ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B205
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 242/2018)
31 Μαΐου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
XXX ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ,
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
----------------------------------------------
Η. Στεφάνου με Μ. Σπύρου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Σιαπανή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
-----------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Εφεσιβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική η επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης τεσσάρων ετών από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας η οποία επιβλήθηκε μετά από παραδοχή του εφεσείοντος για αδικήματα που αφορούσαν σε ναρκωτικές ουσίες και συγκεκριμένα σε κατηγορία κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α 600.9 γραμμαρίων κοκαΐνης και σε κατηγορία κατοχής της ιδίας ποσότητας με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο, πρώτη και δεύτερη κατηγορία αντιστοίχως.
Τα γεγονότα είχαν εκτεθεί από την εφεσίβλητη-κατηγορούσα αρχή και δεν είχαν αμφισβητηθεί από την υπεράσπιση και σε συντομία είχαν ως εξής:
«Στις 07/07/17 ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το ταξί με αριθμούς εγγραφής XXX XXX στον αυτοκινητόδρομο Αγίας Νάπας - Λάρνακας με κατεύθυνση τη Λάρνακα, έχοντας ως συνοδηγό τον Ε.Σ. και τρεις αλλοδαπές γυναίκες. Οι ΜΚ3 και ΜΚ4, οι οποίοι βρίσκονταν σε υπηρεσιακά αυτοκίνητα στον αυτοκινητόδρομο Αγίας Νάπας - Λάρνακας, αναγνώρισαν τον Σ. στη θέση του συνοδηγού, λόγω του ότι ήταν γνωστό πρόσωπο στην ΥΚΑΝ αλλά και γιατί το όχημα στο οποίο επέβαινε κινείτο με χαμηλή ταχύτητα. Ο ΜΚ3 ακολούθησε την πορεία του ταξί, το οποίο εξήλθε από την έξοδο του χωριού Ξυλοφάγου και σταμάτησε σε απόμερη αγροτική περιοχή, όπου είδε τον Σ. να εξέρχεται του ταξί κρατώντας μια νάιλον διάφανη τσάντα ενώ το ταξί κατευθύνθηκε προς τη Λάρνακα. Αστυνομικοί των Βάσεων που ειδοποιήθηκαν ερεύνησαν την περιοχή και εντόπισαν την τσάντα που θεάθηκε να κρατά ο Σ. κατεβαίνοντας από το ταξί του Κατηγορούμενου. Μέσα στην τσάντα υπήρχε άλλη μπλε πλαστική τσάντα η οποία περιείχε κοκαΐνη βάρους 600,9 γραμμάρια. Στις 13/07/2017, πέραν του Σ., συνελήφθη ο Κατηγορούμενος και ανακρινόμενος αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη. Του λήφθηκαν παρειακά επιχρίσματα και δακτυλικά αποτυπώματα ενώ κατασχέθηκε και το κινητό του τηλέφωνο. Από εξετάσεις που διενεργήθηκαν στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής εντοπίστηκε γενετικό υλικό του Κατηγορούμενου καθώς και του Σ. στη νάιλον μπλε τσάντα μέσα στην οποία βρέθηκαν οι αναφερθείσες ναρκωτικές ουσίες.»
Ο εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου, ηλικίας 39 ετών, καταγόμενος από τη Γεωργία, το τρίτο από πέντε παιδιά. Αφού εργάστηκε ως οδηγός λεωφορείου για έξι έτη, το προηγούμενο της σύλληψης του διάστημα εργαζόταν ως οδηγός ταξί. Έχει υποβληθεί σε εγχείρηση σε αμφότερα τα ισχία και υποφέρει από ρευματοειδή αρθρίτιδα για την οποία λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Υποστηρίχθηκε από την υπεράσπιση ότι παρά την αναγνώριση της σοβαρότητας των αδικημάτων, εν τούτοις η εμπλοκή του εφεσείοντος στην υπόθεση ήταν περιστασιακή, χωρίς προμελέτη ή προηγούμενη οργάνωση και αυτό φαινόταν και από το γεγονός ότι τη συγκεκριμένη ημέρα βρισκόταν στην Αγία Νάπα με σκοπό να μεταφέρει στο πλαίσιο της εργασίας του τουρίστριες στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Έλαβε τότε τηλεφώνημα από τον Σ. για να τον μεταφέρει στη Λάρνακα λόγω βλάβης της μοτοσυκλέτας του, ο οποίος και ενημέρωσε τον εφεσείοντα όταν εισήλθε στο ταξί ότι η νάιλον σακούλα που μετέφερε περιείχε κοκαΐνη, γεγονός που διαπίστωσε και ο ίδιος αγγίζοντας τη τσάντα. Ο εφεσείων γνωρίζοντας τις διασυνδέσεις του Σ. με τον υπόκοσμο, αλλά και φοβούμενος να μην δημιουργηθεί πρόβλημα με τις τουρίστριες που κάθονταν στο πίσω κάθισμα στο ταξί του, συμφώνησε να τον μεταφέρει, τον άφησε δε σε μια απόμερη αγροτική περιοχή κοντά στο χωριό Ξυλοφάγου. Κανένα οικονομικό ή άλλο όφελος δεν αποκόμισε ο εφεσείων από τη βοήθεια που παρείχε στο τρίτο αυτό πρόσωπο.
