ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ε. Ευσταθίου μαζί με Κ. Καμένο, για την Εφεσείουσα Α. Παπαχαραλάμπους με Γ. Χ'Παρασκευά, για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 2 Ε. Ευσταθίου με Κ. Καμένο, για τους εφεσείοντες. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-01-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Β.Ε. ΛΤΔ ν. ΟΡΦΑΝΙΔΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ κ.α., ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 274/15, 25/1/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B19

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 274/15

 

25  ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ

 

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Β.Ε. ΛΤΔ

ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ

ΚΑΙ

 

1.  ΟΡΦΑΝΙΔΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

                    2.  xxx ΟΡΦΑΝΙΔΗ

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ

--------------------

 

Ε. Ευσταθίου μαζί με Κ. Καμένο, για την Εφεσείουσα

Α. Παπαχαραλάμπους με  Γ. Χ'Παρασκευά, για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 2

------------------

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η  απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη ως προς το αποτέλεσμα και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.  Ο Δικαστής Τ.Θ. Οικονόμου, έχει ετοιμάσει ξεχωριστή απόφαση με την οποία καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, με διαφορετικό σκεπτικό.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.  Ο Εφεσίβλητος/Κατηγορούμενος 2 αθωώθηκε και απαλλάγηκε από τις έξι κατηγορίες που αντιμετώπιζε πρωτοδίκως και που είναι:

 

(α) Παροχής συνδρομής στην έκδοση δύο επιταγών χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση των Άρθρων 20 και 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154 ως ετροποποιήθηκε (Κατηγορίες 2 και 4 στο Κατηγορητήριο).

(β)   Απάτη κατά παράβαση των Άρθρων 20, 21 και 300 του ΚΕΦ. 154 (Κατηγορίες 5 και 7 στο Κατηγορητήριο).

(γ)   Απόσπαση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 20, 21, 297 και 298 του ΚΕΦ. 154 (Κατηγορίες 6 και 8 στο Κατηγορητήριο)

 

Να σημειωθεί ότι η συγκατηγορούμενη του εταιρεία (Κατηγορούμενη 1) κρίθηκε ένοχη στις κατηγορίες έκδοσης δύο επιταγών χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση των Άρθρων 20 και 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154 (Κατηγορίες 1 και 3 στο Κατηγορητήριο), ενώ αθωώθηκε και απαλλάγηκε από τις υπόλοιπες κατηγορίες που αντιμετώπιζε, απάτης και απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις (Κατηγορίες 5, 6, 7 και 8 στο Κατηγορητήριο).

 

Η Εφεσείουσα/Παραπονούμενη, με τρεις λόγους έφεσης, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη, αναφορικά με την αθώωση του Εφεσίβλητου από τις κατηγορίες 2 και 4, που αφορούν την παροχή συνδρομής στην έκδοση των δύο επίδικων επιταγών.

 

Τέταρτος λόγος Έφεσης που αφορούσε την αθώωση αμφοτέρων των Κατηγορουμένων από τις κατηγορίες της απάτης και απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις απεσύρθη και συνεπώς δεν θα απασχολήσει περαιτέρω.

 

Προκειμένου να γίνουν κατανοητά τα επίδικα θέματα, παρατίθενται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

"1.   Οι παραπονούμενοι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.

 

2.    Οι κατηγορούμενοι 1 είναι δημόσια εταιρεία. Εκκρεμούσης δε της παρούσας διαδικασίας εξεδόθη εναντίον της διάταγμα διάλυσης/εκκαθάρισης.

 

3.    Στα πλαίσια της συνεργασίας τους οι κατηγορούμενοι 1 εξέδωσαν προς τους παραπονούμενους, δια της υπογραφής του κατηγορούμενου 2, τις κάτωθι επιταγές για προϊόντα που τους παρέδωσαν:

 

(α)   επιταγή με αρ.xxxx9116 για το ποσό των €159.020,88, εξεδόθη στις 26/09/12, μεταχρονολογημένη, με ημερομηνία πληρωμής 22/12/12 (τεκμ.4).

(β)   επιταγή με αρ.xxxx0245 για το ποσό των €30.062,24, εξεδόθη στις 13/11/12, μεταχρονολογημένη, με ημερομηνία πληρωμής 30/12/12 (τεκμ.7).

 

4.    Ο κατηγορούμενος 2 κατά τον επίδικο χρόνο που αφορούν τις επιταγές,  ήταν εκτελεστικός πρόεδρος / αξιωματούχος και δικαιούχος υπογραφέας των κατηγορούμενων 1.  Υπήρχε σημειώνεται άλλο ένα πρόσωπο που ήταν εξουσιοδοτημένο να υπογράφει επιταγές της εταιρείας.

 

5.    Οι εν λόγω επιταγές κατατέθηκαν προς εξαργύρωση στην Marfin Laiki Bank (μετέπειτα Τράπεζα Κύπρου) επί της οποίας εκδόθηκαν και επιστράφηκαν απλήρωτες. Πιο συγκεκριμένα:

 

(α)   η επιταγή με αρ.xxxx9116 (τεκμ.4) παρουσιάστηκε στις 24/12/12 και επιστράφηκε απλήρωτη αυθημερόν λόγω παγοποίησης του λογαριασμού (καταχώρηση στο ΚΑΠ), αλλά και επειδή δεν υπήρχαν επαρκή υπόλοιπα στο λογαριασμό για να πληρωθεί.

(β)   η επιταγή με αρ.xxxx0245 (τεκμ.7) παρουσιάστηκε στις 31/12/12 και επιστράφηκε απλήρωτη και επιστράφηκε απλήρωτη αυθημερόν λόγω παγοποίησης του λογαριασμού (καταχώρηση στο ΚΑΠ), αλλά και επειδή δεν υπήρχαν επαρκή υπόλοιπα στο λογαριασμό για να πληρωθεί.

 

6.    Η επιταγή τεκμήριο 4 αφορούσε εξόφληση των εμπορευμάτων που προμήθευσαν οι παραπονούμενοι τους κατηγορούμενους 1 τον μήνα Αύγουστο του 2012 και η επιταγή τεκμήριο 7 την εξόφληση των εμπορευμάτων του μηνός Οκτωβρίου του 2012. 

 

7.    Μετά την επιστροφή τους οι επιταγές δεν πληρώθηκαν και παραμένουν απλήρωτες μέχρι και σήμερα.

 

8.    Ο επίδικος τραπεζικός λογαριασμός των κατηγορούμενων 1 καταχωρήθηκε στο ΚΑΠ και παγοποιήθηκε στις 10/12/12."

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγούμενο από την Αθανάσιος Παυλόπουλος ν. SKOPY SHOE FACTORY LTD (2003) 2 A.A.Δ. 261 έθεσε στον εαυτό του ότι προκειμένου, Διευθυντής εταιρείας, όπως η παρούσα περίπτωση, να έχει ποινική ευθύνη όταν υπογράφει επιταγή της εταιρείας που είναι και ο εκδότης της επιταγής, θα πρέπει να αποδειχθεί ένοχη πράξη (actus reus), η οποία εμπεριέχει δύο στοιχεία:  (α) την παροχή βοήθειας ή την παρακίνηση στο αδίκημα και (β) την ένοχη διάνοια (mens rea) η οποία αναμένεται να σχετίζεται και με τις δύο αυτές έννοιες.  Το νοητικό στοιχείο, ως αναφέρει, για τον συνεργό, είναι γενικά στενότερο και πιο απαιτητικό από ό,τι χρειάζεται για τον αυτουργό και απαιτεί πρόθεση ή γνώση εκ μέρους του συνεργού.

 

Έκρινε ότι από το σύνολο της αποδεκτής μαρτυρίας ότι αποδείχθη το πρώτο στοιχείο, ήτοι ότι ο Εφεσίβλητος είναι ο υπογραφέας των δύο επίδικων επιταγών.  Δεν δέχθηκε όμως, ότι αποδείκτηκε το δεύτερο στοιχείο, αυτό της ένοχης διάνοιας.  Από την ίδια μαρτυρία έκρινε ότι "δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να οδηγήσει σε ασφαλές συμπέρασμα πως ο Εφεσίβλητος/Κατηγορούμενος 2 κατά την έκδοση των επιταγών πιο πάνω γνώριζε όλες τις ουσιώδες περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων από την εταιρεία..."

