ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ANDREAS ANASTASSIADES ν. THE REPUBLIC (1977) 2 CLR 97
Σίφουνας Πολύβιος και Άλλος ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 91
Καριπίδης Τζώννης ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 237
Ευριπίδου Γιώργος και Άλλος ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 337
Νικολάου Νίκος ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790
Ferencz Czari ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 507, ECLI:CY:AD:2014:B454
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:B126
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις 4/2018 και 5/2018)
3 Απριλίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στών]
(Ποινική Έφεση αρ. 4/2018)
(σχ. με 5/2018)
xxx NARMANIA,
Εφεσείων
- ν. -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
--------------------------------------------------
(Ποινική Έφεση αρ. 5/2018)
(σχ. με 4/2018)
xxx OCHIGAVA,
Εφεσείων
- ν. -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
--------------------------------------------------
Θ. Καραμανής προσωπικά και για Π. Μουτσουρή (κα),
για τους Εφεσείοντες.
Α. Χατζημιχαήλ (κα), για την Εφεσίβλητη.
----------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Εφεσιβάλλεται η καταδίκη των εφεσειόντων στις αντίστοιχες εφέσεις στις κατηγορίες 3 και 4 τις οποίες αντιμετώπισαν πρωτοδίκως μαζί με τις κατηγορίες 1 και 2 στις οποίες αθωώθηκαν. Οι κατηγορίες 3 και 4 αφορούσαν την παράνομη κατοχή περιουσίας με λεπτομέρειες ως προς τον εφεσείοντα στην υπ΄ αρ. 5/2018, ο οποίος ήταν κατηγορούμενος 1 πρωτοδίκως, ότι στις 25.6.2017 και περί ώρα 14.45 στο Παραλίμνι της επαρχίας Αμμοχώστου είχε στην κατοχή του το χρηματικό ποσό των €9.664,74 και 40 τουρκικές λίρες για τα οποία υπήρχε εύλογος υπόνοια ότι ήταν κλοπιμαία, για δε τον εφεσείοντα στην υπ΄ αρ. 4/2018, κατηγορούμενο 2 πρωτοδίκως, ότι κατά τον ως άνω χρόνο και τόπο είχε στην κατοχή του το ποσό των €57 σε κέρματα για το οποίο υπήρχε επίσης εύλογη υπόνοια ότι ήταν κλοπιμαίο.
Σύμφωνα με την πρωτοδίκως δοθείσα μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, οι δύο εφεσείοντες, αμφότεροι από τη Γεωργία, είχαν μεταβεί στο Παραλίμνι με το όχημα τρίτου προσώπου και επισκέφθηκαν για φαγητό το εστιατόριο «Σπαρτιάτης». Η δοθείσα μαρτυρία έδειξε ότι άγνωστος άνδρας, με τη χρήση κάποιου τηλεχειριστηρίου προσπαθούσε να ξεκλειδώσει οχήματα που ήταν σταθμευμένα στο χώρο. Εκεί είχε βρεθεί σταθμευμένο και κλειδωμένο το όχημα ενοικίασης με αριθμούς εγγραφής xxx x06, τα κλειδιά του οποίου κατείχε το τρίτο άτομο το οποίο και δεν ανευρέθη στην περιοχή. Ο Σ. Σ., Μ.Κ.2, εκ των ιδιοκτητών του εστιατορίου, είχε καταθέσει ότι είχε οπτική επαφή με το χώρο στάθμευσης και στις 25.6.2017 γύρω στις 14.00 είχε σταθμεύσει στο χώρο το ως άνω όχημα ενοικίασης από το οποίο κατέβηκαν οι τρεις άνδρες οι οποίοι εισήλθαν στο εστιατόριο εκ των οποίων ο ένας, που ήταν ο οδηγός, εξήλθε μετά από λίγα λεπτά για να επιστρέψει λίγο αργότερα, ενώ η σύζυγος του μάρτυρα Δ. Μ., Μ.Κ.3, τον είχε πληροφορήσει ότι είδε κάποιο άτομο να εισέρχεται σε όχημα που δεν ήταν δικό του. Τα τρία πρόσωπα αναχώρησαν πεζοί από το εστιατόριο, ο μεν οδηγός προς το χώρο στάθμευσης και οι άλλοι δύο, οι εφεσείοντες, προς το ξενοδοχείο «Grecian Park».