Ζητήθηκε από το Κακουργιοδικείο στη βάση ακριβώς της έλλειψης προσχεδιασμού και του στιγμιαίου της απόφασης παροχής βοήθειας, να διαφοροποιηθεί αισθητά η ποινή από εκείνη που είχε επιβάλει διαφορετικό Κακουργιοδικείο στον Σ. που ήταν ποινή φυλάκισης πέντε ετών. Με αναφορά σε Κυπριακή και Αγγλική Νομολογία και ιδιαίτερα στην Αγγλική Οδηγία, «Reduction in Sentence for a guilty plea - Definitive Guideline» του 2017, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι θα έπρεπε η ποινή φυλάκισης όχι μόνο να αντανακλούσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περίπτωσης, αλλά και να ικανοποιείτο το αίσθημα της διαφορετικής μεταχείρισης των δύο ατόμων, αυτής δικαιολογούμενης από την επιβολή μικρότερης ποινής.
Το Κακουργιοδικείο κατέγραψε την ανησυχία του για τη μάστιγα των ναρκωτικών ουσιών, η χρήση των οποίων επιφέρει σοβαρότατες συνέπειες στην ανθρώπινη υπόσταση, ιδιαίτερα των ναρκωτικών τάξεως Α, των λεγομένων σκληρών ναρκωτικών. Τόνισε ότι μόνο με αυστηρή μεταχείριση των καταδικαζομένων για τέτοιους είδους αδικήματα είναι δυνατό ο ρόλος των Δικαστηρίων να καταστεί ουσιαστικός και αποτελεσματικός στον αγώνα που παγκοσμίως διεξάγεται για την καταπολέμηση του μεγίστου αυτού προβλήματος. Με αναφορά σε νομολογία επιβεβαίωσε την ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών διακρίνοντας τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ιδιαίτερη αυστηρότητα θα πρέπει να επιδεικνύεται στους εμπόρους ναρκωτικών, οι οποίοι αφενός δύσκολα εντοπίζονται και αφετέρου ενσπείρουν όλεθρο στην κοινωνία. Λαμβάνοντας υπόψη την αρκετά μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών τάξεως Α και το ότι η εμπλοκή του εφεσείοντος ήταν περιστασιακή με περιορισμένο ρόλο, την παραδοχή, τη μεταμέλεια, το λευκό ποινικό μητρώο και τις προσωπικές περιστάσεις του, το Κακουργιοδικείο θεώρησε στο σύνολο των δεδομένων ότι η ποινή άμεσης φυλάκισης ήταν επιβεβλημένη. Συνυπολογίζοντας την ποινή των πέντε ετών που επιβλήθηκε στον Σ., επέβαλε στον εφεσείοντα με κάθε επιείκεια την ποινή της φυλάκισης των τεσσάρων ετών στην τρίτη κατηγορία χωρίς να επιβληθεί οποιαδήποτε ποινή στη δεύτερη κατηγορία τα στοιχεία της οποίας περικλείονταν ουσιαστικά στην άλλη.
Η έφεση επιδιώκει την ανατροπή της επιβληθείσας ποινής με κύρια αιτιολογία την ανισότητα και την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Στο πλαίσιο αυτό επιχειρείται με αναφορά στη νομολογία και την πολύ περιορισμένη ανάμειξη του εφεσείοντα στην υπόθεση, να πληγεί ως υπερβολική η ποινή διότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε καθόλου υπόψη του την ψυχολογική κατάσταση κάτω από την οποία αποδεκτά και αναντίλεκτα είχε βρεθεί ο εφεσείων όταν ο Σ. του απεκάλυψε ότι μετέφερε ναρκωτικά και μάλιστα έχοντας στο πίσω κάθισμα τρεις αλλοδαπές τουρίστριες. Το γεγονός δεν αμφισβητήθηκε από την κατηγορούσα αρχή, αλλά παρά ταύτα το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τον παράγοντα αυτό ούτε και έλαβε υπόψη το συνδυασμό των συνθηκών τέλεσης των αδικημάτων που έλαβαν χώραν κάτω από πιεστικές συνθήκες και υπό το πρίσμα ψυχολογικής έντασης, η οποία αναγνωρίζεται από τη νομολογία ως στοιχείο που επηρεάζει το ύψος της ποινής λόγω της εξασθένησης στην αυτοκυριαρχία του ατόμου. Επομένως όλα τα ανωτέρω έπρεπε να είχαν προσμετρήσει σε κάποιο βαθμό ώστε η ποινή αντικειμενικά ευλόγως μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπερβολική.
Έχοντας αναλογιστεί τα ανωτέρω και τα όσα ικανά ανέπτυξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος, υπό το φως και της εμπεριστατωμένης αντίθετης θέσης της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, κρίνεται ότι το Κακουργιοδικείο ορθώς κατέγραψε όλα τα δεδομένα και έλαβε υπόψη ό,τι αναφέρθηκε από τον εφεσείοντα. Κατ΄ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι ο εφεσείων παραδέχθηκε τις σχετικές κατηγορίες με γεγονότα τα οποία, όπως καταγράφηκαν στην αρχή του παρόντος σκεπτικού, αδιαμφισβήτητα έδειχναν ότι ο εφεσείων είχε ανάμειξη στην εγκληματική συμπεριφορά του Σ. και γι΄ αυτό βρέθηκε και δικό του γενετικό υλικό στη νάιλον μπλε τσάντα. Το γενετικό υλικό βρέθηκε μέσα στη μπλε πλαστική τσάντα η οποία ήταν μέσα σε άλλη τσάντα και, επομένως, υπήρχε λόγος που ο εφεσείων άγγιξε την εσωτερική τσάντα αφήνοντας το γενετικό του υλικό και γι΄ αυτό παραδέχθηκε. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι παρόλον που ο εφεσείων είχε αντιληφθεί ότι ο Σ. μετέφερε ναρκωτικές ουσίες τις οποίες και άγγιξε συμφώνησε να τον μεταφέρει γνωρίζοντας έτσι ότι το περιεχόμενο του μπλε νάϊλον σακουλιού ήταν απαγορευμένο.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη την περιστασιακή εμπλοκή του εφεσείοντος με βάση τα αποδεκτά γεγονότα που αναφέρθηκαν ενώπιον του και αναγνώρισε επίσης την παραδοχή και μεταμέλεια του ως ελαφρυντικούς παράγοντες. Έλαβε επίσης υπόψη τις προσωπικές του περιστάσεις και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις ποινής φυλάκισης στην οικογένεια του, τονίζοντας ότι οι προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες στο πλαίσιο της αποτελεσματικής προστασίας της κοινωνίας κατά της μάστιγας των ναρκωτικών, δεν πρέπει να εξατομικεύονται σε τέτοιο βαθμό που να εξουδετερώνουν την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Έλαβε επίσης υπόψη και την εισήγηση ότι ο ρόλος του Σ. στον οποίο είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης πέντε ετών ήταν σημαντικότερος, ώστε η ποινή που επιβλήθηκε στον ίδιο τον εφεσείοντα να ήταν κατά ένα έτος λιγότερη.
Όπως είναι νομολογιακά διαπιστωμένο κατ΄ επανάληψη, το έργο της επιβολής ποινής αφορά πρωτίστως το πρωτόδικο Δικαστήριο. Και το Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα εκτός εάν διαπιστωθεί ότι η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική ή έχει επιβληθεί ως αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, (Χρίστου ν. Αδάμου (2012) 2 Α.Α.Δ. 772). Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και όχι υποκειμενικό, ούτε το ζητούμενο είναι ποια ενδεχομένως θα θεωρείτο ως η αρμόζουσα ποινή από ένα άλλο Δικαστήριο ή και από το ίδιο το Εφετείο. Το στοιχείο της υπερβολής θα πρέπει να είναι έκδηλο για να δικαιολογείται επέμβαση, (Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Bezanides v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785).