 

Προχώρησε ακόμη ένα βήμα πιο πάνω και διατύπωσε ότι δημιουργήθηκαν αμφιβολίες στο Δικαστήριο για το θέμα αυτό διότι:

 

(α)  ο επίδικος λογαριασμός λειτουργούσε κανονικά και μετά τις 10.7.2012, όταν έληξε το όριο των €8.000.000 και δεν ανανεώθηκε από την Τράπεζα, λόγω καταθέσεων πολλών εκατομμυρίων ευρώ και με πληρωμές εκατοντάδων επιταγών, εκατομμυρίων ευρώ επίσης.

 

(β)   Δεν είχε εικόνα για το τι είναι αυτό που άλλαξε ξαφνικά μέσα Δεκεμβρίου 2012, οπότε ξεκίνησαν να επιστρέφονται επιταγές και ο λογαριασμός μπήκε στο ΚΑΠ, με δεδομένο ότι το χρεωστικό υπόλοιπο κυμαινόταν όπως την αμέσως προηγούμενη περίοδο ή γιατί η Τράπεζα έλαβε την απόφαση να επιστρέψει τις επιταγές και αν ο Κατηγορούμενος 2 γνώριζε αυτό.  Ούτε έγινε γνωστό σε σχέση με την υλοποίηση των  ειδικών όρων, του Τεκμ. 14, που είναι η επιστολή ημερ. 8.5.12 της Λαϊκής Τράπεζας προσφοράς χορήγησης ορίου του επίδικου λογαριασμού και γενικά δεν έχει καμία εικόνα σε σχέση με το επίδικο λογαριασμό μετά τις 10.7.2012 και μέχρι την παγοποίηση στις 10.12.2012.

 

(γ)   Η κατηγορουμένη 1 ήταν μια δημόσια εταιρεία με τζίρο εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, μεγάλης αξίας περιουσιακών στοιχείων και ο επίδικος λογαριασμός κατά την έκδοση των επίδικων επιταγών φαίνεται να λειτουργούσε κανονικά χωρίς επιστροφή επιταγών, πλην εννέα (9) επιταγών που επεστράφησαν απλήρωτες τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2012.  Δεν μπορεί να υπάρξει ασφαλές συμπέρασμα, με τα δεδομένα ενώπιον του Δικαστηρίου, ύπαρξης γνώσης του Κατηγορουμένου 2 ότι οι επιταγές θα επιστρέφοντο κατά την παρουσίαση της για πληρωμές ή έστω η επιστροφή τους να υπήρχε στο μυαλό του σαν μια σοβαρή πιθανότητα.

 

(δ)   Δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο Κατηγορούμενος 2 κατά την έκδοση των δύο επίδικων επιταγών γνώριζε πως οι επιταγές κατά το χρόνο πληρωμής του 1½  και 3 μήνες μετά δεν θα εξαργυρώνονταν.

 

(ε)   Σε κάθε περίπτωση, από το σύνολο της μαρτυρίας στο Δικαστήριο, προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο ο Κατηγορούμενος 2 γνώριζε ή θα μπορούσε να προβλέψει ότι οι επιταγές κατά την παρουσίαση τους θα επιστρέφοντο.

 

Θα εξετάσουμε και τους τρεις λόγους έφεσης μαζί, στο βαθμό που αυτό είναι επιτρεπτό, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Έφεση αφορά αθωωτική απόφαση και συνεπώς αυτή θα πρέπει να εξεταστεί κάτω από τους περιορισμούς που τίθενται από το Άρθρο 137 της Ποινικής Δικονομίας, ΚΕΦ. 155.  Η εμβέλεια εφαρμογής του Άρθρου 137 αφορά τη δικαιοδοσία του Εφετείου, καθότι το δικαίωμα Έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης, είναι περιορισμένο.

 

Το άρθρο 137(1)(α) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155,  όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4(α) του Νόμου 54(Ι)/1998 αναφέρει τα εξής: 

 «(1)  Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται -

α.  Να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση κακουργιοδικείου ή επαρχιακού δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(i)  óτι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής∙

(ii)  ότι η απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε∙

(iii) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων∙

 (iv)  ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας».

 

Στην Ανδρέας Λοϊζίδης κ.α. ν. Δημοκρατία Ποιν. Εφ. 145/2013, 154-163/13 ημερ. 19.12.2014 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

"Το θέμα της εμβέλειας και εφαρμογής του άρθρου 137(1)(α)  Κεφ.155 είχε συζητηθεί και αποφασιστεί προσφάτως από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, η οποία αφορούσε την κακοποίηση δύο φοιτητών από αστυνομικούς.

 

Με την εν λόγω απόφαση καθορίστηκαν οι σχετικές αρχές με αναφορά σε προγενέστερη νομολογία και καθιερώθηκε, ως δεσμευτικό προηγούμενο, η εμβέλεια εφαρμογής του συγκεκριμένου άρθρου.  Τούτο, αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην παρούσα υπόθεση όπου η υπεράσπιση δεν αμφισβητεί τις εν  λόγω αρχές, αλλά ούτε και την εμβέλειά τους, όπως αυτή οριοθετήθηκε στην υπόθεση Ευσταθίου, από την οποία να σημειωθεί δεν μας ζητήθηκε να αποστούμε, ούτε να αποκλίνουμε. Αντίθετα, η υπεράσπιση οικοδομώντας επί των εν λόγω αρχών, εισηγήθηκε την απόρριψη της έφεσης, χωρίς να εξεταστεί η ουσία της, υποβάλλοντας ότι εκείνο που ουσιαστικά ο εφεσείων αμφισβητεί είναι την ορθότητα των πρωτόδικων ευρημάτων και όχι την ορθότητα των πρωτόδικων συμπερασμάτων.

 

Κατ΄ αρχάς κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελίδες 125-126 της απόφασης στην  υπόθεση Ευσταθίου:

 

«Είναι θεμελιωμένο πως η φύση του θέματος, που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης προς επανακρίση, επιβάλλει στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων.  Κατά την εξέταση του θέματος, για να αντλήσουμε τα βασικά από τη νομολογία μας, θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του περιορισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που, βεβαίως, βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου.  Το οποίο, στην ουσία, εισάγει τη δυνατότητα έφεσης επί θεμάτων που ουσιαστικά ενέχουν νομικό σημείο ώστε η διαπίστωση γεγονότος στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή θέματος σχετικού προς αυτή να αποκλείεται. (βλ. Attorney General v. Schizas (1983) 2 C.L.R. 328.  Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου 1990 (2) Α.Α.Δ. 133.  Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207.  Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151, Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 Α.Α.Δ. 241, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 67, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217.) 

 

Περαιτέρω το εφετείο ανέφερε στη σελίδα 126 τα εξής: 

 

«Προσεγγίζουμε εδώ τον όρο «νομικό σημείο», όπως ακριβώς τον βρίσκουμε στη νομολογία μας κατά την αναφορά στο άρθρο 137(1)(α)  έχοντας υπόψη και τα εν γένει νομολογηθέντα ως προς το τι μπορεί να περιλαμβάνει αυτός ο όρος.  Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός αλλά είναι στοιχειώδες πως δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου επί των γεγονότων, εκτός αν, όπως εξηγήθηκε, αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο.  ΄Επεται πως η απόφανση προϋποθέτει δοσμένη κατάσταση πραγμάτων αλλά δεν προϋποθέτει πάντοτε και κάποια ιδιαίτερη νομοθετική διάταξη με ζητούμενο το κατά πόσο αυτά τα γεγονότα καλύπτονται ή όχι από αυτήν.  Είναι ευρύτερη η έννοια του όρου και περιλαμβάνει, όπως ρητά αναγνωρίστηκε σε σειρά υποθέσεων, την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμη και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί, αλλά και ειδικότερα, εκτίμηση επί της αποτυχίας απόσεισης του βάρους απόδειξης στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων.» 

 

Ό,τι διαπιστώνεται από τους τρεις λόγους Έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι κατά Νόμο δεν απεδείχθη η ενοχή του Εφεσίβλητου διότι δεν θεμελειώθηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, ότι δεν απεδείχθη η ένοχη διάνοια του (mens rea) και ότι καταλήγει σε συμπεράσματα τα οποία δεν στηρίζονται στην προσαχθείσα υπό του Εφεσίβλητου μαρτυρία.  Εκτιμούμε ότι δεν πρόκειται για ευρήματα γεγονότων, αλλά νομικής κρίσης του Δικαστηρίου επί της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του.  Εκείνο δηλαδή που εγείρεται είναι κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά το  νόμο και κατά προέκταση  τη Νομολογία, για να καταλήξει στα νομικά συμπεράσματα του, ως άνω, επί των αποδειχθέντων γεγονότων.  Κρίνουμε ότι όλα ευρίσκονται εντός της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α)(iii).

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία σε συνάρτηση των όσων έχουν εισηγηθεί οι ευπαίδευτοι συνήγοροι στις αγορεύσεις τους.  Η εξέταση γίνεται επί τη βάσει των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, της αποδεκτής υπ΄ αυτού μαρτυρίας και παραδεκτών γεγονότων.

 

Στην Corina Snacks Ltd v. Ορφανίδη, Ποιν. Εφ. 212/2015, ημερ. 29.5.2018 έγινε πλήρης ανάλυση της νομικής ευθύνης συνεργού, εν προκειμένω της υπογραφής επιταγής από Διευθυντή/Εκτελεστικό Πρόεδρο/Σύμβουλο εταιρείας.  Παρατίθεται αυτούσιο το σχετικό μέρος:

 

"Στην υπόθεση Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης ν. Gastop Boutique Ltd κ.α., Ποινική ΄Εφεση 161/14, ημερ. 30.6.17, ECLI:CY:AD:2017:B235 τονίστηκε ότι, για πολλά αδικήματα, τόσο η πρόθεση πρόκλησης κάποιου αποτελέσματος, όσο και η αδιαφορία ή η απερισκεψία ως προς την πρόκληση κάποιου αποτελέσματος (recklessness) συνιστούν επαρκή υποκειμενική υπόσταση (mens rea) για επιβολή ποινικής ευθύνης. Στην υπόθεση εκείνη έγινε αναφορά και στην υπόθεση Lim Weng Kee v. Public Prosecutor (2003) 2 LRC 658, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο της Σιγκαπούρης έκρινε ότι οι Διοικητικοί Σύμβουλοι εταιρείας έχουν καθήκον να ενεργούν έντιμα, και με εύλογη επιμέλεια.

 

Στην υπόθεση Θεοχάρους & Υιος Λτδ ν. xxx Ορφανίδη, Ποινική Έφεση 115/14, ημερ. 23.10.15, ECLI:CY:AD:2015:B706, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε ζήτημα γνώσης και ένοχης διάνοιας του υπογράφοντος επιταγή, εταιρείας και ανέφερε ότι το στοιχείο της γνώσης ανάγεται συνήθως στην πνευματική λειτουργία του Κατηγορουμένου και ότι η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που αποδεικνύουν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τη γνώση.  Κρίθηκε, στην υπόθεση εκείνη, ότι και οι δύο Εφεσείοντες, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Εκτελεστικός Σύμβουλος της Εταιρείας, γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο λογαριασμός της εταιρείας είχε παγοποιηθεί από προηγουμένως και ότι για την πληρωμή των επιταγών που εξέδωσαν, θα έπρεπε να υπάρχει διαθέσιμο υπόλοιπο, που δεν υπήρχε.

 

Στις πολύ πρόσφατες αποφάσεις στις υποθέσεις ΜETRON (CYPRUS) LTD v. Μιχαήλ Κάνιου, Ποινική Έφεση 64/15, ημερ. 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:D429 και Κίρλαππος ν. Πέτρου, Ποινική Έφεση 32/16, ημερ. 24.4.18, επιβεβαιώθηκαν οι αρχές που διατυπώθηκαν στις υποθέσεις Ιωαννίδης και Θεοχάρους (ανωτέρω).

 

Στην υπόθεση Gilmartin (ανωτέρω), στην οποία ακολουθήθηκε η υπόθεση Reg. v. Charles (1977) A.C. 177 (που ήταν ποινικές υποθέσεις), τονίστηκε ότι η έκδοση μιας επιταγής εξυπακούει, πρώτον, ότι ο εκδότης έχει λογαριασμό σε τράπεζα, δεύτερον, ότι έχει εξουσιοδότηση να εκδώσει την επιταγή για το συγκεκριμένο ποσό και, τρίτον, ότι η επιταγή, όπως συμπληρώθηκε, συνιστά έγκυρη διαταγή (προς την τράπεζα) για την πληρωμή του ποσού της επιταγής. Το τελευταίο στοιχείο περιλαμβάνει, εξυπακουόμενα, και τη διαβεβαίωση ότι η οικονομική κατάσταση του εκδότη είναι τέτοια ώστε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η επιταγή θα τιμηθεί, κατά την ημερομηνία της παρουσίασης της (που είναι πληρωτέα)."

Η υπόθεση Ιωαννίδη (ανωτέρω) και οι Αποφάσεις του Ανωτάτου που ακολούθησαν εκδόθηκαν μεταγενέστερα της πρωτόδικης απόφασης και συνεπώς ο πρωτόδικος Δικαστής δεν τις είχε υπόψη του.  Η καθοδήγηση και η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστή, ότι η απαιτούμενη, προκειμένου να αποδειχθεί ένοχη διάνοια συνεργού, κατά τη διάπραξη του αδικήματος, συνίσταται στην γνώση του κατά το χρόνο έκδοσης της επιταγής, ότι κατά την παρουσίαση της στην Τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε, δεν θα εξοφλείτο λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων, δεν είναι ορθή αντιμετώπιση.

 

Επανερχόμαστε στην υπό εξέταση υπόθεση και παρατηρούμε ότι σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ο Εφεσίβλητος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν "εκτελεστικός πρόεδρος/αξιωματούχος και δικαιούχος υπογραφέας" της συγκατηγορούμενης εταιρείας, ο οποίος υπέγραψε και "εξέδωσε" για σκοπούς ποινικής ευθύνης δυνάμει του Άρθρου 305Α(ι), τις δύο επιταγές, οι οποίες δεν τιμήθηκαν κατά την παρουσίαση τους, όταν αυτές κατέστησαν πληρωτέες και παρέμειναν απλήρωτες και κατά τις επόμενες δεκαπέντε μέρες μετά την παρουσίαση τους.

 

Θεωρούμε, όπως αποφασίστηκε και στην Corina Snacks Ltd (άνω), ότι υπό τις περιστάσεις, "τεκμαίρεται πως γνώριζε ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζει όταν τις υπέγραψε και εξέδωσε, κατά πόσον, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ετιμούντο, κατά το χρόνο που θα καθίσταντο πληρωτέες. "  Εδώ ο Εφεσίβλητος στην ανώμοτη δήλωση του (Τεκμ. 33) ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δήλωσε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

"Τελειώνοντας δηλώνω κατηγορηματικά ότι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να γνωρίζω όταν υπέγραφα οποιεσδήποτε επιταγές της εταιρείας ότι αυτές δεν θα εξαργυρώνονταν."

 

Το ζήτημα όμως δεν τίθεται κατ'  αυτόν τον τρόπο αλλά ότι αυτός γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει όταν τις υπόγραφε ότι οι επιταγές, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα ετιμούντο κατά το χρόνο πληρωμής τους.

 

Η υπογραφή και έκδοση μιας επιταγής εταιρείας, με αδιαφορία (recklesness) εκ μέρους του Διοικητικού ή Εκτελεστικού Σύμβουλου-Διευθυντή που την υπογράφει και  την εκδίδει, ως προς το κατά πόσο, κατά την ημερομηνία που θα καταστεί πληρωτέα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα υπάρχουν τα απαραίτητα κεφάλαια στο λογαριασμό της, για την πληρωμή της (όπως ήταν η παρούσα περίπτωση), ικανοποιεί το απαραίτητο νοητικό στοιχείο (mens rea) του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα.  Ο Διοικητικός Σύμβουλος-Διευθυντής, σε τέτοια περίπτωση, υπέχει ποινική ευθύνη, δυνάμει του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, ως ο «Εκδότης».(Βλ.  Κίρλαππος ν. Πέτρου, Ποινική Έφεση 32/16, ημερ. 24.4.18)

 

Η Έφεση επιτυγχάνει. 

 

Η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τον Εφεσίβλητο παραμερίζεται και αυτός κρίνεται ένοχος στις δύο προαναφερόμενες κατηγορίες 2 και 4 στο Κατηγορητήριο.

 

 

 

                                                          Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

 

 

                                                          Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                         

 

 

/γκ

 

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 274/2015

 

25 Ιανουαρίου 2019

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ]

 

 

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Β.Ε. ΛΤΔ

Εφεσείοντες/Κατήγοροι

ΚΑΙ

1.    ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

2.    xxx ΟΡΦΑΝΙΔΗ

Εφεσίβλητοι/Κατήγοροι

---------------

Ε. Ευσταθίου με Κ. Καμένο, για τους εφεσείοντες.

Α. Παπαχαραλάμπους με Γ. Χατζηπαρασκευά, για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσίβλητο.

--------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος/κατηγορούμενος 2 υπέγραψε ως διευθυντής της κατηγορούμενης 1 εταιρείας επιταγές της τελευταίας οι οποίες ήταν χωρίς αντίκρισμα.  Κατηγορήθηκε δυνάμει του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα για παροχή συνδρομής προς την εταιρεία στην έκδοση των εν λόγω επιταγών.  Είναι με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 20 και μόνο που μπορεί να θεμελιωθεί η ποινική του ευθύνη.

 

Το νοητικό στοιχείο (mens rea) του άρθρου 20, της συνέργειας, εξετάστηκε σε σχέση ακριβώς με διευθυντή εταιρείας που υπέγραψε ακάλυπτη επιταγή η οποία είχε εκδοθεί από την εταιρεία στην υπόθεση Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 ΑΑΔ 261, με αναφορά στην Johnson v. Youden [1950] 1 KB 45 και στη National Coal Board v. Gamble [1959] 1 KB 11.  Στην Παυλόπουλος επαναλήφθηκε η αποκρυσταλλωμένη νομική αρχή ότι το mens rea του άρθρου 20 είναι:

 

(α) Η γνώση των ουσιωδών γεγονότων που συνθέτουν το παράνομο της πράξης και

(β)  η πρόθεση παροχής συνέργειας για τη διάπραξη του αδικήματος.

 

Η ίδια αρχή επαναλήφθηκε στην υπόθεση Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ ν. Σιέγγερης, Ποινική Έφεση αρ. 121/2014, ημερ. 14.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:B555, όπου ελέχθη ότι στην περίπτωση υπογραφής επιταγών εταιρείας από διευθυντές της εταιρείας, για να μπορεί να έχουν ποινική ευθύνη οι διευθυντές ως συνεργοί θα πρέπει τουλάχιστον να γνωρίζουν τα ουσιαστικά στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα.

 

Όπως περαιτέρω εξηγήθηκε στην Παυλόπουλος με αναφορά στην πάγια νομολογία, το mens rea της συνέργειας είναι πιο στενό και πιο απαιτητικό απ΄ότι απαιτείται για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του αυτουργού. 

