ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα. Μ. Κουτσόφτας, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-12-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΑΒΒΑ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 204/2018, 14/12/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B536

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 204/2018)

 

14 Δεκεμβρίου, 2018

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΣΑΒΒΑ,

Εφεσείων,

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,

Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κουτσόφτας, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της διάρρηξης αποθήκης και κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 294(α), 255 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ενώ αθωώθηκε στην κατηγορία της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος. Το ίδιο κατηγορητήριο αντιμετώπισαν και δύο άλλα πρόσωπα, οι οποίοι όμως, στο τέλος της διαδικασίας, αθωώθηκαν και απαλλάχτηκαν και από τις δύο κατηγορίες. Στον εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης εννέα μηνών.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας στην οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων, μεταξύ της 24ης και 26ης Μαρτίου του 2015, στη Λεμεσό, διέρρηξε και εισήλθε στην αποθήκη της εταιρείας Lanitis Electric Ltd, που βρίσκεται στην οδό Τσερκέ Τσιφλίκ, και διέπραξε κακούργημα μέσα σε αυτή, δηλαδή έκλεψε από αυτή καλώδια χαλκού συνολικής αξίας €8.438,40, περιουσία της πιο πάνω εταιρείας.

 

Προς υποστήριξη της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου δύο μάρτυρες κατηγορίας, ενώ μεγάλο μέρος της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής καταχωρήθηκε ως παραδεκτή. Αφού δε κλήθηκε σε απολογία, ο εφεσείων προέβη σε ανώμοτη δήλωση και δεν κάλεσε μάρτυρες υπεράσπισης.

 

Η εκ συμφώνου κατατεθείσα μαρτυρία περιλάμβανε καταθέσεις αστυφυλάκων που είχαν σχέση με τη διερεύνηση της υπόθεσης, τη λήψη φωτογραφιών, τεκμηρίων και καταθέσεων. Η έκθεση που ετοιμάστηκε από το Δρα xxx xxx, του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, ημερομηνίας 21.5.2015, κατατέθηκε εκ συμφώνου για την αλήθεια του περιεχομένου της ως Τεκμ. 14. Από αυτήν προκύπτει ότι ο εφεσείων είναι δότης γενετικού υλικού που απομονώθηκε από ένα ζεύγος ρούχινα γάντια, τα οποία ανευρέθησαν στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Κατατέθηκαν, επίσης, οι καταθέσεις του ΜΚ2, ημερομηνίας 26.3.2015 και 27.3.2015 (Τεκμ. 15Α και 15Β) ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους με την επιφύλαξη του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα ως προς την εξ ακοής μαρτυρία που περιέχεται και την αναφορά του ότι αυτή δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη.

 

Περαιτέρω, καταχωρήθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα ότι τα τεκμήρια της παρούσας υπόθεσης βρίσκονται στην κατοχή της Αστυνομίας και ότι η λήψη, καταγραφή, σφράγιση, διακίνηση και φύλαξη των τεκμηρίων της υπόθεσης της Αστυνομίας έγιναν σύμφωνα με το Νόμο, χωρίς να διαρρηχθεί η αλυσίδα των πιο πάνω γεγονότων.

 

Μαρτυρία έδωσε ο Λοχ.xxx, xxx xxx, ΜΚ1, ο οποίος έλαβε μέρος στη διερεύνηση της υπόθεσης και ο xxx xxx, ΜΚ2, υπεύθυνος της αποθήκης της Lanitis Electric, απ΄ όπου εκλάπησαν τα χάλκινα καλώδια.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία και των δύο μαρτύρων ως αξιόπιστη.

 

Ο εφεσείων, όπως προαναφέραμε, προέβη μόνο σε ανώμοτη δήλωση στην οποία ανέφερε τα εξής:

 

«"  Εντιμότατε, είμαι αθώος σε όλες τις κατηγορίες.  Το βαν που αγόρασα το στάθμευσα στην χωράφα απέναντι από το σπίτι που μεινίσκω γιατί δεν χωρούσε στο υπόγειο πάρκινγκ της πολυκατοικίας.  Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης όταν μου το παρέδωσε είχε μόνο τα εργαλεία και τα γάντια που βρέθηκαν μέσα στο βαν από την Αστυνομία.  Τίποτα άλλο.  Δεν γνωρίζω πως βρέθηκαν τα καλώδια μέσα στο βαν και αυτό το είπα από την πρώτη στιγμή στην κατάθεση μου, που έδωσα όταν ένιωσα καλά.