Επίσης γνωστή είναι η καθιερωθείσα από τη νομολογία αρχή ότι οι προηγούμενες αποφάσεις επί ποινών δεν παρέχουν πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση για τον απλό λόγο ότι σπάνια υπάρχει ταυτοσημία επί όλων των γεγονότων, (Σάμπη ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 100). Εκείνο στο οποίο οι προηγούμενες αποφάσεις βοηθούν είναι η παροχή κατευθυντήριων γραμμών ως προς τα όσα ένα Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη υπέρ ή εναντίον ενός κατηγορουμένου, (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123). Στο πλαίσιο αυτό εμπίπτουν και οι κατευθυντήριες γραμμές που κατά καιρούς δίνονται από το Sentencing Council του Ηνωμένου Βασιλείου στο Drug Offences Definitive Guideline στο οποίο αναφέρθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα. Στην ουσία οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές και η κατηγοριοποίηση των αδικημάτων ανάλογα με το είδος της ναρκωτικής ουσίας, αλλά και ανάλογα με την ανάμειξη ή εμπλοκή του κατηγορουμένου, ακολουθούνται εν πολλοίς και από την Κυπριακή νομολογία χωρίς κατ΄ ανάγκην να τίθενται σε αυστηρή ταξινόμηση, η οποία σε κάποιο βαθμό ενδεχομένως να περιορίζει και τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να κρίνει χωρίς προδεσμεύσεις την ενώπιον του συγκεκριμένη υπόθεση επιβάλλοντας εκείνη την ποινή που θεωρεί εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.
Η σοβαρότητα των κατηγοριών έχει αναγνωρισθεί από τον συνήγορο του εφεσείοντος. Η ορθότητα του μέτρου της άμεσης ποινής φυλάκισης δεν έχει στην ουσία αμφισβητηθεί. Όλα τα προβλήματα στα οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος που αφορούν τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος, λήφθηκαν υπόψη. Οι ίδιες οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων επίσης λήφθηκαν υπόψη και στο βαθμό που δυνατόν να επιχειρήθηκε από τον εφεσείοντα μια διαφορετική ανάγνωση των γεγονότων, αυτό εξουδετερώνεται από την ίδια την παραδοχή του. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του Σ. και του εφεσείοντος δεν παραγνωρίστηκε, εξ ου και η ποινή που επιβλήθηκε ήταν αυτή των τεσσάρων ετών. Η ανισότητα στις ποινές ώστε να είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για παραβίαση της αρχής της ισότητας πρέπει να είναι τέτοια ώστε να παρουσιάζεται κατά αντικειμενικό τρόπο ως εκδήλως προβληματική, (Ayvazian v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 224). Η ανομοιότητα πρέπει να προβάλλει αβίαστα, (Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1). Η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εξισούται με αριθμητική εξίσωση των ποινών, (Ευαγόρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593). Ούτε κατ΄ ανάγκην ταυτίζεται με μεγάλες διαφοροποιήσεις στο ύψος κάθε ποινής. Το κριτήριο δεν είναι τι ενδεχομένως θα επέβαλλε, όπως προηγουμένως έχει αναφερθεί, άλλο Δικαστήριο ή το ίδιο το Εφετείο, αλλά κατά πόσο η επέμβαση του Εφετείου είναι αναγκαία ώστε να αποκατασταθεί η φαινομενική αδικία.
Δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της ισότητας, ούτε μπορεί να παραγνωριστεί ο ρόλος του εφεσείοντα ως μεταφορέα στην ουσία των ναρκωτικών ουσιών, από την άποψη ότι δέχθηκε να διακινήσει τον Σ. ο οποίος εν γνώσει του μετέφερε ναρκωτικά που είχε στην κατοχή του.
Ως προς την ψυχική ένταση στην οποία βρέθηκε ο εφεσείων, σύμφωνα με το συνήγορο του, κρίνεται ότι οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος όπως κατατέθηκαν από την κατηγορούσα αρχή σε συμφωνία με τον εφεσείοντα, δεν έδειχναν τέτοιου είδους αναστάτωση ή πίεση ή ένταση που να δικαιολογούσαν επιεικέστερη μεταχείριση εξ αυτού και μόνο του λόγου. Το Κακουργιοδικείο μπορεί να μην έκανε ιδιαίτερη μνεία αυτού του ζητήματος, αλλά αναμφίβολα το έλαβε υπόψη διότι έγινε προς τούτο αναφορά από το συνήγορο του εφεσείοντος κατά την αγόρευση για μετριασμό της ποινής και το Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα όσα είχαν αναφερθεί ενώπιον του. Άλλωστε, η διαδικασία εξατομίκευσης δεν πρέπει να οδηγεί στην απόδοση τέτοιας σημασίας σε δευτερεύοντα ζητήματα ώστε να ατονεί το στοιχείο της αποτροπής, (Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557).
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