 

Συνεπώς η αντικειμενική αμέλεια (negligence) (βλ. Callow v. Tillstone [1900] 83 LT 411) και η αδιαφορία ή η αλόγιστη πράξη υπό την έννοια της υποκειμενικής αμέλειας (recklessness) (βλ. Giorgianni v. The Queen (1986) 156 CLR 476) δεν μπορούν να θεμελιώσουν ευθύνη στα πλαίσια του άρθρου 20.  Απαιτείται οπωσδήποτε γνώση των γεγονότων (βλ., επίσης,  Smith & Hogan's Criminal Law, 13th Ed., σελ. 204)

 

Στην έννοια δε της γνώσης περιλαμβάνεται και η εθελοτυφλία (wilful blindness) η οποία δεν αποτελεί εκδήλωση απλώς αδιαφορίας ως προς ένα συγκεκριμένο ενδεχόμενο, αλλά επίγνωση των γεγονότων. 

 

Η παγιωμένη αρχή ότι η υποκειμενική υπόσταση (mens rea) της συνέργειας συνίσταται σε παροχή συνέργειας για τη διάπραξη του αδικήματος, κάτι που προϋποθέτει γνώση των ουσιωδών γεγονότων που συνθέτουν το παράνομο της πράξης, επαναλήφθηκε πολύ πρόσφατα στον πιο ψηλό βαθμό νομολογίας στο χώρο του κοινοδικαίου στην υπόθεση RV. JogeeRuddock vR. [2017] A.C. 387, SC & PC:

 

«The mental element in assisting or encouraging is an intention to assist or encourage the commission of the crime and this requires knowledge of any existing facts necessary for it to be criminal

 

Η πρόσφατη όμως νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ιωαννίδης ν. Gastop Boutique Ltd κ.α., Ποιν. Έφ. 161/2014, ημερ. 30.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:B235, Metron (Cyprus) Ltd ν. Κανιού, Ποιν. Έφ. 64/2015, ημερ. 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:D429), Κίρλαππου ν. Πέτρου, Ποινική Έφεση αρ. 32./2016, ημερομ. 24.4.2018),  όπως συνεχίστηκε στην υπόθεση Corina Snacks Ltd ν. Ορφανίδη, Ποινική Έφεση αρ. 212/2015, ημερομ. 29.5.2018, εισάγει διαφορετική θεώρηση σε σχέση με τη συνέργεια διευθυντή για έκδοση επιταγών εταιρείας.

 

Δεν συμφωνώ με την εισήγηση της εφεσείουσας ότι η υπογραφή επιταγής από το διευθυντή με αδιαφορία (recklessness) μπορεί να θεμελιώσει το νοητικό στοιχείο της συνέργειας (mens rea) του άρθρου 20 που είναι το ορθό ερώτημα.  Δεν συμφωνώ ότι το mens rea του άρθρου 20 μεταβάλλεται ανάλογα με το αδίκημα.  Άλλωστε είναι σε σχέση με διευθυντές και την έκδοση επιταγών εταιρείας που αναπτύχθηκε η δική μας νομολογία για την ευθύνη συναυτουργού (Παυλόπουλος (ανωτέρω), Ηχοκίνηση (ανωτέρω)). Το mens rea προϋποθέτει οπωσδήποτε γνώση και αποκλείει την υποκειμενική ή αντικειμενική αμέλεια (recklessness ή negligence). 

 

Συνεπώς η υπόθεση επί των γεγονότων της θα έπρεπε να εξεταστεί με βάση τη γνώση, περιλαμβανομένης της εθελοτυφλίας του εφεσείοντα αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα σε σχέση με την υπογραφή των επιταγών.

 

Έχοντας αυτή τη θεώρηση, διαφώνησα με τις αποφάσεις πλειοψηφίας στις υποθέσεις Κίρλαππου ν. Πέτρου, Ποινική Έφεση αρ. 32./2016, ημερομ. 24.4.2018 και Corina Snacks Ltd ν. Ορφανίδη, Ποινική Έφεση αρ. 212/2015, ημερομ. 29.5.2018,  Για τους ίδιους λόγους διατηρώ διαφωνία και εν προκειμένω.  Επαναλαμβάνω όμως, όπως έπραξα και στην υπόθεση Corina ότι δεσμεύομαι από την απόφαση της πλειοψηφίας, εφόσον δυνατότητα επιλογής μεταξύ συγκρουόμενης νομολογίας παρέχεται σε Εφετείο και όχι σε μέλος του που μειοψήφησε.

 

 

 

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο