ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B2
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 172/2017)
9 Ιανουαρίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXXXX ΚΑΛΛΕΝΟΥ
Εφεσείων
ΚΑΙ
1. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ
2. XXXX ΖΑΚΟΥ
3. XXXX ΧΡΙΣΤΟΦΗ
4. XXXXX ΧΡΙΣΤΟΥ
Εφεσίβλητοι
-----------------
Ηρ. Κυριακίδης με Ηρ. Ζησίμου (κα) και Π. Οδυσσέως (κα), για εφεσείοντα.
Μ. Λουκά για Χρ. Λουκά, για την εφεσίβλητη 1.
Α. Σωτηρίου, για τον εφεσίβλητο 2.
Ι. Τυπογράφος, για τους εφεσίβλητους 3 και 4.
----------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Α. Πούγιουρου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων στις 23.9.2014 καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την ιδιωτική ποινική υπόθεση υπ΄ αρ. 29942/14 εναντίον της 1) Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Κοκκινοχωριών Λτδ (που στο εξής θα αναφέρεται «η ΣΠΕ Κοκκινοχωριών»), 2) του XXXX Ζάκου, 3) του XXX Χριστοφή και του 4) XXXX Χρίστου, για τα αδικήματα του άμεσου περιορισμού της ελευθερίας του να διαθέσει το μισθό του, κατά παράβαση των άρθρων 2, 5, 6 και 20 του περί Προστασίας Μισθών Νόμου του 2007 (N.35(1)/07), του άρθρου 49ΣΤ(1) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985 και των άρθρων 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154. Σημειώνεται ότι εκκρεμούσης της έφεσης η ΣΠΕ Κοκκινοχωριών μετονομάστηκε σε Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ και στη συνέχεια σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικημάτων αποδίδεται στην ΣΠΕ Κοκκινοχωριών η ιδιότητα του εργοδότη του εφεσείοντα, μετά τη συγχώνευση της με τη ΣΠΕ Αγίας Νάπας αρχικά, και στη συνέχεια με τη ΣΠΕ Παραλιμνίου, στους δε εφεσίβλητους την ιδιότητα των επιτρόπων και εχόντων τη διοίκηση της ΣΠΕ Αγίας Νάπας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στην οποία υπηρετούσε ο εφεσείων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών 1 και 3 καταλογίζεται στη ΣΠΕ Κοκκινοχωριών, η οποία δρούσε υπό τη νομική οντότητα της ΣΠΕ Αγίας Νάπας Λτδ, ότι με τη συνδρομή, συμβουλή, βοήθεια και παρακίνηση των εφεσίβλητων 2, 3 και 4, κατά ή περί το Δεκέμβριο του 2013 προέβη, χωρίς τη συγκατάθεση του εφεσείοντα, σε παγοποίηση και δέσμευση του Λογαριασμού υπ΄ αρ. xxxxxxx (νέος αριθμός xxxxxxx) στον οποίο ήταν κατατεθειμένο το ποσό των €128.079,93, προερχόμενο από τις εισφορές του εφεσείοντα στο διαλυθέν Ταμείο Προνοίας της πρώην ΣΠΕ Αγίας Νάπας, της οποίας ήταν υπάλληλος (κατηγορία 1), δραστηριότητα που επανέλαβε από τις 11.1.2014 μέχρι 17.2.2014 (κατηγορία 3). Με την κατηγορία 2 καταλογίζεται στους εφεσίβλητους 2, 3 και 4 ότι κατά το Δεκέμβριο του 2013, υπό την ιδιότητα τους ως επιτρόπων της ΣΠΕ Αγίας Νάπας, πραγμάτωσαν την απόφαση του άμεσου περιορισμού της ελευθερίας του εφεσείοντα να διαθέσει το ποσό του λογαριασμού που αφορούν οι κατηγορίες 1 και 3.
Οι εφεσίβλητοι δεν παραδέχθηκαν ενοχή και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Για την πλευρά του εφεσείοντα κατέθεσε ο ίδιος ο εφεσείων (ΜΚ1) και η Α.Κ. (ΜΚ2). Σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσείοντα, ως υπάλληλος της ΣΠΕ Αγίας Νάπας, υπήρξε μέλος του Ταμείου Προνοίας των υπαλλήλων της ΣΠΕ και κατέβαλλε εισφορά ίση προς 7 έως 12% επί των μηνιαίων ακαθάριστων απολαβών του, όπως και τα υπόλοιπα μέλη του Ταμείου. Η εισφορά αυτή αφαιρείτο από το μισθό του κάθε μέλους και πιστωνόταν στο λογαριασμό του Ταμείου. Το ίδιο γινόταν και με την εισφορά 12% επί των μηνιαίων απολαβών του κάθε μέλους από τη ΣΠΕ Αγίας Νάπας. Με τη διάλυση της συγκεκριμένης ΣΠΕ περί τις 15.1.2014, το Ταμείο στη συνεδρία του ημερ. 4.9.2013 αποφάσισε ομόφωνα τη διάλυση του και όπως το κάθε μέλος λάβει το ποσό που του αναλογούσε. Στις 23.12.2013 η ΣΠΕ Αγίας Νάπας αποφάσισε παράνομα και χωρίς την έγκριση του εφεσείοντα όπως παγοποιήσει το λογαριασμό προθεσμίας που είχε ανοιχθεί επ΄ ονόματι του ιδίου, των τέκνων και της συζύγου του μέχρι την ολοκλήρωση έρευνας που διεξάγετο εναντίον του από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου.
Η ΜΚ2, τραπεζικός υπάλληλος στη ΣΠΕ Κοκκινοχωριών και πρώην υπάλληλος της ΣΠΕ Αγίας Νάπας, ως μέλος της Επιτροπής και γραμματέας του Ταμείου Προνοίας, επιβεβαίωσε ουσιαστικά την απόφαση για διάλυση του Ταμείου και τη μεταφορά από μέρους του εφεσείοντα όλου του ποσού που δικαιούτο από το Ταμείο Προνοίας σε δικούς του λογαριασμούς.
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας από πλευράς εφεσείοντα, οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν εισήγηση για απόρριψη της υπόθεσης από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, εισήγηση που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο και είχε ως αποτέλεσμα την αθώωση όλων των εφεσιβλήτων στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.
Η αθωωτική αυτή απόφαση προσβλήθηκε από πλευράς εφεσείοντα με την υπό κρίση έφεση, κατόπιν εξασφάλισης της αναγκαίας συγκατάθεσης από τον Γενικό Εισαγγελέα, με δύο λόγους που αναφέρονται σε πλημμελή εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων (λόγος έφεσης 1) και σε αντικανονικότητα της διαδικασίας (λόγος έφεσης 2). Και οι δύο λόγοι εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α)(iii) και (iv) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που πραγματεύεται του δικαιώματος άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης.
Στην πρόσφατη υπόθεση Ε.C. Fresh Meat Ltd v. Μαρίας Γεωργίου, Ποιν. Έφ. Αρ. 43/17, ημερ. 5.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B524, μετά από ανασκόπηση της προηγούμενης νομολογίας, συνοψίστηκαν τα κριτήρια άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο και οι προϋποθέσεις απαλλαγής ενός κατηγορουμένου στο στάδιο αυτό της διαδικασίας. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Η όλη νομολογία σε σχέση με τη σημασία του άρθρου 137 έχει αναλυθεί στην απορριπτική απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου Κυπριανού, Ποιν. Εφ. αρ. 145/2013 κ.ά., ημερ. 19.12.2014. Σ΄ αυτήν μνημονεύθηκαν και αναλύθηκαν όλες οι προηγούμενες θεμελιακές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος και επανατονίστηκε η ανάγκη οι πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α) να ερμηνεύονται αυστηρά με δεδομένο ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να εφεσιβάλλει αθωωτικές αποφάσεις έχει δοθεί κατά παρέκκλιση του κοινοδικαίου που καθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο τον μοναδικό κριτή επί της αθωότητας ή ενοχής κατηγορουμένου, πηγάζει δε αποκλειστικά από τις νομοθετικές διατάξεις του Κεφ. 155. Η αρχή, κατά το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος, είναι ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης πέραν της μιας φοράς.
Στο πιο πάνω νομικό πλαίσιο απαγορεύεται στην ουσία κατά την εξέταση έφεσης επί αθωωτικής αποφάσεως, η επανακρόαση της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Αυτό ισχύει ακόμη και για το εκ πρώτης όψεως στάδιο όπου κατά τις αρχές που έχουν τεθεί από τη Δικαστική Πρακτική του 1962 (Practice Note of the Divisional Court of the Queen's Bench Division of the High Court of England, 1 All E.R. 448) και τη νομολογία αναπτυχθεί στη Δημοκρατία επί του θέματος (δέστε, μεταξύ άλλων, Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1981) 2 Α.Α.Δ. 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη(1993) 2 Α.Α.Δ. 82), η αθώωση είναι δυνατή όταν ελλείπει η στοιχειοθέτηση αναγκαίου συστατικού στοιχείου του αδικήματος, ή, η μαρτυρία είναι αντινομική και εμφανώς αναξιόπιστη ώστε να μην είναι νομικά λογικό να κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία.
Το εκ πρώτης όψεως στάδιο σε ποινική υπόθεση παραμένει ένα θεμελιακό στάδιο της ποινικής δίκης που προστατεύει στην ουσία τον κατηγορούμενο από τον εξαναγκασμό του να δώσει μαρτυρία για λόγους που δεν άπτονται στην έννοια της καλώς νοούμενης απονομής της δικαιοσύνης. Με δεδομένο ότι η κατηγορούσα αρχή έχει ήδη αποκαλύψει και παρουσιάσει όλη τη μαρτυρία που είχε στη διάθεση της, το Δικαστήριο δεν πρέπει να προχωρήσει την υπόθεση εάν η μαρτυρία είναι θνησιγενώς ελαττωματική κατά νόμο οπότε και ο κατηγορούμενος δικαιούται απαλλαγής από το στάδιο αυτό. Η κατηγορούσα αρχή δεν μπορεί να τίθεται σε καλύτερη μοίρα από απόψεως στοιχειοθέτησης της υπόθεσης ή αποτίμησης της μαρτυρίας εάν ο κατηγορούμενος καταθέσει προς υπεράσπιση του. Δεν πρέπει συναφώς να διαφεύγει της προσοχής ότι είναι η κατηγορούσα αρχή που οφείλει να αποδείξει την κατηγορία και κάθε συστατικό στοιχείο αυτής, με, εκ πρώτης όψεως, βάρος κατά το κλείσιμο της υπόθεσης της, που μετατρέπεται σε αποδεικτικό βάρος απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στο τελικό στάδιο.»
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν στη συνέχεια στην υπόθεση Alba Corporate Enterprises Ltd v. Στέφανου Σκορδή, Ποιν. Έφ. Αρ. 54/17, ημερ. 10.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B531.
Υπό το φως των πιο πάνω νομικών αρχών θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τις εισηγήσεις του δικηγόρου του εφεσείοντα προς υποστήριξη των λόγων έφεσης του, που είναι συναφείς και περιστρέφονται κυρίως γύρω από την κατ΄ ισχυρισμό αντικανονικότητα της διαδικασίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του έκρινε κατ' αρχάς ότι τα γεγονότα της υπόθεσης ουσιαστικά δεν αμφισβητούντο και ότι το θέμα που ανέκυπτε προς επίλυση ήταν μάλλον νομικό και αφορούσε «στη νομική ερμηνεία των γεγονότων και υπαγωγή τους ή όχι στους επίδικους κανόνες δικαίου». Παρέθεσε στη συνέχεια τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα που είναι τα εξής:
«Ο Παραπονούμενος εργαζόταν από το 1980 στη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Νάπας . Ως υπάλληλος της ΣΠΕ Αγίας Νάπας υπήρξε μέλος του Ταμείου Προνοίας. Στο Ταμείο Προνοίας κάθε μέλος κατέβαλε ποσοστό από τον ακαθάριστο μισθό του ύψους 7-12% και ο εργοδότης κατέβαλλε ποσοστό ύψους 12% του μισθού του υπαλλήλου.
Στις 15/1/2014 η ΣΠΕ Αγίας Νάπας διαλύθηκε και συγχωνεύθηκε με τη ΣΠΕ Παραλιμνίου. Μετά τη συγχώνευση δόθηκε η ονομασία ΣΠΕ Κοκκινοχωρίων. Πριν τη διάλυση της ΣΠΕ Αγίας Νάπας, αποφασίστηκε να διαλυθεί και το Ταμείο Προνοίας των υπαλλήλων της. Αποφασίστηκε όπως τα ποσά τα οποία ήταν κατατεθημένα εις πίστην του κάθε υπαλλήλου να κατατεθούν σε λογαριασμούς οι οποίοι θα ανοίγονταν στην ΣΠΕ Κοκκινοχωρίων. Από το ποσό που δικαιούτο κάθε υπάλληλος, ποσοστό 20% ή €5.000 (όποιο ποσό ήταν μεγαλύτερο) θα γινόταν κατάθεση στο όνομα του μέλους σε λογαριασμό πρώτης ζήτησης και το υπόλοιπο πoσό θα γινόταν κατάθεση σε τρίμηνο γραμμάτιο στο όνομα κάθε μέλους. Ανοίχτηκαν λογαριασμοί, στους οποίους κατατέθηκαν τα ποσά τα οποία δικαιούτο ο Παραπονούμενος από το Ταμείο Προνοίας. Συγκεκριμένα στις 5/11/2013 (ως το Τεκμήριο 12), ανοίχτηκε ο επίδικος λογαριασμός xxxxxx (νέος αριθμός xxxxx).
Ο Παραπονούμενος είχε οικονομικές υποχρεώσεις προς τη ΣΠΕ και υπήρχε μεταξύ τους συζήτηση ως προς τον τρόπο αποπληρωμής των υποχρεώσεων αυτών. Ο Παραπονούμενος είχε εκφράσει την αντίθεσή του στην δέσμευση οποιουδήποτε ποσού καταθέσεών του προερχόμενων από το Ταμείο Προνοίας.
Στις 23/12/2013 σε έκτακτη συνεδρία με θέμα «Λήψη περαιτέρω μέτρων σε σχέση με την υπόθεση του Γραμματέα/Διευθυντή κ. Αντώνη Καλλένου», αποφασίστηκε η παγοποίηση λογαριασμού, ο οποίος είχε ανοιχθεί επονόματί του ιδίου, της συζύγου και των τέκνων του, μέχρι την ολοκλήρωση διεξαγωγής έρευνας που γινόταν εναντίον του Παραπονουμένου από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου. Στον επίδικο λογαριασμό ο οποίος παγοποιήθηκε υπήρχε κατατεθειμένο ποσό €128.799,31, το οποίο ήταν ποσό προερχόμενο από το Ταμείο Προνοίας του.»
Αναφέρθηκε στη συνέχεια στη μαρτυρία της ΜΚ2, τα ουσιώδη σημεία της οποίας παραθέσαμε πιο πάνω, που, όπως είχε διαπιστώσει, δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση.
Συνόψισε την εκδοχή του εφεσείοντα στο ότι η παγοποίηση του ποσού των €128.799, 31 από πλευράς του εργοδότη του, χωρίς την έγκριση του, που προέρχετο από το μισθό του συνιστά σαφώς παραβίαση του άρθρου 6 του περί Προστασίας Μισθών Νόμου του 2007 (Ν.35(1)/2007) και της σύμβασης που συνήφθη μεταξύ τους κατά τη διάλυση του Ταμείου Προνοίας, που προνοούσε ότι τα ποσά που δικαιούτο το κάθε μέλος θα κατατίθεντο σε νέο λογαριασμό και δεν θα υπόκειντο σε οποιασδήποτε μορφής δέσμευση ή επιβάρυνση. Στην αντίπερα όχθη η εισήγηση της υπεράσπισης συνίστατο στο ότι στη βάση του Τεκμηρίου 12 και ειδικότερα του όρου 12 αυτού, ο εφεσείων είχε δώσει εξουσιοδότηση στην ΣΠΕ Αγίας Νάπας να προβαίνει σε συμψηφισμό οποιουδήποτε υπολοίπου ποσού βρισκόταν σε πίστη του λογαριασμού του, με οποιοδήποτε χρέος ή υποχρέωση του στη ΣΠΕ.
Ενόψει του ότι η εισήγηση για απόρριψη της υπόθεσης υπεβλήθη στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, το Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία ως προς τις αρχές που διέπουν το θέμα της θεμελίωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, έκρινε ότι έχρηζε εξέτασης, κατά προτεραιότητα, του ζητήματος κατά πόσο με τη μαρτυρία ενώπιον του ικανοποιούντο τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αποδίδεται στην εφεσίβλητη, δηλ. της παγοποίησης του μισθού.
Στη συνέχεια με παραπομπή στον ορισμό του όρου «μισθός» που δίνεται από το άρθρο 2 και στις πρόνοιες των άρθρων 19 και 20 του Νόμου 35(1)/2007 διαπίστωσε ότι το μόνο επίδικο θέμα προς εξέταση είναι η πληρωμή ή όχι του μισθού του εφεσείοντα, η απόφαση επί του οποίου θα καθόριζε και την τύχη της ποινικής υπόθεσης. Έκρινε με αναφορά σε νομολογία (Δημοκρατία κ.ά. ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Ποιν. Έφ. 78/2014 και 79/2014, ημ. 3/9/2015), ότι ενόψει της φύσης του αδικήματος αυτό κατατάσσεται στα αδικήματα απόλυτης ευθύνης, εφόσον συνίσταται σε παράλειψη (μη καταβολή μισθού) που απαγορεύεται από το Νόμο και τιμωρείται, εξού και το Δικαστήριο εκείνο που εξετάζει είναι μόνο κατά πόσο στοιχειοθετείται η αντικειμενική του υπόσταση (actus reus).
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων του κατέληξε ότι το μόνο θέμα που παρέμεινε να εξεταστεί είναι κατά πόσο ο εφεσείων παρείχε εργασία χωρίς να λάβει το αντάλλαγμα αυτής εφόσον, ως ποινικό Δικαστήριο, δεν θα μπορούσε να προχωρήσει σε αναγνώριση δικαιωμάτων ή να αποφανθεί επί αμφισβητούμενων ζητημάτων, όπως ως προς την ισχύ η ερμηνεία της συμφωνίας, θέματα που εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του. Έκρινε τελικά ότι καταβλήθηκαν όλοι οι μισθοί στον εφεσείοντα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στο οποίο εμφαίνεται το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 12(3) του εν λόγω νόμου, το βάρος απόδειξης ότι έχει καταβληθεί ο μισθός το φέρει ο εργοδότης (στο ισοζύγιο εννοείται των πιθανοτήτων): "Το βάρος της απόδειξης για την καταβολή του μισθού σε εργοδοτούμενο φέρει ο εργοδότης."
Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, καθίσταται ξεκάθαρο πλέον, πιστεύω, το εύρος της διαδικασίας αυτής και το τι εξετάζει το Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι ποινικό Δικαστήριο και επομένως δεν προχωρεί να αναγνωρίσει δικαιώματα, ούτε να αποφανθεί επί αμφισβητούμενων ζητημάτων (πχ ισχύ ή ερμηνεία συμφωνίας). Το παρόν Δικαστήριο, για να το θέσω όσο πιο απλά γίνεται, στα πλαίσια εφαρμογής της επίδικης νομοθεσίας και στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης αυτό που θα εξετάσει, είναι το εάν ο εργοδότης έχει παραβεί η όχι την τεθειμένη υπό του νόμου υποχρέωσή του να καταβάλει στον εργοδοτούμενό του το αντάλλαγμα τις εργασίας του, δηλαδή το μισθό του, νοουμένου βέβαια, ότι ο μισθός είναι οφειλόμενος εν τη εννοία του νόμου, δηλ. ο εργοδοτούμενος παρείχε εργασία χωρίς να λάβει το αντάλλαγμα αυτής. Οτιδήποτε άλλο εκφεύγει του δικαιοδοτικού πλαισίου του παρόντος Δικαστηρίου.
Στην υπό εξέταση υπόθεση είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο μισθός του Παραπονουμένου του έχει καταβληθεί. Το παράπονο έγκειται σε ποσά του Ταμείου Προνοίας, τα οποία καταβλήθηκαν από τον εργοδότη στο Παραπονούμενο και τα οποία ο Παραπονούμενος κατέθεσε σε λογαριασμό ο οποίος μεταγενέστερα έχει παγοποιηθεί από την Κατηγορουμένη 1.
Οι αποκοπές που γίνονταν από το μισθό του Παραπονουμένου σε σχέση με το Ταμείο Προνοίας του ήταν αποκοπές σύμφωνα με το άρθρο 10(β) και ως τέτοιες ήταν νόμιμες. Από τη στιγμή που τα ποσά του Ταμείου Προνοίας νομίμως αποκόπτονταν από το μισθό του Παραπονουμένου, έπαυαν να είναι μέρος του μισθού του για τα οποία θα είχε απαίτηση από τον εργοδότη του ως μισθός. Τα ποσά αυτά γίνονταν, ως είναι κοινά αποδεκτό, κατάθεση στο Ταμείο Προνοίας του Παραπονουμένου και πλέον κατά νόμο υπεύθυνη ήταν η διαχειριστική επιτροπή. Υπάρχει δε ειδικό νομοθέτημα το οποίο πραγματεύεται τα των Ταμείων Προνοίας, ο Περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμος του 2012 (208(I)/2012).
Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω με δεδομένο, εφόσον είναι κοινή θέση και των δύο πλευρών ότι δεν οφείλονται μισθοί στον Παραπονούμενο και ότι τα επίδικα ποσά είναι ποσά τα οποία ήταν κατατεθειμένα στο Ταμείο Προνοίας του Παραπονουμένου, ήτοι ποσά τα οποία αποκοπήκαν νομίμως από το μισθό του Παραπονουμένου, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος 35(Ι)/2007 δεν έχει εφαρμογή και η υπόθεση αυτή δεν μπορεί να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο.
Τέλος, παρεμπιπτόντως επισημαίνω ότι εάν τα επίδικα χρήματα κακώς έχουν παγιοποιηθεί, ως ο ισχυρισμός του Παραπονουμένου υπό το φως του Τεκμηρίου 4, αυτό είναι ζήτημα άμεσα συναρτώμενο με την ερμηνεία του εν λόγω τεκμηρίου σε συνδυασμό με το Τεκμήριο 12. Είναι δε, ζήτημα το οποίο αναφύεται και εξετάζεται στα πλαίσια αστικής φύσεως διαφοράς και όχι κάτι το οποίο εξετάζεται στα πλαίσια εξέτασης τυχόν ποινικής ευθύνης των Κατηγορουμένων.»
Είναι φανερό από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων πως ό,τι τελούσε υπό εξέταση ήταν κατά πόσο το μέρος του μισθού που καταβλήθηκε για σκοπούς εισφοράς στο Ταμείο Προνοίας, εξακολουθούσε να θεωρείται μισθός και μετά που είχε διαλυθεί το Ταμείο και κατατεθεί στο λογαριασμό του εφεσείοντα, ώστε να μην επιτρέπεται η παγοποίηση του από πλευράς εργοδότη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 35(1)/2007.
Ήταν η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα στο διάγραμμα αγόρευσης του προς υποστήριξη των λόγων έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο είχαν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 6 του Νόμου 35(1)/2007 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα σε συνάρτηση με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 20(1) του Νόμου 35(1)/2007, παρά μόνο προχώρησε σε μια γενική επισκόπηση του Νόμου και των σκοπών του.
Η εισήγηση αυτή, με όλο το σεβασμό προς το δικηγόρο, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης καταδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Απασχόλησε ιδιαίτερα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά πόσο έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ξεκινώντας από το συστατικό στοιχείο της απόδειξης ότι το ποσό των €128.799,31 που έχει παγοποιηθεί συνιστά μισθό εν τη εννοία του Νόμου 35(1)/2007.
Όπως τονίστηκε στην πρόσφατη υπόθεση Ροδοσθένους ν. Αqua Masters PLC, Πολ. Εφ. 138/2017 ημ. 4/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:B268 σκοπός της θέσπισης του Νόμου 35(1)/2007 «είναι η προστασία των εργοδοτουμένων και, πιο συγκεκριμένα, η διασφάλιση του δικαιώματος τους προς λήψη του μισθού και των ωφελημάτων που δικαιούνται με βάση τη συμφωνία που διέπει την εργασιακή του σχέση. Υπό το πρίσμα αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το άρθρο 12(3) του Νόμου προβλέπει περί μετάθεσης του βάρους απόδειξης για την καταβολή του μισθού στους ώμους του εργοδότη».
Κρίνουμε σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραθέσουμε τις πρόνοιες του Νόμου 35(1)/2017 που μας ενδιαφέρουν για σκοπούς καλύτερης κατανόησης.
Η έννοια του μισθού δίνεται από το άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου.
«"μισθός" σημαίνει κάθε χρηματική αντιμισθία που προκύπτει από απασχόληση εργοδοτούμενου και κάθε κέρδος από τέτοια απασχόληση που είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης, και περιλαμβάνει τις εισφορές ταμείων προνοίας, καθώς επίσης και την εισφορά που πρέπει να καταβάλλεται στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών, το οποίο ιδρύθηκε δυνάμει του περί Ετήσιων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου και δεν περιλαμβάνει έκτακτες προμήθειες ή κατά χάριν (ex- gratia) πληρωμές.»
Το άρθρο 6 του ιδίου Νόμου επί του οποίου βασίζονται κυρίως οι κατηγορίες προβλέπει ότι "Ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα να περιορίζει με οποιοδήποτε τρόπο, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, την ελευθερία του εργοδοτούμενου να διαθέτει το μισθό του, εκτός στις περιπτώσεις και στο βαθμό που αυτό επιτρέπεται από άλλα άρθρα του παρόντος Νόμου».
Το άρθρο 20 του πιο πάνω Νόμου καθορίζει ότι η παράβαση από πλευράς εργοδότη των διατάξεων του Νόμου αυτού τον καθιστά ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν προβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
Παραθέτουμε επίσης αυτούσια τα άρθρα 10(1) και 19(1) που αναφέρονται σε αποκοπές εκ του μισθού και στο αρμόδιο Δικαστήριο αντίστοιχα:
«10.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2), (3) και (4) του παρόντος άρθρου, δεν επιτρέπονται αποκοπές ποσών από το μισθό, παρά μόνο:
(α) αποκοπές που προνοεί νόμος ή κανονισμός·
(β) αποκοπές σύμφωνα με κανονισμούς ταμείων σύνταξης, ταμείων προνοίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης·
(γ) αποκοπές δυνάμει δικαστικής απόφασης˙
(δ) αποκοπές για αποζημίωση λόγω ζημιάς που υπέστη η επιχείρηση και που προκλήθηκε σκόπιμα ή ένεκα βαριάς αμέλειας του εργοδοτούμενου· και
(ε) άλλες αποκοπές, μετά από συγκατάθεση του εργοδοτούμενου.»
19.-(1) Αρμόδιο Δικαστήριο για επίλυση οποιασδήποτε αστικής φύσεως διαφοράς, μέσα στα πλαίσια του παρόντος Νόμου, είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.
(2) Σε περίπτωση που ο εργοδότης καταδικαστεί για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τότε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών θα μπορεί να εκδίδει διάταγμα καταβολής χρηματικών οφειλών του εργοδότη που προκύπτουν από τη μη πληρωμή μισθών.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι με την κοινή θέση των δύο πλευρών ότι δεν οφείλονται μισθοί στον εφεσείοντα και ότι το ποσό των €128.799,31, που αντιπροσωπεύει μέρος των δικαιωμάτων του εφεσείοντα στο Ταμείο Προνοίας, έχει κατατεθεί στο λογαριασμό του, καθιστούν σαφές ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Νόμου 35(1)/2007.
Είναι φανερό, στη βάση των μη αμφισβητούμενων γεγονότων, ότι δεν τίθεται εδώ θέμα παράλειψης καταβολής από πλευράς ΣΠΕ Αγίας Νάπας των εισφορών στο Ταμείο Πρόνοιας για τον εφεσείοντα, για να έχει ο τελευταίος δικαίωμα διεκδίκησης τους, εφόσον οι εισφορές αυτές εμπίπτουν, σύμφωνα με το άρθρο 2, στην έννοια του μισθού. Με την κατάθεση του μέρους του μισθού που αναλογεί στον εφεσείοντα στο Ταμείο Προνοίας, έπαψε πλέον να αποτελεί μέρος του μισθού του έχων δικαίωμα διεκδίκησης του υπό τύπο μισθού. Ούτε επίσης θεωρείται ως δικαίωμα του εφεσείοντα στο Ταμείο Προνοίας εφόσον το Ταμείο έχει διαλυθεί και όσα ποσά εδικαιούτο από το Ταμείο κατατέθηκαν επ' ονόματι του σε προσωπικό του λογαριασμό.
Οι αποκοπές από το μισθό του για σκοπούς του Ταμείου Προνοίας ήταν νόμιμες στη βάση του Νόμου 35(1)/2007 και εγίνοντο με τη συγκατάθεση του εφεσείοντα, σύμφωνα με το άρθρο 10(1) του Νόμου 35(1)/2007.
Αν ο εφεσείων έχει οποιοδήποτε παράπονο από την παγοποίηση από πλευράς εφεσιβλήτων των χρημάτων που εισέπραξε από το Ταμείο Προνοίας, τότε ως αστική διαφορά στη βάση του άρθρου 19(1) του πιο πάνω Νόμου, το Ποινικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο προς εκδίκαση της.
Σίγουρα η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην απόφαση του ότι «υπάρχει σε ειδικό νομοθέτημα το οποίο πραγματεύεται τα των Ταμείων Προνοίας, ο Περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμος του 2012 (208(1)/2012)» δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι ο συγκεκριμένος Νόμος εφαρμόζεται και για το Ταμείο Προνοίας της ΣΠΕ Αγίας Νάπας. Σημειώνεται ότι οι πρόνοιες του άρθρου 3(1)(β)(ν) του Νόμου 208(1)/2012 είναι σαφείς ότι εξαιρούνται της εφαρμογής του τα Ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου. Όπως φαίνεται και από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης που παραθέσαμε ανωτέρω, ήταν μια γενική αναφορά, ατυχής μπορούμε να πούμε, που αποσκοπούσε σε επίρρωση της θέσης ότι κατάθεση στο Ταμείο Προνοίας του εφεσείοντα καθιστά πλέον υπεύθυνη τη διαχειριστική επιτροπή.
Σημασία ενέχει για το υπό εξέταση ζήτημα ότι η ΣΠΕ Αγίας Νάπας κατέβαλε τις εισφορές του εφεσείοντα στο Ταμείο Προνοίας οι οποίες με τη διάλυση του Ταμείου μεταφέρθησαν σε δύο λογαριασμούς του εφεσείοντα ο ένας σε πρώτη ζήτηση και ο άλλος σε γραμμάτιο. Από το ποσό του Ταμείου Προνοίας ο εφεσείων απέσυρε το μεγαλύτερο μέρος και εκείνο που παρέμεινε στο λογαριασμό του συνιστά το υπόλοιπο των δικαιωμάτων του εφεσείοντα στο Ταμείο Προνοίας που κατ΄ ισχυρισμόν έγινε παγοποίηση του.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε περαιτέρω ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα εξέλαβε ότι οι κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι εφεσίβλητοι αναφέροντο σε μη καταβολή του μισθού.
Το Δικαστήριο, δίνει έμφαση στην απόφαση του στην παράλειψη καταβολής μισθού και όχι στο περιορισμό του στην ελεύθερη διάθεση του μισθού που αφορούν τα αδικήματα. Κατέληξε όμως, σύμφωνα με το απόσπασμα που παραθέσαμε ανωτέρω, ότι οι μισθοί που κατ' ισχυρισμόν δεν καταβλήθηκαν συνιστούν στην πραγματικότητα τα ποσά που προέρχονται από το Ταμείο Προνοίας. Σημειώνεται ότι είτε οι κατηγορίες αφορούσαν σε μη καταβολή μισθού είτε σε περιορισμό της ελεύθερης διάθεσης του, αποτελεί συστατικό στοιχείο και για τις δύο περιπτώσεις η απόδειξη ότι το ποσό που κατ' ισχυρισμόν δεν καταβλήθηκε ή παράνομα παγοποιήθηκε, αποτελεί «μισθό» εν τη εννοία του Νόμου. Και αυτό ακριβώς έκρινε το Δικαστήριο. Συνεπώς η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί.
Με το λόγο έφεσης 2 ο εφεσείων παραπονείται για αντικανονικότητα της διαδικασίας. Συγκεκριμένα είναι εισήγηση του ότι το Δικαστήριο αντί να προβεί σε αντικειμενική θεώρηση της όλης μαρτυρίας και να την υπαγάγει στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που προνοεί το άρθρο 6 του Νόμου 35(1)/2007 και το άρθρο 20 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, δεν εξέτασε μαρτυρία και ούτε τα κατατεθέντα τεκμήρια τα οποία, κατά την άποψη του, τεκμηριώνουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Είναι φανερό ότι με το συγκεκριμένο λόγο έφεσης επιζητείται στην ουσία ανεπίτρεπτη προσπάθεια ανατροπής της αντικειμενικής θεώρησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο για σκοπούς κλήσης των εφεσιβλήτων σε απολογία κάτω από το μανδύα της αντικανονικότητας της διαδικασίας.
Εξετάσαμε την εισήγηση σε συνάρτηση με τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και τα τεκμήρια στα οποία έχουμε ανατρέξει και δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς τον τρόπο θεώρησης της μαρτυρίας από το Δικαστήριο.
Ενόψει όλων των πιο πάνω είναι κατάληξη μας ότι δεν προβλήθηκε οτιδήποτε από πλευράς εφεσείοντα που να εγείρει έστω συζητήσιμο θέμα πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των γεγονότων η αντικανονικότητας της διαδικασίας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και σε βάρος του εφεσείοντα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.