ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133
Γεωργίου Γεώργιος ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 515
DI TRI Holdings Ltd ν. Χαράλαμπου Ιακωβίδη (2015) 2 ΑΑΔ 303, ECLI:CY:AD:2015:B324
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:B442
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 4/2017
(σχ. με 5/2017)
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΔΔ]
15 Οκτωβρίου, 2018
BERRIMAN PROPERTIES (OVERSEAS) LTD,
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ,
Εφεσίβλητοι.
***************
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 5/2017
(σχ. με 4/2017)
XXXXX ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ,
Εφεσίβλητοι.
*****************
Λ. Λουκαϊδης, Για τις εφεσείουσες
Δρ. Α. Ποιητής με Φ. Χατζηνικολή (κα) και για κ. Χρ. Καρά, Για τους εφεσίβλητους
*****************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
****************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Η εφεσείουσα/κατηγορούμενη 1 αντιμετώπιζε πρωτόδικα με την Ποινική Υπόθεση Αρ. 6061/12 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας κατηγορίες που αφορούσαν σε αδικήματα ως προς την άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη χωρίς να είναι εγγεγραμμένη και χωρίς να κατέχει εν ισχύ ετήσια άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 33(1)(α) του περί Κτηματομεσιτών Νόμου (Ν.71(1)/10) (κατηγορία 1), ότι διαφήμισε τον εαυτό της ως κτηματομεσίτη χωρίς να κατέχει ετήσια άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 33(1)(β) του ιδίου Νόμου (κατηγορίες 3 και 7) και ότι διενήργησε ξενάγηση προσώπου που επιθυμούσε την αγορά ακινήτου χωρίς να είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του και χωρίς να κατέχει επαγγελματική άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 33(1)(γ) (κατηγορία 5).
Η εφεσείουσα/κατηγορούμενη 3 μαζί με την κατηγορούμενη 2 αντιμετώπιζαν με την ίδια υπόθεση κατηγορίες για συνδρομή στην άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη χωρίς να είναι εγγεγραμμένος (κατηγορία 2), για συνδρομή στην προβολή ή διαφήμιση ως κτηματομεσίτη χωρίς να είναι εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης και χωρίς να κατέχει ετήσια άδεια (κατηγορίες 4 και 8) και για συνδρομή στην κατηγορούμενη 1 στη ξενάγηση προσώπου προς το σκοπό αγοράς περιουσίας χωρίς να είναι εγγεγραμμένη στο όνομα της και χωρίς να είναι εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης και να κατέχει ετήσια άδεια (κατηγορία 6).
Η υπόθεση καταχωρήθηκε στις 2/4/2012 και αφού οι κατηγορούμενες αρνήθηκαν ενοχή οδηγήθηκε σε ακρόαση όπου κατέθεσε μόνο ένας μάρτυρας ο XXXXX Φουλής (ΜΚ1), υπάλληλος της Κατηγορούσας Αρχής, που ήταν το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών, και άμεσα εμπλεκόμενος στην υπόθεση.
Αμέσως μετά το τέλος της κυρίως εξέτασης του ΜΚ1 και πριν επιχειρηθεί καν η αντεξέταση του, ο δικηγόρος των κατηγορουμένων υπέβαλε αίτημα για την απόρριψη της μαρτυρίας του ως μη αποδεκτής, κατά το δίκαιο της απόδειξης, ως αποτελούσα προϊόν παγίδευσης και παραβίασης του θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής των κατηγορουμένων, αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 27/5/2014. Ενόψει της εξέλιξης αυτής ζητήθηκε από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής άδεια για προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας που απορρίφθηκε όμως από το Δικαστήριο, γεγονός που την ώθησε να κλείσει την υπόθεση της. Το Δικαστήριο στη συνέχεια αθώωσε και απάλλαξε όλες τις κατηγορούμενες απ' όλες τις κατηγορίες.
Η αθωωτική απόφαση εφεσιβλήθηκε από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής με την Ποινική Έφεση Αρ. 127/2014 ως λανθασμένη και το Εφετείο με την απόφαση του (βλ. Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών ν. Berriman Properties (Overseas) Ltd κ.ά. Ποιν. Εφ. 127/2014, ημερομηνίας 8/7/2016), ECLI:CY:AD:2016:B336 ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε τη συνέχιση της πρωτόδικης διαδικασίας από το στάδιο κατά το οποίο διεκόπη σ' όσον αφορά τις κατηγορούμενες 1 και 3/ εφεσείουσες ενώπιον της ίδιας Δικαστού της οποίας ανατράπηκε η απόφαση, εφόσον δεν είχεν προβεί σε ευρήματα επί της μαρτυρίας. Σημειώνεται ότι η έφεση εναντίον της κατηγορούμενης 2 είχεν αποσυρθεί.
Ως αποτέλεσμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε εκ νέου της υπόθεσης από το σημείο που αυτή διεκόπη.
Οι χειρισμοί οι οποίοι έγιναν από το δικηγόρο των εφεσειουσών και οι οποίοι παρατίθενται εν συνεχεία, οδήγησαν τα πράγματα να εκτραπούν από τη συνήθη πορεία μιας απλής ποινικής υπόθεσης συνοπτικώς εκδικασθείσας. Επομένως το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερομηνίας 28/11/2016 ασχολήθηκε κατ' αρχάς με την αξιολόγηση της μοναδικής μαρτυρίας ενώπιον του που ήταν η γραπτή δήλωση του ΜΚ1, σύμφωνα με το άρθρο 25 του περί Αποδείξεως Νόμου, σ' όσον αφορά τα γεγονότα της υπόθεσης, μαζί με τις φωτογραφίες και τα άλλα έγγραφα που ο ΜΚ1 κατέθεσε ως τεκμήρια 1 - 8, την οποία θεώρησε καθόλα αξιόπιστη και αναντίλεκτη ενόψει του γεγονότος ότι ουδεμία αντεξέταση έγινε. Έκρινε στη συνέχεια ότι είχεν αποδειχθεί η αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων του άρθρου 33(1)(α) εώς και (δ) του περί Κτηματομεσιτών Νόμου (Ν. 71(1)/2010) και προχώρησε στην καταδίκη της μεν κατηγορουμένης 1/εφεσείουσας στην Ποινική Έφεση 4/2017 στις κατηγορίες 1, 3, 5 και 7 και της δε κατηγορούμενης 3/εφεσείουσας στην Ποινική Έφεση 5/2017 στις κατηγορίες 2, 4, 6 και 8 στις οποίες επέβαλε την ποινή του προστίμου.
Αυτή τη φορά ήταν οι εφεσείουσες που προσέβαλαν την πρωτόδικη τελική απόφαση ημερομηνίας 28/11/2016, μόνο όμως σ' όσον αφορά την καταδίκη, με τέσσερις λόγους έφεσης. Οι λόγοι έφεσης 1-3 είναι συναφείς και έχουν ως κεντρικό άξονα τη διαπίστωση του Εφετείου στην Ποινική Έφεση 127/2014 ότι η δοθείσα μαρτυρία, προφορική και εμπράγματη, ήταν αρκετή για να βρεθούν ένοχες οι κατηγορούμενες, την οποίαν ακολούθησε στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αισθανόμενο, κατ' ισχυρισμόν, δεσμευμένο από την απόφαση του Εφετείου.
Παραπονούνται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε την ευκαιρία στην υπεράσπιση να αντεξετάσει το μοναδικό μάρτυρα κατηγορίας (λόγος έφεσης 4).
Κρίνουμε σκόπιμο για σκοπούς καλύτερης κατανόησης να προβούμε σε μια συνοπτική αναδρομή των όσων πρωτόδικα ακολούθησαν της απόφασης του Εφετείου ιδιαίτερα σ' όσον αφορά τη δικάσιμο της 5/10/2016, όπως διαφαίνεται από τα πρακτικά της διαδικασίας.
Κατ' εκείνη την ημερομηνία, που ήταν η πρώτη δικάσιμος μετά την απόφαση του Εφετείου ημ. 8/7/16 για συνέχιση της διαδικασίας από το σημείο που διακόπηκε, ο δικηγόρος των εφεσειουσών με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας θεώρησε ορθό, αντί της συνήθους πορείας που θα έπρεπε να λάβει η υπόθεση, να υποβάλει εισήγηση στο Δικαστήριο ότι δεν έπρεπε να εκδικάσει την υπόθεση ενόψει της αναφοράς στην απόφαση του Εφετείου ότι η μαρτυρία που είχεν δοθεί ήταν ικανή για να καταδικαστούν οι κατηγορούμενες, αναφορά που καθόριζε, κατά την άποψη του δικηγόρου, την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης, αλλά και την τελική κρίση του Δικαστηρίου ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων.
Παραθέτουμε αυτούσια ολόκληρη την δήλωση/αίτημα του δικηγόρου στο πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Να μου επιτρέψετε να κάμω ένα προκαταρκτικό αίτημα, το οποίο είναι και το ότι η υπόθεση δεν μπορεί να προχωρήσει. Πρέπει να απαλλαγούν, γιατί θα πάω απευθείας εις την ουσία. Εις την απόφαση, οι Εφέτες, τους διέφυγε ένα λάθος σοβαρό, τόσο σοβαρό, που πρέπει να απαλλαγούν. Κοιτάξετε στη σελίδα 5, στο κείμενο της απόφασης, όπως είναι δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα CyLaw: «Ακόμα και αν .................... ένοχοι οι κατηγορούμενοι.»
(Αντίγραφο δίδει στο Δικαστήριο και επικαλείται απόσπασμα της απόφασης, το οποίο απόσπασμα περιέχεται στη σελίδα 8 της απόφασης όπως δόθηκε από το Εφετείο).
«Να πω βεβαίως ότι όλοι συμφωνούμε, ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι δεσμευτικές, είτε λάθος, είτε σωστές. Τι λέει εδώ; Η απόφαση του Δικαστηρίου πλήττεται με 3 λόγους. (Διαβάζει). Για να είναι fair. Ήταν αρκετοί για να τους εκδικάσει κατά τη διάρκεια. Αλλά βεβαίως αυτό είναι αντίθετο με το ότι κάθε κατηγορούμενος είναι αθώος μέχρι απόδειξης του εναντίου, και επικαλούμαι το Άρθρο 12 του Συντάγματος, παράγραφος 4. Το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, παράγραφος 2 (διαβάζει) και το παράξενο είναι ότι προχωρούν με δεδομένο ότι η μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας 1, είναι αναντίλεκτη. Κοιτάξετε στη σελίδα που προηγείται. Ξεκινά με δεδομένο ότι ο μάρτυρας κατηγορίας δεν αντεξετάστηκε. Παραμένουν αδιαμφισβήτητα γεγονότα, τα όσα εξιστορούνται και περιγράφονται στη δήλωση του λάθος, αλλά δεν έχει σημασία.
Εγώ είπα ότι όπως τα είπε αν υποθέσουν πως είναι αλήθεια, είναι admissible. Δεν είπα ότι και τώρα που είναι admissible, μπορώ να τον αντεξετάσω, αλλά δεν χρειάζεται να τον αντεξετάσω, γιατί σας έβαλε ένα εμπόδιο ανυπέρβλητο το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι είναι η μαρτυρία του είναι αναντίλεκτη, δεσμευόμεθα και είναι αρκετή για να καταδικαστούν. Με τη δοθείσα μαρτυρία, ήταν αρκετή για να βρεθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι. Δεν προσέχει τη λέξη αντί να πει να κριθούν εκ πρώτης όψεως, είπε ένοχοι. Τι σημαίνει αυτό; Παράβαση του τεκμηρίου αθωότητος.
Θα σας παραπέμψω σε μικρά αποσπάσματα από την Adolf vs Austria. Επίσης στο Ο' Boyle & Warbrick, στη σελίδα που θα δείτε στην 303, (διαβάζει). Εις το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ρητώς λέγεται ότι πρέπει να είναι unfair. Αν εξ υπαρχής είναι φανερό ή δεν μπορεί να φέρει unfair, διότι το Ανώτατο Δικαστήριο είπε ότι η μαρτυρία που είδαμε, η οποία είναι και αναντίλεκτη, να βρεθούν ένοχοι λέει. Προφορική και έμπρακτη και να βρεθούν ένοχοι. Τι πιθανότητες έχει να πει οτιδήποτε και να αθωωθεί; Λέχθηκε αυτό και έχει πάρα πολλά λάθη μέσα η απόφαση. Δεν θα τα σχολιάσω. Δεν χρειάζεται (...) Αλλά νομίζω έχετε και το θάρρος και τη γνώση και την κρίση, να πείτε ότι εγώ δεν μπορώ να δικάσω αυτήν την υπόθεση, διότι μου είπαν ότι είναι αρκετή η μαρτυρία για να βρεθεί ένοχη. Δεν μπορείτε την ταλαιπωρία, να πολεμά εναντίον της απόφασης εναντίον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με αυτά πιστεύω, είναι αρκετά για να απαλλαγούν οι κατηγορούμενοι.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Σ' όσον αφορά το παράπονο των εφεσειουσών ότι δεν τους επετράπη η αντεξέταση του ΜΚ1 (λόγος έφεσης 4) το πιο πάνω απόσπασμα από τα πρακτικά της διαδικασίας τις διαψεύδει.
Η ίδια η πλευρά των εφεσειουσών επέλεξε να μη ζητήσει να αντεξετάσει, έστω σ' εκείνο το στάδιο. Συνεπώς το παράπονο τους εκ των υστέρων ότι δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να αντεξετάσουν το μοναδικό μάρτυρα κατηγορίας ή να προσκομίσουν μαρτυρία ποσώς δεν ευσταθεί. Αλλά, όπως είδαμε, ούτε στο προηγούμενο στάδιο όταν δηλαδή περατώθηκε η κυρίως εξέταση του μάρτυρα έγινε αντεξέταση. Οι εφεσείουσες επέλεξαν να προβούν σε εισήγηση για απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΚ1 αμέσως μετά την ολοκλήρωση της κυρίως εξέτασης του ΜΚ1 χωρίς ποτέ να ζητήσουν να αντεξετάσουν ενώ μετά τα ανεπιτυχή διαβήματα της Κατηγορούσας Αρχής για προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας η τελευταία αναγκάστηκε να κλείσει την υπόθεση της.
Το Εφετείο με την ακυρωτική απόφαση του απλά επανατοποθέτησε τη δίκη στην ορθή της πορεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε στη βάση της μαρτυρίας του ΜΚ1 και τα τεκμήρια να προχωρήσει να εξετάσει κατά πόσο έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, δηλαδή να προχωρήσει στην εκδίκαση από το σημείο που αυτή διακόπηκε. Οι παρατηρήσεις του Εφετείου ως προς το ότι με την παράλειψη αντεξέτασης του ΜΚ1 τα όσα αυτός μαρτύρησε παρέμειναν αναντίλεκτα και αδιαμφισβήτητα, έγιναν στο πλαίσιο εξέτασης της έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως. Διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να διατάξει τη συνέχιση της εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον της ίδιας Δικαστού, από το σημείο που διακόπηκε.
Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου:
Προς το σκοπό αυτό το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αν υπήρχε και άλλη, πέραν της προφορικής, πραγματική μαρτυρία τόσο πριν την επίσκεψη του ΜΚ1 στα υποστατικά της εφεσείουσας 1, όσο και μετά που αποκαλύφθηκε η ταυτότητα του μάρτυρα, την οποία το Δικαστήριο αγνόησε ενώ όφειλε να διαχωρίσει. Κατά κανόνα η πραγματική μαρτυρία (real evidence) ομιλεί αφ΄ εαυτής (Τhe Statue of Liberty (1968) 2 All E.R. 195), δίνει δηλαδή πληροφορίες οι οποίες γίνονται αντιληπτές από το Δικαστήριο και διακρίνονται από την εξ μαρτυρία εξ ακοής Αβρααμίδου (ανωτέρω). Το Δικαστήριο όφειλε με τα ενώπιον του δεδομένα να προχωρήσει στο ενδιάμεσο στάδιο και να εξετάσει κατά πόσο έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133: αν δικαιολογείτο ή όχι, υπό το φως της αναντίλεκτης μαρτυρίας του ΜΚ1, κλήση των κατηγορουμένων-εφεσιβλήτων σε υπεράσπιση όπως ο όρος ερμηνεύθηκε από τη νομολογία (In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, Πρακτική του 1962, Azinas a.o. v. The Police (1981) 2 C.L.R. 9 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 515 όπως υιοθετήθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Di Tri Holdings Ltd ν. Ιακωβίδη, Ποιν. Εφ. 121/13, ημερ. 11.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:B324).
Το ζήτημα τέθηκε στην ορθή του νομολογιακή διάσταση από το Εφετείο, το οποίο σαφώς και πάντοτε ομιλούσε για το εκ πρώτης όψεως στάδιο.
Η εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειουσών στο διάγραμμα αγόρευσης του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επηρεάστηκε από το επόμενο απόσπασμα της απόφασης του Εφετείου που αναφέρει «....η δοθείσα μαρτυρία, προφορική και εμπράγματη, ήταν αρκετή για να βρεθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι .....» σαφώς και δεν ήταν διαπίστωση του Εφετείου, ούτε καν obiter. Αποτελούσε μέρος της παράθεσης των θέσεων της εφεσείουσας/Κατηγορούσας Αρχής στην έφεση που είχε καταχωρήσει εναντίον της αθωωτικής απόφασης. Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την απόφαση:
«Η απόφαση του Δικαστηρίου πλήττεται με τρεις λόγους: το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν υπήρχε ενώπιον του μαρτυρία και εσφαλμένα απέρριψε εκ πρώτης όψεως την υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων. Ακόμα και αν οι εφεσείοντες δεν συμμορφώθηκαν με τα όσα διαλάμβανε το άρθρο 37 του Νόμου, η δοθείσα μαρτυρία, προφορική και εμπράγματη, ήταν αρκετή για να βρεθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διέγραψε τη μαρτυρία του ΜΚ1, όπως και εσφαλμένα θεώρησε ότι ο ΜΚ1 συνέβαλε στο να τελεστεί το αδίκημα το οποίο εν πάση περιπτώσει ήταν τετελεσμένο. Η αιτιολογία που έδωσε το Δικαστήριο για να καταλήξει στη διαγραφή ολόκληρης της μαρτυρίας του ΜΚ1, είναι λανθασμένη.»
Από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας καθίσταται σαφές ότι το Δικαστήριο δεν έπραξε οτιδήποτε πέραν των οδηγιών του Εφετείου δηλ. κάλεσε σε απολογία τις εφεσείουσες στη βάση των ενώπιον του αδιαμφισβήτητων γεγονότων που συνοψίζονται από το Εφετείο στα εξής:
«Με δεδομένο ότι ο ΜΚ1 δεν αντεξετάστηκε παραμένουν ως αδιαμφισβήτητα γεγονότα τα όσα εξιστορούνται και περιγράφονται στην κατάθεση-δήλωση του (έγγραφο 1 όπως το σημειώνει το Δικαστήριο): ο μάρτυρας παρουσιάστηκε στα γραφεία της κατηγορουμένης 1, συστήθηκε στην κατηγορουμένη 3 ως XXXXX Χαραλάμπους, με ενδιαφέρον για αγορά διαμερίσματος στις περιοχές Αραδίππου και Μακένζυ, χωρίς να της αποκαλύψει αρχικά την πραγματική του ταυτότητα και ιδιότητα, κάτι που έπραξε πολύ αργότερα, όταν την πληροφόρησε ότι θα καταγγελθεί τόσο η ίδια όσο και η εταιρεία, κατηγορούμενη 1, για τα διαπραχθέντα αδικήματα, χωρίς να παραλείψει, ως είχε υποχρέωση, να της επιστήσει την προσοχή στο Νόμο, πριν η εφεσίβλητη 3 δώσει απαντήσεις και εξηγήσεις σε ό,τι της προσήπτε ο ΜΚ1. Προκύπτει από την κατάθεση του ότι η Κατηγορούσα Αρχή δέχθηκε παράπονα από εγγεγραμμένους και αδειούχους κτηματομεσίτες ότι πρόσωπα ή εταιρείες ασκούν κτηματομεσιτικές εργασίες χωρίς να είναι εγγεγραμμένοι αδειούχοι, μεταξύ των οποίων και η κατηγορουμένη 1. Έλεγχος στο Μητρώο Εγγραφής Κτηματομεσιτών επιβεβαίωσε το βάσιμο του παραπόνου: η εταιρεία δεν ήταν εγγεγραμμένη, ούτε κατείχε άδεια από το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών. Διατηρούσε δε γραφεία που έφεραν έξωθεν πινακίδα με την επωνυμία της. Σειρά φωτογραφιών απεκάλυψε διαφημίσεις ακινήτων και πωλήσεις καθώς και οθόνες τηλεόρασης που επίσης πρόβαλλαν ακίνητα χωρίς οποιαδήποτε στοιχεία ιδιοκτητών. Η κατηγορουμένη 3 ήταν εκείνη που προθυμοποιήθηκε να εξυπηρετήσει το ΜΚ1 όταν τον είδε να βρίσκεται έξω από τα γραφεία.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε στις εφεσείουσες τα δικαιώματα τους. Η εφεσείουσα/κατηγορούμενη 3 επέλεξε να δώσει μαρτυρία ενόρκως και δεν αντεξετάστηκε. Στη μαρτυρία της απλά αναφέρθηκε στα αισθήματα που τη διακατείχαν ότι δηλαδή ένοιωθε θύμα και αδικία ένεκα της απόφασης του Εφετείου και ότι επιθυμούσε να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Δεν ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με την ουσία των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ούτε και προέβαλε κάποια υπεράσπιση. Μετά τη δήλωση του δικηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής ότι δεν θα υπέβαλλε ερωτήσεις στην κατηγορουμένη 3, το Δικαστήριο απευθύνθηκε στο δικηγόρο των εφεσειουσών κατά πόσο θα παρουσιάσουν οι εφεσείουσες άλλη μαρτυρία. Αυτός απάντησε: «Αυτή είναι η θέση μας. Δεν θα προσφέρουμε άλλη μαρτυρία». Ακολούθησαν αμέσως μετά οι τελικές αγορεύσεις και επιφυλάχθηκε η απόφαση. Σ' όσον αφορά τη διαδικασία που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτόν. Αν ενεργούσε όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος των εφεσειουσών, σαφώς και θα απέκλινε από την τέλεση του νόμιμου καθήκοντος του.
Το Δικαστήριο στην απόφαση του έκρινε την αναντίλεκτη μαρτυρία του ΜΚ1 στη βάση της Δήλωσης του (Έγγραφο 1) ικανοποιητική για θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης των αδικημάτων του άρθρου 33(1)(α) έως (δ) του Νόμου 71(Ι)/2010 και ότι αυτή δεν ανετράπη από την υπεράσπιση. Θεώρησε δε ότι τα γεγονότα επαρκούσαν για να θεμελιώσουν την ποινική ευθύνη της κατηγορούμενης 1 στα αδικήματα των κατηγοριών 1, 3, 5 και 7 και της κατηγορουμένης 3 σε εκείνα των κατηγοριών 2, 4, 6 και 8 ως συνεργού της κατηγορουμένης 1, για τα οποία τις έκρινε ένοχες.
Η ορθότητα της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου ως προς την ενοχή των εφεσειουσών ή κατά πόσο με το ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικό υλικό έχουν αποδειχθεί ή όχι τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αντιμετώπιζαν και βρέθηκαν ένοχες, δεν συνιστούν αντικείμενο της έφεσης. Το παράπονο τους περιορίστηκε στην αναφορά του Εφετείου, στην απόφαση του ημ. 8/7/16 ότι λόγω της μη αντεξέτασης του ΜΚ1, τα γεγονότα που μαρτύρησε παρέμειναν αναντίλεκτα διαπίστωση που, κατά την άποψη τους ολωσδιόλου λανθασμένη, δέσμευε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Καταλήγοντας, δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μας που να χρειάζεται η παρέμβαση μας.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εκ €1.500 υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της κάθε εφεσείουσας.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/Α.Λ.Ο