ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κωνσταντίνου Ανδρέας ν. Σόνιας Αθανασίου και άλλου (2012) 1 ΑΑΔ 2012
PANTELIS VRAKAS AND ANOTHER ν. THE REPUBLIC (1973) 2 CLR 139
ANDREAS ANASTASSIADES ν. THE REPUBLIC (1977) 2 CLR 97
Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 458
Δημοσθένους Δήμος και Άλλοι ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 129
Aνδρέου Χριστάκης Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 166
Iωάννου Σάββας Πλαστήρα και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 195
Zωμενής Στέλιος ν. Aστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 400
Jovanovic Zoran ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 635
Ρεσλάν Μουσταφά ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 127
Θεοχάρους Κρίνος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 22
Ζακακιώτης Χαράλαμπος ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 175
Ahmad Ahmad Al ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 256
Γεωργίου Αρέστης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 354
Γρηγορίου Γρηγόρης ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 364
Αχτάρ Ανδρέας και Άλλοι ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 397
Αριστείδου Μιχάλης ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 32
Εφραιμίδου Άννα ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 319, ECLI:CY:AD:2014:B288
Θεοφάνουs Θεόδωρος Κώστας ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 161, ECLI:CY:AD:2015:B251
Α.Δ. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 544, ECLI:CY:AD:2016:B296
Ανδρέου Μάριος ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 1147, ECLI:CY:AD:2016:B529
ΧΡΙΣΤΟΦΗ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 156/16, 25/9/2018, ECLI:CY:AD:2018:B414
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:B477
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 191/2016
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
6 Νοεμβρίου, 2018
XXXXX ΕΥΘΥΜΙΟΥ
Εφεσείοντας
και
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητη
***************************
Αντώνης Δημητρίου μαζί με την Ραφαέλλα Καραμανή (κα) για Δημητρίου & Δημητρίου, Για τον Εφεσείοντα
Ξένια Ξενοφώντος (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, Για την Εφεσίβλητη
Εφεσείων παρών
*******************************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
****************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Ο εφεσείων καταδικάστηκε μετά από ακροαματική διαδικασία από το Κακουργιοδικείο Πάφου στις κατηγορίες της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α δηλ. κοκαΐνης συνολικού βάρους 438.9217 γραμμαρίων (κατηγορία 2), της κατοχής του ιδίου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (κατηγορία 3), της κυκλοφορίας του αναλγητικού φαρμάκου φαινακετίνης χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας από το Συμβούλιο Φαρμάκων (κατηγορία 4) και τέλος της κυκλοφορίας φαρμακευτικού προϊόντος (λεβαμισόλης) για το οποίο δεν έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας (κατηγορία 5). Για τα αδικήματα αυτά του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε χρόνων για την κατηγορία 2, δέκα χρόνων για την κατηγορία 3, δεκαοχτώ μήνες για την κατηγορία 4 και δεκαοχτώ μήνες για την κατηγορία 5.
Διατάχθηκε περαιτέρω ενεργοποίηση τεσσάρων μηνών από ανασταλείσα ποινή φυλάκισης στα πλαίσια της Υπόθεσης 19024/13 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα στην κατηγορία της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος (κατηγορία 1) και τους κατηγορούμενους 2, 3 και 4 σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν και η ακρόαση διεξήχθηκε μόνο σ' όσον αφορά τον εφεσείοντα τον οποίον είχε καλέσει σε απολογία στις κατηγορίες 2, 3, 4 και 5 για τις οποίες βρέθηκε ένοχος.
Κατέθεσαν πρωτόδικα συνολικά πέντε μάρτυρες κατηγορίας, όλοι αστυφύλακες, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην έρευνα στα πλαίσια της οποίας εντοπίστηκαν οι ναρκωτικές ουσίες και τα φαρμακευτικά προϊόντα και στη διερεύνηση της υπόθεσης. Ο εφεσείων μετά που κλήθηκε σε απολογία προέβη σε ανώμοτη δήλωση προβάλλοντας την αθωότητα του αρνούμενος οποιαδήποτε σχέση με τα ναρκωτικά που ανευρέθηκαν στην αυλή της κατοικίας της συμβίας του. Δεν κάλεσε δε οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης.
Το Κακουργιοδικείο εκδίδοντας την απόφαση του προέβη καταρχάς σε παράθεση των παραδεκτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων όπως τα είχε εντοπίσει από το σύνολο της μαρτυρίας. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος από την απόφαση:
«Από τα παραδεκτά γεγονότα αλλά και όσα οι πλευρές δήλωσαν ότι είτε δεν αμφισβητούνται είτε ότι αποτελούν κοινό τόπο, προκύπτει ότι στις 05.12.2015 εκδόθηκε ένταλμα έρευνας για δύο οικίες, ισόγεια και ανώγεια, τις υπ΄ αριθμό 10Α και 10Β, που βρίσκονται στην οδό XXXXX 10, στη Μαραθούντα. Οι ως άνω οικίες είναι κτισμένες στο τεμάχιο 1XXXXX0 του Φ. Σχ. 45/61, που αποτελεί ιδιοκτησία της (πρώην) τρίτης κατηγορούμενης, η οποία είναι η μητέρα της (πρώην) δεύτερης και του (πρώην) τέταρτου κατηγορούμενου.
Στις 06.12.2015, μέλη της ΥΚΑΝ στη βάση των ως άνω ενταλμάτων έρευνας προέβησαν σε έρευνα των ως άνω κατοικιών, αρχικά στην ανώγεια κατοικία και στη συνέχεια στην ισόγειο κατοικία, χωρίς να εντοπιστεί οτιδήποτε το ενοχοποιητικό. Έρευνα που διενεργήθηκε στη συνέχεια στους εξωτερικούς χώρους των εν λόγω οικιών, είχε ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό στο έδαφος της αυλής, με τη χρήση «τσάπας», τριών πλαστικών δοχείων, (τεκμήρια 1, 8 και 12) εντός των οποίων εντοπίστηκαν ποσότητες κοκαΐνης, λεβαμισόλης και φαινακετίνης (Τεκμήρια 2-7, 9-11 και 14-18 αντίστοιχα) σε κάθε ένα από τα πιο πάνω πλαστικά δοχεία - τεκμήρια). Η φαινακετίνη αποτελεί αναλγητικό φάρμακο ενώ η λεβαμισόλη αντιπαρασιτικό φάρμακο. Και τα δύο χρησιμοποιούνται σαν αραιωτικό της κοκαίνης. Η κυκλοφορία της φαινακετίνης είναι απαγορευμένη και στην Κύπρο, λόγω αρνητικών επιδράσεων στην υγεία του ανθρώπου (καρκινογόνο, προκαλεί βλάβες στα νεφρά κ.λ.π.) ενώ η λεβαμισόλη, επίσης δεν έχει άδεια κυκλοφορίας και στην Κύπρο, λόγω αρνητικών επιδράσεων στην υγεία του ανθρώπου (καταστροφή ανοσοποιητικού συστήματος κ.λ.π). Επιστημονικές εξετάσεις, σε επίπεδο γενετικού υλικού, οι οποίες έγιναν σε τεκμήρια της υπόθεσης (τεκμήρια 1-19, 21, 23, 25 και 27) στο Εργαστήριο Δικανικής Γενετικής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, δεν κατέδειξαν οποιαδήποτε στοιχεία που να συνδέουν τόσο τον κατηγορούμενο και τους τρεις πρώην συγκατηγορούμενους του, όσο και τρίτο πρόσωπο, την XXXXX Ιωάννου, η οποία ήταν επισκέπτρια στην οικία με αρ. 10Β στην οδό XXXXX στη Μαραθούντα κατά τη στιγμή της έρευνας. Ομοίως, δακτυλοσκοπικός έλεγχος στα τρία πλαστικά δοχεία, (Τεκμήρια 1, 8 και 12) δεν κατέδειξε οποιοδήποτε αξιοποιήσιμο αποτύπωμα.
Το Κακουργιοδικείο συνόψισε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής στο ότι
«οι ως άνω ναρκωτικές ουσίες (κοκαΐνη) συνολικής ποσότητας 441,8745 γραμμαρίων, ως επίσης τα φαρμακευτικά προϊόντα φαινακετίνης, συνολικού βάρους 72,5432 γραμμαρίων και λεβαμισόλης, συνολικού βάρους 248,5534 γραμμαρίων, ανήκουν και/ή σχετίζονται με τον πρώτο κατηγορούμενο, ως η δική του παραδοχή κατά την εξέλιξη της ως άνω έρευνας, κατά τρόπο που να στοιχειοθετούνται σε βάρος του οι κατηγορίες 2, 3, 4 και 5 που του αποδίδονται στο κατηγορητήριο.»
Η εισήγηση της Υπεράσπισης όπως είχε προωθηθεί κατά τη δίκη και τη συνοψίζει στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο είναι ότι
«Η πλευρά του κατηγορούμενου, δεν αμφισβητεί τον εντοπισμό των πιο πάνω ναρκωτικών και φαρμακευτικών προϊόντων στα πλαίσια της έρευνας στις ως άνω οικίες, ωστόσο, αποτελεί θέση του τελευταίου ότι ο ίδιος ουδεμία σχέση έχει με τα ως άνω ανευρεθέντα, απορρίπτοντας κατηγορηματικά τη θέση ότι κατά την διάρκεια της ως άνω έρευνας, ο ίδιος προέβη σε παραδοχές-ενοχοποιητικές ομολογίες που δηλώνουν την σύνδεση και εμπλοκή του, κατά τον αξιόποινο τρόπο που του αποδίδεται, με τα ως άνω ναρκωτικά και φαρμακευτικά προϊόντα.»
Το Κακουργιοδικείο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία έκρινε ότι όλοι ανεξαιρέτως οι μάρτυρες - αστυνομικοί απέδωσαν την πραγματικότητα στο Δικαστήριο χωρίς διαπλάσεις, εξογκώσεις ή υπερβολές, παρουσιάζοντας μια ενιαία και συμπαγή εικόνα επί των ουσιωδών γεγονότων. Ήταν η διαπίστωση του ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε από πλευράς υπεράσπισης που να είναι ικανό να κλονίσει την αξιόπιστη εικόνα που παρουσίασαν και γενικότερα την ποιότητα της μαρτυρίας τους. Απέρριψε την εκδοχή της υπεράσπισης ότι η όλη μαρτυρία ήταν κατασκευασμένη, για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφαση του, προσθέτοντας ότι τα όσα αναφέρει ο εφεσείων στην ανώμοτη δήλωση του ήταν αντίθετα στα όσα είχαν αποδειχθεί.
Κατέληξε δε στα ευρήματα του, μέρος των οποίων συνιστούν τα πιο πάνω παραδεκτά γεγονότα. Παραθέτουμε στη συνέχεια και άλλα που μας ενδιαφέρουν:
«...............................................................................................
Κατά την έρευνα στους εξωτερικούς χώρους, εντός του τεμαχίου γης που βρίσκονται οι δύο ως άνω κατοικίες, ήτοι του τεμαχίου 1XXXXX0, Φ.Σχ. 45/61 στη Μαραθούντα, εντοπίστηκαν διαδοχικά μετά από σκάψιμο με τσάπα, θαμμένα σε κάποιο βάθος στο έδαφος, τρία πλαστικά δοχεία, (τεκμήρια 1, 8 και 12) τα οποία περιείχαν άσπρη σκόνη που όπως διαπιστώθηκε, είναι κοκαΐνη, λεβαμισόλη και φαινακετίνη. Το πρώτο σημείο που εντοπίστηκε το τεκμήριο 1 με το περιεχόμενο του (τεκμήρια 2 έως 7) βρίσκεται 2,5 μέτρα εντός του ως άνω τεμαχίου (φωτογραφία αρ. 9 τεκμηρίου 35). Το δεύτερο σημείο που εντοπίστηκε το τεκμήριο 8 με το περιεχόμενο του (τεκμήρια 9 έως 11) βρίσκεται 3 μέτρα εντός του ως άνω τεμαχίου (φωτογραφία αρ. 19 τεκμηρίου 35). Το τρίτο σημείο που εντοπίστηκε το τεκμήριο 12 με το περιεχόμενο του (τεκμήρια 13 έως 18) βρίσκεται 4 μέτρα εντός του ως άνω τεμαχίου (φωτογραφία αρ. 26 τεκμηρίου 35). Και τα τρία σημεία υποδεικνύονται σε σχετικό σχέδιο του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας όπου εμφαίνεται το ως άνω τεμάχιο 1XXXXX0 στην κοινότητα Μαραθούντας στην Πάφο (τεκμήριο 37). Με τον εντοπισμό του πρώτου δοχείου (τεκμήριο 1) και αφού επιστήθηκε η προσοχή των πέντε προσώπων στο νόμο, απάντησαν ότι δε γνώριζαν οτιδήποτε. Με τον εντοπισμό του δεύτερου δοχείου (τεκμήριο 8) και αφού επιστήθηκε η προσοχή των πέντε προσώπων στο νόμο, ο κατηγορούμενος απάντησε με τις λέξεις «εν δικά μου». Με τον εντοπισμό του τρίτου δοχείου (τεκμήριο 12) και αφού πάλι επιστήθηκε η προσοχή των πέντε προσώπων στο νόμο, απάντησε και πάλι ο κατηγορούμενος: «εν δικό μου, ποιου εν που ένει, εν ούλλα εμένα του άχρηστου, τούτον έσιη μέσα μισό κιλό.» Ο κατηγορούμενος ενημερώθηκε ξεχωριστά στις δύο περιπτώσεις, μετά από τις ως άνω δηλώσεις-παραδοχές του, ότι είχε δικαίωμα επικοινωνίας με δικηγόρο πλην όμως ανέφερε ότι θα ασκούσε το εν λόγω δικαίωμα αργότερα. Επίσης, ο κατηγορούμενος κλήθηκε να υπογράψει το ημερολόγιο ενεργείας που τηρούσε ο υπεύθυνος για τη διεξαγωγή της έρευνας λοχίας της αστυνομίας, (Μ.Κ.2) πλην όμως ανέφερε στην πρώτη περίπτωση ότι δεν επιθυμούσε να υπογράψει οτιδήποτε προτού συμβουλευθεί το δικηγόρο του, κάτι που θα έκανε αργότερα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση αρνήθηκε και πάλι να το πράξει, λέγοντας ότι δεν επιθυμούσε να υπογράψει οτιδήποτε.
Από την ανεύρεση του πρώτου δοχείου - τεκμήριο 1 - ο Μ.Κ.3 έλαβε αριθμό φωτογραφιών - τεκμήριο 35 - στις οποίες εμφαίνονται μεταξύ άλλων, τα σημεία όπου εντοπίστηκαν τα τρία δοχεία καθώς και ο κατηγορούμενος με τον Μ.Κ.5 (βλέπε φωτογραφίες 8, 9, 19 και 26).
Η έρευνα συνεχίστηκε και μετά την ανεύρεση των τριών δοχείων με σκάψιμο του εδάφους, όπου αυτό ήταν εφικτό, και σε άλλα σημεία της αυλής. Όταν ολοκληρώθηκε η έρευνα, πλην της Ευτυχίας Ιωάννου, τα υπόλοιπα τέσσερα πρόσωπα κλήθηκαν από την αστυνομία όπως ακολουθήσουν τους αστυνομικούς στα γραφεία της ΥΚΑΝ, πράγμα που αποδέχτηκαν. Μεταφέρθηκαν με υπηρεσιακά οχήματα της αστυνομίας συνοδευόμενοι στα γραφεία της ΥΚΑΝ Πάφου. Ο κατηγορούμενος, στις 12:48 της 06.12.2015 είχε τηλεφωνική επικοινωνία με δικηγόρο. Η ώρα 13:25 της ίδιας ημέρας, αφού εξασφαλίστηκαν σχετικά δικαστικά εντάλματα τα τέσσερα πιο πάνω πρόσωπα συνελήφθηκαν και ενημερώθηκαν γραπτώς για όλα τα δικαιώματα που είχαν ως κρατούμενοι. Όλοι τους επικοινώνησαν με τους δικηγόρους τους.
Στη συνέχεια ο Μ.Κ.5, μεταξύ των ωρών 13:50 με 14:20, στα γραφεία της ΥΚΑΝ Πάφου, συσκεύασε και σφράγισε όλα τα ανευρεθέντα, κατά την έρευνα τεκμήρια, στην παρουσία του κατηγορούμενου, της Λοίζου, της Ανδρέου και του Χαραλάμπους (πρώην κατηγορούμενοι 2, 3 και 4), αφού προηγουμένως τους επέστησε την προσοχή τους στο Νόμο. Τους εξήγησε δε τη διαδικασία συσκευασίας και σφράγισης. Όλοι υπέγραψαν τη σχετική σφράγιση, οπότε ο μάρτυρας έθεσε όλα τα τεκμήρια της αστυνομίας υπό την ασφαλή του φύλαξη.
Η παραλαβή, συσκευασία, σφράγιση, φύλαξη και διακίνηση όλων των τεκμηρίων που παραλήφθηκαν από τη σκηνή, μέχρι την κατάθεση τους στο Δικαστήριο, έγινε ορθά και νομότυπα χωρίς να επέλθει οποιαδήποτε αλλοίωση ή επέμβαση από οποιονδήποτε, πλην για επιστημονικές εξετάσεις σε επίπεδο γενετικού υλικού και δακτυλοσκοπικού ελέγχου, στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης.
.................................................................................................
Εντός του πρώτου δοχείου (τεκμήριο 1) εντοπίστηκαν τα τεκμήρια 2 έως 7. Το τεκμήριο 2 είναι συνολικού βάρους 4,5761 γραμμαρίων κοκαΐνης αναμεμειγμένη με λεβαμισόλη με περιεκτικότητα κοκαΐνης 2,9058 γραμμάρια και 1,6703 γραμμάρια λεβαμισόλης. Το τεκμήριο 4 είναι συνολικού βάρους 7,9981 γραμμαρίων κοκαΐνης αναμεμειγμένη με λεβαμισόλη με περιεκτικότητα κοκαΐνης 5,0788 γραμμάρια και 1,9102 γραμμάρια λεβαμισόλης. Το τεκμήριο 5 είναι συνολικού βάρους 5,2335 γραμμαρίων κοκαΐνης αναμεμειγμένη με λεβαμισόλη με περιεκτικότητα κοκαΐνης 3,3233 γραμμάρια και 1,9102 γραμμάρια λεβαμισόλης. Το τεκμήριο 7 είναι συνολικού βάρους 3,2545 γραμμαρίων κοκαΐνης αναμεμειγμένη με λεβαμισόλη με περιεκτικότητα κοκαΐνης 2,0666 γραμμάρια και 1,1879 γραμμάρια λεβαμισόλης.
Εντός του δεύτερου δοχείου (τεκμήριο 8) εντοπίστηκαν τα τεκμήρια 9 έως 11. Το τεκμήριο 9 είναι συνολικού βάρους 98,7255 γραμμαρίων κοκαΐνης αναμεμειγμένη με λεβαμισόλη με περιεκτικότητα κοκαΐνης 58,4751 γραμμάρια και 40,2504 γραμμάρια λεβαμισόλης. Το τεκμήριο 10 είναι συνολικού βάρους 76,9464 γραμμαρίων κοκαΐνης αναμεμειγμένη με λεβαμισόλη με περιεκτικότητα κοκαΐνης 45,5754 γραμμάρια και 31,3710 γραμμάρια λεβαμισόλης. Το περιεχόμενο του τεκμηρίου 11 συνιστά φαινακετίνη, συνολικού βάρους 72,5432 γραμμαρίων.
Εντός του τρίτου δοχείου (τεκμήριο 12) εντοπίστηκαν τα τεκμήρια 14 έως 18. Το τεκμήριο 14 είναι συνολικού βάρους 98,9327 γραμμαρίων κοκαΐνης αναμεμειγμένη με λεβαμισόλη με περιεκτικότητα κοκαΐνης 67,1061 γραμμάρια και 31,8266 γραμμάρια λεβαμισόλης. Το τεκμήριο 15 είναι συνολικού βάρους 98,8761 γραμμαρίων κοκαΐνης αναμεμειγμένη με λεβαμισόλη με περιεκτικότητα κοκαΐνης 67,0677 γραμμάρια και 31,8084 γραμμάρια λεβαμισόλης. Το τεκμήριο 16 είναι συνολικού βάρους 99,6637 γραμμαρίων κοκαΐνης αναμεμειγμένη με λεβαμισόλη με περιεκτικότητα κοκαΐνης 67,6019 γραμμάρια και 32,0618 γραμμάρια λεβαμισόλης. Το τεκμήριο 17 είναι συνολικού βάρους 97,9884 γραμμαρίων κοκαΐνης αναμεμειγμένη με λεβαμισόλη με περιεκτικότητα κοκαΐνης 66,4655 γραμμάρια και 31,5229 γραμμάρια λεβαμισόλης. Το τεκμήριο 18 είναι συνολικού βάρους 98,2309 γραμμαρίων κοκαΐνης αναμεμειγμένη με λεβαμισόλη με περιεκτικότητα κοκαΐνης 66,6300 γραμμάρια και 31,6009 γραμμάρια λεβαμισόλης.
Το συνολικό βάρος των ουσιών που εντοπίστηκαν θαμμένα στο έδαφος, και στα τρία δοχεία (τεκμήρια 1, 8 και 12), ειδικότερα στα τεκμήρια 2, 4, 5, 7, 9, 10, 11, 14, 15, 16, 17 και 18 που εντοπίστηκαν στα ως άνω τρία δοχεία, συνίστανται, ως αποτελεί τούτο παραδεκτό γεγονός, (τεκμήριο 52) σε 452.2962 γραμμάρια κοκαΐνης, σε 238.1297 γραμμάρια λεβαμισόλης και σε 72.5432 γραμμάρια φαινακετίνης.»
Στη βάση των ευρημάτων του και υπό το φως της νομικής πτυχής της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι οι δηλώσεις - ομολογίες του εφεσείοντα στη σκηνή σε σχέση με τις ναρκωτικές ουσίες και τα φαρμακευτικά προϊόντα που ανευρέθηκαν μαζί κατά τη διάρκεια της έρευνας, ήταν εθελούσιες και αληθινές, συνιστώντας ουσιαστικά θεληματικές δηλώσεις ενοχής και ομολογίες. Έκρινε ότι αυτές ήταν τόσο ισχυρές, σαφείς και κατηγορηματικές που από μόνες τους επέτρεπαν την κατάληξη πέρα από κάθε λογική αμφιβολία για την ενοχή του εφεσείοντα. Παρά τη διαπίστωση του αυτή το Κακουργιοδικείο προχώρησε στην αναζήτηση στοιχείων ενισχυτικών του περιεχομένου των δηλώσεων/ομολογιών και έκρινε ως τέτοια την εκ των υστέρων επιβεβαίωση του βάρους των ουσιών που εντοπίστηκαν στο τρίτο δοχείο που ήταν πράγματι εκείνη που δήλωσε ο εφεσείων ευθύς εξ αρχής, την ανεύρεση των ουσιών στην αυλή της απομονωμένης κατοικίας στο χωρίο Μαραθούντα που διέμενε και στην οποία εντοπίστηκαν και τρεις σκύλοι, την επανάληψη της παραδοχής του ως προς την εμπλοκή του και τη σχέση του με τις ουσίες αυτές σε ελάχιστο χρόνο η μια από την άλλη και τέλος τη συμμετοχή του στην υπόδειξη των σχετικών σημείων.
Στη βάση όλων των ευρημάτων του το Κακουργιοδικείο απέδωσε ευθύνη στον εφεσείοντα για ό,τι ξεκάθαρα και χωρίς ενδοιασμό είχε ουσιαστικά και απερίφραστα παραδεχθεί και ομολογήσει, απορρίπτοντας κάθε διαφορετική ερμηνεία που ο εφεσείων προσπάθησε να προσδώσει στις δηλώσεις/ομολογίες.
Κατέληξε στη συνέχεια ότι η ποσότητα κοκαΐνης που ο εφεσείων είχε στην κατοχή του ήταν 438.9217 γραμμάρια, αφού δεν προσμέτρησε την ποσότητα του πρώτου δοχείου, την οποία κοκαΐνη κατείχε με σκοπό την προμήθεια της σε άλλα πρόσωπα. Ήταν περαιτέρω διαπίστωση του ότι ο εφεσείων είχε επιπρόσθετα στην κατοχή του 230.4420 γραμμάρια λεβαμισόλης εφόσον δεν προσμέτρησε η ποσότητα που ανεβρέθη στο πρώτο δοχείο.
Προχώρησε τέλος στην καταδίκη του εφεσείοντα στις κατηγορίες 2, 3, 4 και 5 που έκρινε ότι είχαν αποδειχθεί για μικρότερη όμως ποσότητα κοκαΐνης και λεβαμισόλης απ' αυτή που αναφέρεται στο κατηγορητήριο, σ' όσον αφορά τις κατηγορίες 2, 3 και 5, δικαίωμα που του παρείχε το άρθρο 85(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155 και η νομολογία (βλ. Issa and Another v. The Republic (1999) 2 C.L.R. 39 και Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458)
Ο εφεσείων προσέβαλε την απόφαση του Κακουργιοδικείου ως λανθασμένη με 18 λόγους έφεσης που στρέφονται τόσο εναντίον της καταδίκης (λόγοι έφεσης 8 - 21) όσο και εναντίον της ποινής ως υπερβολικής (λόγοι έφεσης 22-25). Σημειώνεται ότι οι λόγοι έφεσης 1-7 είχαν αποσυρθεί από πλευράς εφεσείοντα εκκρεμούσης της έφεσης και απορριφθεί.
Όλοι οι λόγοι έφεσης που προσβάλλουν την καταδίκη του εφεσείοντα είναι συναφείς και έχουν ως κεντρικό άξονα τις δηλώσεις/ομολογίες του εφεσείοντα στη σκηνή ως κατ' ισχυρισμόν ανύπαρκτες και μη δυνάμενες να υποστηρίξουν καταδίκη. Σ' όσον αφορά «τα ενισχυτικά στοιχεία» των ομολογιών προώθησε τη θέση ότι θα έπρεπε να προσμετρήσουν υπέρ της αθώωσης του και όχι της καταδίκης του.
Ο εφεσείων υποστήριξε ότι το Κακουργιοδικείο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία και ότι δεν έπρεπε να δεχθεί την εκδοχή των μαρτύρων κατηγορίας ότι ο εφεσείων προέβη στις ισχυριζόμενες ή οποιεσδήποτε ομολογίες στη σκηνή. Αντίθετα ήταν εισήγηση του ότι θα έπρεπε να αποδεχθεί τα όσα υποστήριξε ο ίδιος ότι δηλαδή δεν προέβη σε καμιά ομολογία. Θα έπρεπε επίσης, κατά την άποψη του, να προσμετρήσουν υπέρ της εκδοχής του διάφορα άλλα στοιχεία όπως ότι την αρνητική αυτή θέση είχε προβάλει από την πρώτη στιγμή που κλήθηκε να υπογράψει το ημερολόγιο ενεργείας στη σκηνή, ότι στην απάντηση του κατά τη σύλληψη του (Τεκμήριο 43) και στη γραπτή του κατάθεση (Τεκμήριο 38), προβάλλει παντελή άρνηση και η ύπαρξη αναφοράς στο Έντυπο 161 για επιστημονική εξέταση τεκμηρίων ότι τα ανακρινόμενα πρόσωπα αρνήθηκαν ενοχή. Βασικά επίσης στοιχεία υπέρ της εισήγησης του, ότι δεν είχε καμιά σχέση με τα ναρκωτικά ή την κατοικία, θεωρεί ο εφεσείων τον μη εντοπισμό δικού του γενετικού υλικού στα δοχεία αλλά αγνώστου αντρός και ότι δεν διέμενε στη συγκεκριμένη κατοικία αλλά στη Λεμεσό με τη νόμιμη σύζυγο του. Παραπονείται περαιτέρω ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη λανθασμένα κριτήρια, όπως τη φωτογραφία στη σκηνή που δήθεν τον παρουσίαζε να κρατά το κεφάλι του με τα δύο του χέρια ενώ δεν είναι αυτό που απεικονίζει η φωτογραφία ή την παρουσία των σκύλων που κινούντο ελεύθερα και δεν εμπόδισαν την έρευνα, ενώ ο ένας εξ αυτών απεβίωσε την επόμενη μέρα λόγω γήρατος.
Το θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους μέσα στο Δικαστήριο από το εδώλιο του μάρτυρα. Αν από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει παρουσιασθεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν αυθαίρετη ή ολότελα λανθασμένη, ενόψει αδιαμφισβήτητων στοιχείων της μαρτυρίας που δυνατόν να οδηγήσουν τρίτο συνετό πρόσωπο σε αντίθετη κρίση ή τα ευρήματα συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν με την προσκομισθείσα μαρτυρία. Σε τέτοιες περιπτώσεις το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει παραμερίζοντας τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και καταλήγοντας το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα. (βλ. Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 655 και Χριστοφή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 156/16 ημ. 25/9/2018), ECLI:CY:AD:2018:B414.
Έχουμε εξετάσει με μεγάλη προσοχή τις εισηγήσεις που υποβλήθηκαν από πλευράς υπεράσπισης και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείται η οποιαδήποτε επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν τέθηκε κανένα στοιχείο που να καθιστά την αξιολόγηση των μαρτύρων κατηγορίας τρωτή. Το Κακουργιοδικείο έκρινε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, αστυνομικών, ότι παρουσίασαν ενιαία και συμπαγή εικόνα σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα χωρίς να διαπιστώνονται αντιφάσεις, αυτοαναιρέσεις ή άλλα κλονιστικά στοιχεία που να θίγουν την καθόλα θετική ποιότητα της αξιοπιστίας τους. Σ' όσον αφορά τη φωτογραφία 8 που λήφθηκε στη σκηνή στην οποία αποδίδεται στον εφεσείοντα να κρατά το κεφάλι του με τα δυο του χέρια κατά το χρόνο που προέβαινε στις ομολογίες, στάση που καταδείκνυε, κατά το ΜΚ2, εμφανή ανησυχία, είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε όχι μόνο τη συγκεκριμένη φωτογραφία που πράγματι κρατά το κεφάλι του με τα δυο του χέρια, αλλά και άλλες της δέσμης των φωτογραφιών (Τεκμήριο 35) που απεικονίζουν τον εφεσείοντα, ιδιαίτερα τις 19 και 26. Η διαπίστωση του ΜΚ2 ότι από τις φωτογραφίες ήταν εμφανής η ανησυχία του εφεσείοντα κατά το χρόνο που προέβαινε στις ομολογίες, δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν. Δεν χρειάζεται κάποιος να είναι εμπειρογνώμονας για να προβεί στη διαπίστωση αυτή, ως η εισήγηση από πλευράς εφεσείοντα.
Το Κακουργιοδικείο δεν περιορίστηκε μόνο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής αλλά εξέτασε και την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα, παραπέμποντας σε νομολογία ως προς την αποδεικτική της αξία, και τα όσα προβάλλει στη γραπτή του κατάθεση ότι δηλ. δεν είχε καμιά σχέση με τα ναρκωτικά και ότι οι ομολογίες ήταν ψέματα χωρίς από την άλλη να παραβλέπει και την στερεότυπη απάντηση του εφεσείοντα στις ερωτήσεις του αστυνομικού «δεν ξέρω, δεν γνωρίζω» «ό,τι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο». Το Κακουργιοδικείο δεν προσέδωσε οποιαδήποτε πειστικότητα στην ανώμοτη δήλωση, το περιεχόμενο της οποίας έκρινε ότι ήταν κάθετα αντίθετο με όσα είχε αποδεχθεί κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Προσθέτει δε στη συνέχεια ότι η γενικότητα της θέσης του εφεσείοντα δεν ήταν ικανή να κλονίσει την καθόλα αληθινή μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής.
Ως προς την αξία της ανώμοτης δήλωσης σχετική είναι η υπόθεση Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, όπου στη σελ. 24 αναφέρονται τα εξής:
«Η ανώμοτη δήλωση ενός κατηγορουμένου εξετάζεται και αξιολογείται μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας, ανάλογα και με το πώς ταιριάζει στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν μπορεί όμως να εξομοιωθεί με μαρτυρία με την έννοια να είναι ικανή να αντικρούσει μια ένορκη μαρτυρία που κρίθηκε ήδη από το δικαστήριο ως αξιόπιστη. (βλ μεταξύ άλλων Vrakas & Another v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, 188-191, Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, σελ. 113, 215, Khadar v. Republic (1978) 2 C.L.R. 152, 245-288, Δημοσθένους κ.ά. v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 129 και Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195). Στο γενικό αυτό κανόνα υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις όπου τα γεγονότα όπως τα απέδειξε με τη μαρτυρία της η Κατηγορούσα Αρχή είναι τέτοια που χρήζει να δοθεί κάποια εξήγηση από τον κατηγορούμενο ιδιαίτερα εκεί που μια τέτοια εξήγηση εμπίπτει στη δική του αποκλειστική γνώση.»
Στην υπόθεση Α. Δ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 91/2014, ημερ. 22/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:B296 έγινε εκτενής ανάλυση των αρχών που διέπουν τον τρόπο προσέγγισης ανώμοτης δήλωσης από το Δικαστήριο. Αναφέρθηκε ότι:
«....δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα στον τρόπο που ένα Δικαστήριο θα πρέπει να προσεγγίσει την ανώμοτη δήλωση ενός κατηγορουμένου (βλ. To Δίκαιο της Απόδειξης, Ηλιάδης & Σάντης, Έκδοση 2014, σελ. 10-11). Όπως προκύπτει από την κυπριακή και ξένη νομολογία, τα πάντα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και τι ακριβώς προβάλλει ο κατηγορούμενος, π.χ. κατά πόσο προβάλλει απλώς την αθωότητά του ή προβάλλει κάποιο άλλοθι ή προσπαθεί να αντικρούσει ένορκη μαρτυρία ή απλώς να εξηγήσει τη νοητική του κατάσταση, εξήγηση η οποία όμως δεν έρχεται σε αντίθεση με δοθείσα μαρτυρία ή εγείρει θέμα αυτοάμυνας. Η κάθε περίπτωση χρήζει διαφορετικής προσέγγισης (βλ. DPP v. Walker [1974] 1 WLR 1090, 1096E). Τόσο στην Κύπρο όσο και σε άλλες χώρες του κοινοδικαίου, το δικαίωμα του κατηγορούμενου να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, κατά καιρούς προβλημάτισε τα Δικαστήρια. Γι' αυτό στην Αγγλία το συγκεκριμένο δικαίωμα καταργήθηκε με το άρθρο 72 του Criminal Justice Act 1982, εφόσον θεωρήθηκε ότι δημιουργούσε πολύ περισσότερα προβλήματα παρά οφέλη στον κατηγορούμενο και πέραν τούτου, ελάχιστα εξυπηρετούσε τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης (βλ. Mills and Others v. The Queen [1995] 1 WLR 511). Στην Κύπρο όμως ακόμη δεν καταργήθηκε το δικαίωμα, αν και ωρίμασε ο καιρός, γι' αυτό θα πρέπει να συνοψίσουμε τη νομολογία ώστε να εξετάσουμε στη συνέχεια τον λόγο έφεσης.
Για να γίνουν πιο κατανοητές οι νομολογιακές απαιτήσεις, θα πρέπει να υπομνήσουμε ότι στην Αγγλία, όταν ίσχυε ακόμα το δικαίωμα, οι ένορκοι και όχι ο Δικαστής ήταν οι κριτές μιας ανώμοτης δήλωσης και αυτοί έφεραν το βάρος για να αποφασίσουν ποια βαρύτητα θα της έδιναν. Επειδή όμως οι ένορκοι είναι άνθρωποι της καθημερινότητας, χωρίς νομική παιδεία, καθοδηγούνταν από το Δικαστή που εκδίκαζε την υπόθεση.
Γι' αυτό, όποιο λεκτικό και να χρησιμοποιηθεί στην εξέταση μιας ανώμοτης δήλωσης, πρέπει να έχει σαν βάση την κοινή λογική και τα ελάχιστα προαπαιτούμενα τα οποία συνιστούν την κοινή συνισταμένη της νομολογίας. Οι ένορκοι, στην περίπτωση της Αγγλίας, όταν ακόμα ίσχυε το δικαίωμα, και στην Κύπρο ο Δικαστής, μπορεί να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι η ανώμοτη δήλωση δεν είναι μαρτυρία υπό την έννοια ότι δεν έχει ελεγχθεί με αντεξέταση[2]. Απ' εκεί και πέρα, μπορεί να λεχθεί στους ενόρκους ότι είναι ελεύθεροι να δώσουν στην ανώμοτη δήλωση εκείνη τη βαρύτητα που οι ίδιοι θεωρούν ότι αρμόζει στις περιστάσεις της υπόθεσης (βλ. Απόδειξη, Γ.Κακογιάννη, 1983, σελ. 253 και Phipson on Evidence, 15th Ed., p. 235). Όμως, η ειδοποιός διαφορά είναι ότι οι ένορκοι δεν έχουν υποχρέωση να δώσουν οποιαδήποτε αιτιολογία για την όποια επιλογή τους, σε αντίθεση με το Δικαστή ο οποίος αισθάνεται ότι θα πρέπει τουλάχιστο να εξηγήσει τη βαρύτητα που τελικά θα δώσει στην ανώμοτη δήλωση για σκοπούς καλύτερης αιτιολόγησης της απόφασής του. Και εδώ ξεκινούν τα προβλήματα και παράπονα των κατηγορουμένων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ότι δηλαδή ο Δικαστής υπερέβη τα όρια και εξέτασε την ανώμοτη δήλωση ως να ήταν μαρτυρία. Όμως εάν ο Δικαστής ενεργούσε όπως οι ένορκοι και δεν έδιδε οποιαδήποτε αιτιολογία, ενδεχομένως να διατυπώνετο άλλη μομφή εναντίον της απόφασής του, όπως έγινε στην Αχτάρ κ.α. ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 397. Έχουμε την άποψη ότι ο Δικαστής βρίσκεται σε κάπως διαφορετική θέση από τους ενόρκους και θα πρέπει να δώσει κάποια ένδειξη, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, για τον τρόπο που προσέγγισε την ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου. Περισσότερο θα πρέπει να καθοδηγήσει τον εαυτό του σύμφωνα με τη νομολογία ότι η αποδεικτική αξία μιας ανώμοτης δήλωσης είναι μάλλον πειστική παρά αποδεικτική (βλ. R. v. Coughlan [1976] Crim.L.R. 629, Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας, ανωτέρω και Εφραιμίδου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 134/13, ημερ. 2.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B288). Γι' αυτό εξετάζοντας την βαρύτητα που θα δώσει στην ανώμοτη δήλωση, θα πρέπει να έχει υπόψη το σύνολο των γεγονότων. Για παράδειγμα, αν κρίνει ότι η δήλωση είναι πειστική, μπορεί να προσεγγίσει διάφορα γεγονότα που έχει ενώπιον του, με διαφορετικό τρόπο. Όμως, αν κρίνει ότι η ανώμοτη δήλωση δεν είναι καθόλου πειστική, τότε το θέμα τελειώνει εκεί. Για να καταλήξει όμως ως προς τη βαρύτητα που θα πρέπει να της προσδώσει, είναι αναπόφευκτη η εξέτασή της έχοντας υπόψη το σύνολο των γεγονότων και ιδιαίτερα εκείνα τα στοιχεία μαρτυρίας που είναι αναντίλεκτα ή δεν χωρούν αμφισβήτηση (βλ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 195). Η αξιολόγηση του δικαστηρίου δεν πρέπει να γίνεται αποσπασματικά ή να χρησιμοποιείται μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως σταθερή βάση για να κριθεί η ανώμοτη δήλωση του κατηγορουμένου (βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 354). Θα πρέπει να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι η δήλωση δεν είναι μαρτυρία και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποδείξει οποιοδήποτε γεγονός για το οποίο υπάρχει άλλη μαρτυρία που να το αποδεικνύει. Όπως αναφέραμε, η δήλωση έχει περισσότερο πειστική αξία, γι' αυτό σε περίπτωση που κριθεί πειστική, μπορεί να επενεργήσει στο μυαλό των ενόρκων και του Δικαστή κατά τρόπο που να τους ωθήσει να δουν τα γεγονότα που αποδείχθηκαν με μαρτυρία, με διαφορετικό μάτι (R. v. Coughlan, ανωτέρω).
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν στη συνέχεια αυτούσιες στην πρόσφατη υπόθεση Ονησίφορος Κόλιας ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 106/2015, 126/2015 και 127/2015, ημερ. 17/5/2018.
Εξετάζοντας τον τρόπο που το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα, το περιεχόμενο της οποίας είναι περίπου το ίδιο με της γραπτής του κατάθεσης, δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το μεμπτόν∙ εφόσον έκρινε ότι η ανώμοτη δήλωση στερείτο πειστικότητας τότε, το θέμα τελείωσε εκεί. Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα με επιμέλεια δίνοντας επαρκείς εξηγήσεις ως προς την απόφαση του να τη θεωρήσει μη πειστική και να μην της προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα.
Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε επίσης και το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης (Τεκμήριο 38) του εφεσείοντα, το οποίο και απέρριψε ενόψει αποδοχής της μαρτυρίας των ΜΚ2, 3, 4 και 5 ως καθόλα αξιόπιστης, προσθέτοντας ότι δεν είχε οποιοδήποτε ενδοιασμό πως ο εφεσείων, αντίθετα με τις αναφορές του στην κατάθεση του, όντως τοποθετήθηκε κατά τον τρόπο που του αποδίδεται από τους μάρτυρες αστυνομικούς μετά τον εντοπισμό του δεύτερου και του τρίτου δοχείου στη σκηνή (Τεκμήρια 8 και 12).
Συνεπώς οι εισηγήσεις του εφεσείοντα περί λανθασμένης κρίσης του Κακουργιοδικείου να μη θεωρήσει πειστική την ανώμοτη δήλωση ή λανθασμένης απόρριψης της γραπτής του κατάθεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του έδωσε έμφαση στην απουσία γενετικού υλικού του εφεσείοντα στις συσκευασίες των ναρκωτικών και των άλλων ουσιών γεγονός που, σε συνάρτηση με την παρουσία γενετικού υλικού στα τεκμήρια αγνώστου αντρός, κατά την άποψη του, επιβεβαιώνει τη θέση του περί κατασκευασμένης υπόθεσης κατά του εφεσείοντα.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε και αυτό το στοιχείο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, εφόσον συνιστά και ένα από τα ευρήματα του, αλλά δεν έπεισε για την εκδοχή του εφεσείοντα ενόψει της υπόλοιπης μαρτυρίας που έκρινε ότι είχε αποδειχθεί, ιδιαίτερα ότι ο εφεσείων προέβη πράγματι στις ομολογίες στη σκηνή.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 32 στη σελίδα 50:
«Η ύπαρξη δακτυλικών αποτυπωμάτων ή γενετικού υλικού ενός κατηγορουμένου είναι δυνατό να οδηγήσει και πλειστάκις οδηγεί σε θετικό εύρημα, όμως, η απουσία τέτοιων αποτυπωμάτων ή γενετικού υλικού δεν οδηγεί στο αρνητικό συμπέρασμα που εισηγείται ο συνήγορος υπεράσπισης, δηλαδή ότι ο εφεσείων δεν άγγιξε ή δεν είχε οποιαδήποτε επαφή με τεκμήρια. Το κατά πόσο ο εφεσείων ήλθε ή όχι σε επαφή με τα τεκμήρια, κρίνεται πάντα βέβαια με βάση το σύνολο της ενώπιον του δικαστηρίου σχετικής μαρτυρίας, μέρος της οποίας αποτελεί τόσο το γεγονός ύπαρξης όσο και το γεγονός απουσίας δακτυλικών αποτυπωμάτων ή γενετικού υλικού επί των τεκμηρίων.»
Συνεπώς η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι δεν δόθηκε η αρμόζουσα σημασία στην απουσία του γενετικού υλικού του εφεσείοντα στα τεκμήρια ή στην παρουσία γενετικού υλικού αγνώστου αντρός δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Υπάρχει πλούσια νομολογία η οποία συνόψισε τις καθιερωμένες αρχές και προσεγγίσεις ως προς τη σπουδαιότητα της ομολογίας ενοχής. Στην υπόθεση Θεόδωρος Κώστα Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 215/2012, ημερ. 6/4/2015, αναφέρονται τα εξής για το θέμα:
«Σε αυτή την ενότητα θα πρέπει να τονισθεί ότι η ομολογία ή η παραδοχή στη διάπραξη ή συμμετοχή σε έγκλημα, αποτελεί την κλασσική περίπτωση εξαίρεσης στον εξ ακοής κανόνα. Αυτό διότι η παραδοχή ή η ομολογία γίνεται εναντίον του ιδίου συμφέροντος του ομολογούντος, (Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175 και Κωνσταντίνου ν. Αθανασίου (2012) 1 Α.Α.Δ. 2012). Η ομολογία εν πάση περιπτώσει είτε δίδεται προς αστυνομικό όργανο, είτε σε τρίτο πρόσωπο, πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και γενόμενη σε συνθήκες που δεν είχαν δυσμενώς επηρεάσει το ελεύθερο της παραδοχής ή της βούλησης. Παραμένει δε πάντοτε στην κατηγορούσα αρχή, η υποχρέωση της απόδειξης ότι η ομολογία έγινε ελευθέρως, (Ahmad v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 256), ενώ αν η ομολογία γίνει αποδεκτή, με την ένταξη της στην υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, το Δικαστήριο έχει την περαιτέρω υποχρέωση να εξετάσει και να αποφασίσει για την αλήθεια του περιεχομένου της και κατά πόσο αυτή οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα, (R. v. Sfoggaras 22 C.L.R. 13, Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 168 και Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 364).
Στο σύγγραμμα Murphy on Evidence 8η έκδ. σελ. 268 κ.ε., εξηγείται η αξία της ομολογίας κατά το Κοινοδίκαιο ως την πιο σημαντική και συχνή εξαίρεση στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας στις ποινικές υποθέσεις. Και, περαιτέρω, ότι δεν έχει σημασία πλέον κατά πόσο η ομολογία γίνεται σε πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας σε σχέση με τον παραδεχόμενο ή όχι. Η ομολογία, όπως και κάθε άλλη παραδοχή, μπορεί να γίνει προφορικά, εγγράφως, διά συμπεριφοράς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο από τον οποίο μπορεί να εξαχθεί αρνητικό συμπέρασμα εναντίον του συμφέροντος του ατόμου που προβαίνει στην ομολογία. Όπως εξηγείται στη σελ. 272 του συγγράμματος, η παραδοχή μπορεί να γίνει όχι μόνο σε ανακριτές ποινικής υπόθεσης, συνήθως αστυνομικά όργανα, αλλά ακόμη και στο ίδιο το θύμα του αδικήματος, σε ένα φίλο, σε ένα συγγενή ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Και έχει λεχθεί στην R. v. Mallinson (1977) Crim. L.Rev. 161, ότι η ομολογία, όταν αποδεικνύεται, αποτελεί την καλύτερη διαθέσιμη μαρτυρία. Η αξία της όμως θα πρέπει να εξετάζεται με μεγάλη προσοχή ώστε το Δικαστήριο να πείθεται πραγματικά ότι η ομολογία είναι και εθελούσια και αληθής.
Η ομολογία έχει και άλλη προέκταση, όταν λόγω αυτής, η αστυνομία ανακαλύπτει έγγραφο ή άλλο υλικό που συνδέεται με το έγκλημα. Σ΄ αυτή την περίπτωση, η ομολογία, ακόμη και αν δεν γίνει αποδεκτή ως εθελούσια, εξακολουθεί να έχει αποδεικτική αξία διότι μέσω της φανερώνεται ότι ήταν ο δράστης που παρείχε την πληροφόρηση ανεύρεσης σχετικών γεγονότων ή που δείχνουν την ευρύτερη γνώση του. Στο σύγγραμμα των Cross & Tapper on Evidence 10η έκδ. σελ. 532-534, εξηγούνται τα ανωτέρω με παραπομπή στο s. 76(4) του Police and Criminal Evidence Act 1984, το οποίο διατήρησε σε ισχύ τη νομολογία που ανέκυπτε από την παλιά υπόθεση R. v. Warickshall (1783) 1 Leach 263, που επιβεβαιώθηκε στην R. v. Berriman (1854) 6 Cox CC 388. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ανεξάρτητα από την μη δεκτότητα της ομολογίας, τα δεδομένα που προέκυψαν ως εξ αυτής, (η ανεύρεση κλοπιμαίων στα διαμερίσματα της κατηγορούμενης, όπως ή ίδια αποκάλυψε), ήταν υπαρκτά. Πρέπει μόνο να εξηγούνται από μόνα τους πλήρως και ικανοποιητικά χωρίς αναφορά στο μέρος της σχετικής ομολογίας. Η ομολογία επίσης μπορεί να δείχνει τον τρόπο που ο ομολογών ομιλεί, γράφει ή συμπεριφέρεται ώστε να αναγνωρίζεται ο ίδιος ως ο δράστης (R. v. Voisin (1918) 1 K.B. 531).
Στην υπόθεση Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 166, στην οποίαν παραπέμπει και το Κακουργιοδικείο, τονίστηκε η σημασία της ομολογίας ενοχής που έχει μάλιστα αποκληθεί η βασιλίδα των μαρτυριών. Την ίδια αρχή επιβεβαιώνει και η πρόσφατη υπόθεση Α.Κ. ν. Δημοκρατίας Ποιν. ΄Εφ. 177/13, ημ. 14/5/2015.
Στην R. v. Mallinson (1977) Crim. L. Rev 161 η οποία παρατίθεται στην ανάλυση των Θεοφάνους και Α.Κ. (ανωτέρω) διακηρύχθηκε ότι η καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική μαρτυρία δεν είναι κατ' ανάγκη ανασφαλής ή μη ικανοποιητική. Δεν υπάρχει αρχή δικαίου, καθολικής ή γενικής εφαρμογής, ότι η καταδίκη η οποία εξ ολοκλήρου ή κυρίως βασίζεται σε μαρτυρία προφορικής ομολογίας, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ασφαλής ή ικανοποιητική. Πρέπει όμως σε κάθε περίπτωση να αποτελεί θέμα πραγματικό που αποφασίζεται στο πλαίσιο των ιδιαιτέρων περιστατικών της κάθε υπόθεσης.
Το Κακουργιοδικείο παρόλο που έκρινε ότι οι δηλώσεις - ομολογίες του εφεσείοντα ήταν εθελούσιες και αληθινές και ότι από μόνες τους μπορούσαν να θεμελιώσουν καταδίκη εν τούτοις έκρινε φρόνιμο να αναζητήσει ενίσχυση του περιεχομένου τους, αχρείαστα μπορούμε να πούμε, εφόσον δεν ήταν νομικά απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας για να θεμελειωθεί η καταδίκη, ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων του.
Στην υπόθεση Μάριος Ανδρέου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 182/2015, ημερ. 18/11/2016, ECLI:CY:AD:2016:B529 επεξηγήθηκε το τι συνιστά ενισχυτική μαρτυρία ως εξής:
«Ενισχυτική μαρτυρία είναι ανεξάρτητη μαρτυρία, η οποία επηρεάζει τον Κατηγορούμενο, συνδέοντας τον ή τείνοντας να τον συνδέσει με το έγκλημα. Είναι, δηλαδή, μαρτυρία η οποία τον εμπλέκει, υπό την έννοια του ότι, επιβεβαιώνει, σε κάποιο σημαντικό σημείο, όχι μόνο τη μαρτυρία ότι το έγκλημα διαπράχθηκε, αλλά, επίσης, ότι ο Κατηγορούμενος το διέπραξε. Η ενισχυτική μαρτυρία μπορεί να είναι είτε άμεση είτε περιστατική. Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε αριθμό σχετικών αποφάσεων, παρατήρησε ότι, σε περιπτώσεις άσεμνης επίθεσης δεν είναι νομικά απαραίτητη η ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας για να θεμελιωθεί η καταδίκη, αλλά, ως θέμα πρακτικής, είναι επιθυμητό να αναζητείται τέτοια μαρτυρία. Σε κατάλληλες περιπτώσεις, το Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει και στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας, αφού, όμως, προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του για τους κινδύνους που ελλοχεύουν από ένα τέτοιο εγχείρημα (Δέστε Σάββα v. Δημοκρατίας (1993) 1 Α.Α.Δ. 258).»
Το Κακουργιοδικείο στην υπό κρίση περίπτωση έκρινε ως ενισχυτική την επιστημονική επιβεβαίωση εκ των υστέρων της ποσότητας των ναρκωτικών του τρίτου δοχείου που συμπίπτει με εκείνη που ο ίδιος ο εφεσείων καθόρισε κατά την ανεύρεση του, το σημείο που βρέθηκαν τα ναρκωτικά και οι άλλες ουσίες δηλ. στην αυλή της κατοικίας όπου διέμενε και η επανάληψη της παραδοχής του σε σύντομο χρονικό διάστημα η μια από την άλλη.
Σ' όσον αφορά απλά την παρουσία των σκύλων ή το γαύγισμα τους επαναλαμβάνουμε ότι σίγουρα δεν θα μπορούσε να ενταχθεί στα ενισχυτικά στοιχεία του περιεχομένου των ομολογιών του εφεσείοντα. Δεν τέθηκε κανένα στοιχείο πρωτόδικα που να κατατείνει στο ότι η παρουσία των σκύλων στην αυλή συνδέετο με οποιοδήποτε τρόπο με τα ναρκωτικά. Η επιβεβαίωση όμως κατόπιν επιστημονικών εξετάσεων της ποσότητας των ναρκωτικών του τρίτου δοχείου που ο ίδιος ο εφεσείων καθόρισε στη σκηνή ότι ήταν μισό κιλό, κρίνουμε ότι όντως συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία της ομολογίας του εφεσείοντα στη σκηνή και μάλιστα ιδιαίτερης βαρύτητας. Ως εκ τούτου δεν ετίθετο θέμα αυτοπροειδοποίησης του Κακουργιοδικείου, που ήταν μια από τις εισηγήσεις του εφεσείοντα.
Σε σχέση με την επανάληψη της ομολογίας του εφεσείοντα σε μικρό χρονικό διάστημα από την ανεύρεση του δεύτερου δοχείου που ήταν θέμα μερικών λεπτών, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ενισχυτικό στοιχείο εφόσον προέρχετο από τον ίδιο τον εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο κακώς έκρινε το στοιχείο αυτό ως ενισχυτικό. Όμως, κατά την κρίση μας, δεν ενείχε οποιαδήποτε σημασία στο αποτέλεσμα της υπόθεσης όπως ούτε και το στοιχείο της παρουσίας των σκύλων, ενόψει ύπαρξης άλλης πειστικής μαρτυρίας που οδηγούσε σε ασφαλές συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη κατά την εξέταση της εκδοχής του ότι δεν είχε καμιά σχέση με τα ναρκωτικά και ότι ο χώρος εντός του οποίου ανευρέθηκαν ήταν ανοικτός και οποιοσδήποτε μπορούσε να επέμβει και να τα τοποθετήσει. Από αναδρομή μας στα πρακτικά εντοπίζονται οι αναφορές του ΜΚ2 ως προς το ακριβές σημείο όπου ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά ότι δηλ. ήταν πίσω από την κατοικία, δίπλα από υπόστεγο, και σε χώρο μεταξύ της κατοικίας και του φυσικού όχθου ύψους 5-6 μέτρων που εξυπηρετούσε και ως φυσικό σύνορο. Η διαμόρφωση του χώρου επιβεβαιώνεται και από τις φωτογραφίες που λήφθηκαν στην σκηνή. Ο ΜΚ2 παραδέχθηκε ότι υπήρχε πρόσβαση στο χώρο και ότι μπορούσε κάποιος να εισέλθει στην αυλή από το διπλανό χωράφι. Δεν αμφισβητήθηκε όμως από πλευράς εφεσείοντα ότι ο χώρος στον οποίον ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά ήταν μέρος της αυλής της κατοικίας και αυτό ακριβώς το στοιχείο θεώρησε το Κακουργιοδικείο ως ενισχυτικό της ομολογίας του εφεσείοντα. Το γεγονός ότι ο εφεσείων διέμενε στην συγκεκριμένη κατοικία επιβεβαιώνετο και από τη μαρτυρία των αστυνομικών που προέβησαν στην έρευνα, όπου ο εφεσείων κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας κοιμόταν και τον ανέμεναν να ντυθεί ώστε να ξεκινήσουν την έρευνα. Συνεπώς συμφωνούμε με τις προσεγγίσεις αυτές του Κακουργιοδικείου.
Εξετάσαμε περαιτέρω κάθε άλλο στοιχείο που προβλήθηκε από πλευράς δικηγόρου του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του, που κατ' ισχυρισμό καταδείκνυε την αλήθεια της εκδοχής του εφεσείοντα και το οποίο δεν έλαβε υπόψη το Κακουργιοδικείο αλλά δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς τον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο. Κρίνουμε τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις του ότι ήταν εύλογες στη βάση της αποδεχθείσας μαρτυρίας.
Η κρίση του Κακουργιοδικείου ως προς τη σημασία των ομολογιών του εφεσείοντα είναι δεόντως δικαιολογημένη και χωρίς οποιαδήποτε κενά.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, από το σύνολο της μαρτυρίας, την αξιολόγηση της και τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου δεν υπάρχει οτιδήποτε ικανό στη δημιουργία «υποβόσκουσας αμφιβολίας» ως προς την ενοχή του εφεσείοντα, ως η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, ή που να δημιουργεί ρήγμα στο όλο οικοδόμημα επί του οποίου το Κακουργιοδικείο στήριξε την καταδίκη του εφεσείοντα.
Συνεπώς η έφεση σ' όσον αφορά την καταδίκη απορρίπτεται.
Παρέμειναν να εξεταστούν οι λόγοι έφεσης που αφορούν στην ποινή ως έκδηλα υπερβολικής.
Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας κάθε τι που τέθηκε ενώπιον του για σκοπούς μετριασμού της ποινής καταλήγει στα εξής:
«Συνεκτιμώντας όλα όσα πιο πάνω παραθέσαμε και συζητήσαμε, αποτελεί κατάληξη μας ότι, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και το σύνολο των ελαφρυντικών περιστάσεων που τέθηκαν υπόψη μας, σε συνδυασμό θεωρούμενα με τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, και τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη διάπραξη τους, την ποσότητα της κοκαΐνης (438.9217 γρ.) την οποία κατείχε με σκοπό την προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα, όπως και τις ποσότητες της φαινακετίνης (72.5432 γρ.) και της λεβαμισόλης (230.4420 γρ.) τις οποίες κατείχε χωρίς άδεια κυκλοφορίας, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες της υπό εξέταση περίπτωσης, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αναποτελεσματική εφαρμογή του νόμου στην παρούσα υπόθεση στην οποία προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από πρόσωπα που επιδίδονται σε τέτοια σοβαρά αδικήματα.
Ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής, βέβαια, ο οποίος λειτουργεί ως τέτοιος, τόσο σε σχέση με τον ίδιο τον κατηγορούμενο και την τιμωρία του όσο και προς παραδειγματισμό άλλων, επίδοξων παραβατών, θα πρέπει παράλληλα να ανταποκρίνεται στα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση και την προσωπικότητα του κατηγορούμενου, χωρίς ταυτόχρονα η ποινή να είναι εξοντωτική, στερώντας στον τελευταίο από τη δυνατότητα να ζήσει μια όσο το δυνατό φυσιολογική ζωή μετά την αποφυλάκιση του.
Ο εφεσείων προς υποστήριξη της εισήγησης του περί υπερβολικής ποινής προώθησε τη θέση ότι το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, ιδιαίτερα ότι είναι ο προστάτης πέντε παιδιών.
Όπως ορθά τονίζει το Κακουργιοδικείο με αναφορά σε νομολογία (Ζωμενής ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 400, Ρεσλάν ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 127, Sovanovic v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 635) οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου στις περιπτώσεις κατοχής ναρκωτικών που επιφέρουν ολέθριες συνέπειες, έχουν μόνο οριακή σημασία.
Στην παρούσα περίπτωση το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων περιλαμβανομένων των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα δεν θα μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να εξουδετερώσουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα που πρέπει να έχουν οι ποινές. Σημειώνεται ότι, όπως τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων βαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες για παρομοίας φύσης αδικήματα. Προέβη δε σε ενεργοποίηση τεσσάρων μηνών της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης 19024/13 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που θα ήταν διαδοχική εκείνης της υπό κρίση υπόθεσης με το σκεπτικό, ότι δεν τέθηκε υπόψη του Κακουργιοδικείου οποιαδήποτε δικαιολογία ή ελαφρυντικό για την παράβαση του όρου της αναστολής αλλ' ούτε και το ίδιο εντόπισε οτιδήποτε που να μειώνει τη βαρύτητα της παράβασης και να καθιστά την ενεργοποίηση άδικη. Σημειώνει μάλιστα ότι η διάπραξη των αδικημάτων της υπό κρίση υπόθεσης έγινε μετά πάροδο μόλις 13 μηνών από την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης με αναστολή.
Είναι κατάληξη μας ότι το Κακουργιοδικείο ορθά επικεντρώθηκε στην ανάγκη αποτρεπτικής αντιμετώπισης του εφεσείοντα, ο οποίος αν και προέβη αρχικά στη σκηνή σε ομολογία ενοχής αμέσως μετά την αναίρεσε επιμένοντας μέχρι τέλους στην αθωότητα του. Σ' όσον αφορά την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών για αδικήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην πρόσφατη υπόθεση Rafael Alexis Valdez v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 144/2016 ημ. 21/2/2017, ECLI:CY:AD:2017:B57 όπου αναφέρθησαν τα εξής:
«Διαχρονικά έχουμε τονίσει τη σημασία του ρόλου του Δικαστηρίου ως προς την επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε συνάρτηση με αδικήματα ναρκωτικών, ειδικά όταν αφορούν την παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄ (όπως εδώ, κοκαϊνης) με σκοπό την προμήθεια. Είναι φανερό ότι τέτοιες ενέργειες, ως των εφεσειόντων, δίδουν τη δυνατότητα της άμεσης εξάπλωσης και χρήσης ναρκωτικών σε ευρύ αριθμό ατόμων με άμεσο καταστρεπτικό αντίκτυπο στον κοινωνικό ιστό. Γι΄αυτό το λόγο, όπως επίσης έχει νομολογηθεί, οι προσωπικές περιστάσεις αν και δεν ατονούν, έχουν σαφώς μειωμένη σημασία αφού προέχει η αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου για προστασία του κοινωνικού συνόλου.»
Στην περίπτωση του εφεσείοντα θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο δεν ξέφυγε από τα ορθά όρια που επιτάσσει η νομολογία. Αντίθετα αντιμετώπισε τον εφεσείοντα με τον δέοντα τρόπο και προσμέτρησε κάθε στοιχείο στα θεμιτά πλαίσια.
Δεν κρίνουμε την ποινή φυλάκισης ως έκδηλα υπερβολική ή την ενεργοποίηση μέρους της ποινής φυλάκισης στην Υποθ. 19024/2013 ότι ήταν αδικαιολόγητη.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.