ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ηρακλέους Ηρακλής ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 327
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 196/2018, 4/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:B132
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΧΡΙΣΤΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 151/20, 18/5/2021, ECLI:CY:AD:2021:B207
ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 30/2021, 19/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:B471
ECLI:CY:AD:2019:B185
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 175/2018
15 Μαΐου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxxx ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ
Εφεσείοντας
v
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητου
***************************
Δημήτρης Τσολακίδης, Για τον Εφεσείοντα.
Μαργαρίτα Αβρααμίδου (κα), Για τον Εφεσίβλητο, Γενικό Εισαγγελέα. Εφεσείοντας παρών.
******************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
******************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ex-tempore)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων παραδέχθηκε σωρεία κατηγοριών στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε σχέση με τα αδικήματα ληστείας, συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, διάρρηξης κατοικίας, κλοπής από κατοικία, πλαστογραφίας επιταγής, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και εξασφάλισης αγαθών/χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων.
Δεν ενδιαφέρουν εδώ τα λεπτομερή γεγονότα που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού συνεκτίμησε την παραδοχή μαζί με όλους τους μετριαστικούς παράγοντες, αλλά και πολλές άλλες υποθέσεις που είχε ζητήσει ο εφεσείων να ληφθούν υπόψη για σκοπούς ποινής, να επιβάλει κατ΄ανώτατο όριο την ποινή των 4 ετών φυλάκισης στις κατηγορίες της ληστείας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Επέβαλε επίσης στις άλλες κατηγορίες ποινή φυλάκισης 3 ετών και 2 ετών, με διάταγμα όπως οι ποινές συντρέχουν με την έκτιση τους να μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα που ο εφεσείων είχε τελέσει υπό κράτηση. Στο σύνολο των ποινών λήφθηκαν υπόψη άλλες 15 υποθέσεις με τις λεπτομέρειες αυτών όπως αναφέρονται στο σκεπτικό της ποινής του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Εφεσιβλήθηκε η ποινή για ένα ουσιαστικό λόγο, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιβολή των ποινών δεν έλαβε υπόψη του, διότι δεν το γνώριζε, ότι αυτομάτως θα ενεργοποιείτο και η εναπομείνασα ποινή φυλάκισης 239 ημερών από ποινή που είχε προηγουμένως ανασταλεί με προεδρική χάρη, η οποία και θα προστίθετο ώστε να εκτιόταν διαδοχικά με τις ποινές φυλάκισης που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επιβάλει. Ως αποτέλεσμα, ο εφεσείων στην ουσία θα είχε να εκτίσει τη μέγιστη σχεδόν ποινή των πέντε ετών που το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να επιβάλει.
Ο εφεσείων, μέσω του ευπαιδεύτου συνηγόρου του, επιχειρηματολόγησε ότι εάν το Δικαστήριο πρωτοδίκως γνώριζε για την ανασταλείσα διά της προεδρικής χάριτος ποινής, αυτό το δεδομένο ενδεχομένως να επηρέαζε τη σκέψη του, ώστε στο πλαίσιο της νομολογίας να επέβαλλε διαφορετική ποινή από αυτή που επέβαλε. Έγινε αναφορά σε σχετική νομολογία που αναγνωρίζει ότι όταν εξ αντικειμένου δεν έχει αποκαλυφθεί σε ένα πρωτόδικο Δικαστήριο ένα γεγονός το οποίο ενδεχομένως να επηρέαζε το ύψος της ποινής, αυτό μπορεί να αποτελέσει λόγο για ανάλογη μεταχείριση από το Εφετείο.
Η ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης Δημοκρατίας στο δικό της διάγραμμα αναφέρει, ότι το γεγονός ότι δεν είχε τεθεί υπόψη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου το δεδομένο της προεδρικής χάριτος δεν οφείλετο σε υπαιτιότητα της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά οφείλετο τουλάχιστον σε υπαιτιότητα και της Υπεράσπισης και ειδικότερα του συγκεκριμένου εφεσείοντος, ο οποίος και στο παρελθόν είχε τύχει ανάλογης μεταχείρισης από το Εφετείο στην υπόθεση Ηρακλέους ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 327. Εν πάση περιπτώσει με το βεβαρημένο ποινικό μητρώο του εφεσείοντος και των υποθέσεων που λήφθηκαν υπόψη, η ποινή που είχε επιβληθεί πρωτοδίκως δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ως υπερβολική ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου. Στη βάση νομολογίας όπως η Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ., 525, το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή πρέπει να είναι έκδηλο ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου.