Η Μ.Κ.3 είχε εντοπίσει το άγνωστο της άτομο να είχε σταματήσει δίπλα από το δικό της όχημα ακουμπώντας το χέρι του πάνω σε αυτό, ενώ άλλο όχημα, υπ΄ αριθμό xxx x71, είχε σταθμεύσει δίπλα από το δικό της και όταν οι επιβάτες αυτού εισήλθαν στο εστιατόριο, ο άγνωστος άνδρας ξαναπλησίασε τα οχήματα και αφού άνοιξε την πόρτα του οδηγού του xxx x71, κάθισε στη θέση του οδηγού και άνοιξε το ντουλαπάκι στη θέση του συνοδηγού. Στη συνέχεια είχε προχωρήσει πεζός προς το εστιατόριο αλλά καθ΄ οδόν προσπάθησε να ανοίξει τη πόρτα συνοδηγού άλλου οχήματος, αλλά αυτή δεν άνοιγε.
Ο ιδιοκτήτης του οχήματος xxx x71, είχε καταγγείλει στην αστυνομία ότι είχε κλειδώσει το όχημα του πριν εισέλθει με την οικογένεια του στο εστιατόριο, διαπιστώνοντας αργότερα ότι ήταν ξεκλείδωτο, αλλά δεν είχε κλαπεί οτιδήποτε. Η αστυνομία η οποία ανέλαβε τις εξετάσεις περισυνέλεξε, μετά την ανακοπή των δύο εφεσειόντων, ενώ αναζητείτο το τρίτο άτομο, ο οδηγός του αυτοκινήτου, τα χρήματα τα οποία αναφέρθηκαν στις κατηγορίες, ενώ στο ενοικιασθέν όχημα είχε εντοπισθεί μια μαύρη ηλεκτρονική συσκευή με αντένα, ένας φορτιστής, δύο κινητά τηλέφωνα και ένα κλειδί. Τα ανευρεθέντα αυτά αντικείμενα κατατέθηκαν ως Τεκμήρια από τον Γ. Μ., αστυφύλακα xxxx, Μ.Κ.1, ενώ η Γ/α xxxx, Μ.Κ.4, και η Γ/α, Μ.Κ.5 έλαβαν καταθέσεις από τους δύο εφεσείοντες αντίστοιχα οι οποίοι και δεν κατέθεσαν ενόρκως παρά μόνο έδωσαν σύντομες ανώμοτες δηλώσεις. Ο αστυφύλακας xxx, Μ.Κ.6, ήταν αυτός που ακολούθησε τους δύο εφεσείοντες, τους ανέκοψε και τους συνέλαβε, κατά δε τη σύλληψη τους ήταν μαζί του και η Μ.Κ.5.
Οι εφεσείοντες στις ανώμοτες δηλώσεις τους ανέφεραν ότι δεν είχαν καμία σχέση με τα αδικήματα και ότι τα χρήματα τα οποία βρέθηκαν στην κατοχή τους ήταν δικά τους, με τον εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση αρ. 5/2018 να δηλώνει ότι είχε προβεί σε ανάληψη των χρημάτων από τράπεζα στη Γεωργία πριν έλθει στην Κύπρο, παρουσιάζοντας και αντίγραφο τραπεζικής κατάστασης που είχε σταλεί στους δικηγόρους του, καθώς και την πιστωτική κάρτα της τράπεζας. Σύμφωνα με τη δήλωση του είχε προβεί σε ανάληψη €12.000 περίπου. Προς υπεράσπιση των εφεσειόντων κατέθεσε και ο δικηγόρος Κωστάκης Μουτσουρή, Μ.Υ.1, ο οποίος παρουσίασε ως Τεκμήριο 24 το έγγραφο στο οποίο αναφέρθηκε ο εφεσείων ως ανωτέρω, που του είχε αποσταλεί από τη σύζυγο του ηλεκτρονικά στις 29.10.2017.
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας κρίνοντας αυτούς πλήρως αξιόπιστους και προβαίνοντας σε αντίστοιχα ευρήματα στη βάση της μαρτυρίας τους και τα οποία είναι αυτά που καταγράφηκαν προηγουμένως. Προσέδωσε μηδαμινή αξία στις ανώμοτες δηλώσεις των εφεσειόντων δεδομένου ότι παρουσίασαν απλώς μια εκδοχή χωρίς άλλη υποστηρικτική μαρτυρία, ενώ το τραπεζικό έγγραφο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη των δοσοληψιών που ήταν καταχωρημένες σ΄ αυτό, εφόσον δεν είχε παρουσιαστεί μαρτυρία από διευθυντή ή υπάλληλο τράπεζας που να αποδείκνυε ότι κατά το χρόνο της καταχώρησης το αντίγραφο αυτό ήταν καταχωρημένο σε τραπεζικό βιβλίο ως οι συνήθεις εργασίες της τράπεζας και υπό τον έλεγχο και φύλαξη της. Ούτε συγκρίθηκε το αντίγραφο με την αρχική καταχώρηση και ούτε η προσπάθεια ερμηνείας του Τεκμηρίου 24 από τον Μ.Υ.1, είχε οποιαδήποτε βαρύτητα. Το Δικαστήριο επίσης σημείωσε ότι ο εφεσείων στην έφεση αρ. 5/2018, είχε αναφέρει στην κατάθεση του στην αστυνομία ότι ήταν άνεργος και, επομένως, η θέση που προέβαλε ότι είχε φέρει τα χρήματα στην Κύπρο για διακοπές με την οικογένεια του, στερείτο πειστικότητας. Ούτε και ο εφεσείων στην υπ΄ αρ. 4/2018 έφεση, επανέλαβε στην ανώμοτη δήλωση του ότι είχε δώσει €1.500 στον άλλο εφεσείοντα για να του τα κρατά, θέση που ερχόταν σε αντίθεση με την κατάθεση και ανώμοτη δήλωση του άλλου εφεσείοντα, ο οποίος παρουσίαζε ότι όλα τα χρήματα ήταν δικά του.
Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη νομική πτυχή των τεσσάρων κατηγοριών, έκρινε ότι δεν υπήρχε ίχνος αξιόπιστης μαρτυρίας που στοιχειοθετούσε τις κατηγορίες 1 και 2, οι οποίες αφορούσαν συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος (κατηγορία 1) και την απόπειρα κλοπής από το όχημα υπ΄ αρ. εγγραφής xxx x71, (κατηγορία 2), αθωώνοντας και απαλλάσσοντας τους από τις κατηγορίες αυτές. Έκρινε όμως ότι με δεδομένη και αναντίλεκτη την κατοχή των επίδικων χρηματικών ποσών, υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι αυτά ήταν κλοπιμαία, συστατικό στοιχείο των κατηγοριών 3 και 4, οι οποίες αφορούσαν σε παράνομη κατοχή περιουσίας κατά παράβαση του άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι το μεγάλο ποσό στην κατοχή του εφεσείοντα στην υπ΄ αρ,. 5/2018 έφεση, ο οποίος ήταν λήπτης βοηθήματος $100 μηνιαίως, ο γοργός βηματισμός του αναχωρώντας από το εστιατόριο, το ότι τα χρήματα στην κατοχή του εφεσείοντα στην υπ΄ αρ. 4/2018 έφεση ήταν όλα σε κέρματα, ο οποίος επίσης περπατούσε γοργά, αλλά και η ύπαρξη του Τεκμηρίου 5 το οποίο ήταν μηχάνημα που απενεργοποιούσε τηλεχειριστήρια οχημάτων το οποίο είχε βρεθεί στο πάτωμα της θέσης του συνοδηγού στο όχημα ενοικίασης στο οποίο επέβαιναν αμφότεροι οι εφεσείοντες μαζί με το τρίτο πρόσωπο που ήταν ο οδηγός, αποτελούσαν όλα μαζί, αλλά και απομονωμένα, στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας της κατοχής κλοπιμαίας περιουσίας. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να προσκομίσουν αξιόπιστη μαρτυρία ως προς το ότι είχαν αποκτήσει αυτή την περιουσία νομίμως, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να τους καταδικάσει σε τέσσερεις και πέντε μήνες φυλάκιση αντίστοιχα.
Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της καταδίκης αυτής για το λόγο ότι το Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένα ευρήματα, μετέφερε το βάρος απόδειξης στους ώμους των εφεσειόντων, αποτυγχάνοντας επίσης να εφαρμόσει ορθά τη νομική πτυχή της κατηγορίας εφόσον δεν ήταν δυνατό να θεωρείτο αντικειμενικά ότι είχε αποδειχθεί η εύλογη υπόνοια. Λανθασμένα επίσης παρέλειψε να δώσει την ανάλογη βαρύτητα στην εκδοχή των εφεσειόντων παραβιάζοντας την αρχή ότι η κατάθεση ενός συγκατηγορουμένου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως μαρτυρία εναντίον άλλου συγκατηγορούμενου. Από την άλλη, η εφεσίβλητη αστυνομία θεωρεί ότι η καταδίκη ήταν αποτέλεσμα της όλης μαρτυρίας η οποία κρίθηκε αξιόπιστη, ενώ ουδεμία ουσιαστική μαρτυρία δόθηκε από πλευράς των εφεσειόντων που να ήταν δυνατό να επιφέρει ρωγμή στην υπόθεση της κατηγορούσας αρχής.
Το αδίκημα του άρθρου 309 του Κεφ. 154 με πλαγιότιτλο την «Παράνομη Κατοχή Περιουσίας», αποτελεί μέρος της ενότητας του Ποινικού Κώδικα που αφορά τους κλεπταποδόχους και το αδίκημα της κλεπταποδοχής που αναφέρεται στο άρθρο 306. Το άρθρο 309, αποτελεί ένα ιδιόνυμο και ιδιότυπο αδίκημα τα συστατικά στοιχεία του οποίου είναι η κατοχή κινητών, χρημάτων, αξιογράφων ή άλλης περιουσίας για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι είναι κλοπιμαία. Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία, για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος πρέπει να αποδειχθεί η κατοχή περιουσίας και ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι η περιουσία αυτή είναι κλοπιμαία. Σχετική είναι και η απόφαση στη Ferenz v. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 507, ECLI:CY:AD:2014:B454. Η κατοχή των αντικειμένων ήταν δεδομένη εφόσον ανευρέθηκαν επί των ιδίων των εφεσειόντων. Η υπόνοια ότι αυτά ήταν κλοπιμαία ήταν εύλογη από το σύνολο των περιστατικών και των γεγονότων όπως αυτά προέκυπταν από τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής. Η υπόνοια πρέπει να είναι «εύλογη» από την άποψη ότι αναδεικνύεται ως αντικειμενικό γεγονός και όχι μέσω υποκειμενικής κρίσης και αντίληψης από οποιοδήποτε περιλαμβανομένου και του αστυνομικού ανακριτή ή των αστυνομικών που αναμείχθηκαν στην υπόθεση. Στην Καριπίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 237, ακριβώς ανατράπηκε η καταδίκη του εφεσείοντα επί του άρθρου 309, διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η εύλογη υπόνοια θα έπρεπε να δημιουργείτο και να υπήρχε στο μυαλό της διωκτικής αρχής. Το Εφετείο ακύρωσε την καταδίκη στη βάση του ότι η εύλογη υπόνοια στο σχετικό άρθρο πρέπει να αποδεικνύεται ως αντικειμενικό γεγονός από το σύνολο της μαρτυρίας που προσκομίζεται.
Το Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι στοιχειοθετείτο η εύλογη αυτή υπόνοια στη βάση των κινήσεων των δύο εφεσειόντων οι οποίοι συνοδεύονταν κατά το χρόνο εκείνο από τρίτο άτομο το οποίο δεν ανευρέθη μεν, αλλά είχε εντοπιστεί από αξιόπιστους, καθώς έκρινε το Δικαστήριο, μάρτυρες, ότι είχε ανοίξει, αλλά και αποπειραθεί να ανοίξει, διάφορα οχήματα ξένα προς αυτόν, που ήσαν σταθμευμένα στο χώρο του εστιατορίου. Δεν έχει σημασία για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος του άρθρου 309 και ιδιαιτέρως της εύλογης υπόνοιας εάν απεδείχθη τελικά κλοπή συγκεκριμένης περιουσίας ή αν υπήρξε καταγγελία περί απωλεσθέντων αντικειμένων. Ακριβώς εδώ έγκειται το ιδιότυπο της νομοθετικής αυτής πρόνοιας. Δεν είναι ανάγκη να στοιχειοθετηθεί η προηγούμενη κλοπή περιουσίας για να αποδειχθεί το εύλογο της υπόνοιας περί κατοχής κλοπιμαίων.
Οι περιστάσεις όπως τις αξιολόγησε το Δικαστήριο έδειχναν ότι οι δύο εφεσείοντες επέβαιναν οχήματος, οδηγός του οποίου ήταν το τρίτο πρόσωπο το οποίο παρενέβη σε άλλα οχήματα, στο όχημα του οποίου βρέθηκε, μεταξύ άλλων, και αντικείμενο το οποίο είχε τη δυνατότητα να απενεργοποιεί το σύστημα κλειδώματος οχημάτων. Το μεγάλο ποσό χρημάτων που ανευρέθηκε στην κατοχή του ενός εφεσείοντος, μαζί με το γεγονός ότι βρέθηκε μεγάλος αριθμός κερμάτων συνολικού ποσού €57 στην κατοχή του ετέρου των εφεσειόντων, με τον ταυτόχρονο γοργό βηματισμό αμφοτέρων, αλλά και την εξαφάνιση του οδηγού του οχήματος, στοιχειοθετούσαν, χωρίς άλλο, κατά αντικειμενικό τρόπο, την εύλογη υπόνοια.
Το άρθρο 309, εφόσον στοιχειοθετηθεί από την κατηγορούσα αρχή η κατοχή περιουσίας και η εύλογη υπόνοια περί του κλοπιμαίου αυτής, (και ορθά επομένως το δικαστήριο κάλεσε αμφότερους τους εφεσείοντες σε απολογία, σ΄ αντίθεση με το σχετικό λόγο έφεσης), μεταφέρει το αποδεικτικό βάρος στον κάτοχο των εκ πρώτης όψεως κλοπιμαίων αντικειμένων ώστε αυτός να δώσει μαρτυρία που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι η κατοχή της περιουσίας αποκτήθηκε νόμιμα. Το αποδεικτικό αυτό βάρος αποτιμάται βεβαίως στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και μόνο, έτσι ώστε εάν ο κατηγορούμενος δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις για τη νομιμότητα της κατοχής της περιουσίας, η κατηγορία δεν αποδεικνύεται.
Το τι είχε ενώπιον του το Δικαστήριο σχετικά με μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση ήταν δύο σύντομες ανώμοτες δηλώσεις, οι καταθέσεις των εφεσειόντων στην αστυνομία και το τεκμήριο 24 που ήταν αντίγραφο μιας κατάστασης λογαριασμού από τράπεζα του εξωτερικού. Ορθά το Δικαστήριο στη βάση γνωστής νομολογίας θεώρησε ότι ήταν δικαίωμα των εφεσειόντων να προβούν σε ανώμοτη δήλωση, η οποία όμως έχει περιορισμένη αξία αφού δεν τίθεται στη βάσανο της αντεξέτασης, (Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Ιωάννου και Σιμιανός ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ, 195 και Σίφουνας ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 91). Μέσα σε αυτό το περιορισμένο πλαίσιο εξέτασης των εκδοχών που παρουσίασαν οι εφεσείοντες, εύλογα το Δικαστήριο δεν απέδωσε ουσιαστική σημασία στα λεχθέντα τα οποία δεν υποστηρίχθηκαν από οποιαδήποτε ανεξάρτητη αξιόπιστη μαρτυρία, θεωρώντας ότι ο εφεσείων στην υπ΄ αρ. 5/2018 έφεση, δεν έδωσε πειστική εκδοχή ως προς το μεγάλο ποσό χρημάτων που κατείχε εφόσον είχε ο ίδιος δηλώσει και λήπτης βοηθήματος.
Παραπονείται, ως μέρος των λόγων έφεσης ο συνήγορος του, ότι δεν έδωσε το Δικαστήριο σημασία στο ότι είχε αναφέρει ότι από εργασίες που είχε κάνει με αυτοκίνητα στη χώρα του είχε συλλέξει το ποσό των €10.000. Δεν δόθηκε όμως οποιαδήποτε συγκεκριμένη περαιτέρω μαρτυρία σε σχέση με αυτή την εκδοχή ώστε να αποκτούσε κάποια υπόσταση, το δε Τεκμήριο 24, δεν μπορούσε να έχει ουσιαστική αξία αφού ήταν ένα απλό έγγραφο έστω τυπωμένο κατά τον Μ.Υ.1 από τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή, που εν πολλοίς ήταν σε άγνωστη για το Δικαστήριο γλώσσα. Δεν παρασχέθηκε οποιαδήποτε ιδιαίτερη τεκμηρίωση των δεδομένων του, (και βεβαίως ο συνήγορος που κατέθεσε ως Μ.Υ.1, δεν μπορούσε είτε να ερμηνεύσει, είτε να προσδώσει στο έγγραφο σημασία άλλη από αυτή που είχε), αν πρέπει δε κάτι να παρατηρηθεί από αυτό το τεκμήριο, είναι ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού αυτού στις 31.3.2017 ήταν μόνο 60 δολάρια Αμερικής, ενώ ο εφεσείων αφίχθη στην Κύπρο, μέσω οδοφράγματος των κατεχομένων για τουρισμό, ως είπε, στις 2.5.2017. Εν τέλει το έγγραφο αυτό αποτιμήθηκε από το Δικαστήριο στην ορθή του διάσταση. Επέτρεψε την κατάθεση του, αλλά του επέδωσε ελάχιστη μέχρι μηδαμινή βαρύτητα, όπως και δικαιούτο και για τους λόγους που παρέθεσε, στη βάση του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ως τροποποιήθηκε.
Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο σχολίασε ότι η θέση του εφεσείοντα στην υπ΄ αρ. 4/2018 Ποινική Έφεση ότι είχε δώσει €1.500 στον έτερο εφεσείοντα προς φύλαξη, δεν υποστηριζόταν από την κατάθεση του άλλου εφεσείοντα ή την ανώμοτη του δήλωση. Αυτό αποτέλεσε σφάλμα εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεδομένου ότι η νομολογία δεν επιτρέπει όπως η γραπτή κατάθεση συγκατηγορουμένου επενεργήσει ως μαρτυρία εναντίον άλλου κατηγορουμένου, παρόλο που για σκοπούς κράτησης μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, αυτό είναι δυνατό, (Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790). Το σφάλμα όμως αυτό δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς τα δεδομένα της υπόθεσης και ούτε μπορεί να λεχθεί ότι επηρέασε την ορθότητα της καταδίκης αμφοτέρων των εφεσειόντων γιατί, όπως ορθά υπέδειξε το Δικαστήριο, η όλη εκδοχή τους όπως παρουσιάστηκε μέσα από τις ανώμοτες δηλώσεις και τις καταθέσεις στην αστυνομία στερείτο πειστικότητας. Ο εφεσείων στην υπ΄ αρ. 4/2018 Ποινική Έφεση, δεν μπόρεσε επίσης να δώσει μια εύλογη εξήγηση γιατί είχε μαζί του σε κέρματα ποσό €57, ποσό το οποίο σίγουρα από μόνο του δεν είναι κατ΄ ανάγκη επιλήψιμο, αλλά υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις και τα δεδομένα της υπόθεσης, εύλογα θεωρούνταν ως κλοπιμαία περιουσία.
Αμφότερες οι εφέσεις απορρίπτονται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