ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B529
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 229/2017
7 Δεκεμβρίου, 2018
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσείουσας
- ν -
xxx ΑΣΗΜΗ
Εφεσίβλητου
........
Α. Παπανικολάου για Γενικό Εισαγγελέα, για εφεσείουσα
Γ. Λουκαϊδης, για εφεσίβλητο
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αθωώθηκε από το εκ πρώτης όψεως στάδιο στην κατηγορία αποφυγής παροχής δείγματος εκπνοής (άρθρα 7(4) και 11 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986, Ν. 174/86 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος), με το σκεπτικό ότι «. με βάση τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί, η καταδίκη δεν αποτελεί πραγματική δυνατότητα εάν δεν δοθεί από τον κατηγορούμενο κάποια εξήγηση, για παράδειγμα εάν ο κατηγορούμενος κληθεί σε απολογία και ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής».
Ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί πως η αθώωση του εφεσίβλητου από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι προϊόν (α) του εσφαλμένου ευρήματος ότι η προσπάθεια του εφεσίβλητου να δώσει δείγμα εκπνοής ήταν γνήσια (1ος Λόγος Έφεσης) και (β) της πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου/Νομολογίας επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης (2ος Λόγος Έφεσης), ζητήματα που θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε σε συντομία την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του αστ. xxxx (ΜΚ1) ο οποίος ήταν και ο μόνος μάρτυρας στην υπόθεση. Έχει ως ακολούθως:-
Στις 02:00 της 27.5.2016, ο μάρτυρας, ανέκοψε το αυτοκίνητο xxx xxx το οποίο οδηγούσε ο εφεσίβλητος για έλεγχο των στοιχείων του. Επειδή ο εφεσίβλητος μύριζε έντονα οινόπνευμα και τα μάτια του ήταν κόκκινα, του ζητήθηκε να δώσει δείγμα εκπνοής για προκαταρκτικό έλεγχο αλκοόλης.
Ο εφεσίβλητος, αφού παραδέχθηκε πως «Ήπια πριν σχολάσω» έδωσε ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής για προκαταρκτικό έλεγχο, με ένδειξη 38mg% αντί του επιτρεπτού από το Νόμο ορίου των 22mg%. Με αυτό ως δεδομένο, ο εφεσίβλητος οδηγήθηκε σε παρακείμενο αστυνομικό όχημα όπου ήταν εγκατεστημένη συσκευή τελικής εξέτασης - η οποία λειτουργούσε κανονικά - προκειμένου να δώσει τα προβλεπόμενα από το άρθρο 7(1) του Νόμου δύο δείγματα εκπνοής για τελική εξέταση. Όμως, σύμφωνα με το μάρτυρα, ενώ ο εφεσίβλητος «. φύσηξε κανονικά σε κάποια στιγμή σταμάτησε να φυσά, αυτό έγινε δύο φορές, η μηχανή σταμάτησε να μετρά και έβγαλε το insufficient sample». Με αποτέλεσμα όταν τον πληροφόρησε πως θα καταγγελθεί, να προβάλει ως δικαιολογία ότι πονούσε το λαιμό του, ισχυρισμό που πρόβαλε «μετά που προσπάθησε να φυσήξει» και αφού η συσκευή κατέγραψε στην οθόνη «insufficient sample».
Με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του πιο πάνω μάρτυρα, ο οποίος δεν αντεξετάστηκε, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι βάσει της προσαχθείσας μαρτυρίας δεν αποδείχθηκε συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Συγκεκριμένα, ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία πως είχαν παρέλθει δέκα λεπτά τουλάχιστο από το χρονικό σημείο που ο εφεσίβλητος έδωσε το προκαταρκτικό δείγμα εκπνοής προτού του ζητηθεί να δώσει τα δύο δείγματα για τελική εξέταση (άρθρο 7(1) του Νόμου). Επομένως, είχε εισηγηθεί, ο εφεσίβλητος δικαιούταν σε αθώωση από το εκ πρώτης όψεως στάδιο δυνάμει του άρθρου 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στις Αzinas v. Police (1981) 2 CLR 9, In Re Kakos (1985) 1 CLR 250 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, δέχτηκε την εισήγηση της Υπεράσπισης, αλλά για διαφορετικό λόγο απ΄ αυτό που προβλήθηκε. Παραπέμποντας επί του προκειμένου στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Αραμπίδη (Αρ.1)(2013) 2 Α.Α.Δ. 713 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημητρίου (2013) 2 Α.Α.Δ. 171, έκρινε πως το ερώτημα που θα έπρεπε να απαντήσει ήταν κατά πόσο η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, κρινόμενη στο απόγειο της, ήταν «ικανή αντικειμενικά κρινόμενη να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος απέφυγε να δώσει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση; Δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος φαινομενικά μόνο συνεργάστηκε με τον ΜΚ1, αλλά στην πραγματικότητα, με κάποιο τέχνασμα, προσπάθησε και κατάφερε να μη δώσει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση;».
Το πιο πάνω ερώτημα απαντήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο αρνητικά, με κατάληξη την αθώωση του εφεσίβλητου. Παραθέτουμε επί του προκειμένου αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση.
«Με βάση τη μαρτυρία του ΜΚ1, παραμένει, κατά την άποψη μου, υπαρκτή η λογική πιθανότητα ο κατηγορούμενος να προσπάθησε, αλλά να μην κατάφερε να φυσήξει για αρκετή ώρα ή αρκετά δυνατά στον περιορισμένο χρόνο που είχε στη διάθεση του, σύμφωνα με τη λειτουργία της συσκευής τελικής εξέτασης, ώστε να δώσει ικανοποιητικό δείγμα στην εν λόγω συσκευή.
Ως εκ των ανωτέρω, θεωρώ ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου, καθότι ελλείπει μαρτυρία ικανή να στοιχειοθετήσει συστατικό στοιχείο του αδικήματος, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος απέφυγε να δώσει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση αλκοόλης. Κρίνω ότι με βάση τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί, η καταδίκη δεν αποτελεί πραγματική δυνατότητα εάν δεν δοθεί από τον κατηγορούμενο κάποια εξήγηση, για παράδειγμα, εάν ο κατηγορούμενος κληθεί σε απολογία και ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής.
Εν όψει της κατάληξης μου αυτής, δεν κρίνω σκόπιμο να εξετάσω την εισήγηση του κ. Λουκαΐδη σχετικά με το εδάφιο 1 του άρθρου 7 του Νόμου».
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων προώθησαν τις θέσεις τους, εναντίον και υπέρ της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, με διαγράμματα αγόρευσης, το περιεχόμενο των οποίων υιοθέτησαν και κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης.
Έχουμε μελετήσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας. Καταλήξαμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ παραθέτει στην απόφαση του τις ορθές νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα του εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, εντούτοις απέτυχε να τις εφαρμόσει υπό τα περιστατικά της υπόθεσης. Να υπενθυμίσουμε συναφώς ότι σύμφωνα με τη νομολογία, την οποία παραθέτει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, απαλλαγή ενός κατηγορουμένου στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο της δίκης δικαιολογείται όταν (α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων συστατικών στοιχείων του αδικήματος ή (β) οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ΄ αυτή καταδίκη.
Όπως γίνεται αντιληπτό, στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε για την απαλλαγή του εφεσίβλητου στην πρώτη αρχή. Προς τούτο θεώρησε υπαρκτή ή λογική την πιθανότητα ο εφεσίβλητος να προσπάθησε αλλά να μην κατάφερε να φυσήξει ικανοποιητικά και κατά συνέπεια δεν είχε στοιχειοθετηθεί το συστατικό στοιχείο της «αποφυγής» να παράσχει δείγμα εκπνοής, όπως προβλέπεται από το άρθρο 7(4) του Νόμου. Προς τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε προφανώς ιδιαίτερη βαρύτητα στη φράση του μάρτυρα - μετά που αυτός πληροφόρησε τον εφεσίβλητο ότι θα τον καταγγείλει - πως «προσπάθησε να φυσήξει». Όμως η φράση αυτή, στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο της δίκης δεν θα έπρεπε να απομονωθεί, αλλά να συνεκτιμηθεί με το ουσιαστικό στοιχείο της μαρτυρίας του ότι «σε κάποια στιγμή (ο εφεσίβλητος) σταμάτησε να φυσά». Έσφαλε ως προς το ζήτημα αυτό και με την υπόλοιπη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Πέραν τούτου, θα έπρεπε να εξετάσει την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι όντως παρήλθαν 10 λεπτά από το χρονικό σημείο που ο εφεσίβλητος έδωσε το προκαταρκτικό δείγμα εκπνοής προτού του ζητηθεί να δώσει τα δύο δείγματα για τελική εξέταση, χρονικό διάστημα που αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του Νόμου συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Εξετάζοντας ως Εφετείο το ζήτημα αυτό στην επί του προκειμένου μαρτυρία του αστυνομικού - για σκοπούς πάντα του εκ πρώτης όψεως ζητήματος - εντοπίζουμε ότι σύμφωνα με την εν λόγω μαρτυρία ο εφεσίβλητος ανεκόπη και του έγινε προκαταρκτικός έλεγχος στις 02:00 και στη συνέχεια, στις 02:14, έγινε έλεγχος της λειτουργικότητας της συσκευής και το πρώτο μη ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής λήφθηκε στις 02:18 (τεκμ.4). Επομένως για τις ανάγκες του εκ πρώτης όψεως ζητήματος είχε προσκομιστεί μαρτυρία για την παρέλευση των 10 λεπτών που προνοούνται από το άρθρο 7(1) του Νόμου και η επί τούτου εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσίβλητου δεν είχε έρεισμα.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, ο δε φάκελος της υπόθεσης παραπέμπεται στην ίδια Δικαστή για ολοκλήρωση της υπόθεσης.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/κβπ