 

          Σε αυτή την κατάθεση ανάφερα ότι δεν άγγιξα τα γάντια που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο. Σε αυτά όπως μου ανέφερε ο δικηγόρος μου βρέθηκε το DNA μου.  Μάλλον τα φόρεσα όμως για να δω αν μου κάμνουν για να τα κρατήσω, εφόσον όπως ανάφερα δεν ήταν δικά μου. "»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ανώμοτη του δήλωση, καθώς και τις δύο καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία και κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

 

«Ως προς την ανώμοτη δήλωση αναφέρω πως το κατά πόσο είναι αθώος και ότι δεν γνωρίζει πως βρέθηκαν τα καλώδια στο αυτοκίνητο αυτά αφορούν την τελική κρίση του Δικαστηρίου και θα αποφασιστούν κατωτέρω με βάση το σύνολο της αποδεκτής μαρτυρίας.

 

         Για το ότι βρέθηκε το DNA του στα γάντια που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο και ότι τα φόρεσε αυτό είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός έχοντας υπόψη ότι η έκθεση του Δρ. xxx τεκμ.14, με τα συμπεράσματα που έχουν αναφερθεί, κατατέθηκε ως αναφέρθηκε για την αλήθεια του περιεχομένου της.  Δεν γίνεται όμως αποδεκτή η δικαιολογία που δίνει ότι μάλλον τα φόρεσε για να δει αν του κάμνουν για να τα κρατήσει, εφόσον δεν ήταν δικά του, αφού δεν δόθηκε ενόρκως για να κριθεί η αξιοπιστία της και δεν υποστηρίζεται από άλλη αποδεκτή μαρτυρία.

 

          Παρεμβάλλω εδώ βέβαια την αναξιοπιστία σε πρώτο στάδιο που προκύπτει για τον κατηγορούμενο 3 ως εκ της άρνησης στην κατάθεση του τεκμ.21 ότι άγγιξε τα γάντια, σε συνάρτηση βεβαίως με την παραδοχή στην ανώμοτη δήλωση του ότι φόρεσε τα γάντια.

 

          Όσον αφορά τις καταθέσεις του θα πω κατ' αρχήν ότι η 1η κατάθεση του τεκμ.12 δεν χρήζει καμίας αξιολόγησης αφού εις αυτήν ο κατηγορούμενος 3 δεν απάντησε σε καμία εκ των ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν, λέγοντας  «Ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο».

 

          Παρεμβάλλω μόνον εδώ την αναξιοπιστία που προκύπτει για την υπεράσπιση του κατηγορούμενου 3, η οποία υπέβαλε στον ΜΚ1 ότι ο κατηγορούμενος 3 ουσιαστικά δεν ήταν σε θέση να δώσει κατάθεση εξ' ου και η μη παροχή απαντήσεων στην 1η κατάθεση,  κάτι που βεβαίως απαντήθηκε από τον ΜΚ1, όμως σε κάθε περίπτωση αυτό που πρέπει ν' αναφερθεί είναι πως ο κατηγορούμενος 3 δεν απάντησε όχι γιατί δεν μπορούσε λόγω της κατάστασης που βρισκόταν, που αν ίσχυε θα το έλεγε στην κατάθεση του λογικά ως δικαιολογία για να μην απαντήσει, αλλά επειδή έτσι επέλεξε για δικούς του λόγους.  Αυτό που δεν μπορούσε ήταν να γράψει ο ίδιος το σχετικό ιδιόχειρο κείμενο λόγω των τραυμάτων στα χέρια του, όπως ανέφερε στον ΜΚ1 και όχι ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει κατάθεση. 

 

          Εν σχέση τώρα με την 2η κατάθεση του ημερ.30/03/15, τεκμ.21 και εφαρμόζοντας πάντα τις αρχές αξιολόγησης της κατάθεσης κατηγορούμενου που αναφέρθηκαν ανωτέρω, σημειώνω πως αποδέχομαι ότι το αυτοκίνητο τύπου βαν με αρ.εγγραφής xxxx59 είναι δικό του και γι'αυτό έχει μόνο ένα κλειδί που το έχει πάντα μαζί του, ότι κανένας δεν του ζήτησε ποτέ το κλειδί για να χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητο, πλην μόνον το βράδυ της 26/03/15  έδωσε το κλειδί στον ανιψιό του xxx Ευθυμίου, ότι το χειροψάλιδο, το σιγατσάκι και ο κόφτης με λεπίδα είναι εργαλεία που ήταν στο αυτοκίνητο και το γνώριζε, καθώς επίσης ότι το αυτοκίνητο είναι δηλωμένο ως ακινητοποιημένο.  Αυτά διότι εμπεριέχουν παραδοχές ή δηλώσεις ενάντια στα συμφέροντα του ή επειδή επιβεβαιώνονται από άλλη αποδεκτή μαρτυρία.

