ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B203
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 15/2018)
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
31 Μαΐου 2019
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων
- ν. -
xxxx ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
Εφεσίβλητου
----------------------------------------------
Ε. Γιακουμεττή (κα), για τον Εφεσείοντα.
Η. Στεφάνου με Γ. Νεάρχου, για τον Εφεσίβλητο.
----------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων θέτει υπό αμφισβήτηση την αθωωτική πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τον εφεσίβλητο-πρώην κατηγορούμενο 2.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του τρεις κατηγορούμενους στην Ποινική Υπόθεση υπ΄ αρ. 7898/15 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Ο πρώην κατηγορούμενος 1 σε στάδιο της διαδικασίας άλλαξε απάντηση παραδεχόμενος τις κατηγορίες υπ΄ αρ. 4, 8 και 9, τυγχάνοντας αναστολής ποινικής δίωξης στις υπόλοιπες κατηγορίες, εννέα τον αριθμό στις οποίες και απαλλάχθηκε. Ο πρώην κατηγορούμενος 3 αθωώθηκε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο στην κατηγορία 4 που αντιμετώπιζε. Ο πρώην κατηγορούμενος 2 και τώρα εφεσίβλητος, κλήθηκε σε απολογία έχοντας υπόψη τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και εξηγήθηκαν σ΄ αυτόν τα δικαιώματα του δυνάμει του άρθρου 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Ο εφεσίβλητος επέλεξε να προβεί σε σύντομη ανώμοτη δήλωση.
Στο τέλος της ημέρας, το Δικαστήριο με πολυσέλιδη απόφαση του αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο απ΄ όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ουσιαστικά, διότι η μαρτυρία που είχε προσφερθεί από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής ήταν αντιφατική και ασαφής και δεν μπορούσε να λογιστεί ως μαρτυρία εναντίον του εφεσιβλήτου. Με γνώμονα ότι το βάρος σε ποινική υπόθεση το φέρει εξ ολοκλήρου η Κατηγορούσα Αρχή, η δε ενοχή κατηγορουμένου πρέπει να αποδειχθεί με επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ασάφεια και η ανυπαρξία συγκεκριμένων τοποθετήσεων στη μαρτυρία βασικών μαρτύρων κατηγορίας είχε διασπάσει τη συνεκτικότητα που θα έπρεπε να υπήρχε στη μαρτυρία εναντίον του εφεσιβλήτου, με αποτέλεσμα την αθώωση του.
Ο εφεσίβλητος - αστυνομικός - αντιμετώπιζε κατηγορίες που σχετίζονταν με τα αδικήματα της συνωμοσίας προς καταδολίευση, κατάχρηση εξουσίας, δόλο και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό, επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά παράβαση του Νόμου, κλεπταποδοχή, κατοχή αδασμολογήτων εμπορευμάτων, έκθεση διακριτικών σημείων επί μηχανοκινήτου οχήματος με πρόθεση ψευδούς παράστασης της ταυτότητας αυτού και παραβίαση κρατικού απορρήτου. Όλες οι κατηγορίες σχετίζονταν με την εισαγωγή στη Δημοκρατία ενός οχήματος τύπου Range Rover χρώματος μαύρου και χωρίς να ενδιαφέρουν εδώ, για σκοπούς της παρούσας έφεσης, οι διάφορες επί μέρους λεπτομέρειες, η εμπλοκή του εφεσιβλήτου παρουσιαζόταν να ήταν ότι ως αστυνομικός εισήλθε στο μηχανογραφημένο σύστημα της αστυνομίας του οποίου ήταν χρήστης, εντόπισε παρόμοιο όχημα που είχε αριθμούς εγγραφής XXX 081 και αφού πληροφόρησε τον πρώην κατηγορούμενο 1 γι΄ αυτούς τους αριθμούς, παρήγγειλε σχετικές πινακίδες οι οποίες τοποθετήθηκαν επί του οχήματος που βρέθηκε στην κατοχή του τελευταίου. Η μαρτυρία εναντίον του εφεσιβλήτου προήλθε από δέκα συνολικούς μάρτυρες, καθώς και διά της καταθέσεως 76 συνολικά τεκμηρίων, αρκετά από τα οποία είχαν κατατεθεί εξ συμφώνου, ενώ είχε δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός ότι όλα τα τεκμήρια είχαν παραληφθεί και διακινηθεί νομότυπα.