Ο εφεσείων, κατά τη Δημοκρατία, είχε επίσης παραλείψει να πληροφορήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο για το γεγονός ότι αντιμετώπιζε και άλλες υποθέσεις, τρεις στον αριθμό, οι οποίες αναφέρονται στο διάγραμμα της Δημοκρατίας και οι οποίες είχαν καταχωρηθεί σε προγενέστερο χρόνο από την ημερομηνία που είχε καταχωρηθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο η υπόθεση στην οποία επιβλήθη η συγκεκριμένη ποινή, η οποία σήμερα τελεί υπό έλεγχο και στις οποίες αποφασίστηκε μεταγενέστερα ότι οι εκεί ποινές θα συνέτρεχαν με την ποινή που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Έχοντας εξετάσει τα δεδομένα, παραμένει ως αντικειμενικό γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν γνώριζε, διότι δεν είχε αναφερθεί το δεδομένο, ότι στον εφεσείοντα είχε δοθεί προεδρική χάρη, υπό τον όρο ότι θα ενεργοποιείτο συγκεκριμένη περίοδος φυλάκισης εάν δεν πληρούσε τους όρους της προεδρικής χάριτος - αναστολής. Αυτό το αντικειμενικό δεδομένο δεν τίθεται τώρα ούτε εξετάζεται στη βάση υπαιτιότητας από οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές. Αναμφίβολα αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να τηρεί ορθά το φάκελο ενός κατηγορουμένου ώστε να αναφέρει στο πρωτόδικο Δικαστήριο όλα τα δεδομένα τα οποία ισχύουν τόσο από πλευράς προηγουμένων καταδικών, όσο και από πλευράς αναστολών που είχαν δοθεί είτε από το Δικαστήριο είτε, όπως στην περίπτωση του εφεσείοντα, δυνάμει προεδρικής χάρης.
Αποτελεί ταυτόχρονα υποχρέωση και του ίδιου του εφεσείοντα να αναφέρει οτιδήποτε είναι σε γνώση του που αφορά τα δικά του προσωπικά δεδομένα, που περιλαμβάνουν βεβαίως και προηγούμενες υποθέσεις και καταδίκες.
Όμως όπως έχει αναφερθεί, στο τέλος της ημέρας είναι αντικειμενικό το κριτήριο και από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε υπόψη του αυτό το δεδομένο, ότι υπήρχε δηλαδή προεδρική χάρη η οποία λόγω της μεταγενέστερης εγκληματικής συμπεριφοράς του εφεσείοντα θα ενεργοποιείτο η ποινή φυλάκισης, δεν μπορεί παρά να ληφθεί υπόψη από το Εφετείο, τόσο στη βάση της νομολογίας που έχει αναφερθεί όπως οι Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ., 628, Ηρακλέους ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), αλλά και στη βάση της πρόσφατης απόφασης του Εφετείου αυτού στην Παναγιώτης Αποστόλου ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση αρ. 196/18 ημερομηνίας 4/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:B132. Στην τελευταία αυτή υπόθεση επαναλήφθηκε η σχετική νομολογία, αφορούσε δε σε παρόμοια περίπτωση ανασταλείσας με προεδρική χάρη ποινής, που δεν είχε γνωστοποιηθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το αντικειμενικό αυτό δεδομένο δεν μπορεί να εξουδετερωθεί στη βάση των όσων έχει αναφέρει η ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσίβλητη Δημοκρατία, είτε διότι δεν αναφέρθηκε ούτε από τον εφεσείοντα, είτε διότι δεν αναφέρθηκαν κάποιες άλλες υποθέσεις που προηγούνταν της υπόθεσης στην οποία επιβλήθηκε η πρωτόδικη ποινή. Ένα Δικαστήριο όταν επιβάλλει ποινή πρέπει να γνωρίζει όλα τα αντικειμενικά δεδομένα είτε υπέρ είτε εναντίον ενός κατηγορούμενου.
Αυτονόητο είναι ότι το Εφετείο δεν εξετάζει τώρα κατά πόσο η επιβληθείσα ποινή είναι ή όχι ορθή ως ποινικό μέτρο. Εκείνο που τελεί υπό κρίση είναι η πιθανότητα το πρωτόδικο Δικαστήριο να επέβαλλε διαφορετική ποινή, σ' ό,τι αφορά την έκταση της εάν ήταν κοινωνός όλων των παραμέτρων που λαμβάνονται υπόψη.
Δικαιολογείται λοιπόν η επέμβαση του Εφετείου στη βάση αντικειμενικού δεδομένου που απουσίαζε κατά στην επιμέτρηση της ποινής πρωτοδίκως. Κρίνεται ότι η ποινή των τεσσάρων (4) ετών που επιβλήθηκε στις κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα της ληστείας, πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου θα πρέπει να μειωθεί και μειώνεται κατά πέντε (5) μήνες στην κάθε μια από αυτές. Η ποινή που έχει επιβληθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφοροποιείται ανάλογα και συντρέχουν βεβαίως με τις υπόλοιπες.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο