ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B102
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 182/2018
20 Μαρτίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxxx MITSKEVICH
Εφεσείοντας
και
1. F&Τ INVESTMENTS LIMITED
2. xxxx ΤΖΙΩΡΤΖΗ
Εφεσίβλητων
***************************
Α. Προδρόμου, Για τον Εφεσείοντα
Χρ. Παύλου, Για τους Εφεσίβλητους
*******************************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
****************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Ο εφεσείων είχε καταχωρήσει την Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση υπ' αρ. 8999/2016 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον της εταιρείας F & T Investments Ltd (κατηγορούμενης 1) και του xxxxx Τζιωρτζή (κατηγορούμενου 2) για αριθμό αδικημάτων που έχουν ως κύριο άξονα την έκδοση επιταγής η οποία δεν τιμήθηκε κατά την παρουσίαση της προς πληρωμή στην Τράπεζα.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της κατηγορίας 1 η εφεσίβλητη 1/κατηγορούμενη 1 εξέδωσε προς όφελος του εφεσείοντα τον Ιανουάριο του 2016 στη Λεμεσό, την επιταγή με αρ. xxxxx επί της Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως για το ποσό των €60.000,00, πληρωτέα στις 3.3.2016, την οποίαν παρέδωσε στον εφεσείοντα η οποία δεν τιμήθηκε όταν παρουσιάστηκε για πληρωμή, λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός και παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο 15 ημερών. Η εφεσίβλητη 1 αντιμετώπιζε επίσης την κατηγορία 3 για εξασφάλιση πίστωσης διά ψευδών παραστάσεων και την 5 για εξασφάλιση αγαθών διά ψευδών παραστάσεων. Οι ψευδείς παραστάσεις συνίσταντο στο ότι η επιταγή για το ποσό των €60.000,00 ήταν καλή για εξαργύρωση ενώ η εφεσίβλητη 1 γνώριζε ότι δεν θα πληρωνόταν, λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός, και ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ του δείγματος υπογραφής του εξουσιοδοτημένου προσώπου για υπογραφή που είχε στην κατοχή της η Τράπεζα και της υπογραφής του εκδότη της επιταγής. Αντιμετώπιζε επίσης την κατηγορία 7 για εξασφάλιση αποδοχής αξιογράφου, δηλαδή της ίδιας επιταγής, με δόλο και/ή διά των ψευδών παραστάσεων, που αναφέρονται στις κατηγορίες 3 και 5.
Ο κατηγορούμενος 2 αντιμετώπιζε τις κατηγορίες 2, 4, 6 και 8 δυνάμει του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα για την παροχή συνδρομής στην εφεσίβλητη 1/κατηγορούμενη 1 στη διάπραξη των αδικημάτων που την αφορούσαν στην ποινική υπόθεση Αρ. 8999/2016, υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της.
Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ενοχή σε όλες τις κατηγορίες και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Η υπερασπιστική γραμμή των εφεσίβλητων/κατηγορουμένων, όπως θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι ο εφεσίβλητος 2/κατηγορούμενος 2 δεν υπέγραψε και ούτε παρέδωσε στον εφεσείοντα την επίδικη επιταγή, εφόσον εκδότης της επιταγής αλλά και το πρόσωπο που την παρέδωσε στον εφεσείοντα ήταν ο πατέρας του, xxxx, και ο εφεσείων γνώριζε ότι η επιταγή αφορούσε σε κλειστό λογαριασμό.
Για την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής έδωσαν μαρτυρία ο εφεσείων, ο xxxx (ΜΚ2), υπάλληλος της Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως, ο xxxx (ΜΚ3), Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και η xxxx (ΜΚ4), επίσης Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Ο εφεσείων στη μαρτυρία του αναφέρθηκε στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων. Σύμφωνα με την εκδοχή του, το 2007 έδωσε στους εφεσίβλητους το ποσό των Δολαρίων Αμερικής $300.000 υπό τύπο δανείου, με την υπόσχεση ότι θα το εξοφλούσαν εντός ενός μηνός. Λόγω μη εξόφλησης του ποσού ακολούθησε αριθμός δικαστικών διαδικασιών ως αποτέλεσμα των οποίων ο εφεσείων κατάφερε και εισέπραξε διάφορα ποσά έναντι του ποσού του δανείου. Σε διαδικασία εκκαθάρισης της εφεσίβλητης 1 συμφωνήθηκε με τον πατέρα του εφεσίβλητου 2, ότι το υπόλοιπο του δανείου που παρέμεινε οφειλόμενο ανήρχετο σε €60.000,00 το οποίο προσεφέρθη στον εφεσείοντα από τον εφεσίβλητο 2 με την επίδικη επιταγή επί της Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να αποσύρει την Αίτηση Εκκαθάρισης κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη. Όταν παρουσίασε όμως την επιταγή στην Τράπεζα για είσπραξη, επιστράφηκε απλήρωτη με τις σφραγίδες «Ο λογαριασμός έκλεισε - Account closed».
Ο ΜΚ2 στη μαρτυρία του αναγνώρισε την επιταγή (Τεκμήριο 4), επιβεβαιώνοντας ότι κατατέθηκε σε λογαριασμό της Τράπεζας Κύπρου για είσπραξη στις 17.3.2016 και ότι αυτή δεν ξοφλήθηκε γιατί ο λογαριασμός, από τον οποίο εκδόθηκε, ήταν ήδη κλειστός κατόπιν αίτησης ημερ. 5.12.2014 του xxxx, εκ μέρους της εταιρείας, και επιπλέον η υπογραφή του εκδότη, όπως διαφάνηκε από σχετικό έλεγχο της Τράπεζας, διέφερε από το δείγμα υπογραφής του εξουσιοδοτημένου προσώπου για υπογραφή δηλαδή του xxxx, που είχε η Τράπεζα στην κατοχή της. Όπως διευκρίνισε, δικαίωμα υπογραφής για την εταιρεία κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε μόνο ο xxxx, σύμφωνα με την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, ημερ. 2/12/2011 (Τεκμήριο 7). Κατά το άνοιγμα του λογαριασμού και μέχρι τις 2/12/2011 δικαίωμα υπογραφής είχε και ο εφεσίβλητος 2, μοναδικός διευθυντής της εφεσίβλητης 1, σύμφωνα με το πιστοποιητικό του Εφόρου Εταιρειών (Τεκμήριο 2).
Η μαρτυρία των ΜΚ3 και 4 ήταν τυπική οι οποίοι απλά κατέθεσαν διάφορα έγγραφα δικαστικών διαδικασιών, που βρίσκονταν στην κατοχή τους υπό την ιδιότητα τους ως Πρωτοκολλητών του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας από πλευράς εφεσείοντα οι εφεσίβλητοι, μέσω του δικηγόρου τους, υπέβαλαν στο Δικαστήριο ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους ώστε να κληθούν σε απολογία, εισήγηση που έγινε δεκτή με αποτέλεσμα την απαλλαγή και αθώωση τους από τις κατηγορίες στο στάδιο αυτό της διαδικασίας.
Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και αφού εξασφάλισε την προβλεπόμενη από το άρθρο 137(1)(α) συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα καταχώρησε την υπό κρίση έφεση, προβάλλοντας εννιά συνολικά λόγους έφεσης που είναι συναφείς και έχουν ως κύριο άξονα την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη μη στοιχειοθέτηση των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων ιδιαίτερα του εκδότη της επιταγής.
Συγκεκριμένα με τους λόγους έφεσης 1-8 προβάλλεται η θέση περί πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων κρίνοντας ότι η μαρτυρία ήταν ανεπαρκής για θεμελίωση εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον των εφεσιβλήτων. Προσβάλλονται επίσης αριθμός διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκαν ουσιαστικά στοιχεία των αδικημάτων όπως η έκδοση της επιταγής, η υποκίνηση από πλευράς εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα να αποδεχθεί την επιταγή ή ότι η επιταγή δεν υπεγράφη από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Προσβάλλεται περαιτέρω το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκαν οι ψευδείς παραστάσεις και η πρόθεση καταδολίευσης από πλευράς των εφεσιβλήτων σε βάρος του εφεσείοντα που τους αποδίδονται με τις λεπτομέρειες αδικήματος καθώς επίσης και η συνδρομή και/ή η παρακίνηση του εφεσίβλητου 2 προς την εφεσίβλητη 1 στη διάπραξη των αδικημάτων. Τέλος με το λόγο έφεσης 9 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η παράλειψη καταγραφής στα πρακτικά της αυτόβουλης δήλωσης των εφεσιβλήτων σε διάφορες περιπτώσεις με την οποίαν παραδέχοντο την έκδοση της επιταγής, δήλωση που το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη.
Ενόψει του ότι η έφεση προσβάλλει αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου, κρίνουμε σκόπιμο να αποφασιστεί κατά προτεραιότητα κατά πόσο οι λόγοι έφεσης εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 137 (1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
Το άρθρο 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου πραγματεύεται περί της δυνατότητας και των ορίων άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο:
«Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής
(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων
(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας»
Στην υπόθεση Ε.C. Fresh Meat Ltd v. Μαρίας Γεωργίου, Ποιν. Έφ. 43/2017, ημερ. 5/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:B524, έγινε εκτενής ανάλυση όλης της προηγούμενης νομολογίας ως προς τα κριτήρια άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο και των προϋποθέσεων απαλλαγής ενός κατηγορούμενου στο στάδιο αυτό της διαδικασίας. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Η όλη νομολογία σε σχέση με τη σημασία του άρθρου 137 έχει αναλυθεί στην απορριπτική απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου Κυπριανού, Ποιν. Εφ. αρ. 145/2013 κ.ά., ημερ. 19.12.2014. Σ΄ αυτήν μνημονεύθηκαν και αναλύθηκαν όλες οι προηγούμενες θεμελιακές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος και επανατονίστηκε η ανάγκη οι πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α) να ερμηνεύονται αυστηρά με δεδομένο ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να εφεσιβάλλει αθωωτικές αποφάσεις έχει δοθεί κατά παρέκκλιση του κοινοδικαίου που καθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο τον μοναδικό κριτή επί της αθωότητας ή ενοχής κατηγορουμένου, πηγάζει δε αποκλειστικά από τις νομοθετικές διατάξεις του Κεφ. 155. Η αρχή, κατά το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος, είναι ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης πέραν της μιας φοράς.
Στο πιο πάνω νομικό πλαίσιο απαγορεύεται στην ουσία κατά την εξέταση έφεσης επί αθωωτικής αποφάσεως, η επανακρόαση της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Αυτό ισχύει ακόμη και για το εκ πρώτης όψεως στάδιο όπου κατά τις αρχές που έχουν τεθεί από τη Δικαστική Πρακτική του 1962 (Practice Note of the Divisional Court of the Queen's Bench Division of the High Court of England, 1 All E.R. 448) και τη νομολογία που έχει αναπτυχθεί στη Δημοκρατία επί του θέματος (δέστε, μεταξύ άλλων, Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1981) 2 Α.Α.Δ. 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 82), η αθώωση είναι δυνατή όταν ελλείπει η στοιχειοθέτηση αναγκαίου συστατικού στοιχείου του αδικήματος, ή, η μαρτυρία είναι αντινομική και εμφανώς αναξιόπιστη ώστε να μην είναι νομικά λογικό να κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία.
Το εκ πρώτης όψεως στάδιο σε ποινική υπόθεση παραμένει ένα θεμελιακό στάδιο της ποινικής δίκης που προστατεύει στην ουσία τον κατηγορούμενο από τον εξαναγκασμό του να δώσει μαρτυρία για λόγους που δεν άπτονται στην έννοια της καλώς νοούμενης απονομής της δικαιοσύνης. Με δεδομένο ότι η κατηγορούσα αρχή έχει ήδη αποκαλύψει και παρουσιάσει όλη τη μαρτυρία που είχε στη διάθεση της, το Δικαστήριο δεν πρέπει να προχωρήσει την υπόθεση εάν η μαρτυρία είναι θνησιγενώς ελαττωματική κατά νόμο οπότε και ο κατηγορούμενος δικαιούται απαλλαγής από το στάδιο αυτό. Η κατηγορούσα αρχή δεν μπορεί να τίθεται σε καλύτερη μοίρα από απόψεως στοιχειοθέτησης της υπόθεσης ή αποτίμησης της μαρτυρίας εάν ο κατηγορούμενος καταθέσει προς υπεράσπιση του. Δεν πρέπει συναφώς να διαφεύγει της προσοχής ότι είναι η κατηγορούσα αρχή που οφείλει να αποδείξει την κατηγορία και κάθε συστατικό στοιχείο αυτής, με, εκ πρώτης όψεως, βάρος κατά το κλείσιμο της υπόθεσης της, που μετατρέπεται σε αποδεικτικό βάρος απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στο τελικό στάδιο.»
Από το λόγο έφεσης 1 διαφαίνεται ότι ο εφεσείων εντάσσει την έφεση του στην υποκατηγορία iii του άρθρου 137(1)(α), που αναφέρεται στο ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.
Υπενθυμίζουμε ότι έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η εμβέλεια του άρθρου 137(1)(α) επεκτείνεται σε νομικά θέματα μόνο. Άσκηση έφεσης εναντίον της αξιολόγησης μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς με αυτήν αποκλείεται, όπως αποκλείεται και η προσβολή ευρημάτων επί των γεγονότων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012), 2 Α.Α.Δ. 851, M. and A. Christaki Christodoulou Ltd v. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Ποιν. Εφ. 291/2015, ημερ. 3/7/2017 και Αlba Corporate Enterprises Limited ν. Στέφανου Σκορδή, Ποιν. Έφ. 54/2017 ημερ. 10/12/2018).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού αποφασίσει επί της εισήγησης, καθοδηγήθηκε σε σχέση με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της θεμελίωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, με αναφορά στις υποθέσεις Ι.Τ.Κ. ΗΧΟΚΙΝΗΣΗ ΛΤΔ V. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ (ΤΑΚΗΣ) ΣΙΕΓΓΕΡΗΣ κ.ά., Ποιν. Έφ. Αρ. 121/2014, ημερ. 16/12/2016 και Shaaban bin Hussien v. Chong Fook Kam (1970) 2 W.L.R. 441.
Στη συνέχεια προχώρησε σε μια συνοπτική παράθεση της μαρτυρίας, το ουσιώδες μέρος της οποίας καταγράψαμε πιο πάνω, και ακολούθως προχώρησε στον καθορισμό των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος που αντιμετώπιζαν οι εφεσίβλητοι, ξεκινώντας απ' εκείνο της κατηγορίας 1 που αφορούσε σε έκδοση επιταγής η οποία κατά την παρουσίαση της για πληρωμή στην Τράπεζα δεν εξοφλήθη. Από το λεκτικό του άρθρου 305 Α(1) του Ποινικού Κώδικα προσδιόρισε ως τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του συγκεκριμένου άρθρου τα εξής:
«1. Η έκδοση επιταγής.
2. Η παρουσίαση της επιταγής στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε.
3. Η παρουσίαση αυτή να γίνει κατά ή μετά την ημερομηνία που η επιταγή καθίσταται πληρωτέα.
4. Η μη εξόφληση της επιταγής, η οποία να οφείλεται, είτε στην έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη της, είτε στο ότι ο τραπεζικός λογαριασμός του ήταν κλειστός κατά το χρόνο παρουσίασης της επιταγής, και
5. Η μη πληρωμή της επιταγής από τον εκδότη της εντός 15 ημερών από την παρουσίαση της στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε.»
Έκρινε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, επιταγή εκδίδεται όταν υπογραφεί από νόμιμο και εξουσιοδοτημένο υπογραφέα του λογαριασμού, από τον οποίον αυτή εκδίδεται (βλ. Γεώργιος Κλεόπα & Υιοί Λτδ ν. Vrontis Builders Ltd κ.a., Ποιν. Έφ. 90/2014, ημερ. 20/10/2016) αλλά μπορεί να γίνει και από πρόσωπο άλλο από τον διευθυντή το οποίο είναι εξουσιοδοτημένο να υπογράφει επιταγές για λογαριασμό της εταιρείας (βλ. Blue Green Wave Frozen Food Ltd v. G & P Hadjiyiannis Ltd κ.ά. Ποιν. Έφ. 71/2014, ημερ. 11/2/2016 και Μελή ν. Vasos Leptos Ltd, Ποιν. Έφ. 182/2014, ημερ. 23/10/2015), ECLI:CY:AD:2015:B707.
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να προσθέσουμε στην πιο πάνω νομολογία και την πρόσφατη υπόθεση Ε.C. Fresh Meat Ltd (ανωτέρω) που αφορούσε επίσης σε έκδοση επιταγής εταιρείας υπογεγραμμένης από εξουσιοδοτημένο υπ' αυτής πρόσωπο.
Με παραπομπή στην υπόθεση Βούρας Γιάννης ν. Ανδρέα, Λουκά, Ματθαίου (Α.Λ.Μ.) Γενικές Μεταφορές Λτδ κ.ά (2003) 2 Α.Α.Δ. 135 στην οποίαν οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν στο εκ πρώτης όψεως στάδιο γιατί «δεν υπήρχαν τα μαρτυρικά στοιχεία από τα οποία μπορούσε να συναχθεί ότι η εφεσίβλητη εταιρεία εξέδωσε την επιταγή» το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι με τη μαρτυρία του ΜΚ2 ότι κατά την έκδοση της επιταγής εξουσιοδοτημένο πρόσωπο για υπογραφή ήταν ο xxxx, το δείγμα της υπογραφής του οποίου κατείχε η Τράπεζα το οποίο όμως δεν συνήδε με την υπογραφή της επιταγής, και στην απουσία περαιτέρω μαρτυρίας ότι ο εφεσίβλητος 2 υπέγραψε την επιταγή, έλειπε παντελώς μαρτυρία προς απόδειξη του συστατικού στοιχείου της έκδοσης της επιταγής από την εταιρεία που αφορούσε η κατηγορία 1.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα προς υποστήριξη των λόγων έφεσης του έδωσε έμφαση στο διάγραμμα αγόρευσης του, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και/ή παραγνώρισε ότι η επιταγή φέρει την υπογραφή του xxxx που, σύμφωνα με τη μαρτυρία, ήταν το μόνο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να υπογράφει τις επιταγές της εταιρείας κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αντίθετη άποψη προβάλλει ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων στο διάγραμμα αγόρευσης του. Ότι δηλαδή η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στον xxxx, ως τον πατέρα του εφεσίβλητου 2, οφείλετο σε λάθος του Δικαστηρίου εφόσον από τη μαρτυρία δεν μπορούσε να εξαχθεί τέτοιο συμπέρασμα. Το λάθος αυτό πιθανόν να οφείλετο και σε κακή μετάφραση κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Σημειώνεται ότι στη βάση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, τον διακανονισμό για απόσυρση της Αίτησης Εκκαθάρισης έκαμε με τον πατέρα του εφεσίβλητου.
Εξετάσαμε την εισήγηση κατόπιν αναδρομής στα πρακτικά και τα τεκμήρια. Δεν εντοπίζουμε στα πρακτικά καμιά αναφορά απ' οποιονδήποτε μάρτυρα ότι ο πατέρας του εφεσίβλητου 2 ήταν ο xxxx. Αντίθετα στην αντεξέταση του ο εφεσείων ανέφερε ότι το όνομα του πατέρα του εφεσίβλητου 2 είναι «Ττόμης» αμέσως μετά τη διόρθωση του μεταφραστή που ανέφερε αρχικά «χχχχ». Η μοναδική αναφορά του xxxx ως τον πατέρα του εφεσίβλητου, εντοπίζεται στην απόφαση κατά την παράθεση της μαρτυρίας του εφεσείοντα όπου το Δικαστήριο αναφέρεται στην γραμμή της Υπεράσπισης. Στη συνέχεια οι αναφορές του Δικαστηρίου ήταν απλά στο όνομα xxxx. Σημειώνεται ότι η θέση αυτή του εφεσείοντα ότι δηλαδή ο xxxx ήταν ο πατέρας του εφεσίβλητου 2 όχι μόνο δεν προωθήθηκε κατά τη μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντα αλλ' ούτε και του υποβλήθηκε από πλευράς υπεράσπισης η συγκεκριμένη θέση κατά την αντεξέταση του. Αντίθετα, όπως αναφέραμε αμέσως πιο πάνω και εμφαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από τα πρακτικά, η θέση του εφεσείοντα ήταν διαφορετική για το θέμα.
«..............................................
Ε. Λοιπόν, ποιος σας έδωσε την επιταγή κύριε;
Α. Ο κύριος xxx.
Ε. Εγώ σας υποβάλλω κύριε μάρτυρα ότι την επιταγή αυτή σας την έδωσε εις το Mediterranean, ο πατέρας του κατηγορουμένου και μάλιστα γνωρίζατε γιατί σας το είπε ότι η υπογραφή ήταν δική του και ότι ήταν από κλειστό λογαριασμό που δεν υπήρχε πιθανότητα να εξαργυρωθεί και σας την έδωσε απλά και μόνο σαν αναγνώριση ότι σας όφειλε 60 χιλιάδες για να το έχετε εσείς σαν εγγύηση.
Α. Να απαντήσω;
Ε. Ναι.
Α. Ναι, όλα αυτά που έχετε πει ούτε ίχνος δεν έχει αλήθεια μέσα, αλλά να ξεκινήσουμε σιγά - σιγά, την επιταγή την έδωσε ο xxxx στην παρουσία του δικού μου δικηγόρου και του δικού του δικηγόρου, ήταν η ημέρα της εκκαθάρισης, ήταν στον πρώτο όροφο που θα γίνετουν η υπόθεση, προγενέστερη ημέρα, βρεθήκαμε με τον πατέρα τον κύριο xxxxx.
κ. Α. Προδρόμου: Ττόμης.
Δικαστήριο: Μην του λέτε τα ονόματα.
κ. Α. Προδρόμου: Είπε Ττόμη ο μάρτυρας και διόρθωσε ο μεταφραστής.
............................................................................»
Είναι φανερό ότι η αναφορά στην απόφαση στον xxxx ως τον πατέρα του εφεσίβλητου, οφείλεται σε τυχαίο ολίσθημα του Δικαστηρίου το οποίο όμως, όπως θα εξηγήσουμε κατωτέρω, δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο την κατάληξη του ως προς την υπογραφή της επιταγής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμποντας στη μαρτυρία του ΜΚ2 ότι κατά το χρόνο παρουσίασης της επιταγής στην Τράπεζα για πληρωμή εξουσιοδοτημένο πρόσωπο για υπογραφή επιταγών της εταιρείας ήταν ο xxxx, στη βάση απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης 1, και ότι η υπογραφή της επιταγής δεν ταυτίζετο με το δείγμα της υπογραφής του xxxx, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι όταν η επιταγή παραδόθηκε στον εφεσείοντα από τον εφεσίβλητο 2 ήταν ήδη συμπληρωμένη και υπογραμμένη, έκρινε ότι ελλείπει παντελώς μαρτυρία ως προς το πρόσωπο που εξέδωσε και υπέγραψε την επιταγή και ως προς τη σχέση του με την εταιρεία, συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κατηγορίας 1. Η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου προβάλλει σε διάφορα σημεία της απόφασης του.
Ενόψει των πιο πάνω είναι φανερό ότι η ατυχής αναφορά του Δικαστηρίου στον xxxx, ως τον πατέρα του εφεσίβλητου 2, δεν ενείχε καμιά σπουδαιότητα για το υπό εξέταση θέμα αυτό δηλ. του εκδότη της επιταγής.
Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ελλείπει μαρτυρία προς το πρόσωπο του εκδότη της επιταγής στη βάση των πρακτικών, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
Ως προς την κατηγορία 2 που αφορούσε στον εφεσίβλητο 2, ότι δηλαδή παρείχε συνδρομή και/ή παρακίνησε την εταιρεία στην έκδοση της επιταγής, υπό την ιδιότητα του ως διευθυντή της εταιρείας, το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην υπόθεση Militos Trading Limited v. Αθηνάς Μαλέκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609 διαπίστωσε ότι έλειπε παντελώς μαρτυρία για την αποδιδόμενη συνέργεια του στην έκδοση της επιταγής από την εταιρεία, εφόσον δεν ήταν ο ίδιος που υπέγραψε την επιταγή και ούτε αποδείχθηκε ότι η υπογραφή της επιταγής προέρχετο από την εταιρεία.
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Θεόδωρος Ιωαννίδης ν. Gastop Boutique Ltd κ.ά., Ποιν. Έφ. 161/2014, ημερ. 30/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:B235, στην οποία τονίστηκε ότι οι διευθυντές εταιρείας που υπογράφουν επιταγές της μπορεί να έχουν ποινική ευθύνη δυνάμει του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 ως συνεργοί, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις. Εδώ όμως απουσίαζε μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος 2 υπέγραψε την επιταγή.
Ενόψει των πιο πάνω η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου που οδήγησε σε απόρριψη της κατηγορίας 2 δεν βρίσκουμε να ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν.
Σ' όσον αφορά τις κατηγορίες 3, 4, 5 και 6 που αναφέρονται και στους δύο εφεσίβλητους, ο εφεσίβλητος 2 ως συνεργός, για τα αδικήματα της εξασφάλισης πίστωσης και αγαθών διά ψευδών παραστάσεων, κατά παράβαση των άρθρων 297, 298 και 301(α), το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού καταγράφει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος των κατηγοριών 5 και 6 που αφορούν στην απόσπαση αγαθών ως «1) η απόκτηση αντικειμένου δυναμένου να κλαπεί, 2) διά ψευδούς παραστάσεως και 3) με πρόθεση καταδολίευσης» σημειώνοντας την ανάγκη απόδειξης επιπρόσθετα της συνέργειας του εφεσίβλητου 2, προχωρεί στη συνέχεια στην παράθεση της νομικής πτυχής ως προς τις ψευδείς παραστάσεις. Αναφέρεται περαιτέρω στην απόφαση στην αναγκαιότητα προσκόμισης μαρτυρίας ότι η απόσπαση περιουσίας έγινε γιατί η ψευδής παράσταση επενήργησε στο μυαλό του παραπονούμενου ο οποίος στηριζόμενος σ' αυτήν παρακινήθηκε να αποξενωθεί από την περιουσία του (βλ. R. v. Sullivan, 30 Cr. App. R. 132). Προσθέτει το Δικαστήριο ότι οι παραστάσεις δεν είναι αρκετό να είναι ψευδείς αλλά θα πρέπει να καταδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν ψευδείς. Το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής η οποία θα πρέπει να αποδείξει τις ψευδείς παραστάσεις όπως αναφέρονται στο κατηγορητήριο (βλ. σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2000, παραγρ. 5.6 σελ. 328).
Με αναφορά στην υπόθεση Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861 το πρωτόδικο Δικαστήριο τονίζει ότι το ψευδές της παράστασης και η πρόθεση καταδολίευσης για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος ανάγεται στην εξ αρχής πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις του και όχι στην εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του (βλ. επίσης Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 417).
Εντοπίζει στη συνέχεια ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος της απόσπασης πίστωσης διά ψευδών παραστάσεων δυνάμει του άρθρου 301(α) του Ποινικού Κώδικα, την ύπαρξη ψευδούς παράστασης αλλά και την εξασφάλιση πίστωσης κατά τη σύναψη του χρέους. Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο:
«301. Όποιος-
(α) κατά τη σύναψη χρέους ή με την ανάληψη υποχρέωσης, εξασφαλίζει πίστωση με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση ή με άλλο δόλιο μέσο ή
(β) με σκοπό καταδολίευσης των πιστωτών του ή κάποιου από αυτούς, δωρίζει, παραδίδει ή μεταβιβάζει ή επιβαρύνει την περιουσία του ή προκαλεί τη διενέργεια οποιουδήποτε από αυτά ή
(γ) με σκοπό καταδολίευσης των πιστωτών του, αποκρύβει ή μετακινεί οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του, μετά την έκδοση ή εντός των δύο μηνών των προηγούμενων από την έκδοση εναντίον του μη ικανοποιηθείσης δικαστικής απόφασης ή διάταγμα για πληρωμή χρημάτων,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.»
Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας το δάνειο είχε παραχωρηθεί από πολύ προηγουμένως και η επιταγή δόθηκε έναντι του δανείου εκ των υστέρων προς το σκοπό διευθέτησης της Αίτησης Εκκαθάρισης εναντίον της εταιρείας. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, η ψευδής παράσταση δεν δόθηκε κατά το χρόνο της κατ' ισχυρισμόν απόσπασης των €60.000,00, ποσού της επιταγής, στοιχεία, όπως έκρινε το Δικαστήριο, που θα πρέπει να έχουν χρονική αλληλουχία. Είναι διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ενόψει του ότι η επιταγή ήταν μεταχρονολογημένη αφορούσε σε κάποια μελλοντική υπόσχεση, που δεν ενέπιπτε στα πλαίσια των ψευδών παραστάσεων, η οποία υπόσχεση θα πρέπει να ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν. Κατέληξε δε σ' όσον αφορά τον εφεσίβλητο 2, ότι δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας ότι παρακίνησε ή παρείχε συνδρομή στην εφεσίβλητη 1 να διαπράξει τα αδικήματα των κατηγοριών 3 και 5. Η μόνη εμπλοκή του εφεσίβλητου 2 ήταν ότι παρέδωσε την επιταγή στον εφεσείοντα μετά τη διευθέτηση που ο τελευταίος είχεν προβεί με τον πατέρα του εφεσίβλητου 2 στα πλαίσια της Αίτησης Εκκαθάρισης της εταιρείας. Συνεχίζει δε ότι δεν αποδείχθηκε ότι έγινε οποιαδήποτε ψευδής παράσταση από πλευράς εφεσίβλητου 2 ή και της εταιρείας, εφόσον η όποια συμφωνία για πληρωμή του ποσού των €60.000,00 έγινε με τρίτο πρόσωπο. Πέραν των πιο πάνω διαπιστώσεων του έκρινε ότι η διαφορά των δύο πλευρών έγκειτο σε «κατ' ισχυρισμό παράλειψη συμβατικών υποχρεώσεων που έχουν έκταση σε αριθμό και χρόνο, όπου και πάλι σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Μαργαρίτα Ιωάννου ανωτέρω) τα γεγονότα αυτά όπως τα ανέφερε ο παραπονούμενος δεν μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο των υπό κρίση αδικημάτων.»
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί το συστατικό στοιχείο της ψευδούς παράστασης που αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό των αδικημάτων των κατηγοριών 3 και 5 που αφορούν στην εφεσίβλητη 1 και των κατηγοριών 4 και 6 που αφορούν στον εφεσίβλητο 2. Ειδικά δε για το αδίκημα στη βάση του άρθρου 298 του ΚΕΦ. 154 καμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε ως προς την απόκτηση αντικειμένου δυνάμενου να κλαπεί, συστατικό στοιχείο του αδικήματος.
Βρίσκουμε τις πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου να είναι σύμφωνες με το μαρτυρικό υλικό, χωρίς να εντοπίζεται οτιδήποτε το μεμπτόν στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχεν αποδειχθεί το συστατικό στοιχείο της ψευδούς παράστασης, όπως αναφέρεται στις λεπτομέρειες των αδικημάτων.
Οι κατηγορίες 7 και 8 αφορούν και στους δύο εφεσίβλητους, με τον εφεσίβλητο 2 να θεωρείται ως συνεργός της εφεσίβλητης 1. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, με δόλο και/ή με ψευδείς παραστάσεις και με σκοπό την καταδολίευση παρότρυναν και/ή έπεισαν τον εφεσείοντα να αποδεχθεί την επιταγή δηλώνοντας ότι είναι καλή προς εξαργύρωση, ενώ γνώριζαν ότι δεν θα πληρωνόταν, ενόψει διάστασης της υπογραφής της με το δείγμα της Τράπεζας ως προς την υπογραφή του εξουσιοδοτημένου προσώπου να υπογράφει για την εταιρεία και εφόσον ο λογαριασμός από τον οποίον εκδόθηκε ήταν κλειστός.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι συστατικό στοιχείο του αδικήματος του άρθρου 299 του ΚΕΦ. 154 για εξασφάλιση αποδοχής αξιογράφου, δηλαδή της επίδικης επιταγής, με δόλο και/ή διά ψευδών παραστάσεων, που αφορούν οι κατηγορίες 7 και 8, είναι η υποκίνηση για την οποίαν δεν προσφέρθηκε καμιά μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι ή οποιοσδήποτε εξ' αυτών υποκίνησαν τον εφεσείοντα να αποδεχθεί την επιταγή. Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο 299:
«Εξασφάλιση εκτέλεσης αξιογράφου με ψευδείς παραστάσεις
299. Όποιος, με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, υποκινεί άλλο να εκτελέσει, εκδώσει, αποδεχτεί, οπισθογραφήσει, μεταβάλει ή καταστρέψει ολόκληρο ή μέρος, αξιόγραφο ή να γράψει, αποτυπώσει ή να επιθέσει όνομα ή σφραγίδα σε χαρτί ή περγαμηνή, με σκοπό όπως μετά από αυτό να καταστεί αυτό ή να μετατραπεί σε αξιόγραφο ή να τύχει της χρήσης ή της μεταχείρισης αξιογράφου, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.»
Στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας για υποκίνηση του εφεσείοντα, συστατικό στοιχείο του αδικήματος, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε αποτυχία απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 στις κατηγορίες 7 και 8 αντίστοιχα. Η πιο πάνω διαπίστωση του μας βρίσκει σύμφωνους.
Καταλήγοντας το Δικαστήριο έκρινε ότι τυχόν κλήση των εφεσιβλήτων σε απολογία με τα δεδομένα της αποτυχίας απόδειξης των συστατικών στοιχείων των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν, θα έδινε την ευχέρεια στον εφεσείοντα να διορθώσει κενά, γεγονός ανεπίτρεπτο.
Εξετάσαμε κάθε στοιχείο που προβλήθηκε από πλευράς του δικηγόρου του εφεσείοντα στο διάγραμμα αγόρευσης του, που κατ' ισχυρισμό καταδείκνυε ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την μη απόδειξη των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων ήταν λανθασμένη. Δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς τον καθορισμό των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος από πλευράς Δικαστηρίου και της κατάληξης του ως προς το κατά πόσο αυτά είχαν αποδειχθεί, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας.
Η κρίση του Δικαστηρίου και ο τρόπος που προσέγγισε τη μαρτυρία για την εκ πρώτης όψεως εισήγηση μας βρίσκει σύμφωνους. Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1 - 8 είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Παρέμεινε να εξεταστεί ο λόγος έφεσης 9 με τον οποίον ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέγραψε στα πρακτικά και ούτε έλαβε υπόψη του αυτόβουλη δήλωση των εφεσιβλήτων μέσω των διαφόρων δικηγόρων που τους εκπροσώπησαν και των αναβολών που ζητούσαν είτε για επίλυση επίδικων θεμάτων είτε να διορίσουν νέο δικηγόρο.
Είναι νομολογιακά γνωστό ότι τα πρακτικά της δίκης αποτελούν τον αναντικατάστατο οδηγό για τα κατατεθέντα και διαδραματισθέντα στη δίκη (βλ. Ματθαίου ν. Νικολάου κ.ά. (1999) 1 (Α) Α.Α.Δ. 354 και Μελετίου ν. Alpha Bank Ltd (2010) 1 (A) A.A.Δ. 295). Από τα πρακτικά δεν διαφαίνεται οτιδήποτε που να κατατείνει σε παραδοχή από πλευράς εφεσιβλήτων της υπογραφής ή της έκδοσης της επίδικης επιταγής από την εταιρεία ή άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτούς πρόσωπο. Από την άλλη, αν το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι δεν καταγράφηκε η κατ' ισχυρισμόν δήλωση στα πρακτικά, δεν φαίνεται να λήφθηκε κανένα μέτρο από πλευράς εφεσείοντα, ούτε εξάλλου μας αναφέρθηκε οτιδήποτε το σχετικό, για διόρθωση ή συμπλήρωση των πρακτικών που είναι η ορθή διαδικασία. Συνεπώς ο εφεσείων δεν μπορεί να αμφισβητεί τα πρακτικά εκ των υστέρων (βλ. Ιωάννου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 244, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Coral Foods Ltd κ.ά. (2008) 1 (Β) Α.Α.Δ. 956 και Παναγιώτης Παναγιώτου Μαυρουδή ν. Global Consolidated Resources Ltd, Πολ. Εφ. 188/2010, ημερ. 4/6/2015).
Συνεπώς ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης παραμένει μετέωρος και έκθετος σε απόρριψη.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο