ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D166
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 10/19
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Δ.]
06 ΜΑΪΟΥ 2019
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΝΟΜΟ (ΚΕΦ. 155) ΑΡΘΡΟ 43(2)
Αίτηση ημερ. 20.03.2019
Γ. Ιωάννου για Πάρις Λοΐζου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. O Αιτητής, με την υπό εξέταση αίτηση αιτείται Διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει την καταχώρηση κατηγορητηρίου εναντίον δύο φυσικών και ενός νομικού προσώπων στο αρμόδιο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 43 της Ποινικής Δικονομίας, ΚΕΦ. 155 ώστε να εκδικαστούν 26 κατηγορίες. Οι τρεις πρώτες κατηγορίες αφορούν και τα τρία πρόσωπα ως ανωτέρω ενώ οι υπόλοιπες 23 μόνο το πρώτο κατονομαζόμενο πρόσωπο.
Να σημειωθεί ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού απέρριψε παρόμοιο αίτημα για λόγους που αναφέρονται στο σχετικό πιστοποιητικό άρνησης διαταγής καταχώρησης κατηγορητηρίου, το οποίο ετοίμασε σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 43. Δεν θα προχωρήσω περαιτέρω να εξετάσω τους λόγους άρνησης έκδοσης της σχετικής Διαταγής από το Επαρχιακό Δικαστήριο καθότι είμαι της γνώμης ότι η διαδικασία ενώπιον μου είναι πρωτογενής και το παρόν Δικαστήριο κρίνει πρωτογενώς και εξ' ιδίων του την υπόθεση και τα περιβάλλοντα γεγονότα. Η άσκηση αυτής της ευχέρειας γίνεται δικαστικά και θα πρέπει συνεπώς να είναι αιτιολογημένη. Περαιτέρω θα πρέπει να λεχθεί ότι η δεύτερη αυτή "ευκαιρία" που δίδεται στον Αιτητή είναι και η τελευταία ενόψει του ότι δεν έχει δικαίωμα αμφισβήτησης της με την καταχώρηση του ένδικου μέσου της Έφεσης (βλ. Αίτηση Κακουράντζα, Ποιν. Εφ. 281/2018, ημερ. 1.3.2019, ECLI:CY:AD:2019:B70).
Τα αδικήματα, ως αυτά φαίνονται στο κατηγορητήριο, αφορούν αδικήματα του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 και συγκεκριμένα συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος (Άρθρα 372, 255), είσοδος σε ξένη περιουσία με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος (Άρθρο 280) και 23 κατηγορίες Κλοπής (Άρθρα 255, 262).
Τα γεγονότα ως παρουσιάζονται στην ένορκη δήλωση ημερ. 20.3.2019 του κ. Πάρι Λοΐζου δικηγόρου, η οποία συνοδεύει την αίτηση, και συμπληρωματική του ένορκη δήλωση ημερ. 13.4.2019, είναι συνοπτικά τα ακόλουθα:
Η προτεινόμενη κατηγορούμενη 1 είναι ιδιοκτήτρια οικίας στο χωριό Πύργος, Λεμεσού, την οποία ενοικίαζε ο παραπονούμενος/αιτητής. Ο προτεινόμενος κατηγορούμενος 2 είναι ο συνήγορος της πρώτης και η προτεινόμενη κατηγορούμενη 3 είναι δικηγορική εταιρεία η οποία παρουσιάστηκε ως "ανεξάρτητο άτομο" υπεύθυνο για την καταμέτρηση των αντικειμένων/περιουσιακών στοιχείων του παραπονούμενου, το οποίο εισήλθε, κατ' ισχυρισμό, παράνομα στην περιουσία του παραπονούμενου και βοήθησε στη διάπραξη των αδικημάτων. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του ομνύοντα, τα αδικήματα προέκυψαν περί τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο 2017 όταν οι προτεινόμενοι κατηγορούμενοι 2 και 3 κατ' εντολή της πρώτης προτεινόμενης κατηγορουμένης, εισήλθαν παράνομα και χωρίς οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμα στην άνω οικία του παραπονούμενου και αυθαίρετα, παράνομα και χωρίς οποιοδήποτε δικαίωμα, έκλεψαν μεγάλο αριθμό κινητής περιουσίας, ιδιοκτησίας του παραπονούμενου. Στο σημείο κλήθησαν αστυνομικοί του Σταθμού Μονής οι οποίοι προσήλθαν μεν αλλά ουδέν μέτρο έλαβαν για την προστασία της άνω περιουσίας. Ακολούθησε παράπονο στο Γενικό Εισαγγελέα με επιστολή του δικηγόρου του και η νομική υπηρεσία με επιστολή της ημερ. 14.2.18 απάντησε ότι "η καταγγελία που διερευνήθηκε από την Αστυνομία και ο φάκελος που σχηματίστηκε με την ολοκλήρωση του διαβιβάστηκαν στη Νομική Υπηρεσία όπου αφού έτυχε μελέτης διαπιστώθηκε ότι από το μαρτυρικό υλικό δεν προέκυπτε η διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος .......".
Αποτέλεσμα των άνω είναι η προσπάθεια του παραπονούμενου να καταχωρήσει το επίδικο κατηγορητήριο, αρχικά στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και εν τη αρνήσει αυτού, στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Νέα προσπάθεια του δικηγόρου του παραπονούμενου τόσο προφορικά όσο και γραπτά με νέα επιστολή του ημερ. 29.3.2019 προς τη Νομική Υπηρεσία για να τύχει ενημέρωσης για τους λόγους της κατάληξης της ως ανωτέρω όπως επίσης να εφοδιάσει με αντίγραφο του φακέλου της Αστυνομίας δεν είχε οιονδήποτε αποτέλεσμα μέχρι την ακρόαση της παρούσας αίτησης.
Ενώπιον μου ο ευπαίδευτος συνήγορος αγόρευσε με επάρκεια για τους λόγους που κατά τη γνώμη του θα πρέπει να εγκριθεί η αίτηση. Ουσιαστικά, όπως το έθεσε, θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές δεν έπραξαν το καθήκον τους, δεν πρέπει να αφήνεται σ' οιονδήποτε άλλο πλην του Δικαστηρίου να κρίνει την ενοχή ή μη οποιουδήποτε και ότι η υπόθεση είναι ξεκάθαρη και θα πρέπει να δοθεί η αιτούμενη διαταγή ώστε να προστατευθούν τα δικαιώματα του παραπονομένου.
Στην Ttofinio v. Theocharides and another (1983) 2 C.L.R. 363 κρίθηκε ότι είναι δικαίωμα του ιδιώτη να προχωρήσει σε ποινικές διαδικασίες εκεί όπου οι διωκτικές αρχές δεν επιθυμούν την έναρξη της διαδικασίας και αναγνωρίζεται αυτό ως ένα εχέγγυο κατά της αυθαίρετης ή μεροληπτικής στάσης των διωκτικών αρχών. Το δικαίωμα, βεβαίως, δεν είναι απόλυτο. Η καταχώρηση ή μη του Κατηγορητηρίου, εξαρτάται από την πλήρωση ορισμένων κριτηρίων. Στην Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194, 231, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Criminal proceedings are instituted by a charge preferred before a Court. The charge is presented to a Judge of the Court who, after perusal, directs that the same shall be filed - (Sections 37 and 43 of the Criminal Procedure Law, Cap. 155). The direction of the Judge for filing or his refusal to give such direction no doubt is a judicial function and not administrative. He has to examine the charge in order to ascertain: (i) that an offence known to law is alleged, (ii) that it is not out of time, (iii) that the Court has jurisdiction, and (iv) that the informant has any necessary authority to prosecute - (See R. v. Gateshead Justices, (1981) 1 All E.R. 1027, per Donaldson, L.J. at p. 1033).»
Στην αγγλική υπόθεση R v. West London Justices Exp. Klahn (1979) 2 All E.R. 221, η οποία αναφέρεται στην Αγγελίδης, Ποινική Αίτηση αρ. 17/2018 ημερ. 6.12.2018 από την Π. Παναγή, Δ., το θέμα εξέταση της αίτησης τίθεται σε ευρύτερη βάση.
«In addition to these specific matters it is clear that [the magistrate] may and indeed should consider whether the allegation is vexatious: see Rex v. Bros (1901) 85 L.T. 581. Since the matter is properly within the magistrate's discretion it would be inappropriate to attempt to lay down an exhaustive catalogue of matters to which consideration should be given. Plainly he should consider the whole of the relevant circumstances.»
Στην Κυπριανού κ.α. Ποινική Αίτηση 5/19 ημερ. 3.4.2019 τέθηκαν και άλλα κριτήρια όπως "η δυνατότητα εναλλακτικής ή πρόσθετης θεραπείας και βεβαίως, η ενόχληση που δυνατόν να προκύψει στο όλο σύστημα της δικαιοσύνης, λόγω της μακράς καθυστέρησης ή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Το δε προτεινόμενο κατηγορητήριο θα πρέπει να είναι διατυπωμένο ορθά και νομότυπα και να συνάδει ευρύτερα με τους σκοπούς της ποινικής δίωξης, ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε σύγχυση ή υπέρμετρη καταπίεση στον προτεινόμενο κατηγορούμενο".
Εκείνο που κατά τη γνώμη μου αποκρυσταλλώνεται από όλα τα πιο πάνω είναι ότι, πλην της ικανοποιήσεως των τυπικών γνωρισμάτων του προτεινόμενου κατηγορητηρίου, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί από το παρουσιασθέν υλικό ότι πρόκειται περί γνήσιας περίπτωσης άσκησης δικαιώματος ιδιωτικής δίωξης.
Στη Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
Το θύμα του εγκλήματος έχει το δικαίωμα να προβεί στη δίωξη του δράστη όπως αναγνωρίζεται στην Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363. To δικαίωμα αποτελεί συνταγματικό εχέγγυο κατά της αυθαίρετης, της διεφθαρμένης ή της μεροληπτικής παράλειψης των αρχών να προβούν στη δίωξη παραβατών του ποινικού δικαίου, όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση του Λόρδου Diplock στην Couriet v. Union of Post Office Workers [1977] 3 All E.R. 70 (HL). Κατά τα άλλα η δίωξη των παραβατών του ποινικού δικαίου αποτελεί δημόσιο καθήκον των αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη δίωξη του εγκλήματος. (Βλ. Άρθρο 17(2) και Άρθρο 17, του περί Αστυνομίας Νόμου - Κεφ. 285.) Εγκλήματα του ποινικού κώδικα κατά κανόνα καταγγέλλονται στις αστυνομικές αρχές, διερευνούνται και αποτελούν το αντικείμενο αστυνομικής δίωξης λόγω των ευρύτερων επιπτώσεων στο δημόσιο. Δεν αποκλείεται όμως η δίωξη του δράστη από το θύμα του εγκλήματος, ιδιαίτερα όταν η αστυνομία αδρανήσει στο έργο της ή παραλείψει να προβεί στη δίωξη του φερόμενου ως παραβάτη.
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρώ ότι δεν πρόκειται περί περίπτωσης όπου η Αστυνομία έχει αδρανήσει ή παραλείψει να προβεί στη δίωξη των φερόμενων ως παραβατών, αλλά περιπτώσεως όπου έχουν εξετασθεί οι καταγγελίες του παραπονούμενου και η Νομική Υπηρεσία διαπίστωσε από το μαρτυρικό υλικό που της τέθηκε ότι δεν προκύπτει η διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος. Πέραν όμως τούτου παρατηρώ ότι ενώ στο κατηγορητήριο καταγράφεται ως προτεινόμενος κατηγορούμενος 3 συγκεκριμένη δικηγορική εταιρεία εκ Λεμεσού, στην επιστολή του δικηγόρου του παραπονούμενου στον Γενικό Εισαγγελέα ημερ. 9.10.2017 γίνεται αναφορά σε άλλο δικηγορικό γραφείο από την Λευκωσία και ένας εκ των δικηγόρων του γραφείου αυτού είναι ο προτεινόμενος κατηγορούμενος 2. Επίσης πολύ περίεργο είναι κάποιος ο οποίος διαπράττει τα αδικήματα του κατηγορητηρίου να έχει και "ανεξάρτητο άτομο υπεύθυνο για την καταμέτρηση των αντικειμένων/περιουσιακών στοιχείων του παραπονούμενου.." ήτοι των κατ' ισχυρισμό κλοπιμαίων.
Πέραν όμως των πιο πάνω παρατηρώ ότι οι προτεινόμενες κατηγορίες, αρ. 2 και 3 εναντίον όλων των προτεινομένων κατηγορουμένων είναι οι ίδιες και ενώ στην υπ' αρ. 2 καθορίζεται το αδίκημα της κλοπής ως το αδίκημα που σκοπείται η είσοδος σε ξένη περιουσία, στην υπ' αρ. 3 δεν αναφέρεται ποιο είναι το αδίκημα που σκοπείτο να διαπράξουν ο προτιθέμενοι κατηγορούμενοι με την είσοδο τους στην ξένη περιουσία. Η υποχρέωση για την δέουσα πληροφόρηση του κατηγορουμένου για το αδίκημα ή αδικήματα κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου από το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος. (βλ. Ποινική Δικονομία, 2η Αναθεωρημένη Έκδοση του Γ. Πική σελ. 100) Η παράθεση των δύο κατηγοριών ως ανωτέρω όπου στη μια αναφέρεται το σκοπούμενο να διαπραχθεί αδίκημα ενώ στην άλλη όχι, μόνο σύγχυση και αδικία μπορεί να επιφέρει στους προτιθέμενους κατηγορούμενους.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η παραχώρηση της σχετικής άδειας. Η αίτηση απορρίπτεται.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/γκ