Το Δικαστήριο προέβηκε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατέληξε σε ευρήματα τα οποία συνοπτικά μπορούν να αποτυπωθούν στα εξής: Το Μάρτιο του 2012 είχε εισαχθεί το πιο πάνω όχημα με βάση έγγραφο που έφερε συγκεκριμένο αριθμό πλαισίου του οχήματος. Δημιουργήθηκε κάποιο πρόβλημα με το Τελωνείο και το όχημα παραλήφθηκε από το Τελωνείο από αλλοδαπό άτομο. Στη βάση πληροφοριών που αφορούσαν εισαγωγή στην Κύπρο κλοπιμαίων οχημάτων τύπου Range Rover, μέλη του Τ.Α.Ε. Λάρνακας εντόπισαν παρά τον κυκλικό κόμβο του Καλού Χωριού Λάρνακας όχημα του πιο πάνω τύπου που έφερε πινακίδες με αριθμούς XXX 081, οδηγούμενο από τον πρώην κατηγορούμενο 1, ο οποίος όμως έφυγε από το χώρο. Αργότερα την ίδια ημέρα το όχημα εντοπίστηκε σε συνεργείο οχημάτων στη βιομηχανική περιοχή Αραδίππου από το οποίο και είχαν αφαιρεθεί οι πινακίδες εγγραφής. Το όχημα μεταφέρθηκε στο Τ.Α.Ε. Λάρνακας και μετά από εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι είχε δηλωθεί ως κλοπιμαίο στην Αγγλία και έφερε διαφορετικό αριθμό πλαισίου από ό,τι αναγραφόταν στον ανεμοθώρακα. Οι πινακίδες με αριθμό XXX 081 είχαν κατασκευαστεί στο συνεργείο του Α.Σ., Μ.Κ.7. Ο εφεσίβλητος κατά τον επίδικο χρόνο ως αστυνομικός και χρήστης του μηχανογραφημένου συστήματος της αστυνομίας, συνδεδεμένο με το σύστημα του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, αναζήτησε στις 11.1.2015 όλα τα οχήματα τύπου Land Rover χρώματος μαύρου, μοντέλο Sport και στη συνέχεια ζήτησε και απόκτησε όψη του οχήματος με αριθμούς εγγραφής XXX 081. Την επομένη ημέρα 12.1.2015 έγινε αναζήτηση για το εν λόγω όχημα από άλλο αστυνομικό όργανο της Κ.Υ.Π. Αρχηγείου και στις 15.1.2015 από αστυνομικό της Κ.Υ.Π. Λεμεσού και γυναίκα αστυνομικό του Κ.Ε.Μ., ΟΥΛΑΕ Λάρνακας.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι η Κατηγορούσα Αρχή βάσισε εξ ολοκλήρου την υπόθεση της σε περιστατική μαρτυρία αφού ο εφεσίβλητος ουδέποτε θεάθηκε να οδηγεί το όχημα που έφερε τους συγκεκριμένους αριθμούς εγγραφής, ούτε και υπήρξε μαρτυρία ότι είχε συναντηθεί σε οποιοδήποτε στάδιο με τον πρώην κατηγορούμενο 1, που να έδειχνε ότι υπήρχε συμφωνία για τη διάπραξη των υπό εξέταση αδικημάτων. Δεν υπήρχε όμως ούτε μαρτυρία για άμεση εμπλοκή του εφεσίβλητου στην εισαγωγή του οχήματος στη Δημοκρατία ώστε να παρουσιαζόταν ότι προσέφερε βοήθεια προς τον πρώην κατηγορούμενο 1, με σκοπό να έχει στην κατοχή του το κλοπιμαίο όχημα. Η όλη μαρτυρία σύμφωνα με το Δικαστήριο που ενέπλεκε τον εφεσίβλητο στις διάφορες κατηγορίες αδικημάτων, προερχόταν από συγκεκριμένους μάρτυρες κατηγορίας που ήταν με τον εφεσίβλητο στις 11.5.2015 σε μηχανοκίνητη περιπολία. Η θέση του τελευταίου στην ανώμοτη δήλωση του ήταν ότι τους είχε προσπεράσει με μεγάλη ταχύτητα ένα όχημα μάρκας Range Rover χρώματος μαύρου, γεγονός που τον οδήγησε στην αναζήτηση και εντοπισμό του μέσω της υπηρεσιακής πρόσβασης του στο μηχανογραφημένο σύστημα.
Οι αστυνομικοί συνάδελφοι του που ήταν μαζί του στη βάρδια δεν ήταν όμως σαφείς στις τοποθετήσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν βοήθησαν την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Η αστυφύλακας xxx Α.Α, Μ.Κ.8, στην κατάθεση της, Τεκμήριο 73, είχε αναφέρει ότι δεν είχε δει τέτοιο όχημα να τους προσπερνά και στο τέλος της κατάθεσης είπε ότι απλώς δεν θυμόταν αν τους είχε προσπεράσει τέτοιο όχημα. Κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι όταν είχε ξαναδιαβάσει την κατάθεση της, είχε ρωτήσει τον λήπτη της γιατί έγραψε ότι δεν είχε δει το όχημα να τους προσπερνά και ήταν τότε που έγινε η διόρθωση στο τέλος που αναφερόταν πλέον σε έλλειψη μνήμης εάν πράγματι είχε δει τέτοιο όχημα. Το Δικαστήριο αποκόμισε αρνητική εντύπωση από αυτές τις ασαφείς θέσεις λέγοντας ότι δεν ήταν δυνατόν σε μηχανοκίνητη περιπολία για έλεγχο τροχαίας, αστυνομικός που βρισκόταν στο περιπολικό με τον εφεσίβλητο να μην θυμόταν κατά πόσο όντως τους είχε προσπεράσει όχημα με υπερβολική ταχύτητα. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η μαρτυρία του αστυφύλακα xxx Α. Κ, Μ.Κ.9, ο οποίος επίσης ανέφερε ότι δεν θυμόταν εάν ένα Range Rover χρώματος μαύρου τους είχε προσπεράσει λέγοντας στην κατάθεση του, Τεκμήριο 74, ότι ήταν σίγουρος ότι δεν είχε δει τέτοιο όχημα γιατί αν το έβλεπε θα το θυμόταν, όπως θα θυμόταν, αν κάποιος άλλος στο περιπολικό είχε σχολιάσει το γεγονός. Διευκρίνισε όμως κατά την ένορκη μαρτυρία του ότι είχε αναφέρει στην αστυφύλακα που λάμβανε την κατάθεση του ότι δεν θυμόταν να τους είχε προσπεράσει τέτοιο όχημα, αν όμως οι ίδιοι κινούνταν με 100 χ.α.ω., το δε Range Rover με 105 χ.α.ω. και τους προσπερνούσε δεν θα υπήρχε λόγος να το θυμόταν, ενώ κάθε αστυνομικός σε μια βάρδια δεν αναφέρει κατ΄ ανάγκη στους υπόλοιπους κάθε υπόθεση που έχει. Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να βασιστεί σ΄ αυτές τις καταθέσεις και μαρτυρίες εφόσον δεν ήταν σαφείς στο να ανατρέψουν τη θέση του εφεσίβλητου ότι αφού είχε δει κάποιο όχημα να τους προσπερνά με μεγάλη ταχύτητα, δικαιολογημένα το είχε αναζητήσει στο μηχανογραφημένο σύστημα της αστυνομίας.
Η άλλη μαρτυρία που τον ενέπλεκε ήταν αυτή του Α.Σ., Μ.Κ.7, στον οποίο κατά τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ο εφεσίβλητος είχε παραγγείλει τις συγκεκριμένες πινακίδες εγγραφής. Στην κατάθεση του, Τεκμήριο 71, ο μάρτυρας ανέφερε ότι συνεργάζεται με πολύ κόσμο περιλαμβανομένου και του εφεσίβλητου, ο οποίος τρεις εβδομάδες προηγουμένως του είχε αποστείλει SMS λέγοντας του να ετοιμάσει τρία σετ με αριθμούς, βλέποντας δε τους αριθμούς εγγραφής XXX 081, τους θυμήθηκε ως αυτούς που είχε ετοιμάσει «για τον Α.», εννοώντας τον εφεσίβλητο. Ως ανέφερε, επίσης, δεν ετοιμάζει με ευκολία πινακίδες, αλλά λόγω της ιδιότητας του εφεσίβλητου και της εμπιστοσύνης που του είχε, το έπραξε. Ενώπιον του Δικαστηρίου όμως, ενόρκως, ο Μ.Κ.7 παρουσίασε άλλη εικόνα και διαμόρφωσε τα γεγονότα διαφορετικά. Εξήγησε ότι την κατάθεση του, Τεκμήριο 71, την έκανε για να βοηθήσει τον εφεσίβλητο, αφού οι αστυνομικοί που είχαν επισκεφθεί το κατάστημα του και ζήτησαν να δουν την κορδέλα ψάχνοντας για συγκεκριμένο αριθμό, του είπαν ότι ήθελαν να βοηθήσουν τον εφεσίβλητο διότι ήταν συνάδελφος τους. Το κυριότερο, όμως, ήταν η αναφορά του μάρτυρα ενόρκως ότι τους συγκεκριμένους αριθμούς σε πινακίδες εγγραφής πιθανόν να τους είχε παραγγείλει και ο πρώην κατηγορούμενος 1, ο οποίος ήταν και αυτός πελάτης του και συνεργαζόταν μαζί του για χρόνια κατασκευάζοντας αριθμούς για αυτοκίνητα. Ανέφερε μάλιστα ότι οι αριθμοί αυτοί πρέπει να ήταν του πρώην κατηγορούμενου 1, ενώ κατά την αντεξέταση του προσέθεσε ότι μέσα στους τρεις αριθμούς που του είχε παραγγείλει ο εφεσίβλητος, δεν ήταν οι αριθμοί XXX 081. Ο λόγος δε που είχε δεχθεί να αναφέρει τους συγκεκριμένους αριθμούς ήταν διότι οι αστυνομικοί του είπαν ότι ήταν για να βοηθήσουν συνάδελφο τους. Ήταν όμως εν κατακλείδι απόλυτος ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε του παράγγειλε αυτούς τους αριθμούς εγγραφής. Το Δικαστήριο έκρινε ως παντελώς αναξιόπιστο τον Μ.Κ.7 και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του.
Η υπόλοιπη μαρτυρία ήταν είτε τυπική, είτε περιθωριακή σε σχέση με τον εφεσίβλητο και η μόνη που αξίζει εδώ να σημειωθεί ήταν αυτή της Αστυνόμου Β΄ Ε.Κ., Μ.Κ.5, του Τμήματος Πληροφορικής της Αστυνομίας η οποία εξήγησε τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος στο οποίο υπάρχουν καταχωρημένα όλα τα εγγεγραμμένα οχήματα στη Δημοκρατία. Πρόσβαση στο σύστημα έχουν μέλη της Αστυνομίας τα οποία εγκρίνονται, ο δε εφεσίβλητος ήταν ένα από αυτά. Βεβαίωσε ότι ο εφεσίβλητος είχε αναζητήσει το εν λόγω όχημα και ότι αν κάποιος ήθελε να εξετάσει τα στοιχεία ενός οχήματος τύπου Land Rover χρώματος μαύρου με υπολογιζόμενο κυβισμό 3500-3700 που πιθανόν να οδηγείτο κατά παράβαση των κανονισμών τροχαίας, αυτή θα ήταν η συνήθης διαδικασία εντοπισμού του οδηγού. Άλλη σχετική μαρτυρία ήταν αυτή του Αρχιλοχία xxxx Χ.Ε., Μ.Κ.6, ο οποίος ήταν μεταξύ των αστυνομικών που ερεύνησαν το υποστατικό του Α. Σ., Μ.Κ.7, ο οποίος τους υπέδειξε τη μηχανή εκτύπωσης πινακίδων και στον έλεγχο της ταινίας («κορδέλλας»), παρουσιάστηκε ότι είχαν κατασκευαστεί και δύο πινακίδες εγγραφής με στοιχεία XXX 081, όταν δε υποδείχθηκε στον Α. Σ., Μ.Κ.7, το γεγονός, και του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, αυτός απάντησε «έκαμα τα του αστυνομικού του Α.».
Διατείνεται η εφεσείουσα Δημοκρατία ότι η προσέγγιση του Δικαστηρίου ήταν νομικά εσφαλμένη κατά τρόπο που να συνιστά πλημμελή αποκλεισμό μαρτυρίας. Η εισήγηση αυτή εστιάζεται στη μαρτυρία του Μ.Κ.9, η οποία λανθασμένα αποκλείστηκε αφού όσα ο μάρτυρας ανέφερε ενόρκως δεν θα μπορούσαν παρά να εκληφθούν ως αποδοχή της θέσης που είχε εκφραστεί στην κατάθεση του. Εφόσον, δηλαδή, είχαν απορριφθεί «οι ύστερες διαφοροποιήσεις και δικαιολογίες του Μ.Κ.9, .. υπό τις περιστάσεις, αναπόδραστα συνιστά και αποδοχή των όσων είχε αναφέρει στην κατάθεση του.». Πρόσθετα, ενώ το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Κ.7 ως αναξιόπιστη, δεν ασχολήθηκε καθόλου με τη δήλωση που είχε μεταφερθεί ως εξ ακοής στο Δικαστήριο μέσω του Αρχιλοχία Ε., Μ.Κ.6, η μαρτυρία του οποίου και είχε γίνει αποδεκτή. Το Δικαστήριο όφειλε να την αξιολογήσει χωριστά από τη μαρτυρία του Α. Σ., Μ.Κ.7, «λαμβάνοντας υπόψη ότι και η υπεράσπιση είχε την ευκαιρία να αντεξετάσει τον Μ.Κ.7 επί της συγκεκριμένης δήλωσης, αλλά δεν το έπραξε.».
Η περιστατική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν, κατά την εισήγηση, επαρκέστατη για καταδίκη έχοντας υπόψη ότι ο εφεσίβλητος είπε ψέματα ότι τους είχε προσπεράσει όχημα τύπου Range Rover, φαίνεται να ήλεγξε όλους τους αριθμούς, ενώ στην κατάθεση του είχε πει ότι είχε κρατήσει μόνο το γράμμα «L», ότι ο πρώην κατηγορούμενος 1 γνώριζε ότι το όχημα με αριθμούς xxx 081 ανήκε σε Αγγλίδα από την Πάφο, ότι μιλούσε σπάνια με τον πρώην κατηγορούμενο 1, αλλά όχι για τη συγκεκριμένη περίπτωση και ότι οι υπόλοιποι αστυνομικοί που ήλεγξαν τα στοιχεία του οχήματος μεταγενέστερα, το έπραξαν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους δικαιολογημένα.
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, σε συμφωνία με την αντίθετη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσίβλητου, καθίσταται φανερό το ανεπιτυχές της προσπάθειας ανατροπής της απόφασης. Υπό τύπο συνοπτικής υπενθύμισης, το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να εφεσιβάλει αθωωτική απόφαση είναι περιορισμένο και νομοθετικά με τα όρια που θέτει το άρθρο 137 του Κεφ. 155. Αποκλείεται ως θέμα αρχής η επαναξιολόγηση της μαρτυρίας και η αμφισβήτηση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου έστω και αν σ΄ αυτά δυνατόν να εντοπίζεται λάθος. Από το 1961 η νομολογία σταθερά επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι η αθώωση αρμοδίως από Δικαστήριο δεν πρέπει, εκτός για εξαιρετικούς συγκεκριμένους λόγους, να αμφισβητείται θέτοντας εν κινδύνω εκ νέου τον κατηγορούμενο (Xenophontos v. Charalambous (1961) C.L.R. 122, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, κ.ά.).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ουσία των λόγων έφεσης είναι ο πλημμελής αποκλεισμός μαρτυρίας, ζήτημα που εντάσσεται στο εδάφιο (1)(α)(ii) του άρθρου 137 ότι «απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε». Η έννοια του αποκλεισμού μαρτυρίας δεν παραπέμπει σε αυτή που δεν έγινε αποδεκτή μετά από αξιολόγηση, αλλά σ΄ εκείνη που παρά το ότι ήταν αποδεκτή κατά το δίκαιο, αποκλείστηκε (Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 208).
Κατά συνέπεια η μαρτυρία του Αστ. xxxx Α. Κ., όπως αυτή αναφέρθηκε προηγουμένως, δεν αποκλείστηκε ενώ ήταν κατά τα άλλα αποδεκτή ώστε να είναι βάσιμη ή δικαιολογημένη η συζήτηση της έφεσης. Η μαρτυρία εξετάστηκε, αλλά δεν έγινε δεκτή. Αξιολογήθηκε και ευλόγως το Δικαστήριο, ως προς την ποιότητα της, δεν πείστηκε για το συμπαγές της. Η θέση του μάρτυρα ήταν τουλάχιστον ομιχλώδης ως προς τα δεδομένα της κίνησης ενός Range Rover την ώρα της περιπολίας, αφήνοντας πιθανή τέτοια κίνηση στην οποία μπορεί και να μην έδωσε σημασία. Ο μάρτυρας κατέθεσε εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής. Η μαρτυρία του όφειλε να ήταν σαφής και χωρίς αμφιταλαντεύσεις. Αποτελεί λανθασμένη εισήγηση η θέση της κατηγορούσας αρχής ότι επειδή δε έγινε πιστευτή η ένορκη μαρτυρία του, αυτό υποδήλωνε αποδοχή της αρχικής θέσης που εκφράστηκε στην αστυνομική του κατάθεση. Η μαρτυρία του ήταν απλώς αντιφατική και παρέμεινε ως τέτοια προτασσόμενη όμως από την κατηγορούσα αρχή για το αξιόπιστο της σε όλη την πορεία της. Δεν κηρύχθηκε εχθρικός μάρτυρας. Έπεται ότι η εφεσείουσα δεν μπορεί να παραπονείται για την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία του. Τα ίδια ισχύουν και για τη μαρτυρία της Μ.Κ.8, για την μη αποδοχή της οποίας όμως δεν γίνεται λόγος στην Έφεση.
Η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ηροδότου (2011) 2 Α.Α.Δ. 79, η οποία μνημονεύθηκε από τη συνήγορο της εφεσείουσας, δεν έχει σχέση με την παρούσα. Εκεί κρίθηκε ότι η μαρτυρία της Μ.Κ.1 πλημμελώς αποκλείστηκε υπό το φως επουσιώδους, καθώς κρίθηκε, άλλης μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής και κρίσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο ενήργησε ως εμπειρογνώμονας σε ορισμένα θέματα, ενώ κατά τα άλλα η μαρτυρία της είχε χαρακτηριστεί αρκετά σταθερή στη δική της εκδοχή και χωρίς να είχε κλονιστεί κατά την αντεξέταση. Εδώ, ο ίδιος ο Μ.Κ.9 ήταν ασταθής στη δική του μαρτυρία, αλλάζοντας θέσεις. Ούτε η πρόσφατη υπόθεση Kireev v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 273/2017, ημερ. 22.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B154, βοηθά την εφεσείουσα. Εκεί, πέραν του ότι δεν πρόκειτο για αθωωτική πρωτόδικη απόφαση, δεν αξιολογήθηκε καθόλου από το Δικαστήριο συγκεκριμένη κατάθεση αυτόπτη αστυνομικού μάρτυρα που είχε κατατεθεί ως Τεκμήριο στο Δικαστήριο και που έτεινε να έδιδε, αν αξιολογείτο, μια διαφορετική εικόνα από τον άλλο αυτόπτη αστυνομικό μάρτυρα.
Τα ίδια ισχύουν και για τη μαρτυρία του Α.Σ., Μ.Κ.7. Η παλινδρόμηση του στην αρχική του θέση που εκφράστηκε μέσω του Μ.Κ.6, ότι τις πινακίδες εγγραφής τις είχε κατασκευάσει για τον εφεσίβλητο, ήταν εμφανής. Αναφέρθηκε από τον ίδιο στη διά ζώσης μαρτυρία του ότι τις είχε παραγγείλει ο πρώην κατηγορούμενος 1, δίδοντας και εξήγηση γιατί αρχικά αναφέρθηκε στον εφεσίβλητο. Δεν είναι επιτρεπτό για την κατηγορούσα αρχή να παρουσιάζει αντιφατικές μαρτυρίες και να ευελπιστεί ότι το Δικαστήριο θα επιλέξει την ευνοϊκότερη για αυτή. Ούτε είναι περίπτωση όπου ο ίδιος μάρτυρας διαφοροποιεί τη θέση του σε θεληματική κατάθεση η οποία είχε κατατεθεί για την αλήθεια του περιεχομένου της, (Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 142/2014, ημερ. 17.12.2015), ECLI:CY:AD:2015:D834. Εδώ, πέραν της προφορικής μαρτυρίας του Μ.Κ.7, η οποία αξιολογήθηκε ως αναξιόπιστη, υπήρχε και μια εξ ακοής μαρτυρία από τον Μ.Κ.6, η οποία δεν είχε κατατεθεί για την αλήθεια του περιεχομένου της. Δεν χρειαζόταν καν η κατάθεση της αφού ο Μ.Κ.7 παρουσιαζόταν ως μάρτυρας στο κατηγορητήριο και θα έδιδε κατάθεση, όπως και έδωσε. Πλην, όμως, όχι υπέρ των θέσεων της κατηγορούσας αρχής. Εύλογα κρίθηκε μη πιστευτός.
Υπό το φως των ανωτέρω, δεν εντάσσεται η περίπτωση στο άρθρο 137 του Κεφ. 155. Και ελλείψει ουσιώδους μαρτυρίας, η όποια περιστατική μαρτυρία δεν είχε εκείνη τη συνοχή που επιβάλλει η νομολογία για να οδηγούσε με ασφάλεια σε καταδίκη. Όσο εύλογες και να ήταν οι υποψίες εναντίον του εφεσίβλητου, χωρίς πειστική, σταθερή και αξιόπιστη μαρτυρία, δεν ήταν δυνατή η καταδίκη.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