ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ευστάθιος Ευσταθίου με Διονύση Νικολεττόπουλο και Θεοδώρα Παπαχαραλάμπους (κα), για τον εφεσείοντα. Μικαέλλα Πασιαρδή (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-10-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Γ. Α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 178/2017, 24/10/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B457

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 178/2017

 

24 Οκτωβρίου 2018

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ]

 

Γ. Α.

Εφεσείοντα

ΚΑΙ

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

---------------

 

Ευστάθιος Ευσταθίου με Διονύση Νικολεττόπουλο και Θεοδώρα Παπαχαραλάμπους (κα), για τον εφεσείοντα.

Μικαέλλα Πασιαρδή (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,  για την εφεσίβλητη.

--------------

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο

                                  Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

--------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Με το κατηγορητήριο είχαν αποδοθεί στον εφεσείοντα έντεκα περιπτώσεις σεξουαλικής συμπεριφοράς εις βάρος της 10χρονης, τότε, παραπονούμενης εκδηλούμενες από το Μάϊο 2015 μέχρι το Μάϊο 2016.

 

Οι έντεκα αυτές περιπτώσεις ταξινομήθηκαν στο κατηγορητήριο αφενός ως σεξουαλική κακοποίηση παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(4)(α) και 19 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν. 91(Ι)2014) (εν τοις εφεξής «ο Νόμος»), αφετέρου ως άσεμνες επιθέσεις κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Προέκυψαν, έτσι, 22 κατηγορίες που αφορούσαν:

 

α) Σε μια περίπτωση ότι τη φίλησε στο στόμα.

 

(β) Σε άλλες επτά περιπτώσεις ότι τη φίλησε στο στόμα, τη «χάιδεψε» στα γεννητικά όργανα, στα οπίσθια και στο στήθος.

 

(γ) Σε άλλες δύο περιπτώσεις ότι τη φίλησε, τη χάιδεψε στα γεννητικά όργανα, στα οπίσθια και στο στήθος, καθώς επίσης ότι τη φίλησε στο στόμα.

 

(δ)  Σε άλλη μια περίπτωση ότι τη φίλησε, την αγκάλιασε και τη χάιδεψε.

 

Ο εφεσείοντας παραδέχθηκε μόνο τη 2η κατηγορία, ότι φίλησε την ανήλικη στο στόμα υπό την έννοια της άσεμνης επίθεσης, αρνούμενος, όμως, ότι αυτή η συμπεριφορά στοιχειοθετούσε και σεξουαλική κακοποίηση εν τη εννοία του Νόμου.  Η θέση του αυτή, σημειώνουμε παρενθετικά, άπτεται της μοναδικής πτυχής της παρούσας έφεσης, που σχετίζεται με την καταδίκη και καλύπτεται με διάφορους λόγους έφεσης.

 

Στα πλαίσια της ακρόασης για τις υπόλοιπες 21 κατηγορίες έδωσε μαρτυρία και η παραπονούμενη, της οποίας η μαρτυρία δεν αμφισβητήθηκε.  Η εκδοχή της για το σύνολο των γεγονότων παρέμεινε αναντίλεκτη.  Το Κακουργιοδικείο κρίνοντας ότι ήταν πλήρως αξιόπιστη, δέχθηκε τη μαρτυρία της στην ολότητά της, προβαίνοντας σε ανάλογα ευρήματα, περιλαμβανομένου του ευρήματος ότι ο εφεσείων την άγγιζε στα γεννητικά όργανα κάτω από τα ρούχα.

 

Το εύρημα αυτό προσβάλλεται με την παρούσα έφεση ως επισφαλές διότι το Κακουργιοδικείο «παραγνώρισε την προσαχθείσα μαρτυρία σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων την άγγιζε πάνω από τα ρούχα».  Ως τέτοια μαρτυρία υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, πρώτον, την αρχική θέση της παραπονούμενης στην οπτικογραφημένη της κατάθεση ότι ο εφεσείοντας προέβαινε στις εν λόγω ενέργειες πάνω από τα ρούχα και δεύτερον, το «Πόρισμα Αξιολόγησης Παιδιού» που κατέθεσε η κλινική ψυχολόγος XXXXX Λοϊζίδου (Μ.Κ.9) η οποία, σύμφωνα με το σχετικό λόγο έφεσης, «κατέληξε σε πόρισμα ότι [...] την άγγιζε στα γεννητικά όργανα και στο στήθος πάνω από τα ρούχα».

 

Το ζήτημα δεν έχει σημασία για την καταδίκη.  Η επαφή ή η τριβή στα γεννητικά όργανα, στα οπίσθια και το στήθος πληροί την αντικειμενική υπόσταση (actus reus) των υπό εξέταση αδικημάτων, είτε γινόταν πάνω, είτε γινόταν κάτω από τα ρούχα.  Ενδεχομένως το ζήτημα να ηγέρθη για όποια αξία θα μπορούσε να έχει αναφορικά με την ποινή.  Χωρίς να σημαίνει ότι όντως θα είχε αξία ένα αντίθετο εύρημα, σημειώνουμε, χάριν τάξης, ότι ο  ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ουδόλως αντεξέτασε την παραπονούμενη ως προς τους ισχυρισμούς της αυτούς και την εξήγηση που έδωσε, ότι δηλαδή στην αρχή δεν είχε αναφέρει ότι ο εφεσείοντας την άγγιζε κάτω από τα ρούχα επειδή ένοιωθε άβολα να το πει.  Ο λόγος που δεν την αντεξέτασε ως προς τις πράξεις γενικά του εφεσείοντα, είπε ο κ. Ευσταθίου, ήταν γιατί επρόκειτο για ένα μικρό παιδί.  Ουσιαστικός σκοπός της αντεξέτασης δεν ήταν να αμφισβητηθούν οι ισχυρισμοί της παραπονούμενης, αλλά να τεθεί η θέση πως η συμπεριφορά του εφεσείοντα γινόταν «με ένα γλυκό τρόπο» σαν να ήταν «ένας μικρός τζιαι τούτος».

 

Η επιβεβλημένη προσοχή κατά την αντεξέταση τέτοιων ευάλωτων μαρτύρων δεν επηρεάζει δυσμενώς τον κατηγορούμενο (Wills [2012] 1 Cr App R 16) και δεν απαλλάσσει από τις συνέπειες που επιφέρει η παράλειψη αντεξέτασης για ουσιώδη ζητήματα όπως ήταν εν προκειμένω η μαρτυρία της παραπονούμενης.  Κατά πάγια αρχή η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας (Frederickou Schools Co Ltd κ.α. ν. Acuac Inc (2002) 1 ΑΑΔ 1527, Πιριλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποιν. Έφ. Αρ. 331/2015, ημερ. 11.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B454).  Εν προκειμένω ήταν σαφές ότι δεν αμφισβητήθηκαν οι ισχυρισμοί της παραπονούμενης, αλλά ό,τι επιχειρήθηκε ήταν να οικοδομηθεί μια συγκεκριμένη εικόνα για τον εφεσείοντα, ζήτημα στο οποίο θα αναφερθούμε κατωτέρω.

 

Ως προς τον περαιτέρω ισχυρισμό ότι η ψυχολόγος Μ.Κ.9 κατέληξε σε «πόρισμα» για αγγίγματα πάνω από τα ρούχα, ακόμα κι αν η ίδια η Μ.Κ.9 έτσι θεώρησε, αποτελεί στοιχειώδη και θεμελιακή αρχή ότι η διακρίβωση των γεγονότων είναι αποκλειστικά έργο του Δικαστηρίου.  Ο ρόλος ψυχιάτρων και ψυχολόγων ως εμπειρογνωμόνων μαρτύρων σε τέτοιες υποθέσεις είναι σαφής και περιορισμένος όπως είχαμε πρόσφατα την ευκαιρία να υποδείξουμε στην Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 91/2017, ημερ. 2.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:B214

 

Υπήρξε εκτροπή, όπως και στις υποθέσεις Ομήρου και Λ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 27/2017, ημερομ. 21.11.2017, ως προς το ρόλο τέτοιας φύσεως εμπειρογνωμοσύνης, η οποία στην παρούσα υπόθεση αναδεικνύεται ιδιαίτερα μέσα από την παρακάτω πτυχή της έφεσης που αφορά τη θέση του εφεσείοντα ότι κακώς το Κακουργιοδικείο κατέληξε πως οι ενέργειες του εντάσσονται στο «προφίλ του παιδόφιλου».

 

Ως προς το ζήτημα αυτό το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία του μάρτυρα υπεράσπισης κλινικού ψυχολόγου XXXXX Μαυρολεύτερου (Μ.Υ.1) ο οποίος υποστήριξε ότι ο εφεσείοντας δεν ενεργούσε από σεξουαλική έλξη, αλλά από συναίσθημα.  Η συμπεριφορά του, ισχυρίστηκε ο Μ.Υ.1, ήταν μια «παιδίστικη» παθολογική συμπεριφορά που οφειλόταν στον ενδοψυχικό μηχανισμό της παλινδρόμησης και συνάδει με το κλινικό φαινόμενο της ιδεοληπτικής ζήλιας από παθολογικό έρωτα τον οποίο ο εφεσείων, ηλικίας 37 ετών, έτρεφε προς το παιδί, ηλικίας 10 ετών.  Διαφορετική ήταν η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, κλινικής ψυχολόγου και ψυχιάτρου, που κάλεσε η κατηγορούσα αρχή και την οποία το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε.

 

Με την έφεση προβάλλεται η θέση ότι θα έπρεπε να γίνει δεκτό πως ο εφεσείοντας δεν ήταν παιδόφιλος αλλά παθολογικά ερωτευμένος, ο οποίος ενεργούσε με παιδισμό και χωρίς να αντιλαμβάνεται το επιλήψιμο της ερωτικής σχέσης του με το παιδί.

 

Δεν τέθηκε όμως η υπεράσπιση της παραφροσύνης εν τη εννοία της υπεράσπισης του άρθρου 12 Π.Κ. που προϋποθέτει την ύπαρξη ψυχικής ασθένειας (disease of the mind) λόγω της οποίας ο ασθενής δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τι έπραττε ή να γνωρίζει ότι όφειλε να απέχει από την πράξη (McNaghten's case [1843-6] All ER Rep 229, Ζαρή ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 193/2010, 11.11.2015).  Εκ περισσού αναφέρουμε ότι, εν πάση περιπτώσει, τέτοιες προϋποθέσεις ούτως ή άλλως δεν στοιχειοθετήθηκαν.  Περιπλέον σημειώνουμε πως μια κατάσταση ψυχαναγκαστικής συμπεριφοράς (irresistible impulse), την οποία το Κακουργιοδικείο εν πάση περιπτώσει απέρριψε, δεν μπορεί να θεμελιώσει υπεράσπιση παραφροσύνης (R v. Kopsch (1925) 19 Cr App R 50, Sodeman v. R (1936) 55 CLR 192).

 

Η «μειωμένη ευθύνη» (diminished responsibility) δεν αποτελεί υπεράσπιση (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd Ed., G.M. Pikis, p. 66).  H μαρτυρία εμπειρογνωμόνων που ακούστηκε σε σχέση με την προσωπικότητα και την πνευματική κατάσταση του εφεσείοντα δεν ήταν σχετική και κατ΄ακολουθίαν ούτε επιτρεπτή (admissible) (R v. Turner [1975] QB 834, 841).  Στην υπόθεση R v. Masih [1986] Crim.L.R. 395, έγινε δεκτή μαρτυρία εμπειρογνώμονα αναφορικά με τη νοητική υστέρηση του κατηγορούμενου, όχι υπό την έννοια της «ψυχικής ασθένειας», σε σχέση όμως με την επίδραση της κατάστασής του αυτής στο ζήτημα της  δυνατότητας ή μη για διαμόρφωση ένοχης διάνοιας (mens rea).  Ακόμα και σε μια πιο ευρεία θεώρηση του κανόνα που καθιέρωσε η Turner, προκριματικά είναι που τίθεται το ζήτημα της σχετικότητας με τα επίδικα θέματα (R v. Strudwick and Merry, 99 Cr.App.R. 326), εφόσον η σχετικότητα αποτελεί αναγκαίο προηγούμενο όρο (condition precedent, βλ. Turner, σελ. 841) της αποδεκτότητας.   Όπως ελέχθη στην Myers v. The Queen [2015] UKPC 40:

 

«The starting point is that evidence is not admissible unless it is relevant.  It is relevant if, but only if, it contributes something to the resolution of one or more of the issues in the case.»

 

Εν προκειμένω το ζήτημα απλώς ερίφθη στη διαδικασία και αφέθηκε ασύνδετο από τα επίδικα θέματα.  Τέθηκε μόνο στην αγόρευση για μετριασμό της ποινής ως μετριαστικός παράγοντας.  Το επίδικο θέμα όμως στα πλαίσια της ακρόασης ήταν κατά πόσο η κατηγορούσα αρχή πέτυχε να αποδείξει τη διενέργεια, με την απαιτούμενη ένοχη διάνοια, των φυσικών ενεργειών του εφεσείοντα που πληρούσαν την κατά νόμο περιγραφή της αντικειμενικής υπόστασης των αδικημάτων.  Ποία σημασία είχε για την υπόθεση η κατάταξη σε «προφίλ» που τόσο ταλαιπώρησε και επιμήκυνε αχρείαστα τη διαδικασία;  Όλη η μαρτυρία  περί «προφίλ» ήταν άσχετη με την απόδειξη των κατηγοριών που ήταν το αντικείμενο της δίκης.  Όπως τέθηκε στην κλασσική υπόθεση R v. Kilbourne [1973] A.C. 729, 756:

 

«Evidence is relevant if it is logically probative or disprobative of some matter which requires proof.»

 

Ήταν ζήτημα που μπορούσε να προβληθεί, όπως και προεβλήθη, στο στάδιο του μετριασμού της ποινής, με την απαιτούμενη διαδικασία, εάν υπήρχε αμφισβήτηση, ανάλογα με τη σημασία του.

 

Πάντως, για να καταλήξουμε με το ζήτημα αυτό και για όποια αξία θα μπορούσε να έχει, θεωρούμε ότι ορθά διαπιστώθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι οι θεωρίες Μαυρολεύτερου στερούνταν πραγματικού και επιστημονικού υποβάθρου.  Τα περί «παθολογικού έρωτα» στα πλαίσια παιδικότητας και αθώας στάσης έναντι του παιδιού και τα περί έλλειψης έντονης ανάγκης για άμεση ικανοποίηση σεξουαλικής επιθυμίας δεν είχαν κανένα υπόβαθρο στα γεγονότα που στοιχειοθετούν, όπως ευλόγως διαπίστωσε στο Κακουργιοδικείο, μια επίμονη και περίτεχνη προσπάθεια του εφεσείοντα να εκμεταλλευτεί την ορφανή από πατέρα δεκάχρονη παραπονούμενη, να καταστεί πατρικό πρότυπο και απαραίτητος στη ζωή της και σ΄αυτά τα πλαίσια να υλοποιήσει τους σκοπούς του, ήτοι τις ανώμαλες σεξουαλικές του επιθυμίες και ορέξεις.

 

Έχοντας διευκρινίσει όλα αυτά, υπεισερχόμαστε στο μόνο ζήτημα που έχει σημασία για την καταδίκη.  Ήταν, ως άνω, η θέση της υπεράσπισης ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα δεν στοιχειοθετεί σεξουαλική κακοποίηση εν τη εννοία του άρθρου 6(4)(α) του Νόμου, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«6(4) Όποιος συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη με παιδί όταν -

(α) γίνεται κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής επάνω στο παιδί, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου,»

 

Στο άρθρο 2 δίδονται οι ορισμοί των όρων «θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής» και «κατάχρηση θέσης εξουσίας, εμπιστοσύνης ή επιρροής ή ευάλωτης θέσης» ως ακολούθως:

 

«θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής» περιλαμβάνει -

(α) σχέση συγγένειας εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού μεταξύ του θύματος και του προσώπου που διαπράττει ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, ή

 

(β) οποιαδήποτε άλλη σχέση μεταξύ του θύματος και του προσώπου αυτού, λόγω της θέσης του ή της ιδιότητάς του περιλαμβανομένης της σχέσης του με τον κηδεμόνα του παιδιού, εκπαιδευτικό, εργοδότη, υπεύθυνο οποιουδήποτε δημόσιου ή ιδιωτικού ιδρύματος το οποίο φιλοξενεί παιδιά ή στο οποίο περιορίζονται ή κρατούνται πρόσωπα δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή απόφασης διοικητικών ή δικαστικών αρχών, καθώς και με άλλα πρόσωπα με ανάλογη θέση ή ιδιότητα∙»

 

 «κατάχρηση θέσης εξουσίας, εμπιστοσύνης ή επιρροής ή ευάλωτης θέσης» περιλαμβάνει την περίπτωση όπου το θύμα δεν έχει άλλη πραγματική ή παραδεκτή επιλογή από το να υποστεί ή να υποκύψει στη συγκεκριμένη κατάχρηση∙»

 

Ο Νόμος ψηφίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης - πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου.

 

Η Οδηγία στο άρθρο 3.5(i) καλεί τα κράτη μέλη να ποινικοποιήσουν σεξουαλική πράξη με παιδί όταν, μεταξύ άλλων, «γίνεται κατάχρηση αναγνωρισμένης θέσης εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής επάνω στο παιδί».  Ο ευπαίδευτος συνήγορος τόνισε την αναφορά σε «αναγνωρισμένη θέση εμπιστοσύνης» εισηγούμενος ότι τούτο σημαίνει θέση την οποία ρητά ορίζει ο νόμος και ότι εξ αυτού προκύπτει πως πρέπει η σχέση να προέρχεται από αναγνωρισμένο αξίωμα ή αναγνωρισμένη υπηρεσία σε μια ιεραρχία.  Παρέπεμψε σχετικά στις πρόνοιες της αγγλικής νομοθεσίας και ειδικά στα άρθρα 21 και 22 του Sexual Offences Act 2003 ως προς την έννοια της θέσης εμπιστοσύνης (positions of trust), όπου και γίνεται περιπτωσιολογική ρύθμιση με αναφορά σε πρόσωπα τα οποία εκ της θέσεως ή της ιδιότητάς τους επιβλέπουν ανηλίκους σε ιδρύματα κράτησης ή διαμονής ανηλίκων, νοσοκομεία, εκπαιδευτήρια, τοπικές αρχές κ.α.  Συνέδεσε την εισήγησή του αυτή και με την έννοια που αποδίδει, ως άνω, ο Νόμος στον όρο «κατάχρηση» στα πλαίσια της οποίας το θύμα δεν έχει άλλη επιλογή από το να υποστεί ή να υποκύψει στην κατάχρηση.  Αυτό, είπε, συμβαίνει π.χ. σε ένα δημόσιο ίδρυμα ή σε ένα ορφανοτροφείο ή σε μια ανάδοχη οικογένεια όπου το θύμα δεν έχει δυνατότητα διαφυγής εφόσον τελεί υπό την άμεση εξουσία του «αξιωματούχου».  Τέλος, εισηγήθηκε ότι η πρόβλεψη της εσχάτης των ποινών καταδεικνύει ότι σκοπός του Νόμου ήταν να αντιμετωπιστεί η σεξουαλική κακοποίηση και  κατάχρηση από πρόσωπα που βρίσκονται σε αναγνωρισμένη θέση εμπιστοσύνης, όταν δηλαδή η σεξουαλική εκμετάλλευση γίνεται από πρόσωπα τέτοιας περιωπής, λόγω θέσεως ή ιδιότητας.

 

Από δικής της πλευράς η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Δημοκρατίας απάντησε πως ο Νόμος παραπέμπει σε μια ευρύτερη κατηγορία προσώπων τα οποία λόγω ιδιότητας ή θέσης αποκτούν εμπιστοσύνη, εξουσία ή επιρροή επί του θύματος και όχι μόνο σε αυτά που κατέχουν κάποια αναγνωρισμένη θέση ή ιδιότητα.

 

Ένα επιμέρους ζήτημα σε σχέση με τα θέματα αυτά που προβάλλεται με την έφεση είναι ότι ο εφεσείοντας δεν είχε δίκαιη δίκη επειδή η κατηγορούσα αρχή δεν ικανοποίησε το αίτημά του όπως του καθορίσει ποια ήταν η θέση εμπιστοσύνης την οποία αυτός κατείχε.  Ως προς το ζήτημα αυτό σημειώνουμε πως μετά τη σχετική ανταλλαγή επιστολών με την κατηγορούσα αρχή και την απάντηση της τελευταίας πως οι λεπτομέρειες στο κατηγορητήριο ήταν ικανοποιητικές και πως από αυτές αλλά και από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που ήταν στη διάθεσή του, ο εφεσείοντας ήταν σε θέση να γνωρίζει επακριβώς τι αντιμετώπιζε, αυτός δεν υπέβαλε αίτημα ούτε ήγειρε οποιοδήποτε ζήτημα στο Δικαστήριο.  Υπ΄αυτές τις περιστάσεις αλλά και εν πάση περιπτώσει δεν έχει στοιχειοθετήσει ότι από τον τρόπο σύνταξης του κατηγορητηρίου έχει επηρεαστεί δυσμενώς το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη.

 

Σε ότι αφορά την εισήγησή του περί μη στοιχειοθέτησης κατάχρησης, θα πρέπει κατ΄αρχάς να σημειώσουμε ότι η Υπεράσπιση δεν αναφέρθηκε στον κανόνα ejusdem generis, τον οποίο όμως δεν μπορούσαμε παρά να έχουμε κατά νου.  Η έννοια και η εμβέλεια του κανόνα έχει επεξηγηθεί στην υπόθεση Ethnikos v. KOA (1984) 3 ΑΑΔ 1150.  Όταν ο νομοθέτης χρησιμοποιεί γενικούς όρους ως συνέχεια απαρίθμησης όρων οι οποίοι προσδιορίζουν με πιο συγκεκριμένο τρόπο πρόσωπα ή πράγματα, που λόγω κοινών χαρακτηριστικών είναι δυνατό να ενταχθούν στην ίδια κατηγορία ή τάξη, τότε τεκμαίρεται πως η πρόθεση του νομοθέτη είναι ότι οι γενικοί όροι που ακολουθούν είναι του «ιδίου είδους» (ejusdem generis), ήτοι ανήκουν στο ίδιο είδος, τάξη ή κατηγορία με τους προηγηθέντες συγκεκριμένους όρους.  Δεν πρόκειται όμως για απόλυτο κανόνα.  Ζητούμενο κάθε φορά είναι η πραγματική βούληση του νομοθέτη.  Ο κανόνας ejusdem generis δεν εφαρμόζεται όταν «it is reasonably clear from the context or the general scope and purview of the Act that Parliament intended that they should be given a broader definition» (E. A. Driedger: On the Construction of Statutes, σελ. 92, Κώστουλος & Σία Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 999/2012, ημερ. 27.6.2014).  Όπως θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε κατωτέρω, τέτοια είναι εν προκειμένω η περίπτωση.

 

Κατ' αρχάς θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο κύπριος νομοθέτης εισάγοντας εν πολλοίς τις πρόνοιες της Οδηγίας, παρά ταύτα δεν μετέφερε στο εθνικό δίκαιο την έννοια της «αναγνωρισμένης σχέσης εμπιστοσύνης», εφόσον το άρθρο 6(4)(α) αναφέρεται σε κατάχρηση «θέσης εμπιστοσύνης».  Αυτό δεν μπορεί να έγινε στο κενό.  Είναι ενδεικτικό ότι ο νομοθέτης δεν περιόρισε την εμβέλεια του νόμου σε εκείνες τις περιπτώσεις που αφορούν σε πρόσωπα που βρίσκονται σε «συγκεκριμένες θέσεις εξουσίας», όπως το έθεσε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα.  Δεν τίθεται από το δικό μας Νόμο περιορισμός μόνο σε αναγνωρισμένες από το Νόμο θέσεις ή ιδιότητες, όπως είναι η περιοριστική ταξινόμηση της αγγλικής νομοθεσίας (βλ., επίσης, Sexual Offences (Scotland) Act 2009, άρθρα 42 και 43).  Στο δικό μας Νόμο οι κατά συγκεκριμένο τρόπο αναφερόμενες θέσεις ή ιδιότητες δεν αποτελούν «κλειστό αριθμό» (numerus clausus), η δε γενική φράση που ακολουθεί δεν αναφέρεται σε πρόσωπα που βρίσκονται σε θέσεις ή ιδιότητες της ίδιας τάξης ή κατηγορίας, αλλά, διευρυντικά, σε πρόσωπα ευρισκόμενα σε ανάλογες θέσεις ή ιδιότητες.  Οι διαφορές αυτές στο γράμμα του άρθρου 6(4)(α) και εδαφίου (β) του ορισμού υποδηλώνουν ήδη φανερά την πρόθεση του νομοθέτη να μην περιοριστεί στην πιο στενή έννοια όπως ήταν η εισήγηση  της Υπεράσπισης.

 

Αλλά και από το γράμμα του εδαφίου (α) του ορισμού προκύπτει η ευρύτητα που απέδωσε ο νομοθέτης στην υπό εξέταση έννοια.  Καθορίζοντας την άλλη κατηγορία προσώπων που τελούν σε «θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής», ήτοι με βάση τη συγγένεια μέχρι του τρίτου βαθμού, έθεσε ως μόνη προϋπόθεση τη συγγένεια μέχρι τρίτου βαθμού. Συνεπώς από το βαθμό συγγένειας και μόνο, ακόμα και εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου βαθμού, ο νομοθέτης τεκμαίρει θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής.  Η ευρεία προσέγγιση είναι φανερή προς ευόδωση των σκοπών του Νόμου (βλ. άρθρο 3 του Νόμου) η οποία και δεν συνάδει με την εισήγηση της υπεράσπισης εν προκειμένω.  Διαφορετική ερμηνεία, μάλιστα, θα κατέληγε στο παράλογο αποτέλεσμα ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να θεωρείται σχέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής η θέση λ.χ. του συζύγου με την ανιψιά της συζύγου του (εξ αγχιστείας, εκ πλαγίου, γ' βαθμός), χωρίς να απαιτείται οποιοδήποτε άλλο γεγονός, παρά μόνο η συγγένεια αυτή και να μη θεωρείται σχέση εμπιστοσύνης εξουσίας και επιρροής μια στενή σχέση που δημιουργείται με τέτοιο τρόπο ώστε εν τοις πράγμασι να είναι ανάλογη της θέσης του κηδεμόνα του παιδιού.

 

Προκύπτει με σαφήνεια η επιλογή του νομοθέτη να μην περιορίσει τα πράγματα σε «αναγνωρισμένες θέσεις», αλλά να αποδώσει στον όρο «θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής» ευρύτερη, πραγματιστική, έννοια. Είναι υπ΄αυτή την έννοια του νόμου  που κατηγορήθηκε και βρέθηκε ένοχος ο εφεσείοντας.

 

Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου αφορούσε την εν τοις πράγμασι διαμορφωθείσα θέση εμπιστοσύνης και επιρροής προς το παιδί, η οποία κατέστη ανάλογη θέση ή ιδιότητα με εκείνη του κηδεμόνα του παιδιού.  Ως προς το ζήτημα της δυνατότητας του κατά πόσο υπήρχε πραγματική ή παραδεκτή επιλογή αποφυγής, ζήτημα που ως άνω ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα συνέδεσε με την έννοια της «θέσης εμπιστοσύνης» το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε πως ο εφεσείοντας επιβάλλοντας μεθοδικά τον εαυτό του ως «άτομο της οικογένειας», καθήλωσε το παιδί στις ορέξεις του χωρίς να του αφήσει δυνατότητα διαφυγής. 

 

Η έφεση εναντίον της καταδίκης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Με την έφεση προσβάλλεται και η ποινή ως έκδηλα υπερβολική και ως παραβιάζουσα τις αρχές της νομολογίας.  Η θέση αυτή συσχετίσθηκε κυρίως με τον ισχυρισμό ότι ο εφεσείοντας βρισκόταν στο «μεταίχμιο του ακαταλόγιστου».  Γενικά το νοητικό μειονέκτημα (mental handicap) αναγνωρίζεται ως παράγοντας μειωμένης ευθύνης (G. M. Pikis, ανωτέρω).

 

Σε τέτοιας όμως φύσεως υποθέσεις, η ψυχική ανωμαλία δεν ισοδυναμεί εξάπαντος με μετριαστικό παράγοντα.   Μπορεί να έχει και την αντίθετη σημασία.  Όπως εύστοχα υποδείχθηκε από το Δικαστή Brennan στην υπόθεση Channon v. The Queen (1978) 33 FLR 433 (Αυστ.), η σημασία που μπορεί να έχει σε υποθέσεις όπως η παρούσα η επίκληση ψυχικής ανωμαλίας είναι αμφίσημη:

 

«Psychiatric abnormality falling short of insanity is frequently found to be a cause of, or a factor contributing to, criminal conduct. The sentencing of an offender in cases of that kind is inevitably difficult. The difficulty arises in part because the factors which affect the sentence give differing significance to an offender's psychiatric abnormality. An abnormality may reduce the moral culpability of the offender and the deliberation which attended his criminal conduct; yet it may mark him as a more intractable subject for reform than one who is not so affected or even as one who is so likely to offend again that he should be removed from society for a lengthy or indeterminate period. The abnormality may seem on one view to lead towards a lenient sentence, and on another to a sentence which is severe. That is not an unusual phenomenon in sentencing, where the court must fashion a sentence which either reconciles or balances the various objectives of sentencing, sometimes giving emphasis to one of the objectives of sentencing, sometimes giving emphasis to another. Although the court necessarily adopts a pragmatic approach, the judicial discretion is not at large, without guidance from principle. That guidance is found in the basic purpose which is to be served by the exercise of the sentencing power.»

 

Ήταν η θέση του Μ.Υ.1 ότι στα πλαίσια της θεραπείας του ο εφεσείοντας έχει αντιληφθεί και αποδεχθεί τα αίτια που τον ώθησαν σε αυτή την κατάσταση και ότι η θεραπεία πρέπει να συνεχιστεί  για να μπορέσει να τα εμπεδώσει, να συγχωρέσει εαυτόν και να σταματήσει να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο.  Αγορεύοντας δε ο ευπαίδευτος συνήγορός του ενώπιον του Κακουργιοδικείου προέβαλε τη θέση ότι ο παραδειγματισμός εν προκειμένω αποκτά δευτερεύουσα σημασία εφόσον ήδη επετεύχθη μέσω της θεραπείας του.  Τούτο ενόψει, προφανώς, του ισχυρισμού που προέβαλε στην ανώμοτη του δήλωση, ότι ο δρ XXXXX Μαυρολεύτερος τον θεράπευσε και τον έκαμε να αντιληφθεί κάτι το οποίο τότε δεν είχε συνειδητοποιήσει και ζητά συγγνώμη τόσο από την παραπονούμενη όσο και από την οικογένειά της.  Αυτά όμως θα είχαν αξία αν συνοδεύονταν από έμπρακτη μεταμέλεια η οποία και εκφράζεται με παραδοχή.  Η παραδοχή ακριβώς υποδηλώνει την αντίληψη του δράστη για το κακό που διέπραξε. Σε περιπτώσεις δε όπως η παρούσα έχει ως αποτέλεσμα να μην υποβληθεί ένα παιδί στην τραυματική εμπειρία της δίκης, όσο προσεκτική και αν είναι η αντιμετώπισή του κατά τη διάρκεια της αντεξέτασής του.  Τότε είναι που θα μπορούσε ο εφεσείοντας με ψυχική και συνειδησιακή ταπείνωση έναντι του παιδιού, του οποίου την προσωπικότητα εξευτέλισε και τραυμάτισε ενεργώντας συστηματικά σε μια μακρά περίοδο χρόνου, να επικαλεστεί έμπρακτη μεταμέλεια και μειωμένη ανάγκη για ειδική αποτροπή.  Η παρατήρηση βεβαίως αυτή δεν αναφέρεται στο αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου να μην παραδεχθεί ενοχή το οποίο, όπως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως επιβαρυντικός παράγοντας, αλλά στο ότι ένας κατηγορούμενος, ιδιαίτερα υπό τέτοιες περιστάσεις όπου η μη παραδοχή δεν περιορίστηκε στη νομική πτυχή αλλά είχε ως αποτέλεσμα να κληθεί ως μάρτυρας η ανήλικη,

 δεν μπορεί να τύχει της επιείκειας που θα εδικαιούτο εάν εξέφραζε εξ αρχής πλήρη και έμπρακτη μεταμέλεια.  Άλλωστε θεωρούμε ότι άτομα όπως ο εφεσείοντας είναι καλύτερα για τους ίδιους και την κοινωνία να αναζητούν βοήθεια προηγουμένως, παρά να επικαλούνται το πρόβλημα τους για να τύχουν επιείκειας μετά.

 

Ο ισχυρισμός για ψυχαναγκαστική συμπεριφορά αποκλείστηκε, ως άνω, από το Κακουργιοδικείο, το οποίο και στα πλαίσια της επιβολής ποινής επανέλαβε ότι ο εφεσείοντας ενήργησε με μεθοδευμένο τρόπο δράσης για επίτευξη του στόχου του να προσεγγίσει την ανήλικη, ένα από τα τρία ορφανά από πατέρα παιδιά της μητέρας της, εκμεταλλευόμενος την εξ αγχιστείας συγγενική σχέση με την οικογένεια και τις ιδιαίτερες αδυναμίες του παιδιού, με σκοπό να την καθηλώσει στις ορέξεις του και να την ελέγχει πλήρως, έχοντας πλήρη επίγνωση των πράξεων του.

 

Περαιτέρω προβλήθηκε ότι δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψιν οι προσωπικές και οι οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα.  Όμως οι παράγοντες αυτοί στην πραγματικότητα όπως και κάθε σχετικός παράγοντας λήφθηκαν υπόψιν από το αρμόδιο να επιβάλει την ποινή Δικαστήριο, το οποίο και επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 ετών σε κάθε κατηγορία σεξουαλικής κακοποίησης και συντρέχουσες ποινές 15 μηνών σε κάθε κατηγορία για άσεμνη επίθεση.   Η σοβαρότητα των αδικημάτων όπως προκύπτει από την προβλεπόμενη ποινή, η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας.  Περαιτέρω, ορθά λήφθηκε εν προκειμένω υπόψιν η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ εφεσείοντα και παραπονούμενης.  Γενικά βρίσκουμε ότι το Κακουργιοδικείο κινήθηκε σε επιτρεπτά πλαίσια και δεν υπάρχει περιθώριο παρέμβασης του Εφετείου.

 

Η έφεση τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της ποινής απορρίπτεται.

 

 

                                                          Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

 

Μ. Χριστοδούλου, Δ.

 

 

Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο