ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
UNIFRAME LTD v. ΦΥΛΑΚΤΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 79/2021, 23/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:B135
PA CHARALAMBOUS TRADING CO LTD ν. ΠΑΝΑΓΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 212/2014, 11/2/2020, ECLI:CY:AD:2020:B54
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ v. ΦΛΩΡΕΝΤΙΝΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 34/2019, 8/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B230
ΔΟΞΑΚΗ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 68/2021, 13/12/2021, ECLI:CY:AD:2021:B566
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΛΗ , Πολιτική Αίτηση Αρ. 13/19, 14/19, 4/3/2019, ECLI:CY:AD:2019:D71
UNIFRAME LTD v. ΦΥΛΑΚΤΟΥ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 80/2021, 23/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:B128
ECLI:CY:AD:2018:B480
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 46/2015
7 Νοεμβρίου, 2018
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
SUREFOOD LTD
Εφεσειόντων
XXXXX ΜΙΧΑΗΛ
Εφεσίβλητου
--------------------------
Χρ. Δημητριάδης, για εφεσείοντες.
Καμία εμφάνιση για τον εφεσίβλητο.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Δυνάμει του άρθρου 89(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (στο εξής ο Νόμος) «Αν σε συνοπτική δίκη κατηγορούμενος ο οποίος δεν έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση να παραστεί αυτοπροσώπως δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 45, παραλείπει να εμφανιστεί στον ορισμένο χρόνο για εμφάνιση, κατόπιν απόδειξης επίδοσης σε αυτόν κλητηρίου εντάλματος το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης και να αποφασίσει στην απουσία του ή, αν θεωρεί σκόπιμο να αναβάλει την υπόθεση και να εκδώσει ένταλμα για τη σύλληψη του δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού.»
Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα εταιρεία επέδωσε στον εφεσίβλητο κατηγορητήριο (Αρ. Ποιν. Υποθ. 9258/12), καταλογίζοντάς του ότι εξέδωσε επ' ονόματι της επιταγή χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση των άρθρων 25 και 35Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και τον καλούσε να εμφανιστεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 29.5.12 για απάντηση στη σχετική κατηγορία.
Ο εφεσίβλητος δεν εμφανίστηκε κατά την πιο πάνω ημερομηνία και εναντίον του εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης, το οποίο ορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο για έλεγχο στις 12.10.12. Παρά το γεγονός όμως ότι το ένταλμα σύλληψης δεν εκτελέστηκε, ο εφεσίβλητος εμφανίστηκε και αφού κατηγορήθηκε απάντησε πως δεν παραδέχεται. Ενόψει τούτου η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση 20.2.13, πλην όμως και πάλι ο εφεσίβλητος δεν εμφανίστηκε και εναντίον του εκδόθηκε νέο ένταλμα σύλληψης το οποίο ορίστηκε για έλεγχο 20.5.13 και στη συνέχεια 20.9.13, ημέρα κατά την οποία ο εφεσίβλητος, αφού το εν λόγω ένταλμα εκτελέστηκε, οδηγήθηκε ενώπιον πρωτόδικου Δικαστηρίου και η ακρόαση της υπόθεσης επαναορίστηκε για τις 28.11.13.
Στις 28.11.13 ο εφεσίβλητος, για ακόμη μια φορά, δεν εμφανίστηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε εναντίον του (τρίτο) ένταλμα σύλληψης, το οποίο εν τέλει εκτελέστηκε και στις 30.6.14 ο εφεσίβλητος εμφανίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ζήτησε άδεια - η οποία και του δόθηκε - για αλλαγή απάντησης στην κατηγορία από μη παραδοχή σε παραδοχή. Αφού παραδέχτηκε ζήτησε χρόνο για εξόφληση της επιταγής, αίτημα το οποίο ικανοποιήθηκε και η υπόθεση ορίστηκε για γεγονότα και ποινή στις 19.9.14, αλλά και πάλι δεν εμφανίστηκε και εναντίον του εκδόθηκε τέταρτο ένταλμα σύλληψης. Επειδή ούτε αυτό το ένταλμα εκτελέστηκε, η υπόθεση επαναορίστηκε για γεγονότα και ποινή στις 5.12.14 και στη συνέχεια 2.5.15, οπόταν το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση και απάλλαξε τον εφεσίβλητο από την κατηγορία που είχε παραδεχτεί. Επί τούτου παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό πρακτικό:-
«Δικαστήριο:
Με δεδομένο ότι είχε δοθεί ευκαιρία στους συνηγόρους των παραπονούμενων να εφοδιάσουν το Πρωτοκολλητείο με νέα στοιχεία μέχρι 23/12/14 ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η εκτέλεση του Ε/Σ το οποίο επεστράφη ανεκτέλεστο και λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν έχουν δοθεί νέα στοιχεία ούτε μέχρι τις 23/12/14 αλλά ούτε και μέχρι σήμερα, η υπόθεση δεν μπορεί να προχωρήσει και ως εκ τούτου απορρίπτεται. Ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται.»
Η εφεσείουσα αντέδρασε στην απαλλαγή του εφεσίβλητου με την παρούσα έφεση, καταλογίζοντας στο πρωτόδικο Δικαστήριο δύο σφάλματα. Το πρώτο, ότι προχώρησε στην απαλλαγή του εφεσίβλητου ενώ αυτός είχε παραδεχτεί την εναντίον του κατηγορία από 30.6.14 (1ος Λόγος Έφεσης) και το δεύτερο, ότι ο Νόμος δεν προβλέπει απόρριψη ποινικής υπόθεσης μετά από παραδοχή (2ος Λόγος Έφεσης).
Όπως συναφώς διατείνεται η εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διακριτική εξουσία να επιβάλει ποινή στον εφεσίβλητο στην απουσία του, διασφαλίζοντας επί του προκειμένου το κύρος της ενώπιον του διαδικασίας. Παρέπεμψε συναφώς στις πρόνοιες του άρθρου 89(1) του Νόμου και στην R. ν. Jones (Re W) (No 2) [1972] 2 All E. R. 731.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση και κατ' αρχάς συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας ότι ο Νόμος δεν προβλέπει απαλλαγή ενός κατηγορουμένου μετά από παραδοχή. Τέτοια πρόνοια, εξάλλου, θα ήταν κατά την άποψή μας παράλογη εφόσον η παραδοχή θέτει τέλος στην αμφισβήτηση της κατηγορίας. Εκτός και αν τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται δεν την στοιχειοθετούν ή όπου ο κατηγορούμενος προβάλλει ισχυρισμούς ασυμβίβαστους με την παραδοχή, οπόταν καταχωρείται μη παραδοχή. Δεν είναι όμως τέτοια η παρούσα περίπτωση. Ο εφεσίβλητος παραδέχτηκε ότι εξέδωσε τη συγκεκριμένη επιταγή η οποία, όταν παρουσιάστηκε στην τράπεζα για πληρωμή, επεστράφη ατίμητη λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων και μάλιστα, μετά την παραδοχή του, στις 30.6.14, ζήτησε χρόνο για εξόφληση της.
Στη βάση των πιο πάνω ό,τι παρέμεινε για το πρωτόδικο Δικαστήριο για σκοπούς επιβολής ποινής ήταν κατά πόσο ο εφεσίβλητος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του έδωσε - κατόπιν ικανοποίησης δικού του αιτήματος - για εξόφληση της επιταγής, ώστε να ληφθεί υπόψιν και το στοιχείο αυτό για επιμέτρηση της ποινής. Επομένως δεν θα έπρεπε να απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο θέμα απαλλαγής του εφεσίβλητου και το ότι προχώρησε στην απαλλαγή του δεν συνιστούσε απλώς νομικό ολίσθημα, αλλά και επιβράβευση της συμπεριφοράς του η οποία ισοδυναμούσε με περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας. Υπ' αυτά τα δεδομένα το ερώτημα που εγείρεται είναι τι θα έπρεπε να πράξει το πρωτόδικο Δικαστήριο ενόψει της μη εκτέλεσης του (4ου) εντάλματος συλλήψεως εναντίον του εφεσίβλητου. Η απάντηση, κατά την άποψή μας, είναι απλή:- Να εφαρμόσει τις πρόνοιες του άρθρου 89(1) του Νόμου, οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παραπέμπουμε συναφώς στην Γρηγορίου ν. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών, Ποιν. Εφ. Αρ. 100/2014 ημερ. 27.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:D448, η οποία ανασκοπεί την επί του θέματος κυπριακή και αγγλική νομολογία και προς τούτο παραθέτει και απόσπασμα από τα συγγράμματα των Λοΐζου και Πική Criminal Procedure in Cyprus (σελ. 79) και Blackstone's Criminal Practice 2016 (σελ. 1923). Ό,τι προκύπτει από τη νομολογία επί του θέματος είναι πως «... η κρατούσα τάση είναι η εκδίκαση να λαμβάνει χώρα στην παρουσία του κατηγορούμενου. Εξίσου όμως δυναμικά προκύπτει η ανάγκη διασφάλισης του κύρους της διαδικασίας ως μέρος της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου να πράττει διαφορετικά αν το θεωρεί ότι η πορεία αυτή προστατεύει και διαφυλάσσει το κύρος της διαδικασίας».
Στην υπό κρίση περίπτωση ο εφεσείων, ενώ του επιδόθηκε το κατηγορητήριο, επέλεξε να μην εμφανιστεί στον ορισμένο χρόνο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εν τέλει όμως εμφανίστηκε και δεν παραδέχτηκε την εναντίον του κατηγορία, την οποία στη συνέχεια παραδέχτηκε αφού εκτελέστηκε εναντίον του ένταλμα σύλληψης. Ακολούθως όμως, προφασιζόμενος ότι θα εξοφλούσε την επιταγή, εξασφάλισε αναβολή της υπόθεσης και επιδεικνύοντας για πολλοστή φορά ασέβεια προς το κύρος της εναντίον του δικαστικής διαδικασίας δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Κάτω από αυτά τα δεδομένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να προχωρήσει στο να του επιβάλει ποινή στην απουσία του (in absentia) προς διασφάλιση του κύρους της διαδικασίας και προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος να περατώνονται οι δίκες σε εύλογο χρόνο. Το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εκδώσει ένταλμα σύλληψης εναντίον του το οποίο δεν εκτελέστηκε, δεν συνιστούσε εμπόδιο να πράξει ως ανωτέρω. Τούτο γιατί είχε διακριτική ευχέρεια να διαφοροποιήσει την επί του θέματος προσέγγισή του εφόσον, όπως εύστοχα παρατηρεί το Εφετείο στην Γρηγορίου (ανωτέρω), η μη διαφοροποίηση «όχι μόνο αντίκειται στον ίδιο το Νόμο αλλά και πλήττει την εγγενή εξουσία του Δικαστηρίου να ελέγχει και να διασφαλίζει τη διαδικασία και να επεμβαίνει με το δέοντα τρόπο αναλόγως με τις δικονομικές εξελίξεις και τα αιτήματα που υποβάλλονται».
Κατ΄ακολουθία των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν έπρεπε να απαλλάξει τον εφεσίβλητο αλλά θα έπρεπε να του επιβάλει ποινή στην απουσία του (in absentia) βάσει των προνοιών του άρθρου 89(1) εφόσον ο εφεσίβλητος, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, είχε πλήρη γνώση της εναντίον του δικαστικής διαδικασίας και συνειδητά δεν άσκησε το δικαίωμα παράστασης του
ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την ορισθείσα ημέρα και ώρα.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η πιο πάνω κατάληξη προδιαγράφει και την επιτυχή έκβαση της έφεσης. Ωστόσο θεωρούμε χρήσιμο να αναφερθούμε και στις πρόνοιες της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016, η οποία στοχεύει στην ενίσχυση του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης κατηγορουμένου στη δίκη του. Σύμφωνα με τις πρόνοιες της εν λόγω Οδηγίας, τα κράτη-μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν αμφότερα τα σκέλη της θέτοντας «σε ισχύ στις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις» έως την 1η Απριλίου 2018. Σε συμμόρφωση δε με την Οδηγία αυτή, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε στις 25.7.2018 το Ν. 110(Ι)/2018, ο οποίος τροποποιεί τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο προσθέτοντας μετά το άρθρο 3 ακόμα τρία άρθρα ως 3Α, 3Β και 3Γ. Χωρίς όμως οποιαδήποτε πρόνοια σε σχέση με το δεύτερο σκέλος της Οδηγίας το οποίο αφορά τη διασφάλιση του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του, δικαίωμα το οποίο διασφαλίζεται πλήρως από το εθνικό μας δίκαιο το οποίο, ταυτόχρονα κωδικοποιεί με το άρθρο 89(1) του Νόμου και την πολύτιμη δυνατότητα που παρέχει το κοινοδίκαιο για εκδίκαση στις κατάλληλες περιπτώσεις υποθέσεων in absentia υπό τους περιορισμούς που έθεσε η νομολογία (R. V. Jones (Anthony) [2003] 1 A.C. 1, H.L.). Η δυνατότητα αυτή, κατά την άποψή μας, δεν θα πρέπει να εξουδετερωθεί και για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία θεωρούμε ότι είναι αρκετό να υιοθετηθούν - χωρίς επιπρόσθετες τροποποιήσεις - οι πρόνοιες της, με παράλληλη τροποποίηση των Ποινικών Εντύπων 9 και 10 ώστε να ενημερώνεται ευθύς εξαρχής ο κατηγορούμενος για τις συνέπειες της μη παράστασής του.
Για όλα τα πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με €2.000 δικηγορικά έξοδα πλέον, ΦΠΑ, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, προς όφελος της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου. Αναφορικά τώρα με το θέμα της ποινής, θα δώσουμε το λόγο στον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας για να εκθέσει τα γεγονότα προτού προχωρήσουμε σε επιβολή ποινής
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/κβπ