 

Εις την αναφορά του ότι δεν ξέρει πως βρέθηκαν τα καλώδια μέσα στο αυτοκίνητο δεν μπορώ να δώσω βαρύτητα καθότι αποτελεί εξήγηση για εκ πρώτης όψεως εγκληματική συμπεριφορά και δεν δόθηκε ενόρκως για να εξεταστεί η αξιοπιστία του. Εν πάση περιπτώσει αυτό είναι ένα ουσιαστικό στοιχείο που θα αποφασιστεί από το Δικαστήριο κατωτέρω κατόπιν αξιολόγησης του συνόλου της αποδεκτής μαρτυρίας.

 

Όσα τέλος αναφέρονται στην κατάθεση και δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά σε αυτά πιο πάνω δεν γίνονται αποδεκτά διότι δεν υποστηρίζονται από οποιαδήποτε μαρτυρία ή και αποδεκτή μαρτυρία.»

 

 

Στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, των παραδεκτών γεγονότων και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«1. Στις 26/03/15 διαπιστώθηκε ότι έγινε διάρρηξη σε αποθήκη της εταιρείας Lanitis Electrics Ltd (στο εξής η παραπονούμενη) που βρίσκεται στην οδό Τσερκέ Τσιφλίκ και εκλάπησαν καλώδια χαλκού αξίας €8.438,40.-, περιουσία της εν λόγω εταιρείας.

 

         2.  Στις 27/03/15 εδόθη πληροφορία στην παραπονούμενη από άντρα ο οποίος ζήτησε να μείνει ανώνυμος ότι στις 25/03/15 τα ξημερώματα ενώ περνούσε με το όχημα του στο δρόμο Τραχωνίου προς Ασώματο αντιλήφθηκε ένα όχημα να κινείται μέσα στο χώρο των αποθηκών, σημείο που είναι περιφραγμένο και ακολούθως να εξέρχεται από παράπλευρα κάγκελα, τα οποία ο ΜΚ2 είχε εντοπίσει παραβιασμένα σε αργότερο χρόνο.  Ακολούθως ακολούθησε το εν λόγω όχημα το οποίο έφερε αριθμούς εγγραφής xxx x59 και στο οποίο επέβαιναν δύο άτομα μέχρι σ' ένα σημείο παρά τη Λεωφόρο Ομονοίας όπου ο οδηγός του το στάθμευσε σε ανοικτό χωράφι. Όπως διέκρινε εκεί στο χώρο βρίσκονταν άλλα 8 περίπου άτομα τα οποία συναντήθηκαν με τα 2 άτομα που επέβαιναν στο αυτοκίνητο. Στις 26.3.15 όταν πέρασε από το σημείο όπου ήταν σταθμευμένο το προαναφερόμενο όχημα το εντόπισε στο ίδιο σημείο ενώ γύρω του υπήρχαν 5 περίπου άτομα τα οποία έδειχναν να το φρουρούν. 

      

    3. Η πληροφορία πιο πάνω εδόθη άμεσα στην Αστυνομία και στις 27/03/15 αστυφύλακες μετέβηκαν σε ανοικτό χώρο στη Λεωφ. Ομονοίας όπου εκεί εντόπισαν ένα άσπρο βαν αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής xxxx59, σταθμευμένο με το πίσω μέρος του σε τοίχο μικρού υποσταθμού της ΑΗΚ με τρόπο που οι πίσω πόρτες να μην μπορούν να ανοίξουν εμποδίζοντας έτσι και την οπτική επαφή με το περιεχόμενό που βρισκόταν εσωτερικά στο πίσω μέρος του βαν. Στην συνεχεία έθεσαν διακριτικά υπό παρακολούθηση το εν λόγω βαν και σε κάποια στιγμή αντιλήφθηκαν δυο νεαρά άγνωστα πρόσωπα να εισέρχονται εντός του βαν και να το ξεκινούν.  Στην προσπάθεια τους δε να εισέλθουν από τον ανοιχτό χώρο που βρίσκονταν επί της οδού Λιοπετριού για να αποχωρήσουν ανεκόπησαν και από έλεγχο των στοιχείων τους προέκυψε ότι ο οδηγός ήταν ο xxx Μιχαήλ, Δ.Τ: xxx, 25 ετών από το Τραχωνι (1ος κατηγορούμενος) και συνοδηγος ο xxx Ευθυμίου, Δ.Τ: xxx, 22 ετών, επίσης από το Τραχωνι (2ος κατηγορούμενος).

 

          4. Στην συνεχεία οι αστυφύλακες στην παρουσία των πιο πάνω ερεύνησαν το βαν οπού εντόπισαν κάτω από την μαξιλάρα του συνοδηγού ένα χειροψάλιδο κοπής σίδερων και ένα χαρτοκόπτη χρώματος κίτρινου.  Επίσης εντόπισαν στην θήκη της πόρτας του οδηγού ένα ζεύγος ρούχινα γάντια χρώματος μπλε.  Στην συνεχεία άνοιξαν την πίσω πόρτα οπού στο χώρο τοποθέτησης των εμπορευμάτων εντόπισαν  μεγάλη ποσότητα γυμνού χάλκινου καλωδίου το οποίο ήταν καινούργιο.  Πάνω στα χάλκινα καλώδια εντόπισαν ένα σιγατσάκι χρώματος κόκκινου με άσπρη λεπίδα και μια λεπίδα χρώματος άσπρου.  Οι κατηγορούμενοι 1 και 2 να σημειωθεί αρνήθηκαν ότι είναι δικό τους οτιδήποτε εκ των όσων αναφέρθηκαν.

 

       5. Οι κατηγορούμενοι 1 και 2 συνελήφθηκαν και το αυτοκίνητο πιο πάνω οδηγήθηκε στον σταθμό Επισκοπής.  Εκεί ο ΜΚ2 επιβεβαίωσε ότι το χάλκινο καλώδιο που εντοπίστηκε στο αυτοκίνητο είναι αυτό που κλάπηκε από την παραπονούμενη.

 

       6.  Από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι το αυτοκίνητο ανήκει στον κατηγορούμενο 3, ο οποίος είναι το πρόσωπο που έχει και το κλειδί του.  Το βράδυ της 26/03/15 έδωσε το κλειδί στον ανιψιό του xxx Ευθυμίου, κατηγορούμενο 2.

 

       7. Ο κατηγορούμενος 3, ο οποίος αρνήθηκε σε κατάθεση του ότι τα γάντια που εντοπίστηκαν στο βαν πιο πάνω είναι δικά του, τα είδε όταν αγόρασε το αυτοκίνητο και ισχυρίστηκε ότι ούτε καν τα άγγιξε, συνδέθηκε επιστημονικά με τα γάντια ήτοι το γενετικό του υλικό ταυτίστηκε με γενετικό υλικό που εντοπίστηκε εσωτερικά και εξωτερικά στα γάντια αυτά. Επίσης τα υπόλοιπα αντικείμενα που εντοπίστηκαν στο αυτοκίνητο είναι δικά του.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κατηγορίας στην οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων, με αναφορά στα άρθρα 291, 294(α) και 255 του Ποινικού Κώδικα. Στη συνέχεια, αφού σημείωσε ότι η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής στηρίζεται ουσιαστικά σε περιστατική μαρτυρία, παρέθεσε τα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που, κατά την κρίση του, υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ως ακολούθως:

«(α) Ο κατηγορούμενος 3 κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου τύπου βαν με αρ. εγγραφής xxxx59. 

 

     (β) Το αυτοκίνητο αυτό τα ξημερώματα της 25ης Μαρτίου 2015 θεάθηκε μέσα στο χώρο των αποθηκών της παραπονούμενης.

 

     (γ) Το πρωινό της 26ης Μαρτίου 2015 διαπιστώθηκε διάρρηξη σε αποθήκη της παραπονούμενης και κλοπή απ' αυτήν καλωδίων αξίας €8.438,40.-.

 

     (δ) Το πρόσωπο που πληροφόρησε την παραπονούμενη για τις κινήσεις του εν λόγω αυτοκινήτου στο χώρο των αποθηκών της ανέφερε ότι το ακολούθησε και το είδε σε κάποια στιγμή να σταθμεύει σε ανοικτό χώρο παρά τη Λεωφ. Ομονοίας.

 

     (ε) Στον εν λόγω χώρο ακριβώς εντοπίστηκε το συγκεκριμένο αυτοκίνητο από την Αστυνομία και μέσα σε αυτό, μεταξύ άλλων, τα καλώδια που κλάπηκαν από την παραπονούμενη.  Σημειώνεται ότι ο τρόπος που ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο δηλ. με το πίσω μέρος του σε τοίχο υποσταθμού της ΑΗΚ για να μην μπορούν να ανοίξουν οι πόρτες και να εμποδίζεται η οπτική επαφή με το περιεχόμενο του, υποδηλοί σαφώς ότι σκόπιμα έγινε η στάθμευση του με αυτό τον τρόπο εν γνώση του περιεχομένου του.          

 

     (στ) Ο κατηγορούμενος 3 έχει μόνο ένα κλειδί για το αυτοκίνητο και το έχει πάντα μαζί του. Δεν έδωσε σε κανένα το κλειδί αυτό, παρά μόνον το βράδυ της 26/03/15 λόγω ατυχήματος που είχε το έδωσε στον κατηγορούμενο 2.  Άρα τα ξημερώματα της 25ης/03/15 ή και κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος της 2ης κατηγορίας ο μόνος που θα μπορούσε να είχε οδηγήσει το όχημα και να το σταθμεύσει με τον τρόπο που αναφέρθηκε αμέσως πιο πάνω ήταν ο κατηγορούμενος 3.  Καμία άλλη εξήγηση ή λογική εξήγηση δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου από μέρους του κατηγορούμενου 3.  

 

      (ζ)  Εντός του αυτοκινήτου, όπου βρέθηκε η κλοπιμαία περιουσία, εντοπίστηκαν από την Αστυνομία χειροψάλιδο κοπής σιδέρων, χαρτοκόπτης, ένα ζεύγος γάντια, ένα σιγατσάκι με λεπίδα και λεπίδα, όλα αντικείμενα κρίνω που θα μπορούσαν εύλογα να χρησιμοποιηθούν σε διάρρηξη και κλοπή καλωδίων και χωρίς να υπάρχει εν σχέση με αυτά κάποια άλλη εξήγηση μέσα από αποδεκτή μαρτυρία ως προς την χρήση τους. 

 

      (η)  Ο κατηγορούμενος 3 στην κατάθεση του αρνείται ότι τα εν λόγω γάντια είναι δικά του και ισχυρίζεται ότι ούτε καν τα άγγιξε.  Αυτό διαφάνηκε ότι αποτελεί ψέμα αφού η επιστημονική μαρτυρία τον συνέδεσε με τα γάντια αυτά.  Στην ανώμοτη του δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου δε ισχυρίστηκε ότι τα φόρεσε, δίδοντας μια δικαιολογία η οποία δεν γίνεται αποδεκτή όπως αναφέρεται ανωτέρω.»          

 

Περαιτέρω, αφού ανέλυσε τις κατευθυντήριες γραμμές που τέθηκαν από τη νομολογία ως προς το ζήτημα του τι συνιστά «ψεύδος του κατηγορουμένου» κατέληξε ότι ο εφεσείων ηθελημένα είπε ψέματα στην κατάθεσή του, σε συνάρτηση με τα γάντια που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο, κάτι το οποίο έλαβε υπόψη ως περιστατική - ενισχυτική μαρτυρία σε βάρος του. Στη βάση δε όλων των στοιχείων που παρατέθηκαν πιο πάνω, κατέληξε πως ο εφεσείων ήταν ένας εκ των δραστών της διάρρηξης και κλοπής στην αποθήκη της παραπονουμένης και τον έκρινε ένοχο στην κατηγορία αυτή.

 

Με δύο λόγους έφεσης ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της καταδίκης του. Συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλει ότι εσφαλμένα και αντινομικά και κατά παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης έλαβε υπόψη εξ ακοής μαρτυρία, ήτοι την πληροφορία που έλαβε ο ΜΚ2 από ανώνυμο πληροφοριοδότη, και στη βάση αυτής, να καταδικάσει τον εφεσείοντα. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα και/ή αντινομικά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας ψέμα του εφεσείοντα ως προς τα γάντια που βρέθηκαν στο όχημα με αρ. εγγραφής xxxx59.

 

Ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα τόνισε ότι δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του ανώνυμου πληροφοριοδότη, όπως μεταφέρθηκε, ως εξ ακοής, από το ΜΚ2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε κατά την εισήγηση, για αποδοχή της μαρτυρίας στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαράλαμπου Χρυσάνθου, Ποινική Έφεση 137/2015, ημερομηνίας 2.6.2016, απόφαση η οποία φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Abdullah Hazzaz Assad v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 164/2016, ημερομηνίας 6.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B447. Το Δικαστήριο παραγνώρισε, αποδεχόμενο τη μαρτυρία αυτή, τις αρχές που προκύπτουν από αποφάσεις του ΕΔΑΔ (Al-Khawaja and Tahery v. The United Kingdom, Application 26776/05 and 22228/06, ημερομηνίας 15.12.2011), όπου τίθενται κριτήρια για την αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας, χωρίς να εξετάσει κατά πόσο εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση. Παρέπεμψε, περαιτέρω, σε Αγγλική νομολογία επί του θέματος, ήτοι τις υποθέσεις R. v. Davis [2008] 3 All ER461, R v. Mayers and others [2009] 2 All ER 145 και R. v. Ford [2010] EWCA Crim 2250.

 

Κατ΄ αρχάς, θα πρέπει να σημειώσουμε, έχοντας διεξέλθει τα πρακτικά της υπόθεσης, ότι ο ΜΚ2, υπάλληλος της παραπονούμενης εταιρείας, ήταν το πρόσωπο στο οποίο ανέφερε ο ανώνυμος πληροφοριοδότης ότι στις 25.3.2015, ξημερώματα, είδε το όχημα με αριθμούς εγγραφής xxxx59 να κινείται μέσα στο χώρο των αποθηκών, σημείο που είναι περιφραγμένο και, ακολούθως, να εξέρχεται από παράπλευρα κάγκελα. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, με παραπομπή στη συμπληρωματική κατάθεση του ΜΚ2, ότι:

 

«Στην κατάθεση του Τεκμήριο 15 Β (συμπληρωματική) αναφέρει ότι στις 27.3.15 ήλθε στο γραφείο του ένας άγνωστος άνδρας Κύπριος ηλικίας 50 περίπου ετών.  Ο άγνωστος αυτός άνδρας τον ρώτησε αν είχε κλαπεί οτιδήποτε από τις αποθήκες τους και όταν του απάντησε θετικά αυτός του ζήτησε να κρατηθεί η ανωνυμία του για προσωπικούς λόγους και στη συνέχεια του εξιστόρησε τα ακόλουθα: ότι στις 25.3.15 ξημερώματα ενώ περνούσε με το όχημα του στο δρόμο Τραχωνίου προς Ασώματο αντιλήφθηκε ένα όχημα να κινείται μέσα στο χώρο των αποθηκών, σημείο που είναι περιφραγμένο και ακολούθως να εξέρχεται από παράπλευρα κάγκελα, τα οποία ο ίδιος είχε εντοπίσει παραβιασμένα σε αργότερο χρόνο.  Ακολούθως ακολούθησε το εν λόγω όχημα το οποίο έφερε αριθμούς εγγραφής xxx x59 και στο οποίο επέβαιναν δύο άτομα χωρίς όμως να μπορεί να διακρίνει οποιαδήποτε περιγραφή τους.  Ακολούθησε το εν λόγω όχημα μέχρι σε ένα σημείο παρά τη λεωφόρο Ομονοίας όπου ο οδηγός του το στάθμευσε σε ανοικτό χωράφι.  Όπως διέκρινε εκεί στο χώρο βρίσκονταν άλλα 8 περίπου άτομα τα οποία συναντήθηκαν με τα δύο άτομα που επέβαιναν στο αυτοκίνητο.  Περαιτέρω όπως ανέφερε επρόκειτο για νεαρά άτομα.  Εντούτοις αυτός παρέλειψε να ενημερώσει την αστυνομία και στις 26.3.15 το απόγευμα μετέβη στα γραφεία τους με σκοπό να τους ενημερώσει αλλά κατά το χρόνο αυτό δεν υπήρχε κάποιο αρμόδιο πρόσωπο με αποτέλεσμα να αναχωρήσει και να ξαναέλθει σήμερα το πρωί.  Όπως του είπε ο πληροφοριοδότης σε κάποια στιγμή χθες 26.3.15 όταν πέρασε από το σημείο όπου ήταν σταθμευμένο το προαναφερόμενο όχημα το εντόπισε στο ίδιο σημείο ενώ γύρω του υπήρχαν 5 περίπου άτομα τα οποία έδειχναν να το φρουρούν.»

 

Όπως προκύπτει, επίσης, από τη μαρτυρία, ο πληροφοριοδότης δεν ήρθε σε επαφή με την Αστυνομία, ούτε η Αστυνομία γνώριζε περί της ταυτότητάς του, έτσι ώστε να υπάρχει υποχρέωση να κληθεί ως μάρτυρας. Ως εκ τούτου, η παρούσα διαφοροποιείται από υποθέσεις στις οποίες μας παρέπεμψε ο κ. Σαουρής ως προς τα γεγονότα.

 

Εδώ, έγινε αποδεκτή εξ ακοής μαρτυρία από το άτομο που έλαβε την πληροφόρηση, χωρίς να αμφισβητηθεί ότι ο ΜΚ2 έλαβε αυτή την πληροφορία. Το γεγονός ότι πρόκειται περί εξ ακοής μαρτυρία, δεν αποκλείει την προσαγωγή της σύμφωνα με το άρθρο 24 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, ως τροποποιήθηκε. Ως προς τη βαρύτητα που θα δοθεί από το Δικαστήριο σε τέτοια μαρτυρία σχετικό είναι το άρθρο 27 του ίδιου Νόμου.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η πληροφορία που λήφθηκε από το ΜΚ2 και μεταφέρθηκε στην Αστυνομία, οδήγησε στον εντοπισμό του εν λόγω αυτοκινήτου, εντός του οποίου ανευρέθηκε, μεταξύ άλλων, κλοπιμαία περιουσία. Συνεπώς, η πληροφορία αποδείχθηκε, στην ουσία της, ακριβής. Το γεγονός ότι ο πληροφοριοδότης ζήτησε χρήματα για την παροχή της πληροφορίας, επικαλούμενος τη δεινή του οικονομική κατάσταση, δεν επηρεάζει, υπό τις περιστάσεις, τη βαρύτητα που μπορεί να αποδοθεί σ΄ αυτή. Περαιτέρω, η εισήγηση του κ. Σαουρή ότι ενδεχόμενα ο πληροφοριοδότης να ήταν συναυτουργός, παρέμεινε στη σφαίρα της εικασίας.

 

Σε συνάρτηση με το δεύτερο λόγο έφεσης, αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε ότι ο ισχυρισμός στην κατάθεσή του ότι δεν άγγιξε τα γάντια που βρέθηκαν στο όχημά του,  κάτι που διαψεύδεται από την έκθεση του Δρα xxx, αποτελούσε ψέμα που μπορούσε να θεωρηθεί ως ενισχυτική μαρτυρία εναντίον του, κρίνοντας ότι το ψέμα αφορούσε σε ουσιώδες ζήτημα. Η χρησιμοποίηση, όμως, σύμφωνα πάντα με την εισήγηση του εφεσείοντα, των γαντιών στη διάρρηξη παραμένει ένα υποθετικό γεγονός ή μια πιθανολόγηση, χωρίς κανένα έρεισμα στη μαρτυρία. Αν υπήρχε μαρτυρία ότι ο δράστης της διάρρηξης χρησιμοποίησε γάντια, τότε θα εγειρόταν ουσιώδες ζήτημα. Όμως, τέτοια μαρτυρία δεν υπήρχε και, συνεπώς, θα πρέπει αυτό το στοιχείο να παραμεριστεί ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας για την ενοχή του εφεσείοντα.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Όπως ορθά υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260, 268 μέχρι 269, ψέμα που λέχθηκε από τον κατηγορούμενο, είτε εκτός, είτε εντός του Δικαστηρίου, μπορεί να αποτελεί περιστατική μαρτυρία σε βάρος του, αν ικανοποιούνται τα πιο κάτω κριτήρια:

 

«(α)   Το ψέμα πρέπει να είναι ηθελημένο.

(β)   Πρέπει να αναφέρεται σε ουσιώδες ζήτημα.

(γ)   Το κίνητρο για το ψέμα πρέπει να είναι η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας.  Το δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νου ότι είναι ενδεχόμενο κάποιος να λέει ψέματα στην προσπάθεια του, για παράδειγμα, να προβάλει μια δίκαιη υπόθεση ή από ντροπή ή από πανικό.

(δ)  Το ψέμα πρέπει να αποδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία, δηλαδή είτε με παραδοχή είτε με μαρτυρία από ανεξάρτητο μάρτυρα.»

 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το ψέμα που είπε ο εφεσείων για τα γάντια που βρέθηκαν στο αυτοκίνητό του μπορεί να ληφθεί υπόψη ως περιστατική/ενισχυτική μαρτυρία στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:

 

«Ο κατηγορούμενος 3 εδώ κατά την κρίση μου ηθελημένα είπε ψέματα στην κατάθεση του, εν γνώση των αδικημάτων που αντιμετωπίζει και ότι χρησιμοποίησε τα γάντια.  Θεώρησε προφανώς ότι η παραδοχή του ότι τα γάντια που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο μαζί με τα κλοπιμαία και τα άλλα διαρρηχτικά όργανα ήταν δικά του, τα οποία γάντια είναι βέβαια παρεμβάλλω εδώ ένα ουσιώδες αντικείμενο για τη διάπραξη αδικημάτων αυτής της φύσης, πιθανόν να τον συνέδεε με το αδίκημα της 2ης κατηγορίας εν γνώσει του επαναλαμβάνω ότι τα χρησιμοποίησε και γι' αυτό είπε ψέματα. Άρα θεωρώ, διαφωνώντας με τον ευπαίδευτο συνήγορο του κατηγορούμενου 3 και όσα σχετικά αναφέρει στην αγόρευση του, πως το ψέμα του υπό αυτή την έννοια αφορούσε ένα ουσιώδες ζήτημα. Κατ' επέκταση το ψέμα του κατηγορούμενου εδώ λαμβάνεται υπόψη ως περιστατική / ενισχυτική μαρτυρία σε βάρος του.

 

       Με βάση όλα τα πιο πάνω το μοναδικό λογικό συμπέρασμα που συνάγεται κατά την κρίση μου είναι πως ο κατηγορούμενος 3 ήταν ένας εκ των δραστών της διάρρηξης και κλοπής στην αποθήκη της παραπονούμενης και συνεπώς έχω πεισθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας για την ενοχή του στην 2η κατηγορία.»

 

Δεν κρίνουμε ότι υπήρξε σφάλμα στην αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας αυτής ως περιστατικής σε βάρος του εφεσείοντα. Η χρήση των γαντιών όταν χρησιμοποιούνται κατά τη διάπραξη τέτοιου είδους αδικημάτων στοχεύουν στο να μην αφήνονται αποτυπώματα χεριών στα διάφορα αντικείμενα που άγγιξε ο δράστης. Ως εκ τούτου, δε θα μπορούσε να υπάρχει μαρτυρία ότι ο δράστης στη διάρρηξη χρησιμοποίησε γάντια, έτσι ώστε να έχει βάση το επιχείρημα του ευπαίδευτου συνήγορου. Ο εφεσείων προσπάθησε να αποενοχοποιηθεί από τα διάφορα αντικείμενα που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο που αγόρασε λίγες ημέρες προηγουμένως και που μόνο αυτός είχε το κλειδί, αναφέροντας ότι τα βρήκε μέσα στο αυτοκίνητο, χωρίς ο ίδιος να έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτά. Υπενθυμίζουμε ότι στο αυτοκίνητο βρέθηκαν, τόσο τα κλοπιμαία καλώδια, όσο και διαρρηκτικά εργαλεία, καθώς επίσης, και τα γάντια. Η ανεύρεση αυτών των αντικειμένων στο αυτοκίνητό του ήταν άκρως ενοχοποιητική για τον ίδιο και αυτός προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από όλα τα αντικείμενα. Η αποκάλυψη, όμως, ότι υπήρχε επιστημονική μαρτυρία που τον συνέδεε τόσο με το εξωτερικό, όσο και το εσωτερικό των γαντιών τον ανάγκασε να δώσει άλλη εκδοχή ως προς τη σχέση του με αυτά. Στη βάση, λοιπόν, των περιστατικών της υπόθεσης, θεωρούμε ότι ορθά κρίθηκε πως το ψέμα του εφεσείοντα αναφερόταν σε ουσιώδες ζήτημα.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται.

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο