αποβάθρα και όχι ο συγκεκριμένος χώρος μπροστά από αυτήν, στον οποίο ο κατηγορούμενος τοποθετούσε τα προαναφερόμενα έπιπλα.
Ο Μ.Κ. 9 παρέμεινε σταθερός στην εκδοχή του, ότι το τμήμα του δρόμου, το οποίο υπέδειξε και σημείωσε στο κτηματικό σχέδιο (τεκμήριο 2), είναι δημόσιος δρόμος και συναφώς επεξήγησε τη θέση του. Το τμήμα αυτό του δρόμου δεν ανήκει στην Αρχή Λιμένων, όπως είπε, και η μαρτυρία του συνάδει με αυτή των Μ.Κ. 1, 2 και 4.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με πέντε λόγους έφεσης. Ο πρώτος αφορά στην κατ΄ ισχυρισμόν εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί νομικού ζητήματος, ήτοι την ερμηνεία των άρθρων 5 και 6 του περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμου του 1997 (Ν 47(Ι)/97, όπως τροποποιήθηκε), και του άρθρου 124 (1) (στ) (ιν) του Ν 111/85, όπως τροποποιήθηκε.
Εξετάσαμε το ζήτημα που εγείρεται από τον πρώτο λόγο έφεσης. Θεωρούμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ορθή. Από τη στιγμή που ο κατηγορούμενος-εφεσείων δεν πλήρωσε εμπρόθεσμα τα εξώδικα πρόστιμα που του είχαν επιβληθεί και από τη στιγμή που δεν παραδέχθηκε ενοχή ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και έγινε ακροαματική διαδικασία με σκοπό την απόδειξη της ενοχής του, το ζήτημα της εξώδικης ρύθμισης είχε χάσει το αντικείμενο της, σύμφωνα με τη Δημητρίου (ανωτέρω).
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένη και πλημμελή αξιολόγηση της μαρτυρίας ή και την παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να αξιολογήσει όλη τη μαρτυρία και να προβεί σε διαπιστώσεις πάνω στα αμφισβητούμενα γεγονότα. Ούτε και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι βάσιμος. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε εκτενώς και επιμελώς την ενώπιον του μαρτυρία, την αξιολόγησε και προέβηκε σε ευρήματα, τα οποία αιτιολόγησε. Ιδιαίτερη σημασία έδωσε στο ζήτημα που η Υπεράσπιση εισηγήθηκε στους μάρτυρες κατηγορίας, κατά την αντεξέταση, ότι τα έπιπλα τοποθετήθηκαν σε χώρο έκτασης 82 τ.μ., που δεν ήταν μέρος του δημόσιου δρόμου, αλλά ανήκε στην Αρχή Λιμένων, η οποία τον ενοικίασε στον κατηγορούμενο-εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού βασίστηκε στην αξιόπιστη μαρτυρία, ιδιαίτερα των Μ.Κ. 2, 4 και 9, και αφού έλαβε υπόψιν του ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος-εφεσείων ούτε έδωσε αλλά ούτε και πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία, κατέληξε στην αποδοχή της θέσης των προαναφερόμενων μαρτύρων, οι οποίοι αξιόπιστα και πειστικά απέδειξαν ότι ο, επίδικος, χώρος τοποθέτησης των προαναφερόμενων επίπλων, από τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα, ήταν μέρος του δημόσιου δρόμου και όχι μέρος του χώρου των 82 τ.μ. που η Αρχή Λιμένων ενοικίασε στον εφεσείοντα ή την εταιρεία του.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά και πάλι το ζήτημα του κατά πόσον τα επίδικα έπιπλα τοποθετήθηκαν στον προαναφερόμενο χώρο των 82 τ.μ.. Επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ότι η εισήγηση της Υπεράσπισης παρέμεινε μετέωρη και ατεκμηρίωτη, δεδομένου ότι καμιά μαρτυρία δεν παρουσίασε η Υπεράσπιση προς υποστήριξη της, ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αντέστρεψε το βάρος της απόδειξης. Δεν θεωρούμε ότι συνέβη κάτι τέτοιο. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την όλη υπόθεση πάνω στη βάση του ότι η Κατηγορούσα Αρχή έφερε ακέραιο το βάρος της απόδειξης. Παρατήρησε (και ορθώς), απλώς, ότι οι εισηγήσεις που έγιναν, κατά την αντεξέταση, στους μάρτυρες κατηγορίας, αναφορικά με την τοποθέτηση των επίπλων στον προαναφερόμενο χώρο των 82 τ.μ., παρέμειναν ατεκμηρίωτες, αφού η Υπεράσπιση δεν πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία προς τεκμηρίωσή τους.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά σε, κατ΄ ισχυρισμόν, εσφαλμένο αποκλεισμό μαρτυρίας εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου. Γίνεται αναφορά σε μαρτυρία του Μ.Κ. 5, Λειτουργού του Δήμου Πάφου, η οποία κρίθηκε ως αξιόπιστη, ο οποίος, σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας του, είπε ότι «Εάν ο κατηγορούμενος κινηθεί νομικά εναντίον της Αρχής Λιμένων θα του επιστραφούν τα χρήματα που κατέβαλε». Έδωσε αυτή την απάντηση ο Μ.Κ. 5, σε εισήγηση της Υπεράσπισης ότι ο χώρος που ενοικιάστηκε στον εφεσείοντα, από την Αρχή Λιμένων, είναι μικρότερος των 82 τ.μ., δεδομένου ότι ο χώρος της αποβάθρας, μόνο, είναι μικρότερος των 82 τ.μ.. Δεν θεωρούμε ότι η απάντηση του Μ.Κ. 5 στην προαναφερόμενη εισήγηση επηρεάζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία, κατά την κρίση μας, ήταν ορθά. Ο Μ.Κ. 5, προφανώς, εννοούσε ότι αν η Αρχή Λιμένων ενοικίασε στον εφεσείοντα μικρότερο χώρο απ΄ εκείνο που συμφώνησαν, αυτός δικαιούται σε αποζημίωση, από την Αρχή Λιμένων.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά και πάλι σε κατ΄ ισχυρισμόν πλημμελή αποδοχή μαρτυρίας, λόγω πλάνης ως προς το βάρος απόδειξης. Ο λόγος αυτός αφορά ιδιαίτερα στη μαρτυρία του τοπογράφου, Μ.Κ. 2. Όπως αναφέραμε, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον μάρτυρα ως εμπειρογνώμονα τοπογράφο και εξέτασε προσεκτικά τη μαρτυρία και την έκθεση του. Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι ο Μ.Κ. 2 βασίστηκε σε μετρήσεις άλλων, τις οποίες πήρε ως δεδομένες και τις εφάρμοσε χωρίς να τις επιβεβαιώσει ο ίδιος. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έκαμε αναφορά στην απόφαση Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 ΑΑΔ, 746 προς επίρρωση της θέσης ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα εισάγεται, υπό την αίρεση, της απόδειξης του πραγματικού της υποβάθρου, με τον τρόπο που αποδεικνύεται κάθε άλλο γεγονός. Παρατηρούμε ότι η υπόθεση Νικολάου (ανωτέρω) αποφασίστηκε πριν την τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου, όταν ίσχυαν αυστηροί κανόνες αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας. Στην προκείμενη περίπτωση ο Μ.Κ. 2 φαίνεται να στηρίχθηκε σε κτηματολογικά σχέδια και χωρομετρική εργασία που του είχε δοθεί από το Κτηματολόγιο, στοιχεία τα οποία ο ίδιος επεξεργάστηκε και κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα. Η μαρτυρία του δεν αντικρούστηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο και θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε τη διακριτική ευχέρεια, δυνάμει του άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, να την αποδεχθεί (Δέστε: Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ, 339). Παρατηρούμε, συναφώς, ότι η εξ ακοής μαρτυρία, στην οποία βασίστηκε ο Μ.Κ. 2, είναι πρώτου βαθμού, λήφθηκε από το Κτηματολόγιο και δεν φαίνεται να υπήρχε οποιοδήποτε κίνητρο απόκρυψης ή παραποίησης γεγονότων, εκ μέρους του μάρτυρα, ο οποίος κρίθηκε καθόλα αξιόπιστος. Επομένως δεν τίθεται ζήτημα εσφαλμένης ή πλημμελούς αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2 από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η μαρτυρία του έγινε αποδεκτή, κατά την άσκηση της νόμιμης διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Ενόψει των προαναφερομένων, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα, υπολογιζόμενα σε €2.000.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, εις βάρος του εφεσείοντα και υπέρ του εφεσίβλητου.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.