ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PAPADOPOULOS ν. POLICE (1982) 2 CLR 217
MICHAELIDOU ν. DISTRICT OFFICER L'CA (1984) 2 CLR 1
MICHAEL AND OTHERS ν. POLICE (1987) 2 CLR 78
Α/φοί Λαμπριανίδη ν. Συμβ. Βελτ. Γερίου (1989) 2 ΑΑΔ 374
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ Α.Κ., Ποινική Αίτηση Αρ. 24/2021, 16/12/2021, ECLI:CY:AD:2021:B578
MOHAMED ALI κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Αίτηση Αρ. 6/2023, 22/6/2023, ECLI:CY:AD:2023:B217
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ CHRISTODOULOU, Ποινική Αίτηση Αρ. 14/2021, 7/12/2021, ECLI:CY:AD:2021:B562
ECLI:CY:AD:2019:B47
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Ποινική Αίτηση Αρ. 3/2019)
20 Φεβρουαρίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
xxxxx ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Αιτητής
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ΄ ης η Αίτηση
---------------------------------------------------
Αίτηση ημερ. 9 Ιανουαρίου 2019
Α. Κανναουρίδης, για τον Αιτητή.
Α. Χατζηκύρου, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.
--------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής ήταν κατηγορούμενος 1 στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 5254/2017, το δε Κακουργιοδικείο Λεμεσού του επέβαλε στις 15.5.2018, μετά από παραδοχή, διάφορες ποινές άμεσης φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή της επταετούς φυλάκισης. Ο αιτητής δεν εφεσίβαλε εγκαίρως τις ποινές που του επιβλήθηκαν και με την παρούσα του αίτηση, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 134 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και στο άρθρο 6(1) του Νόμου αρ. 39/1962, που κύρωσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, επιδιώκει άδεια για παράταση του χρόνου καταχώρησης εφέσεως. Η αίτηση καταχωρήθηκε στις 9.1.2019 και αντιμετώπισε την ένσταση της Δημοκρατίας.
Η βασική θέση που προβάλλει ο αιτητής τόσο μέσα από την ένορκη του δήλωση, όσο και μέσω της αγορεύσεως του συνηγόρου του, είναι ότι ενεργώντας καλόπιστα και έχοντας προς τούτο ανάλογη νομική συμβουλή, πίστευε ότι δεν ήταν αναγκαία τότε η καταχώρηση έφεσης διότι θα είχε την υποστήριξη του Γενικού Εισαγγελέα στη μείωση της ποινής φυλάκισης των επτά ετών και θα τύγχανε τέτοιας μείωσης που θα ήταν περίπου η ίδια με τη μείωση της ποινής που θα επέφερε το Ανώτατο Δικαστήριο εάν καταχωρείτο και επετύγχανε η έφεση του. Πριν λήξει ο χρόνος καταχωρήσεως εφέσεως, η υπεύθυνη Εισαγγελέας του Τομέα Ποινικών Υποθέσεων της Νομικής Υπηρεσίας, του ανέφερε ότι σε κάποιο στάδιο ο Γενικός Εισαγγελέας θα σύστηνε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη μείωση της ποινής φυλάκισης. Στις 18.7.2018, μέσω του δικηγόρου του, αιτήθηκε τη μείωση της ποινής φυλάκισης λόγω της επανεκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, αίτημα, όμως, που απερρίφθη. Νέα επιστολή που απέστειλε ο πατέρας του στις 17.9.2018, προς τον ίδιο τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας με κοινοποίηση στον Γενικό Εισαγγελέα, επίσης απερρίφθη. Και νέο αίτημα που υπεβλήθη από το δικηγόρο του στις 10.12.2018 προς τον Γενικό Εισαγγελέα για μείωση της ποινής λόγω της συνεργασίας του με την ΥΚΑΝ, έτυχε της ίδιας αντιμετώπισης.
Αντιλαμβανόμενος ότι ο Γενικός Εισαγγελέας τελικώς δεν θα ενεργούσε κατά τρόπο βοηθητικό, καταχώρησε την παρούσα Αίτηση ώστε να παραταθεί ο χρόνος καταχώρησης έφεσης θεωρώντας ότι υπάρχουν, κατά τα άλλα, καλοί λόγοι επιτυχίας της έφεσης λόγω του λευκού ποινικού μητρώου του, ότι είναι 38 ετών νυμφευμένος με δύο ανήλικα παιδιά, το μικρότερο των οποίων αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας, και ότι ρίχθηκαν πυροβολισμοί εναντίον της οικίας του λόγω της ουσιαστικής συνεργασίας του με την ΥΚΑΝ στις 15.6.2018, μετά την παραδοχή και την επιβολή ποινής. Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη του την έκταση και το είδος της συνεργασίας του με την ΥΚΑΝ, δεν έδωσε την ανάλογη βαρύτητα στο γεγονός ότι κατονόμασε τον προμηθευτή των ναρκωτικών ουσιών και δεν έλαβε υπόψη του ότι δεν υπήρξε ποτέ χρήστης ναρκωτικών και ούτε καν κάπνισε ποτέ τσιγάρο. Οι ποινές που του επιβλήθηκαν ήταν έκδηλα υπερβολικές διότι το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη νομολογία που αφορούσε σε ποινές φυλάκισης για αδικήματα κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας πριν την παραδοχή του σε διάφορες κατηγορίες, ανέστειλε όλες τις κατηγορίες που αφορούσαν την κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια.
Στην ένσταση της η Δημοκρατία τονίζει το υπερβολικά καθυστερημένο της καταχώρησης της Αίτησης για παράταση χρόνου χωρίς να δίδονται ικανοποιητικές εξηγήσεις για την υπέρμετρη αυτή αργοπορία και χωρίς να αποκαλύπτονται γεγονότα που να δικαιολογούν την καταχώρηση της ή την επιτυχία της. Η αναστολή των κατηγοριών της κατοχής με σκοπό την προμήθεια έγινε στις 25.4.2018, μετά την παραδοχή του αιτητή στις εν λόγω κατηγορίες. Η υπεύθυνη του Ποινικού Τμήματος της Νομικής Υπηρεσίας ουδέποτε είπε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας θα σύστηνε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μείωση της ποινής, αλλά απλώς άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο αυτό να γινόταν σε κάποιο στάδιο και υπό τον αυτονόητο όρο ότι θα πληρούνταν οι προϋποθέσεις που ισχύουν για όλους τους καταδικασθέντες. Η απάντηση από τον Γενικό Εισαγγελέα αρνούμενος την εξέταση του αιτήματος για μείωση της ποινής δόθηκε από τις 20.7.2018 και ο αιτητής θα μπορούσε άμεσα, μετά από την αρνητική αυτή απάντηση, να καταχωρούσε την Αίτηση για την παράταση του χρόνου της καταχώρησης έφεσης, πλην όμως δεν το έπραξε. Χρειάστηκαν ακόμη έξι μήνες για να υποβληθεί η παρούσα αίτηση, μετά την εκ νέου και διπλή απόρριψη των νέων αιτημάτων που υποβλήθηκαν για μείωση της ποινής.
Το άρθρο 134 του Κεφ. 155, παρέχει πράγματι δικαιοδοσία κάτω από ορισμένες συνθήκες να παραταθεί ο χρόνος εντός του οποίου υποβάλλεται η έφεση. Προβλέπεται εκεί ότι:
«Εξαιρουμένης της περίπτωσης καταδίκης που συνεπάγεται τη θανατική ποινή, ο χρόνος εντός του οποίου ειδοποίηση έφεσης ή αίτηση για άδεια έφεσης δύναται να δοθεί, δύναται, κατόπιν απόδειξης βάσιμου λόγου, να παραταθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε χρόνο.»
Συνάγεται ότι πέραν του γεγονότος ότι η παράταση ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει προς τούτο να αποδειχθεί βάσιμος λόγος. Όπως έχει εξηγηθεί μέσα από τη νομολογία, οι νομοθετικές διατάξεις που προσδιορίζουν το χρόνο εντός του οποίου θα πρέπει να λαμβάνονται ορισμένα διαδικαστικά μέτρα, ερμηνεύονται αυστηρά χάριν του δημοσίου συμφέροντος και έχοντας υπόψη την ανάγκη για τελεσιδικία, (Papadopoulos v. Police (1982) 2 C.L.R. 217). Στη Michaelidou v. District Officer Larnaca (1984) 2 C.L.R. 1, η εκπνοή του χρόνου καταχώρησης έφεσης έστω κατά μία ημέρα οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης για παράταση του χρόνου παρόλο που η κατηγορούμενη στο ενδιάμεσο είχε ασθενήσει. Υπήρχε επαρκής χρόνος στο μεσοδιάστημα για να γίνει επικοινωνία με το δικηγόρο της και να δοθούν ανάλογες οδηγίες. Η πάροδος 13 ημερών από τη λήξη της προβλεπόμενης περιόδου για καταχώρηση έφεσης επίσης οδήγησε στην απόρριψη αιτήματος για παράταση χρόνου στη Λάππας ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 228. Η παράταση χρόνου προϋποθέτει την επαρκή αιτιολόγηση για τη μη υποβολή έφεσης στο διαρρεύσαντα χρόνο και εφόσον καταδεικνύονται βάσιμοι λόγοι, (Michael and Others v. The Police (1987) 2 C.L.R. 78). Δεν είναι μόνο αιτήματα του κατηγορουμένου για παράταση χρόνου που εξετάζονται με αυστηρότητα, αλλά την ίδια αντιμετώπιση έχουν και αιτήματα του Γενικού Εισαγγελέα, όπως υποδεικνύει η υπόθεση Δημοκρατία ν. Κυριάκου (2003) 2 Α.Α.Δ. 479.
Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση στη Hamisi Mwinyi Selmani και Mwapofu Swaleh Mohamed, Ποιν. Εφ. αρ. 235/2013 και 236/2013, ημερ. 5.6.2015, εξετάστηκαν και πάλι τα κριτήρια για την παράταση χρόνου καταχώρησης έφεσης και επαναλήφθηκε το αυτονόητο ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, ελεύθερα και αδέσμευτα. Είναι όμως δεδομένη η σημασία των χρονικών πλαισίων που θέτει ο Νομοθέτης για τη λήψη δικονομικών μέτρων και ότι αυτά τα κριτήρια περιλαμβανομένου του χρόνου, δεν είναι θέμα τύπου αλλά ουσίας, (Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 374). Το αίτημα για τροποποίηση της ήδη υποβληθείσας ειδοποίησης έφεσης κατά της ποινής ώστε να συμπεριλαμβάνει και την καταδίκη και σε περίπτωση έγκρισης του αιτήματος αυτού παράτασης και του χρόνου για καταχώρηση τροποποιημένης ειδοποίησης έφεσης, απερρίφθη διότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να δείξουν ότι υπήρχε βάσιμος λόγος ώστε το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ τους. Οι εφεσείοντες είχαν δικηγόρο σε όλη τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, άσκησαν έφεση κατά της ποινής, αλλά όχι κατά της καταδίκης για λόγους που εκ των υστέρων προώθησαν που οφείλονταν και στον ισχυρισμό ότι δεν γνώριζαν την Αγγλική γλώσσα, ενώ υπήρχε δήλωση του προηγούμενου δικηγόρου των εφεσειόντων ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι γνώριζαν πολύ καλά την Αγγλική γλώσσα και η διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου διεξήχθη κατά ανάλογο τρόπο. Αλλά και ενώπιον του Εφετείου οι εφεσείοντες δεν δήλωσαν ποτέ ότι δεν αντιλαμβάνονταν τη μετάφραση στα Αγγλικά που γινόταν προς όφελος τους.
Στην ακόμη πιο πρόσφατη απόφαση στην Delincyp Company Ltd v. Wogang κ.ά., Ποινική Αίτηση υπ΄ αρ. 10/2018, ημερ. 15.10.2018, επαναλήφθηκε ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για χορήγηση παράτασης ασκείται με φειδώ και στη βάση του ότι η μη έγκαιρη καταχώρηση της έφεσης οφειλόταν σε αδυναμία του εφεσείοντα τόσο κατά το χρόνο εντός του οποίου έπρεπε να καταχωρηθεί η έφεση, όσο και κατά τη διάρκεια του χρόνου από την εκπνοή της προθεσμίας μέχρι την καταχώρηση της αίτησης.
Στην δε υπόθεση Λουκής Λουκαΐδης ν. Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας, Ποινική Αίτηση υπ΄ αρ. 15/2017, ημερ. 13.3.2018, λέχθηκε ότι η παράταση χρόνου αποτελεί «εξαιρετικό μέτρο» και ότι η αδυναμία μη καταχώρησης της έφεσης εγκαίρως πρέπει να καταδεικνύεται ότι επέδρασε ουσιωδώς καθ΄ όλη τη διάρκεια του κρίσιμου χρόνου ως παράγοντας ανασταλτικός στην άσκηση έφεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, η διακριτική ευχέρεια του Εφετείου προς έκδοση διατάγματος παράτασης του χρόνου δεν μπορεί να ασκηθεί υπέρ του αιτήματος. Ο χρόνος που διέρρευσε από την ημερομηνία που έληξε η προθεσμία καταχώρησης έφεσης μέχρι την υποβολή του παρόντος αιτήματος είναι υπερβολικά μεγάλος και ξεπερνά τους έξι μήνες. Η αιτιολογία που δόθηκε δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει «βάσιμο λόγο» όπως είναι η επιταγή του άρθρου 134 του Κεφ. 155, διότι η έφεση θα έπρεπε να είχε εγκαίρως καταχωρηθεί λόγω ακριβώς της στενής προθεσμίας που δίνεται από το Νομοθέτη και θα μπορούσαν μετέπειτα να ακολουθήσουν τα διαβήματα του συνηγόρου του αιτητή ή του πατέρα αυτού για να εξεταστούν τα αιτήματα για μείωση της ποινής για διάφορους λόγους. Αν γινόταν αποδεκτή η θέση του αιτητή στην παρούσα περίπτωση, το σύστημα που ακολουθείται και που επιβάλλει την εμπρόθεσμη καταχώρηση εφέσεως, θα εκθεμελιωνόταν. Όπως τονίστηκε και στη Δημοκρατία ν. Κυριάκου - ανωτέρω -, «Η νομολογία αποκαλύπτει ότι ο περιορισμός του χρόνου άσκησης έφεσης είναι συνυφασμένος με την τελεσιδικία και την οριστικότητα των πρωτοδίκων αποφάσεων, ως τον συντελεστή για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων.. Ενδεικτικό της σημασίας που αποδίδεται στο δικό μας σύστημα στην οριστικότητα των αποφάσεων των πρωτόδικων δικαστηρίων είναι και το γεγονός ότι η άσκηση έφεσης δεν αναστέλλει την πρωτόδικη απόφαση ...».
Ορθά η Δημοκρατία αντιπαραβάλλει ότι τουλάχιστον θα αναμενόταν, έστω με κάποια επιείκεια, η άμεση καταχώρηση του αιτήματος για εξέταση της παράτασης του χρόνου ευθύς μετά την πρώτη αρνητική απάντηση που δόθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα. Αφέθηκε όμως ο χρόνος να διαρρεύσει ώστε στο τέλος της ημέρας το Εφετείο να βρίσκεται αντιμέτωπο με μια αίτηση εξαιρετικά καθυστερημένη και χωρίς προς τούτο να έχουν δοθεί βάσιμοι λόγοι, δεδομένου ότι οι λόγοι που καταγράφηκαν στην αίτηση και που αναφέρθηκαν στην αρχή του παρόντος σκεπτικού δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν εννοιολογικά στις πρόνοιες του σχετικού άρθρου της νομοθεσίας.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