ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ADAMOS CHARITONOS AND OTHERS ν. THE REPUBLIC (1971) 2 CLR 40
THE ATTORNEY-GENERAL OF THE REPUBLIC ν. ALI OSMAN HASSAN (1971) 2 CLR 316
PANTELIS VRAKAS AND ANOTHER ν. THE REPUBLIC (1973) 2 CLR 139
ANDREAS G. HJISAVVA ALIAS KOUTRAS ν. THE REPUBLIC (1976) 2 CLR 13
ANDREAS ANASTASSIADES ν. THE REPUBLIC (1977) 2 CLR 97
FOURNARIS ν. THE REPUBLIC (1978) 2 CLR 20
ROSSIDES ν. REPUBLIC (1983) 2 CLR 391
FOURNIDES ν. REPUBLIC (1986) 2 CLR 73
Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363
Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41
Πουτζιουρής & άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 309
Ajini κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 319
Kωνσταντίνου Aνδρέας Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260
Γεωργίου Eυριπίδης Aνδρέα άλλως Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 444
Νικολάου Γεώργιος Βασιλείου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 482
Hodfield Henry Harry ν. Διευθύντριας Tμήματος Tελωνείων (2002) 2 ΑΑΔ 414
Παυλόπουλος Αθανάσιος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 ΑΑΔ 261
Πολυδώρου Παντελής και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 492
Θεοχάρους Κρίνος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 22
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Michael Binnington και Άλλου (Αρ. 1) (2008) 2 ΑΑΔ 108
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Μ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 149/2019, 20/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:B358
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 76/22, 19/1/2023, ECLI:CY:AD:2023:B13
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση 240/18, 25/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:B67
ECLI:CY:AD:2018:D411
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
20 Σεπτεμβρίου, 2018
(ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές)
Ποινική Έφεση 25/14 (σχ.με 29/14)
XXXXX ΜΑΜΑΛΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Ποινική Έφεση 29/14 (σχ.με 25/14)
XXXXX ΤΣΕΧΙΛΙΔΗΣ
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητη.
--------------------
Λ.Λυσάνδρου, για τον Εφεσείοντα στην 25/14
Α.Αναστασίου, για τον Εφεσείοντα στην 29/14
Α.Αριστείδης, για Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη και στις 2 εφέσεις.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου στην ποινική έφ.25/14 είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου. Η απόφαση στην ποινική έφ. 29/14 δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας, (Οικονόμου, Δ, και Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.) είναι σύμφωνη ως προς το αποτέλεσμα, θα δοθεί σε δύο κείμενα των Δικαστών, ενώ η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από τον υποφαινόμενο.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η υπόθεση που μας απασχολεί αφορά καταδίκη των δύο εφεσειόντων από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας-Αμμοχώστου για αδικήματα φόνου εκ προμελέτης πέντε θυμάτων στις πέντε πρώτες κατηγορίες και αντίστοιχες κατηγορίες για μεταφορά όπλου καθώς και κατοχή και μεταφορά φυσιγγίων (6η-8η κατηγορία).
Οι φόνοι διεπράχθησαν στην Αγία Νάπα και συγκεκριμένα στην οδό Καταλυμάτων, σε συμβολή της εν λόγω οδού με αδιέξοδο χωρίς ονομασία, το οποίο βρίσκεται στα δεξιά σύμφωνα με την πορεία που είχε το όχημα των θυμάτων.
Αδιαμφισβήτητα είναι ότι οι φόνοι διεπράχθησαν τις πρωινές ώρες της 23.6.2012 και τα θύματα ήσαν οι XXXXX Γεωργίου, XXXXX Coman, XXXXX Coleasa, XXXXX Λουκαϊδης και XXXXX Καραολής. Οι πρώτοι τέσσερις ήσαν εργοδοτούμενοι του ΜΚ14 Καλοψιδιώτη ως φρουροί ασφαλείας, ενώ ο πέμπτος ήταν φίλος του τέταρτου. Τα πέντε θύματα είχαν εξέλθει του νυχτερινού κέντρου Soho Club, που βρίσκεται στην οδό Γρηγόρη Αυξεντίου και επιβιβάστηκαν εντός του αυτοκινήτου, τύπου BMW 730i, χρώματος μαύρου, με αριθμούς εγγραφής XXXXX88. Το Soho Club αποτελεί ιδιοκτησία του ως άνω ΜΚ14, ενώ το πιο πάνω όχημα είναι ιδιοκτησία μιας εκ των εταιρειών του. Ο ΜΚ14, ιδιοκτήτης επίσης της μπυραρίας Red Square και του καφεστιατορίου «Το Καφενείο» στην πλατεία Σεφέρη, δηλαδή στην πλατεία της Εκκλησίας, τη στιγμή των φόνων βρισκόταν στην οικία του. Ο Γεωργίου, το άτομο που οδηγούσε συνήθως το ως άνω όχημα, κάθισε στη θέση του οδηγού, ο Λουκαϊδης κάθισε στη θέση του συνοδηγού, ενώ τα άλλα τρία πρόσωπα επιβιβάστηκαν στα πίσω καθίσματα του οχήματος. Συγκεκριμένα, ο Καραολής κάθισε στο κάθισμα πίσω από τον οδηγό, ενώ οι δύο Ρουμάνοι κάθισαν στα αριστερά του. Το αυτοκίνητο κινήθηκε μέσω της οδού Γρηγόρη Αυξεντίου προς την οδό Καταλυμάτων και ακολούθως έστριψε αριστερά, ως η πορεία του, στην οδό Καταλυμάτων. Το αυτοκίνητο, ενώ κινείτο επί της πιο πάνω οδού, και αφού είχε καλύψει απόσταση 100 μέτρων δέχθηκε πυροβολισμούς, με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί με σταθμευμένο όχημα και να ακινητοποιηθεί. Νοσηλευτές και μέλη της Αστυνομίας που έφθασαν στη σκηνή, εντόπισαν το Γεωργίου να κείται στην άσφαλτο μέσα σε κηλίδα αίματος, εντός του αδιεξόδου, λίγα μέτρα από το αυτοκίνητο. Τα υπόλοιπα θύματα βρίσκονταν αιμόφυρτα στις θέσεις τους εντός του αυτοκινήτου. Ο θάνατος όλων των θυμάτων είχε προκληθεί από πυροβολισμούς εκ πυροβόλου όπλου και δη ενός πιστολιού τύπου Glock με συγκεκριμένο αριθμό κατασκευής το οποίο είχε ανευρεθεί στα πλαίσια διερεύνησης άλλης υπόθεσης και είχε κατατεθεί ως τεκμήριο κατά την εκδίκαση αυτής. Αποτέλεσε επίσης εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι τα 4 θύματα (πλην του Γεωργίου) είχαν πυροβοληθεί και δεχθεί όλες τις βολίδες από την αριστερή πλευρά τους, ενώ βρίσκονταν στο αυτοκίνητο. Ο Γεωργίου είχε εξέλθει του αυτοκινήτου και πυροβολήθηκε ενώ βρισκόταν εν κινήσει. Το πτώμα του βρέθηκε λίγα μέτρα από το αυτοκίνητο.
Η καταδίκη των εφεσειόντων βασίστηκε κυρίως επί διαπιστώσεων από κυκλώματα παρακολούθησης στην περιοχή και από κινήσεις των ιδίων των εφεσειόντων, ως αναλύθηκαν από το Κακουργιοδικείο, το οποίο βασιζόμενο σε στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας θεώρησε ότι παρείχετο το έρεισμα για να κριθούν οι εφεσείοντες ένοχοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Εικόνες εκ των κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης υπήρξαν σημαντικά στοιχεία τόσο στη δομή και στο περιεχόμενο της απόφασης όσο και σε αναφορά με τους λόγους έφεσης. Η εικόνα που παρουσίαζαν τόσο η οδός Καταλυμάτων αλλά και άλλες παρακείμενοι οδοί ήσαν σχετικές με τη διακίνηση των δραστών. Τα οπτικά πλάνα εξηγήθηκαν από διάφορους μάρτυρες και έτυχαν ανάλυσης από το Κακουργιοδικείο σε συνάρτηση με επιμέρους ουσιώδη θέματα. Δόθηκε σημασία σε διάφορες οδούς που προσέγγιζαν τη σκηνή του φόνου και έγινε αναφορά στη μορφολογία της επίδικης περιοχής. Αναφέρθηκε ειδικά και η οδός Μάρτας η οποία αποτελεί, ως η οδός Καταλυμάτων, πάροδο της λεωφόρου Νησί και καταλήγει στην οδό Γρηγόρη Αυξεντίου. Σημαντικός χώρος ο οποίος θα μας απασχολήσει είναι ο χώρος στάθμευσης της εκκλησίας της Παναγίας στον οποίο καταλήγει η οδός Μάρτας και είναι αδιέξοδο. Δέον να σημειωθεί ότι οι εφεσείοντες κληθέντες σε απολογία επέλεξαν να προβούν σε ανώμοτη δήλωση τονίζοντας την αθωότητα τους και το τυχαίο της παρουσίας τους στο χώρο κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας τα κάτωθι:
1. Οι Κατηγορούμενοι που είναι φίλοι, αφίχθηκαν στην Κύπρο μαζί και διέμεναν μαζί, με τελευταίο τόπο διαμονής τους το ξενοδοχείο Nestor στην Αγία Νάπα.
2. Μετά τη δεύτερη φορά που αφίχθηκαν στην Κύπρο στις 19.6.2013, διακινούνταν στο χώρο πέριξ της Εκκλησίας, είτε πεζοί, είτε με το αυτοκίνητο XXXXX55, τύπου Perodua Kembara το οποίο ενοικιάστηκε από το γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων του Μοναστήρα (ΜΚ28) και οδηγείτο από τον Κατηγορούμενο 2. Σχετικά είναι το Βίντεο 2-43, 64-66, 73-80, 87-120, 129-136, 148-159, των ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ 274 και 275.
3. Από αυτό το χώρο, αρχίζει πεζόδρομος ο οποίος έχει διάφορες διακλαδώσεις, μία από τις οποίες καταλήγει στην Οδό Καταλυμάτων στο σημείο ακριβώς που διαπράχθηκε το έγκλημα.
4. Οι πέντε φόνοι διαπράχθηκαν περί τις 03:24 της 23.6.2012.
5. Το βράδυ της 22.6.2012 προς 23.6.2012, από τις 23:03 της 22.6.2012, οι Κατηγορούμενοι άρχισαν να περιφέρονται στο χώρο πέριξ της Εκκλησίας όπως περιγράφεται πιο πάνω (Βίντεο 64).
6. Περί ώρα 01:49 της 23.6.2012, καταφθάνει το αυτοκίνητο των θυμάτων και σταθμεύει μπροστά από το Soho Club, κατεβαίνουν δε απ΄ αυτό τέσσερα άτομα τα οποία εισέρχονται στο Soho Club (Βίντεο 121 και 122).
7. Στις 01:57 της 23.6.2012 οι Κατηγορούμενοι εισέρχονται στο ξενοδοχείο Nestor από το οποίο αναχωρούν στις 02:16 (Βίντεο 123-128).
8. Στις 02:24 το αυτοκίνητο των Κατηγορουμένων καταφθάνει και πάλι στο χώρο στάθμευσης της Εκκλησίας όπου σταθμεύει. Καταγράφηκαν δε σχετικές κινήσεις των Κατηγορουμένων και του αυτοκινήτου τους στο χρονικό διάστημα 02:24 μέχρι 02:31 (Βίντεο 129-136).
9. Στο διάστημα μεταξύ 02:33 μέχρι και 02:41 της 23.6.2012 οι Κατηγορούμενοι κινήθηκαν στο χώρο έξω από το Soho Club στο οποίο βρίσκονταν τα θύματα καθώς και στο Sky Kiosk το οποίο βρίσκεται πλησίον του Soho Club (Βίντεο 137-147).
10. Στο διάστημα 02:44 μέχρι 03:20 εμφανίζονται και πάλι οι Κατηγορούμενοι κατά διάφορα διαστήματα στο χώρο πέριξ της Εκκλησίας (Βίντεο 148-156). Ειδικότερα :
(I) μεταξύ 02:49 και 03:17 διακινούνται στο χώρο και κάθονται για αρκετή ώρα στο περιτοίχισμα του χώρου στάθμευσης,
(II) ο Κατηγορούμενος 1, κατά τις διακινήσεις του φαίνεται να μιλά στο κινητό τηλέφωνο (Βίντεο 155), γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, όπως αναφέρθηκε πιο πριν,
(III) περί τις 03:17 εισέρχονται και οι δύο στο αυτοκίνητο XXXXX55 που είναι ακόμη σταθμευμένο στο χώρο στάθμευσης της εκκλησίας.
11. Περί τις 03:19 ο Κατηγορούμενος 1 εξέρχεται του αυτοκινήτου και κατευθύνεται από τα αριστερά προς τα δεξιά, δηλαδή προς την κατεύθυνση του πεζόδρομου (Βίντεο 157 και 158). Στο επόμενο βίντεο (Βίντεο 159) περί ώρα 03:20 παρουσιάζεται σκιά, που όπως διαπιστώθηκε ανήκει στον Κατηγορούμενο 1, να προχωρεί προς την κατεύθυνση που, μεταξύ άλλων, καταλήγει στην Οδό Καταλυμάτων.
12. Εν τω μεταξύ στο διάστημα μεταξύ 03:17 και 03:20 τα θύματα εξήλθαν του Soho Club, εισήλθαν στο αυτοκίνητο το οποίο κινείται με όπισθεν και προσπαθεί να κάνει επαναστροφή. Ακολούθως κάνει επαναστροφή και κινείται προς την Οδό Καταλυμάτων (Βίντεο 157-160).
13. Η στιγμή που ο Κατηγορούμενος 1 κατευθύνεται από τον πεζόδρομο προς την Οδό Καταλυμάτων, με τη στιγμή που επιχειρεί ο οδηγός του αυτοκινήτου των θυμάτων να κάνει όπισθεν και επαναστροφή, σε ένα πολυσύχναστο από πεζούς δρόμο, συμπίπτουν χωρίς όμως να υπάρχει μαρτυρία ως προς τον τρόπο που ο Κατηγορούμενος 1 συντόνισε τις κινήσεις του με αυτές του αυτοκινήτου των θυμάτων.
14. Περί ώρα 03:24 διαπράττονται οι φόνοι από κάποιο άτομο το οποίο φορά καπελάκι τύπου τζόκεϊ (Βίντεο 161-163), το οποίο πλησιάζει το όχημα των θυμάτων από αριστερά και αφού πυροβολεί τα θύματα απομακρύνεται προς την ίδια κατεύθυνση.
15. Στη συνέχεια και σε λιγότερο του ενός λεπτού, ο Κατηγορούμενος 1 εμφανίζεται να τρέχει στον πεζόδρομο, προερχόμενος από την κατεύθυνση της Οδού Καταλυμάτων, όπως αναφέρεται πιο πάνω, φορώντας καπελάκι τύπου τζόκεϊ και να κατευθύνεται προς το αυτοκίνητο εντός του οποίου βρίσκεται ο Κατηγορούμενος 2 στη θέση του οδηγού (Βίντεο 165-167).
16. Την ίδια στιγμή ο Κατηγορούμενος 2 οδηγεί απότομα το αυτοκίνητο προς τα εμπρός και σταματά με κατεύθυνση την Οδό Μάρτας (Βίντεο 166 και 167).
17. Στις 03:25 δηλαδή αμέσως μετά, ο Κατηγορούμενος 2 ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού, ο δε Κατηγορούμενος 1 εισέρχεται βιαστικά στο αυτοκίνητο και ενώ κλείνει την πόρτα του συνοδηγού, ταυτόχρονα ο Κατηγορούμενος 2 ξεκινά το αυτοκίνητο και αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα.
18. Στις 03:28 της 23.6.2012 οι Κατηγορούμενοι εισέρχονται εντός του ξενοδοχείου Nestor.
19. Την ίδια μέρα 23.6.2012, σε διαφορετικές ώρες ο μεν Κατηγορούμενος 1 στις 06:30, ο δε Κατηγορούμενος 2 στις 11:07 αναχωρούν από το ξενοδοχείο Nestor.
20. Την ίδια μέρα 23.6.2012, αναχώρησαν αμφότεροι από την Κύπρο, ο μεν Κατηγορούμενος 1 με πτήση που αναχώρησε στις 10:19, ο δε Κατηγορούμενος 2 στις 18:07.
21. Καταγράφονται «δύο ψεύδη του Κατηγορουμένου 1»
Συγκεκριμένα στην ανακριτική του κατάθεση ημερομηνίας 2.8.2012 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 246) ο Κατηγορούμενος 1 τοποθετήθηκε ως εξής:
«Ερώτηση: Υπάρχει μαρτυρία ότι αμέσως μετά τη διάπραξη των φόνων, πρόσωπο με σωματότυπο όπως τον δικό σου που φορούσε καπελάκι ανοιχτού χρώματος, τρέχοντας μετέβηκε από τα σκαλιά που οδηγούν στην Εκκλησία και μπήκε μέσα σε όχημα το οποίο ήταν σταθμευμένο στο πίσω μέρος της Εκκλησίας της Αγίας Νάπας και φαίνεται να είναι αυτό που νοικιάσατε μαζί με τον Τσεχιλίδη. Τι έχεις να πεις;
Απάντηση: Δεν ήμουν εγώ».
Στην ανακριτική του κατάθεση ημερομηνίας 23.8.2012 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 249) και πάλι τοποθετείται ως ακολούθως:
«Ερώτηση: Τις πρωϊνές ώρες της 23.6.2012 που βρισκόσουνα στην περιοχή της Εκκλησίας της Αγίας Νάπας, τι έκανες εκεί; Για ποιο λόγο έτρεχες από τα σκαλιά της προς το αυτοκίνητο που σε περίμενε ο Τσεχιλίδης;
Απάντηση: Μίλαγα στο τηλέφωνο με την κοπέλα μου Polina και είχαμε μια έντονη διαμάχη και απλά περιφερόμουνα στην περιοχή, δεν έτρεξα σε καμία περίπτωση προς το αυτοκίνητο.»
To Kακουργιοδικείο θεώρησε ότι τα πιο πάνω συνιστούσαν ψεύδη και τα συνυπολόγισε ως στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας αφού πληρούσαν τις σχετικές προϋποθέσεις της νομολογίας.
Κατέληξε δε για την ενοχή και των δύο ως εξής:
«Με βάση όλα τα πιο πάνω, δεν διατηρούμε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Κατηγορούμενος 1 πυροβόλησε και φόνευσε και τα πέντε θύματα. Η επιλογή του χώρου αναμονής, η επί μακρόν παραμονή των Κατηγορουμένων στο χώρο αυτόν, ο συγχρονισμός της κίνησης του Κατηγορουμένου 1 με αυτές του αυτοκινήτου των θυμάτων, καθώς και η μεταφορά και χρήση πυροβόλου (του πιστολιού Glock) δεικνύει τον προσχεδίασμά αλλά και την πρόθεση του Κατηγορουμένου 1 να επιφέρει το θάνατο όλων των θυμάτων.
Η δε γνώση και συμμετοχή του Κατηγορούμενόν 2 εξάγεται από τα περιστατικά της υπόθεσης. Το γεγονός ότι συνόδευε τον Κατηγορούμενο 1 αλλά ιδιαίτερα οι ενέργειες του μετά τους φόνους μας πείθουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας για την ενοχή του. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στην παροχή συνδρομής στον Κατηγορούμενο 1 για να διαφύγει με το να οδηγήσει το αυτοκίνητο σε θέση διαφυγής, να του ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού και να οδηγήσει με μεγάλη ταχύτητα ούτως ώστε να απομακρυνθούν από τη σκηνή το συντομότερο δυνατό.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους βρίσκουμε τους Κατηγορουμένους ένοχους σε όλες τις εναντίον τους Κατηγορίες».
Να σημειωθεί βεβαίως πως μετά την καταδίκη, στους εφεσείοντες επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές δια βίου φυλάκισης σε κάθε μια εκ των πέντε κατηγοριών φόνου που αντιμετώπιζαν. Οι εφεσείοντες στις δύο πιο πάνω εφέσεις οι οποίοι για πρακτικούς σκοπούς θα χαρακτηρίζονται ο μεν 1ος (Μαμαλικόπουλος) ως Κ1, ο δε 2ος (Τσεχιλίδης) ως Κ2 προώθησαν τους κάτωθι λόγους έφεσης:
Λόγοι έφεσης Κ1:
1. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου είναι αναιτιολόγητη και λανθασμένη, καθότι δεν αξιολόγησε σωστά ουσιώδη μαρτυρία η οποία εάν αξιολογείτο θα διαφοροποιούσε το εύρημα περί ενοχής του Κ1.
2. Λανθασμένα εκρίθη πρωτοδίκως ότι υπάρχει περιστατική μαρτυρία που να συνδέει τον Κ1 με τη διάπραξη των αδικημάτων.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη του την αγγλική νομολογία «αναφορικά με την αποδειχτικότητα των κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης και/ή δεν ερμήνευσε σωστά την προσαγωγή μαρτυρίας που προκύπτει από τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, η οποία αποτελούσε και την μοναδική μαρτυρία.»
Λόγοι έφεσης Κ2:
(Πρόκειται για τους λόγους 4-12, οι λόγοι έφεσης 1-3 απεσύρθησαν).
Οι λόγοι έφεσης 4, 5, 6 και 7 αφορούν στη διατύπωση του ευρήματος γνώσης (και πρόθεσης) του Κ2. Είναι εισήγηση του Κ2 πως το ορθό μέτρο ενοχής του εφεσείοντα είναι το κατά πόσο υπήρχε αντικειμενική πρόβλεψη του Κ2 ότι ο Κ1 θα διέπραττε το αδίκημα ιδίου τύπου με αυτό το οποίο διέπραξε. Το συμπέρασμα και η αιτιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένα εφόσον παραμένει αδιευκρίνιστο το κατά πόσο η γνώση του Κ2 ήταν πραγματική, εξυπακουόμενη ή γνώση υπό μορφή αντικειμενικής πρόβλεψης. Η γνώση του Κ2 δεν εξηγείται στην απόφαση. Λανθασμένα δε κρίθηκε πως η γνώση και συμμετοχή του Κ2 εξάγεται από τα περιστατικά της υπόθεσης, ειδικά από ενέργειες μετά το αδίκημα. Ο λόγος έφεσης 8 αφορά κατ΄ισχυρισμό πλημμελή απόφαση επί νομικού ζητήματος ως προς την αξιολόγηση του τύπου του όπλου που χρησιμοποιήθηκε στη διάπραξη του αδικήματος. Είναι ισχυρισμός του Κ2 ότι καταδικάστηκε χωρίς να υπάρχει μαρτυρία που να δείχνει ότι γνώριζε ότι το πιστόλι βρισκόταν στην κατοχή του Κ1. Οι λόγοι έφεσης 9, 10, 11 και 12 αφορούν επιμέρους θέματα τα οποία το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι αποτελούσαν θέματα που έκριναν τη συμμετοχή του Κ2 και συνεπακόλουθα την ενοχή του. Ειδικά, διατυπώνεται μομφή επί της πρωτόδικης απόφασης επί τω ότι δεν απέκλεισε άλλα πιθανά σενάρια που συνάδουν με την αθωότητα του Κ2. Ακόμη διατυπώνεται η θέση ότι η μη συμπερίληψη του άρθρου 21 του Κεφ.154 δημιούργησε δυσχέρεια στην υπεράσπιση του Κ2. Ως λανθασμένη πλήττεται και η αξιολόγηση των τεκμηρίων 274 και 275 ειδικά ως προς τα βίντεο 137-147 αφού κατά τη θέση του Κ2, τα απεικονιζόμενα περιστατικά δείχνουν έλλειψη συντονισμού κινήσεων μεταξύ του Κ1 και του Κ2 «αφού ο Κ1 φαίνεται να εγκαταλείπει τον Κ2 ως χωρίς προειδοποίηση και ο Κ2 τον αναζητεί. Ακόμη ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα δεν αξιολόγησε τα βίντεο 166, 167 ότι δεν αποκλείουν δηλαδή το πιθανό σενάριο ο Κ2 να προχώρησε στις απεικονιζόμενες ενέργειες εξ αιτίας του γεγονότος ότι είδε τον Κ1 να τρέχει πανικόβλητος και που δεν αποκλείει κατ΄ανάγκη τον Κ2 να μην αντιλήφθηκε ότι ο Κ1 είχε διαπράξει φόνο αντί άλλου αδικήματος διαφορετικού τύπου».
Εξέταση της έφεσης του Κ1 - ποιν.έφ.25/14:
Και οι τρεις λόγοι έφεσης του Κ1 έχουν κοινό πυρήνα και μπορούν να εξεταστούν ενιαία.
Είναι κοινά αποδεχτό ότι τα οπτικά πλάνα από τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης (CCTV) και οι ΜΚ34, 35 και 36 που ασχολήθηκαν με τη μελέτη και επεξεργασία τους υπήρξαν τα πιο σημαντικά τεκμήρια και οι πιο σημαντικοί μάρτυρες αντίστοιχα. Στα πλαίσια αυτά άκρως σημαντικά τεκμήρια θεωρήθηκαν τα κάτωθι:
- τεκμήριο 274 (αναλυτικός πίνακας πενταπλού φόνου - χρησιμοποιήθηκαν οπτικά πλάνα από το αεροδρόμιο Λάρνακας, εκκλησία κατηχητικό, εκκλησία Ιερό, ξενοδοχείο Nestor, Soho, περίπτερο Sky, Zic-Zac, Napastar - Androthea).
- τεκμήριο 276 (έκθεση του ΜΚ34 αστυφύλακα Παπασάββα).
- τεκμήριο 289 (έκθεση ΜΚ35 εμπειρογνώμονα υπαστυνόμου Παυλίδη, ανάλυση και επεξεργασία βίντεο CCTV συγκρίσεις υπόπτου οχήματος).
- τεκμήριο 292 (εργαστηριακή έκθεση του ΜΚ36 - Καραθανάση - μηχανικού ηλεκτρονικών υπολογιστών και πληροφορικής).
Ο αναλυτικός πίνακας τεκμ.274 περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στο τι φαίνεται ότι έπραξαν οι Κ1 και Κ2 στον ουσιώδη χρόνο στις 23.6.2012 με βάση βεβαίως τη μαρτυρία που το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε. Σημασία επίσης έχει το πώς αναλύθηκε ο πίνακας από τον ΜΚ34 τόσο στην κυρίως εξέταση του, όσο και στην αντεξέταση και προς το σκοπό αυτό έχουμε διεξοδικά εξετάσει τη μαρτυρία του. Πρέπει να αναφερθεί ότι παρά το γεγονός ότι ενώπιον μας ο συνήγορος του Κ1 ανέφερε πως δεν αμφισβητήθηκε η παρουσία του πελάτη του στο χώρο και η ταύτιση του με το πρόσωπο που ανέβαινε τα σκαλιά και έμπαινε στο εν κινήσει αυτοκίνητο, κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν υπήρξε τέτοια θέση.
Παρατηρούμε επίσης ότι με τους λόγους έφεσης δεν πλήττεται ευθέως η αξιολόγηση των πιο πάνω μαρτύρων. Είναι ουσιαστικά τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου που θεωρούνται λανθασμένα, τα οποία συμπεράσματα ωστόσο βασίστηκαν στην εν λόγω μαρτυρία. Παρά το χαρακτηρισμό των λόγων έφεσης του Κ1 ως νομικών αμφισβητήσεων των συμπερασμάτων και της δύναμης της περιστατικής μαρτυρίας στην ουσία είναι το έργο της αξιολόγησης των πιο πάνω μαρτύρων που θα πρέπει να αποδομηθεί για να υπάρξει βάση στους πιο πάνω λόγους έφεσης. Ειδικά αυτό ισχύει για τον ΜΚ34 και την εργασία του. Είναι δεκτό και αδιαμφισβήτητο ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε επέμβαση ή αλλοίωση των οπτικών πλάνων που δείχνουν τις επίμαχες κινήσεις.
Με τη βοήθεια του τεκμ.274 το οποίο κατά την κρίση μας, είναι ιδιαίτερα σημαντικό τεκμήριο, διαπιστώνουμε τα εξής σε σχέση με τις κινήσεις αυτές. Με βάση τον αύξοντα αριθμό 129 στην Εκκλησία - Κατηχητικό η ώρα 02:24:43 (αφού προηγουμένως, ως φαίνεται στα οπτικά πλάνα του ξενοδοχείου Nestor, η ώρα 02:16 οι δύο κατηγορούμενοι φεύγουν από το ξενοδοχείο) το αυτοκίνητο σταθμεύει στο χώρο «πάνω αριστερά», κατά δε τη διάρκεια που σταθμεύει, ο Κ1 φαίνεται σαν να αλλάζει φανέλα μέσα στο αυτοκίνητο. Ακολούθως βγαίνει από το αυτοκίνητο, κρατά άσπρο καπελάκι και φορεί χιαστί ένα τσαντάκι. Φεύγει προς τα δεξιά και φορεί το καπελάκι καθώς περπατά. Κατά τις 02:29:42 στον ίδιο χώρο «Α/Α 133» καταγράφεται η κίνηση του αυτοκινήτου να έρχεται 2 λεπτά αφού είχε φύγει προηγουμένως Όταν σταθμεύει πλέον, οι δύο κατηγορούμενοι εξέρχονται από το αυτοκίνητο και ο Κ1 αφού αφήνει κάτι πάνω στο καπώ, βγάζει μία από τις δύο κοντομάνικες φανέλες που φορούσε, και τη ρίχνει μέσα στο αυτοκίνητο. Στη συνέχεια, αφού ο Κ1 παίρνει αυτό που άφησε πάνω στο καπώ φεύγουν και οι δύο κατηγορούμενοι προς τα δεξιά.
Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι στα επόμενα πλάνα από τον Α/Α 134 μέχρι και μετά τους φόνους, καταγράφονται διάφορες κινήσεις των δύο κατηγορουμένων, που, στην ουσία, ποτέ δεν απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο ούτε χρονικά αλλά ούτε και τοπικά. Επισημαίνουμε τις κινήσεις στο περίπτερο Sky (140, 143-145). Κατά το διάστημα αυτό ως και επόμενα σημεία στην Εκκλησία/Ιερό και Κατηχητικό καταγράφεται η διακίνηση των δύο κατηγορουμένων στο χώρο και ότι συναντώνται κατά διαστήματα. Όπως αναφέραμε, ποτέ δεν απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, παρά μόνο για λίγο και παροδικά. Στις 02:49:06 και πάλι στα οπτικά πλάνα της Εκκλησίας/Ιερό καταγράφεται η σκηνή με τους δύο κατηγορούμενους να κάθονται στο περιτείχισμα και να βρίσκονται στο χώρο για περίπου 30 λεπτά. Στο πλάνο αυτό ο Κ1 επίσης πηγαινοέρχεται μιλώντας στο τηλέφωνο αρκετές φορές (βλ. και πρακτικά σελ.635). Στο τέλος οι δύο κατηγορούμενοι φεύγουν μαζί και κατευθύνονται στα αριστερά. Η ώρα 03:15:25 από το κέντρο Soho καταγράφονται διάφορα άτομα να μπαινοβγαίνουν σ΄αυτό. Στις 03:17:10 οι δύο κατηγορούμενοι έρχονται από δεξιά προς αριστερά και μπαίνουν στο αυτοκίνητο. Σύμφωνα με το Α/Α157 οι κινήσεις του Κ1 μέσα στο αυτοκίνητο δείχνουν σαν να αλλάζει φανέλα. Ακολούθως ο Κ1 κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και κατευθύνεται προς τα δεξιά. Ταυτόχρονα από τα οπτικά πλάνα του Sohο καταγράφονται τα πέντε θύματα να εισέρχονται στο μαύρο αυτοκίνητο που είναι σταθμευμένο μπροστά από το Soho και ακολούθως το αυτοκίνητο να βάζει όπισθεν. Στο Α/Α158 την ώρα 3:19:45 καταγράφεται ο Κ1 να κατευθύνεται από αριστερά προς τα δεξιά. Το μαύρο αυτοκίνητο συνεχίζει όπισθεν και ακολούθως προσπαθεί να γυρίσει. Η ώρα 03:20:10 καταγράφεται η σκιά (που αποδίδεται στον Κ1) να ανεβαίνει τα σκαλιά. Ακολουθεί η σκηνή του φόνου η ώρα 3.24. Η ώρα 3:24:42 βλέπουμε τη σκιά από αριστερά ψηλά προς αριστερά χαμηλά και τον κόσμο που ξαφνιάζεται και γυρίζει προς τα πίσω. Από το πλάνο της Εκκλησίας/Κατηχητικό Α/Α166 καταγράφεται ο Κ2, οδηγώντας το αυτοκίνητο, να κάνει απότομη κίνηση προς τα εμπρός και ταυτόχρονα διαπιστώνεται ότι ο δεξιός δείχτη πορείας του ανάβει. Στο Α/Α167 η ώρα 03:24:52 στο πλάνο Εκκλησίας/Ιερό καταγράφεται ο Κ1 με άσπρο καπελάκι να τρέχει από δεξιά προς τα αριστερά. Στις 03:25:01 ο Κ2 ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού και εισέρχεται στο αυτοκίνητου ο Κ1 ο οποίος ερχόταν τρέχοντας από δεξιά προς το αυτοκίνητο. Την ώρα που κλείνει την πόρτα ο Κ1 το αυτοκίνητο ξεκινά αναπτύσσοντας γρήγορα ταχύτητα.
Τα επόμενα πλάνα αφορούσαν τις κινήσεις των κατηγορουμένων στο ξενοδοχείο και την αποχώρηση τους απ΄αυτό κατά διαφορετικές ώρες, το πρωί της 23ης.6.2012.
Το Κακουργιοδικείο, αν και δεν έχει αναφέρει επιμέρους όλες τις κινήσεις των δύο κατηγορουμένων κατά τον ουσιώδη χρόνο και προηγουμένως, θεώρησε ότι η εργασία των ΜΚ34 κυρίως, αλλά και των ΜΚ35 και 36, παρείχαν το αναγκαίο εκείνο σταθερό υπόβαθρο για να καταταχθούν ως απόλυτα αξιόπιστοι αφενός και αφετέρου για να παράσχουν στο Δικαστήριο την αναγκαία βεβαιότητα ώστε να καταλήξει ότι οι δράστες ήσαν οι κατηγορούμενοι και ότι οι πιο πάνω κινήσεις, κατά την ώρα διάπραξης των φόνων, πριν και μετά, ήσαν αυτές που οι ΜΚ34-36 κατέγραψαν και εξήγησαν. Ο κ.Λυσάνδρου ανέφερε ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα θεώρησε ότι τα πιο πάνω πλάνα συνιστούσαν μαρτυρία που ενέπλεκε τον Κ1. Ειδικά ως προς τη μαρτυρία του ΜΚ34 διατυπώνεται το παράπονο ότι οι κάμερες της εκκλησίας δεν κάλυπταν ένα σημείο το οποίο αποκαλείται νεκρό σημείο και στο οποίο βρίσκονταν τα σκαλιά του μονοπατιού που οδηγεί στην οδό Καταλυμάτων και συγκεκριμένα απέναντι από την πόρτα του συνοδηγού του ακινητοποιημένου οχήματος των θυμάτων. Η αμφισβήτηση της πλευράς του Κ1 αφορούσε τη σκιά του προσώπου που ανέβαινε και κατέβαινε τρέχοντας στο μονοπάτι η οποία ταυτιζόταν με τις κινήσεις του Κ1. Εκτός του ότι εντέλει δεν αμφισβητήθηκε ενώπιον μας η κίνηση αυτή ο ΜΚ34 έγινε αποδεκτός από το Κακουργιοδικείο για τον άριστο τρόπο με τον οποίο εργάστηκε για το θέμα εξηγώντας με πάσα λεπτομέρεια τόσο τον τρόπο εργασίας όσο και τα συμπεράσματα του. Ειδικά για τη σκιά εξήγησε γιατί δεν μπορεί να ανήκει σε οποιονδήποτε άλλο πλην του Κ1. Το ίδιο επεξηγηματικός υπήρξε για το νεκρό σημείο, τα δε συμπεράσματα του αυτά ενισχύονται και από τον ΜΚ36 (βλ.τεκμ.292 σελ.94 κ.ε.). Περαιτέρω, τα συμπεράσματα για τις κινήσεις του Κ1 καθώς και ο σωματότυπος του συμβαδίζουν με τη μαρτυρία του ΜΚ13 ο οποίος κατέθεσε για το πρόσωπο που κατέβαινε τα σκαλιά και έτρεχε προς το όχημα. Το συγκεκριμένο όχημα αποδείχθηκε επίσης πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ήταν αυτό των κατηγορουμένων. Η ενδελεχής και πλήρης εργασία των πιο πάνω μαρτύρων κατηγορίας κινήθηκε και προς αυτή την κατεύθυνση και δεν άφησε κανένα περιθώριο περί του αντιθέτου. ΄Αλλωστε αυτό δεν αμφισβητήθηκε εντέλει.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, στη γραπτή κατάθεση του ΜΚ13 η οποία και υιοθετήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, κατάθεση που λήφθηκε λίγες ώρες μετά τους φόνους, γίνεται αναφορά σε πρόσωπο που αμέσως μετά τους πυροβολισμούς κατέβαινε τρέχοντας τα σκαλιά του μονοπατιού, το οποίο οδηγεί από τη σκηνή του φόνου στην εκκλησία. Γίνεται σύνδεση του προσώπου αυτού με τον Κ1 που λίγα δευτερόλεπτα αργότερα βρισκόταν στη θέση του συνοδηγού του επίδικου τζιπ. Ο ΜΚ13 αναφέρει ότι αμέσως μετά το φόνο ο άνδρας που περιέγραψε προηγουμένως βρισκόταν ως συνοδηγός στο αυτοκίνητο το οποίο πέρασε από μπροστά του και κατευθύνθηκε με μεγάλη ταχύτητα προς τη λεωφόρο Νησί. Απ΄αυτά που ο ΜΚ13 ανέφερε, αν και δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τους κατηγορούμενους, γίνεται επαρκής συσχετισμός με το σωματότυπο και τις κινήσεις τους ώστε να ενισχύεται η εικόνα των κινήσεων από τα οπτικά πλάνα. Το ίδιο συμβαίνει και με αυτά που ανέφερε ο ΜΚ12. Αναφέρεται το Κακουργιοδικείο επί του θέματος στη σελ.119 και 120 ως εξής:
"Η μαρτυρία του Μ.Κ.34, Παπασάββα αναφορικά με τα Βίντεο 164-165-167 υποστηρίζεται από την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία των Μ.Κ.12 και 13 Βασιλείου και Παντελή. Οι δύο αυτοί μάρτυρες ήταν μέλη της ίδιας παρέας και βρίσκονταν στην οδό Μάρτας, μπροστά από το ξενοδοχείο Anthea. Άκουσαν τους πυροβολισμούς και σε λιγότερο από ένα λεπτό διέκριναν ένα άνδρα να τρέχει στον πεζόδρομο. Από το σημείο που βρίσκονταν είδαν τον άνδρα αυτόν να κατεβαίνει τρέχοντας τα σκαλοπάτια της Εκκλησίας υποδεικνύοντας το σημείο που ο Μ.Κ.34 επεσήμανε τη σκιά στα Βίντεο 164-165 και ανέφερε ότι αυτή ανήκει στον Κατηγορούμενο 1.
Ακολούθως ο Μ.Κ.13 διέκρινε ότι το ίδιο άτομο που έτρεχε, καθόταν στη θέση του συνοδηγού στο αυτοκίνητο που πέρασε από μπροστά τους με μεγάλη ταχύτητα. Η δε περιγραφή που έδωσε για τον οδηγό ταιριάζει στα χαρακτηριστικά του Κατηγορουμένου 2, και η περιγραφή που αμφότεροι έδωσαν του αυτοκινήτου ταιριάζει με το XXXXX55.
Χρονικά δε η περιγραφή της πιο πάνω σκηνής συμπίπτει με το χρονικό διάστημα αμέσως μετά τους φόνους. Συγκεκριμένα ο Μ.Κ.13, παρακολουθώντας τον ψηφιακό δίσκο ΤΕΚΜΗΡΙΟ 278 που περιέχει οπτικά πλάνα από την Κάμερα 7 του Κατηχητικού, τοποθέτησε τη στιγμή που το αυτοκίνητο πέρασε από μπροστά του στις 02:24:42 (ώρα CCTV) δηλαδή πραγματική ώρα 03:24:47. Σημειώνεται ότι αυτά τα οπτικά πλάνα δεν περιλαμβάνονται στα ΤΕΚΜΗΡΙΑ 274 και 275.
Το γεγονός αυτό χρησιμοποίησε ο κ. Λυσάνδρου για να επιχειρηματολογήσει ότι, συγκρίνοντας την ώρα των φόνων όπως εμφανίζονται στο Βίντεο του Zic Zac και την ώρα που περιγράφει ο μάρτυρας, ο Κατηγορούμενος 1 θα έπρεπε να είχε καλύψει όλη την απόσταση σε λιγότερο των 20 δευτερολέπτων, πράγμα αδύνατο. Από την άλλη ο Μ.Κ.34 τοποθέτησε τους φόνους στις 03+24 ενώ υπολόγισε το χρόνο από τη στιγμή που ο δράστης απομακρύνεται από τη σκηνή μέχρι την επιβίβαση του στο αυτοκίνητο σε 30 δευτερόλεπτα. Το Δικαστήριο θα αποφύγει να προβεί σε τόσο μικροσκοπική εξέταση της μαρτυρίας. Ο χρόνος που χρειάζεται κάποιος να καλύψει την απόσταση των 153 μέτρων μεταξύ Ziz Zac και χώρου στάθμευσης της Εκκλησίας εξαρτάται από τις ικανότητες του καθενός και δεν θα αναλωθούμε στον προσδιορισμό της κάθε στιγμής και κάθε δευτερολέπτου. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι τα γεγονότα που περιγράφονται πιο πάνω, έχουν μεταξύ τους χρονική συνάφεια».
Πολύ μεγάλη σημασία δόθηκε από την πλευρά του Κ1 περί του κενού και της αμφιβολίας για το τι χρώμα φανέλα φορούσε ο δράστης σε σχέση με τη φανέλα που φορούσε ο Κ1. Αυτό βεβαίως για να αποκλειστεί ότι ο δράστης ήταν ο Κ1. Το ίδιο συμβαίνει και με το καπελάκι τύπου jockey. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι ήταν ανασφαλές να προβεί σε οποιαδήποτε διαπίστωση και εύρημα ως προς το χρώμα της φανέλας που φορούσε ο δράστης. ΄Εχοντας επανεξετάσει όλη τη συναφή μαρτυρία ειδικά στα σημεία που δώσαμε περιγραφικά από το τεκμήριο 274 πιο πάνω, έχουμε διαπιστώσει ότι υπήρξαν κινήσεις αλλαγής της φανέλας του δράστη, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τουλάχιστον δύο φορές. Επίσης προκύπτει από τη μαρτυρία των ΜΚ34 και 35 πως επί του θέματος που αφορά το χρώμα απαιτείτο μια ιδιαίτερη και χρονοβόρα διαδικασία διαπίστωσης του, εκ των πλάνων. Αυτό δε, συσχετίζεται απόλυτα με την ευκρίνεια του κάθε πλάνου. Μετά από προσπάθεια επαναξιολόγησης των δεδομένων, όπως έχουν διαμορφωθεί από τις αντίστοιχες θέσεις των δύο πλευρών, θεωρούμε ότι θα πρέπει να συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι επί του σημείου του χρώματος δεν υπάρχει η αναγκαία ασφάλεια ώστε να διατυπωθεί εύρημα. Το αμέσως επόμενο ερώτημα που γεννάται είναι κατά πόσο αυτό το κενό μπορεί να δημιουργήσει ρήγμα τόσο στις κινήσεις των προσώπων όσο και στη ταυτοποίηση των δραστών με τους κατηγορούμενους.
Είναι αυτό το θέμα τόσο καταλυτικό ώστε να θεωρηθεί το όλο έργο τόσο των μαρτύρων κατηγορίας όσο και των ευρημάτων του Δικαστηρίου σαθρό;
Όπως ορθά ετέθη, η βεβαιότητα η οποία αναζητείται στη δικαστική απόφαση δεν είναι αυτή της απόλυτης μαθηματικής βεβαιότητας, αλλά το είδος της βεβαιότητας που ικανοποιεί την κρίση και τη συνείδηση των Δικαστών στα πλαίσια της λογικής (Bλ. Rex v. Dickman (1910) 5 Cr.App.R. 135 και Miller v. Minister of Pensions (1947) 2 All E.R. 372).
Με όλο το σεβασμό προς την αντίθετη θέση η απουσία ευρήματος επί του χρώματος της φανέλας δεν αφήνει οποιαδήποτε ερωτηματικά ή κενό ώστε κατ΄ελάχιστον να αμφισβητηθούν οι κινήσεις των προσώπων και η ταυτοποίηση του Κ1 με τον δράστη του φόνου. Το ότι δε ο δράστης φορούσε καπελάκι jockey ορθώς έγινε αποδεκτό από το Κακουργιοδικείο το οποίο βασίστηκε στην αντίστοιχη μαρτυρία, έστω και αν το χρώμα αυτού και πάλι δεν αποτέλεσε μέρος των ευρημάτων.
Η αλληλουχία των κινήσεων από όλα τα πλάνα και κατά πάντα χρόνο σε συσχετισμό με επιμέρους δραστηριότητες στο χώρο αυτό καθ΄αυτό αλλά και αναφορικά με τις μετακινήσεις στο ξενοδοχείο δημιουργούν ένα αρραγές σύνολο όπου από την αφετηρία μέχρι το τέρμα σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια οι κινήσεις αυτές καταγράφονται και μεταφέρονται, θα λέγαμε, κινηματογραφικά. Δεν αγνοούμε ότι το όπλο δεν βρέθηκε στην κατοχή των Κ1 και Κ2. Επίσης δεν αγνοούμε ότι δεν υπήρξαν ευρήματα επί των κινήτρων. Σίγουρα δε η όλη εξέλιξη των γεγονότων αφήνει κάποια ερωτηματικά για θέματα που αφορούν το σκοπό και τον τρόπο προετοιμασίας για την εκτέλεση, χωρίς να παραβλέπεται η σημασία των προηγούμενων επισκέψεων των εφεσειόντων στην Κύπρο οι οποίες έλαβαν χώρα σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα σε σύντομο διάστημα πριν τα γεγονότα της 23.6.2012. [Σύμφωνα με τα αποδεκτά γεγονότα ο Κ1 ήλθε στην Κύπρο στις 30.5.2012 από Αθήνα και ξαναήλθε στις 9.6.2012, ενώ ο Κ2 αφίχθηκε στην Κύπρο στις 10.6.2012 και αναχώρησαν από την Κύπρο μαζί στις 17.6.2012 για να επιστρέψουν και πάλι μαζί στις 19.6.2012. Κατά πάντα δε χρόνο διέμεναν στην Αγία Νάπα.]
Όπως προαναφέραμε η στήριξη της καταδίκης έγινε σχεδόν αποκλειστικά από τα οπτικά πλάνα. Διατυπώθηκε παράπονο για παρανόηση των αρχών που αφορούν τη μαρτυρία αυτή ως έχει διαμορφωθεί, κυρίως από την αγγλική νομολογία. Ο κ.Λυσάνδρου ανέφερε ότι το Κακουργιοδικείο παρανόησε ή δεν εφάρμοσε σωστά την υπόθεση Regina v. Andre Williams, and Best [2006] EWCA Crim. 2148 επειδή, κατά τη θέση του, τα δεδομένα αυτής της υπόθεσης, ομοιάζουν με αυτά της κρινόμενης. Στη Williams η σκηνή διάπραξης του αδικήματος της επίθεσης καταγράφηκε από κάμερα χαμηλής ευκρίνειας, ωστόσο δεν υπήρξε μαρτυρία και εξέταση εμπειρογνωμόνων του υλικού αυτού. Εν αντιθέσει, στην κρινόμενη περίπτωση η εξέταση, η εμπεριστατωμένη ανάλυση και επεξήγηση του υλικού από τους τρεις εμπειρογνώμονες ΜΚ34-36 διαφοροποιεί την παρούσα με την υπόθεση Williams (ανωτέρω). Εν τελευταία αναλύσει, επρόκειτο για τη δημιουργία εύλογης αμφιβολίας στο Δικαστήριο ως προς την ταυτότητα του δράστη. Στην υπό κρίση περίπτωση το Κακουργιοδικείο βασιζόμενο στη μαρτυρία, κυρίως του ΜΚ34, θεώρησε ότι δεν δημιουργείτο καμία αμφιβολία στο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε. Τα σημεία 1-21 της απόφασης, ως στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας και συσχετιζόμενα δεόντως με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ορθώς δεν άφηναν περιθώρια αμφιβολία στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Η περιστατική μαρτυρία είτε χαρακτηριστεί ως «αλυσίδα με κρίκους» ως είθισται, (βλ. Fournides v. the Republic (1986)2 C.L.R. 73) είτε ως «σχοινί» (βλ. Blackstone's Cr.Practice 2007, F1.10, όπου στην αγγλική υπόθεση Exall (1866) 4 F & F 922, at p.929 αναφέρθηκε ότι ένα νήμα του σχοινιού μπορεί να μην είναι αρκετό να σηκώσει το βάρος της καταδίκης, ενώ πολλά νήματα μαζί έχουν αυτή τη δύναμη), κρίθηκε αποτελεσματική για τη διατύπωση ευρημάτων.
Οι υποθέσεις Regina v. Paul Nagim Dean (2004) EWCA Crim. 319 και R v. Clare (1995)2 Cr App.R.333 αφορούν μαρτυρία από κλειστά κυκλώματα. Το ίδιο και η Henry v. HM Advocate (2012) HCJAC 128 η οποία αφορούσε απόπειρα φόνου. Λέχθηκε στην τελευταία αυτή υπόθεση ότι η μαρτυρία αστυνομικών που δεν είχαν τα προσόντα εμπειρογνώμονα ήταν επαρκής μαρτυρία για καταδίκη, εφόσον, έχοντας υπόψη και την αντεξέταση, δεν κλονίστηκε η ξεκάθαρη πεποίθηση τους ως προς την αναγνώριση του κατηγορουμένου μέσω των κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης. Στην υπόθεση Attorney General's Reference (No.2 of 2002) (2003) 1 Cr.app. R. 21S συνοψίστηκαν οι αρχές σε συνάρτηση με την αποδοχή και αξιολόγηση μαρτυρίας από κλειστά κυκλώματα της σκηνής διάπραξης του αδικήματος. Με βάση την πιο πάνω απόφαση προκύπτουν 4 περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να δεχτεί τέτοια μαρτυρία και να στηριχθεί σε αυτή: (α) Όταν το υλικό είναι επαρκώς καθαρό, οπότε η αναγνώριση μπορεί να γίνει και από το Δικαστήριο, συγκρίνοντας το πρόσωπο της εικόνας με τον κατηγορούμενο. (β) Όταν ο μάρτυρας γνωρίζει επαρκώς τον κατηγορούμενο ώστε να μπορεί να τον αναγνωρίσει στο οπτικό υλικό. (γ) Όταν ένας μάρτυρας που δεν γνωρίζει τον κατηγορούμενο αφιέρωσε ουσιώδη χρόνο στο να παρακολουθεί και να αναλύει τις εικόνες με αποτέλεσμα να αποκτήσει ειδική γνώση και να αναγνωρίσει τον κατηγορούμενο. (δ) Όταν ένας εμπειρογνώμονας δίδει μαρτυρία σε σχέση με την ταύτιση του κατηγορουμένου βασιζόμενος σε συγκριτική ανάλυση φωτογραφιών που λήφθηκαν από τα βίντεο και προσφάτων φωτογραφιών του κατηγορουμένου.
Προκύπτει ότι στην κρινόμενη περίπτωση ακολουθήθηκαν τα στοιχεία (γ) και (δ) ανωτέρω.
΄Εχοντας δε υπόψη τα σχόλια και τις παρατηρήσεις του Κακουργιοδικείου, δεν παρέχεται κανένα περιθώριο αμφισβήτησης του τρόπου εργασίας και ανάλυσης εκ μέρους των μαρτύρων ΜΚ34-ΜΚ36. Θα προσθέταμε ότι οι μάρτυρες εργάστηκαν υποδειγματικά και μπόρεσαν να μεταφέρουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο και μέσω αυτού και στο Εφετείο τον άκρως επιστημονικό τρόπο με τον οποίο εργάστηκαν αλλά και την αμεροληψία και αντικειμενικότητα με την οποία κατέθεταν.
Προσθέτως, αναφορικά με τη σημασία των απαντήσεων που ο Κ1 έδωσε στους ανακριτές, ως καταγράφονται στο σημείο 21 της περιστατικής μαρτυρίας ως ψεύδη του Κ1, παρατηρούμε ότι η απάντηση του Κ1 ότι δεν ήταν το πρόσωπο που έτρεξε από τα σκαλιά που οδηγούν στην εκκλησία και μπήκε στο σταθμευμένο αυτοκίνητο το οποίο είχαν ενοικιάσει με τον Κ2, προέκυπτε αντικειμενικά ως ψεύδος εφόσον καταδείχθηκε ότι όντως το πρόσωπο αυτό ήταν ο Κ1.
Σε άλλο σημείο της απόφασης του το Κακουργιοδικείο εξηγεί τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να θεωρηθεί το ψεύδος ως ενισχυτική μαρτυρία, ότι δηλαδή (α) πρέπει να είναι ηθελημένο, (β) να αναφέρεται σε ουσιώδες ζήτημα, (γ) το κίνητρο για το ψέμα πρέπει να είναι η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας, (δ) το ψέμα πρέπει να αποδεικνύεται από ανεξάρτητη μαρτυρία. Ερχόμενο δε να καταγράψει το σημείο 21 εντοπίζοντας το ψεύδος, εμμέσως πλην σαφώς, έκρινε ορθά ότι οι πιο πάνω 4 προϋποθέσεις ισχύουν. (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999)2 Α.Α.Δ. 260, και Κόλια ν. Δημοκρατίας, Ποιν.έφ.106/15 κ.ά. 17.5.2018), ECLI:CY:AD:2018:B236.
Συνολικά ορώμενη η εικόνα που μεταδίδεται για τον τρόπο δράσης του Κ1 εκ της απόφασης του Κακουργιοδικείου και η συναφής αιτιολογία που δίδεται, οδηγεί στην κατάρριψη των λόγων έφεσης.
΄Εχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω θεωρούμε ότι η έφεση του Κ1 θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται.
Νικολάτος, Π.,
Οικονόμου, Δ.,
Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Εξέταση της έφεσης του Κ2 - ποιν.εφ. 29/14:
Απόφαση Τ.Θ.Οικονόμου, Δ.
---------------
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Συμφωνώντας με το αποτέλεσμα της απόφασης της αδελφής Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ., που ακολουθεί, θεώρησα κατά τα άλλα αναγκαία την παράθεση ξεχωριστής αιτιολογίας με την απόφαση μου. Τα γεγονότα φαίνονται στην εν λόγω απόφαση της αδελφής Δικαστού Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω.
Η βασική θέση του εφεσείοντα (K.2) είναι ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε ως προς το ζήτημα της υποκειμενικής υπόστασης (mens rea) της συνέργειας. Αντί του ορθού και απαραίτητου κριτηρίου, που είναι η πρόθεση, ταύτισε τις έννοιες της πρόθεσης, της γνώσης και της πρόβλεψης που δεν είναι ταυτόσημες. Εσφαλμένα δε θεώρησε ότι ο Κ.2 είχε γνώση ή πρόβλεψη ότι ο Κ.1 θα διέπραττε φόνο, εφόσον ουδεμία μαρτυρία παρουσιάστηκε περί τούτου, ούτε και διευκρίνισε το Κακουργιοδικείο την έννοια της γνώσης που απέδωσε στον Κ.2, εάν επρόκειτο για άμεση ή εξυπακουόμενη γνώση ή πρόβλεψη ή αντίληψη. Προβάλλεται περαιτέρω ότι το Κακουργιοδικείο κακώς έλαβε υπόψιν κατά τη διαμόρφωση του συμπεράσματος του περί επιδίωξης κοινού σκοπού, πράξεις του Κ.2 που έλαβαν χώρα μετά την εκτέλεση των φόνων οι οποίες δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν συνέργεια πριν από το φόνο.
Προσβάλλεται επίσης η διεργασία που το Κακουργιοδικείο ακολούθησε στη συνεκτίμηση στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας και το αποτέλεσμα της διεργασίας αυτής, με ειδικότερη αναφορά στο ότι δεν αποκλείστηκαν αλλά πιθανά σενάρια και, ειδικά, το «πιθανό σενάριο ο εφεσείοντας να εκτελούσε χρέη απλού οδηγού χωρίς να γνωρίζει ότι θα διαπρασσόταν το αδίκημα του φόνου».
Διευκρίνιση αναφορικά με την υπόθεση R v Jogee
Η επιχειρηματολογία εκ μέρους του Κ.2 αναφορικά με το ζήτημα της υποκειμενικής υπόστασης της συνέργειας περιστράφηκε εν πολλοίς γύρω από τη διαφοροποίηση που επέφερε στην αγγλική νομολογία η απόφαση R. V. Jogee; Ruddock v. R. [2017] A.C. 387, SC & PC. Τονίζεται ότι η διαφοροποίηση στη Jogee δεν αφορά τη γενική αρχή που διέπει την υποκειμενική υπόσταση (mens rea) της συνέργειας, στην οποία θα αναφερθούμε κατωτέρω, την οποία αντίθετα επαναβεβαίωσε. Ό,τι αφορά η στροφή είναι οι προϋποθέσεις απόδοσης ευθύνης σε πρόσωπο ως συνεργό για ένα άλλο αδίκημα (Β) που διαπράττει ο αυτουργός (principal) (ή άλλο πρόσωπο) κατά την επιδίωξη του κοινού σκοπού που είναι η τέλεση του αδικήματος (Α).
Πριν τη Jogee αναγνωριζόταν ως κριτήριο της ευθύνης του συνεργού η πιθανότητα διάπραξης ενός τέτοιου άλλου αδικήματος και, συναφώς, η δυνατότητα πρόβλεψης του από το συνεργό. Πρόκειται για τη λεγόμενη «παρασιτική ευθύνη» («parasitic liability») όπως αναγνωρίστηκε στην Chan Wing-Siu v R (1985) 80 Cr App R 117 και αποδίδεται χαρακτηριστικά ως ακολούθως στο σύγγραμμα Smith and Hogan's Criminal Law, 13th Ed., σελ. 216:
«The basis of D's parasitic liability turns on his contemplation or foresight - that is the 'touchstone' of D's liability. He has foreseen crime Y as a possible incident of the common unlawful enterprise in the commission of crime X.»
Η παραπάνω αρχή θεωρήθηκε εσφαλμένη στη Jogee στην οποία αντικαταστάθηκε το κριτήριο της πρόβλεψης με εκείνο της πρόθεσης. Η δυνατότητα πρόβλεψης λαμβάνεται πλέον υπόψιν ως στοιχείο που καταδεικνύει την ύπαρξη πρόθεσης και όχι ως αυτοτελές κριτήριο. Η εξέλιξη αυτή δεν έμεινε χωρίς κριτική στην Αγγλία, ενώ δεν ακολουθήθηκε σε άλλες δικαιοδοσίες, όπως η Αυστραλία (Miller v The Queen DPP for the State of South Australia 334 A.L.R. 1) και το Χονγκ Κονγκ (H.K.S.A.R. V Chan Kam-Shing, 19 H.K.C.F.A.R. 640). Στην Κύπρο, εν πάση περιπτώσει, οι περιπτώσεις στις οποίες αφορά η συγκεκριμένη πτυχή της Jogee καλύπτονται από τις πρόνοιες του άρθρου 21 του Ποινικού Κώδικα που αναφέρονται σε πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος, θέτοντας ως κριτήριο την εύλογη προβλεψιμότητα.
Η παρούσα δεν είναι τέτοια περίπτωση. Εν προκειμένω ήταν εξ αρχής σαφής η θέση της κατηγορούσας αρχής ότι η εκδοχή που παρουσίασε αφορά και περιορίζεται στην περίπτωση συνέργειας που διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 20. Δεν ήταν ποτέ η θέση της ότι οι φόνοι που τελικά διαπράχθηκαν προέκυψαν ως άλλα σοβαρότερα εγκλήματα κατά την επιδίωξη του σκοπουμένου, από κοινού, εγκλήματος, ώστε να είχε εφαρμογή το άρθρο 21 και να είχε νόημα η συζήτηση περί «παρασιτικής ευθύνης» και ενασχόληση με τη σχετική συγκεκριμένη πτυχή της Jogee.
Εν προκειμένω δεν ετίθετο θέμα πρόβλεψης για πιθανή εξέλιξη της εγκληματικής δράσης ούτως ή άλλως. Η κατηγορούσα αρχή έθεσε θέμα εξ αρχής γνώσης ως προς ένα και μόνο σκοπό και πρόθεσης τέλεσης ενός και μόνο εγκλήματος, των φόνων που ακολούθησαν. Η διαφορά αντανακλάται στα άρθρα 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα.
Η διαφορά των άρθρων 20 - 21 του Ποινικού Κώδικα
Η διαφορά των δύο άρθρων εξηγήθηκε στη Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 482, όπου ελέχθη ότι το άρθρο 21:
«Διαφέρει [...] από το άρθρο 20 κατά το ότι εκείνο καθορίζει την κοινή ευθύνη προσώπων που συμμετέχουν στη διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος. Η παρανομία της πράξης που συναρτάται προς την κοινή επιδίωξη του άρθρου 21, σε αντίθεση με το άρθρο 20, αναφέρεται όχι στο συγκεκριμένο αδίκημα, όπως στην περίπτωση του άρθρου 20, ή στην οποιαδήποτε συγκεκριμένη ενέργεια, αντικριζόμενη αφ' εαυτής και μεμονωμένα, που γίνεται στα πλαίσια της πραγμάτωσης του επιδιωκόμενου σκοπού και συνιστά το εξεταζόμενο αδίκημα, αλλά στον ίδιο τον επιδιωκόμενο σκοπό.»
Όταν η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής αφορά σε προσυμφωνημένο σχέδιο (pre-arranged plan) για την εκτέλεση συγκεκριμένου αδικήματος το οποίο και μόνο, στο τέλος, διαπράττεται τότε το ζήτημα διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 20 και οι πρόνοιες του άρθρου 21 δεν είναι σχετικές, όπως εξηγήθηκε στη Vrakas v. The Republic (1973) 2 CLR 139, όπου το ζήτημα διασαφηνίστηκε περαιτέρω ως εξής:
«. in the present case, [...] the Appellants were found guilty [...] of having committed murder according to a pre-arranged plan to do so; and there could not arise any question of either of them having done anything which went beyond any common design to commit any less serious offence because, as found, their common design was to commit murder and nothing else.»
Σημειώνουμε εδώ παρενθετικά ότι προβλήθηκε ως λόγος έφεσης ότι η διατύπωση του κατηγορητηρίου συνάδει με το άρθρο 21 αντί του άρθρου 20 με αποτέλεσμα να επηρεαστεί η υπεράσπιση του Κ.2. Όμως στο κατηγορητήριο είναι το άρθρο 20 που αναφέρεται και όχι το άρθρο 21 έτσι ώστε να δίδεται εξαρχής προειδοποίηση για τη φύση της κατηγορίας. Η αναγραφή δε του άρθρου 20 ήταν αρκετή έστω κι αν ήταν επιθυμητή η συμμετοχή του Κ.2 ως συναυτουργού να αντικατοπτρίζεται στον τρόπο διατύπωσης του κατηγορητηρίου (Ajini κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 319, Maxwell [1978] 3 All E R 1140). Επηρεασμός της υπεράσπισης δεν στοιχειοθετήθηκε.
Το πραγματικό ερώτημα
Συνεπώς, η πραγματική διάσταση της υπόθεσης ήταν το κατά πόσο έχει αποδειχθεί, όπως ήταν η περίπτωση της υπόθεσης Vrakas, κοινός σχεδιασμός για διάπραξη φόνου (και μόνο) και συνέργεια προς πραγμάτωση του κοινού αυτού σχεδίου. Με απαιτούμενο νοητικό στοιχείο, όπως θα δούμε κατωτέρω, τη γνώση και την πρόθεση και, στην Κύπρο, την προμελέτη για φόνο.
Είναι με αυτό ως ζητούμενο που προχωρώ στην εξέταση, έχοντας κατά νου τους λόγους έφεσης, του κατά πόσο στοιχειοθετήθηκε η συνέργεια του Κ.2 στους φόνους όπως το Κακουργιοδικείο δέχθηκε.
Η αντικειμενική υπόσταση της συνέργειας
Η στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης (actus reus) της συνέργειας δεν έχει, ευθέως τουλάχιστον, αμφισβητηθεί με επί τούτου λόγο έφεσης. Με πλάγιο τρόπο τέθηκε ότι κακώς, ως άνω, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν κατά το σχηματισμό συμπεράσματος περί της υποκειμενικής υπόστασης «πράξεις που θα έπρεπε να εξετάζονται κάτω από τις αρχές του συνεργού μετά το γεγονός (accessory after fact).» Στην αιτιολογία του ίδιου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε και ότι κακώς το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η ηθελημένη οδήγηση του οχήματος ήταν αρκετή για να καταδικάσει τον εφεσείοντα.
Παρά το ότι δεν τέθηκε ευθέως ζήτημα αντικειμενικής υπόστασης, τούτο όντως διαπλέκεται με την εξέταση της υποκειμενικής υπόστασης στα πλαίσια της συνολικής θεώρησης εντέλει της επίδικης συμπεριφοράς.
Συνεπώς δεν είναι περιττό να αναφέρουμε ότι το κοινοδίκαιο όπως κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 20 προβλέπει παροχή συνέργειας με παροχή βοήθειας (aiding), παρακίνησης (abetting), συμβουλών (counselling) και με προαγωγή (procuring). Κατά το σύνηθες σχήμα, η παροχή βοήθειας και παρακίνησης αφορά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος και γι' αυτό εξομοιούται με συναυτουργία (principals in the second degree) ενώ η παροχή συμβουλών και η προαγωγή, αναφέρεται σε προγενέστερο χρόνο (Archbold Criminal Pleading, Evidence and Practice 2018 Ed., 18-9). Ειδικότερα η έννοια της «παροχής βοήθειας» («aiding») έχει ερμηνευθεί με ευρύτητα:
«Aiding can be satisfied by any act of assistance before or at the time of the offence. Suppling a weapon or transporting P to the scene of the crime are obvious examples.
Aiding does not imply any casual connection between D's act and P's. D may assist P and enable him to commit the offence more easily, earlier or with greater safety and, if so, D is surely guilty even if P would have committed the same offence if D had not intervened.»
(Smith and Hogan's, Criminal Law, 13th Ed., p. 192-193)
H απλή παρουσία στη σκηνή του εγκλήματος και η απραξία προς αποτροπή του κατ΄αρχάς δεν στοιχειοθετούν συνέργεια, αλλά «it may be sufficient evidence for the drawing of an inference of encouragement» (Archbold, ibid, 18-13), ή όπως τίθεται στο Smith & Hogan's, ibid, σελ. 198:
«In some cases D's presence will constitute encouragement or assistance because he is present in pursuance of an agreement that the crime be committed.»
Στην υπόθεση Robinson [2011] UKPC 3, αφού επαναβεβαιώθηκε ότι η απλή παρουσία, άνευ ετέρου, δεν συνιστά συνέργεια, ελέχθη ότι:
«If D's presence could properly be held to amount to communicating to P (whether expressly or by implication) that he was there to help in any way he could if the opportunity or need arose, that was perfectly capable at amounting to aiding .»
H υποκειμενική υπόσταση της συνέργειας
Όπως ήδη έχω αναφέρει, στη Jogee επαναβεβαιώθηκε η παγιωμένη αρχή, με αναφορά στις υποθέσεις National Coal Board v Gamble [1959] 1 Q.B. 11 και Maxwell v DPP for Northern Ireland, 68 Cr. App. R. 128, ότι η υποκειμενική υπόσταση της συνέργειας σε αδίκημα συνίσταται στην πρόθεση παροχής βοήθειας κ.τ.λ. για τη διάπραξη του αδικήματος, κάτι που προϋποθέτει γνώση των ουσιωδών γεγονότων που συνθέτουν το παράνομο της πράξης:
«. the mental element in assisting or encouraging is an intention to assist or encourage the commission of the crime and this requires knowledge of any existing facts necessary for it to be criminal.»
Η προϋπόθεση περί πρόθεσης αναφέρεται και σε ειδική πρόθεση (specific intent), όταν αυτό είναι αναγκαίο:
«If the crime requires a particular intent, [the accessory] must intend to assist [the principal] to act with such intent,»
Το νοητικό στοιχείο, συνεπώς, της συνέργειας είναι πιο στενό και πιο απαιτητικό απ΄ότι απαιτείται για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του αυτουργού (Johnson v Youden [1950] 1 KB 455, Παυλόπουλος v. Skopy Shoe Fatory Ltd (2003) 2 ΑΑΔ 261). Η υποκειμενική αμέλεια (recklessness) και, έτι περαιτέρω η αντικειμενική αμέλεια (negligence) δεν επαρκούν (Calow v Tillstone [1900] 83 LT 411, Giorgianni v The Queen (1986) 156 CLR 476, Smith & Hogan's, ibid, σελ. 204).
Στο σύγγραμμα Smith, Hogan & Ormerod's Text, Cases & Materials on Criminal Law είναι χαρακτηριστική η διαφορά από την «παρασιτική ευθύνη» για συνέργεια σε φόνο (στην Αγγλία):
«Whereas the doctrine of parasitic accessory liability mandated guild for murder when the secondary party foresaw that the principal might commit intentional GBH [grievous bodily harm] or kill, now nothing less than intention as to [principal's] intention will suffice.»
Απαιτείτο συνεπώς η απόδειξη γνώσης, πρόθεσης και προμελέτης.
Η απόδειξη της γνώσης και της πρόθεσης
Η γνώση και η πρόθεση ή η ειδική πρόθεση, ως στοιχεία της εσώτερης νοητικής λειτουργίας του ατόμου, σπάνια μπορούν να αποδειχθούν με άμεση μαρτυρία, όπως λ.χ. είναι η παραδοχή. Κατά κανόνα συνάγονται από το σύνολο της μαρτυρίας και ειδικότερα από τη συμπεριφορά και τον τρόπο που γενικά ενεργούν οι κατηγορούμενοι (Πολυδώρου ν. Στυλιανού (2007) 2 ΑΑΔ 492, Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706, Hodfield ν. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2002) 2 ΑΑΔ 414).
Εφόσον όμως πρόκειται για περιστατική μαρτυρία, το συμπέρασμα περί γνώσης και πρόθεσης τότε μόνο είναι επιτρεπτό εάν βρίσκεται σε σχέση άμεσης συνάφειας με τη μαρτυρία και αποτελεί το μόνο λογικό συμπέρασμα που προκύπτει, αποκλειομένης άλλης λογικής ερμηνείας ή εξήγησης. Τηρουμένης της θεμελιακής αυτής προϋπόθεσης, η περιστατική μαρτυρία όχι μόνο δεν υπολείπεται της άμεσης μαρτυρίας, αλλά τείνει να περιορίσει τις πιθανότητες του ανθρώπινου λάθους (Fournides v Republic (1986) 2 CLR 73, Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 444).
Οι περιστάσεις εν προκειμένω
Αποδίδεται με αυτοτελή λόγο έφεσης σφάλμα στο Κακουργιοδικείο για το ότι θεώρησε πως η σχέση φιλίας του Κ.2 με τον Κ.1 αποτελεί περιστατική μαρτυρία. Όμως τούτο δεν ήταν παρά ένα από τα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας, εν είδει εισαγωγής.
Στην απόφαση του Κακουργιοδικείου παρατίθεται με λεπτομέρειες η μαρτυρία που απεικονίζει τον όλο τρόπο δράσης και συμπεριφοράς των Κ.1 και Κ.2.
Οι χρόνοι διακίνησης των δύο εν λόγω προσώπων από την Ελλάδα στην Κύπρο και ο τρόπος διακίνησής τους στην Κύπρο αρχίζουν ήδη να ρίχνουν φως για το σκοπό της παρουσίας τους εδώ.
Ο Κ.1 αφίχθη στην Κύπρο μόνος στις 30.5.2012 και στις 9.6.2012. Στις 10.6.2012 αφίχθη και ο Κ.2. Έκτοτε διακινούνται μαζί, όλο και πιο ύποπτα όσο πλησιάζει ο κρίσιμος χρόνος. Στις 17.6.2012 μαζί αναχώρησαν για την Αθήνα, έχοντας όμως προηγουμένως προβεί σε αγορά εισιτηρίων ώστε μαζί να επιστρέψουν στις 19.6.2012, το απόγευμα, όπως και έπραξαν. Ελάχιστες μέρες μετά, πρωϊνές ώρες της 23.6.2012, διαπράχθηκαν οι φόνοι. Την ίδια ημέρα ο Κ.2, όπως και ο Κ.1, αναχώρησαν για Αθήνα.
Κατά τον περιορισμένο χρόνο πριν τους φόνους διακινούνταν συστηματικά μαζί στο χώρο πέριξ της Εκκλησίας της Αγίας Νάπας, είτε πεζοί είτε με το αυτοκίνητο, με οδηγό τον Κ.2, που χρησιμοποιήθηκε το κρίσιμο βράδυ. Παραθέτω τις κινήσεις τους όπως τις συνόψισε με επιμέλεια ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής στην πολύ ικανή αγόρευσή του, μέσα από τη μαρτυρία που παρατίθεται στην απόφαση:
«Από τις 20.6.12 μέχρι το βράδυ της 22.6.12 οι Εφεσείοντες μετέβαιναν συχνά με το όχημα PERODUA KEMBARA στο χώρο στάθμευσης της Εκκλησίας. Ενδεικτικά (χωρίς να γίνεται ξεχωριστή αναφορά σε όλα τα βίντεο 2-43):
Το βράδυ της 20.6.12 οι κατηγορούμενοι οδηγώντας το PERODUA KEMBARA μετέβησαν περί ώρα 23:40 στο χώρο στάθμευσης της εκκλησίας μέσω της οδού Μάρτας. Αφού παρέμειναν εντός του αυτοκινήτου για περίπου 3 λεπτά, αναχώρησαν.
Περί τις 16:19 της επόμενης μέρας, δηλαδή της 21.6.12, οι κατηγορούμενοι μετέβηκαν και πάλι στο χώρο στάθμευσης με το όχημα PERODUA KEMBARA. Το όχημα έκανε επαναστροφή και αναχώρησε χωρίς κάποιος να κατεβεί από αυτό. Ένα λεπτό αργότερα επέστρεψαν ξανά στο χώρο στάθμευσης, έκαναν στροφή και πάλι αναχώρησαν αμέσως.
Μετά πάροδο δύο ωρών και περί ώρα 18:17 το αυτοκίνητο εισήλθε ξανά στο χώρο στάθμευσης της Εκκλησίας όπου στάθμευσε, ενώ 1ος κατηγορούμενος βρισκόταν ήδη πεζός στο προαύλιο της εκκλησίας. Ο 1ος κατηγορούμενος κατευθύνθηκε προς το χώρο στάθμευσης και προσέγγισε το αυτοκίνητο. Στη συνέχεια ο 2ος κατηγορούμενος εξήλθε από το αυτοκίνητο και περπάτησε μαζί με τον 1° κατηγορούμενο στην οδό Μάρτας με κατεύθυνση την Λεωφ. Νίσσι. Μια ώρα αργότερα περί τις 19:17 επέστρεψαν πεζοί μέσω της οδού Μάρτας στο χώρο στάθμευσης, όπου ο μεν 2ος κατηγορούμενος μπήκε στη θέση του οδηγού του αυτοκινήτου και αναχώρησε με το όχημα ενώ ο 1ος συνέχισε πεζός, ανέβηκε στο πεζόδρομο και περπάτησε κατά μήκος αυτού.
Δύο ώρες αργότερα στις 21:18 οι κατηγορούμενοι μετέβηκαν και πάλι με το PERODUA KEMBARA στο χώρο στάθμευσης της εκκλησίας, όπου στάθμευσαν και εξήλθαν του αυτοκινήτου. Πορεύτηκαν πεζοί προς την οδό Μάρτας και κατευθύνθηκαν προς την Λεωφ. Νίσσι. Μετά πάροδο ενός λεπτού επέστρεψαν πίσω, περπατώντας επί της οδού Μάρτας, και εισήλθαν στο προαύλιο της εκκλησίας, όπου, αφού πέρασαν στην πίσω πλευρά του προαυλίου, κάθισαν στο περιτοίχισμα για λίγα λεπτά. Ακολούθως περπάτησαν και πάλι προς τη Λεωφ. Νίσσι μέσω της οδού Μάρτας. Μετά από 55 λεπτά επέστρεψαν στον πεζοδρόμο απέναντι από την εκκλησία και κάθισαν στο περιτοίχισμα για πέντε περίπου λεπτά. Στη συνέχεια περπάτησαν στο χώρο στάθμευσης της εκκλησίας και κατευθύνθηκαν και πάλι προς την Λεωφ. Νισσι μέσω της οδού Μάρτας.
Μετά από 20 περίπου λεπτά, στις 23:44 , επέστρεψαν στο χώρο στάθμευσης, μέσω της οδού Μάρτας, μπήκαν στο όχημα τους και αναχώρησαν από το χώρο.»
Τις ώρες που προηγήθηκαν των φόνων διακινήθηκαν ως εξής:
«Τις ώρες που προηγήθηκαν των φόνων δηλαδή από τις 23:03 [4 ώρες 21' πριν τους φόνους] της 22.6.2012, οι Εφεσείοντες ΜΑΖΙ άρχισαν να περιφέρονται στο χώρο πέριξ της Εκκλησίας, δηλαδή από το σημείο που ο 1ος Εφεσείων αργότερα κατευθύνθηκε στο σημείο εκτέλεσης [sic] (Βίντεο 64).
(Σημ.: Η χρήση της λέξης «εκτέλεση», η οποία έχει δυστυχώς ευρέως καθιερωθεί προκειμένου για φόνους, δεν είναι ορθή, εφόσον ο όρος «εκτέλεση» έχει την έννοια της προβλεπόμενης στο παρελθόν νόμιμης θανάτωσης δια της εκτέλεσης θανατικής ποινής. Αντιδιαστέλλεται προς το φόνο στον οποίο πρέπει να αποδίδεται το πραγματικό του νόημα και η πραγματική του απαξία με τη χρήση αυτού τούτου του όρου «φόνος». Αντιστοίχως ουσιώδης και αναγκαία είναι και η αντιδιαστολή του «δολοφόνου» από τον «εκτελεστή».)
Στις 01:57 της 23.6.2012 οι Εφεσείοντες ΜΑΖΙ επέστρεψαν και εισήλθαν στο ξενοδοχείο Nestor (Βίντεο 123)
Από το Nestror αναχώρησαν ΜΑΖΙ λίγα λεπτά αργότερα ήτοι στις 02:16 (Βίντεο 128).
Στις 02:24 το αυτοκίνητο των Κατηγορουμένων καταφθάνει και πάλι στο χώρο στάθμευσης της Εκκλησίας όπου σταθμεύει. Καταγράφηκαν δε σχετικές κινήσεις των Εφεσειόντων και του αυτοκίνητου τους στο χρονικό διάστημα 02:24 μέχρι 02:31 (Βίντεο 129-136). Σε όλα τα πλάνα είναι ΜΑΖΙ. Μάλιστα στο βίντεο 133 (σελ. 60 απόφασης), ο 1ος Εφεσείων στο χώρο της εκκλησίας έβγαλε τη φανέλα σκούρου χρώματος που φορούσε και την άλλαξε με μια πιο ανοιχτού χρώματος στη παρουσία του 2ου Εφεσείοντα.
Στο διάστημα μεταξύ 02:33 μέχρι και 02:41 της 23.6.2012 οι Εφεσείοντες ΜΑΖΙ κινήθηκαν στο χώρο έξω από το Soho Club, στο οποίο περί τις 1:49 εισήλθαν τα θύματα, καθώς και στο Sky Kiosk το οποίο βρίσκεται πλησίον του Soho Club (Βίντεο 137-147).
Στο διάστημα 02:44 μέχρι 03:20 εμφανίζονται και πάλι οι Εφεσείοντες ΜΑΖΙ κατά διάφορα διαστήματα στο χώρο πέριξ της Εκκλησίας (Βίντεο 148-156). Ειδικότερα :
(I) μεταξύ 02:49 και 03:17 διακινούνται στο χώρο και κάθονται ΜΑΖΙ για αρκετή ώρα στο περιτοίχισμα του χώρου στάθμευσης,
(II) περί τις 03:17 εισέρχονται ΜΑΖΙ και οι δύο στο αυτοκίνητο ZKMU055 που είναι ακόμη σταθμευμένο στο χώρο στάθμευσης της εκκλησίας.
Εν τω μεταξύ στο διάστημα μεταξύ 03:17 και 03:20 τα θύματα εξήλθαν του Soho Club, εισήλθαν στο αυτοκίνητο που κατευθύνθηκε προς την οδό Καταλυμάτων όπου έγινε η εκτέλεση.
Περί τις 03:19 ο 1ος Εφεσείων εξέρχεται του αυτοκινήτου φορώντας φανέλα σκουρότερου χρώματος, ενώ ο 2ος Εφεσείων παραμένει στη θέση του οδηγού. Ο 1ος Εφεσείων κατευθύνθηκε προς το σημείο εκτέλεσης όπου στις 03:24 διαπράχθηκαν οι φόνοι.»
Αμέσως μετά τη διάπραξη των φόνων:
«Στη συνέχεια και σε λιγότερο του ενός λεπτού, ο 1ος Εφεσείων έτρεχε στον πεζόδρομο μπροστά από την εκκλησία, προερχόμενος από την κατεύθυνση του σημείου των φόνων, φορώντας καπελάκι τύπου τζόκεϊ και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο εντός του οποίου βρισκόταν ακόμη ο 2ος Εφεσείων στη θέση του οδηγού (Βίντεο 165-167).
ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ο 2ος Εφεσείων οδήγησε απότομα το PERODUA KEMBARA προς τα εμπρός και σταμάτησε με κατεύθυνση την Οδό Μάρτας (Βίντεο 166 και 167). Αμέσως μετά, ο 2ος Εφεσείων άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού, ο δε 1ος Εφεσείων εισήρθε βιαστικά στο αυτοκίνητο και ενώ έκλεισε την πόρτα του συνοδηγού, ταυτόχρονα ο 2ος Εφεσείων ξεκινά το αυτοκίνητο και αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα.
Στις 03:28 της 23.6.2012 Εφεσείοντες ΜΑΖΙ εισήρθαν εντός του ξενοδοχείου Nestor.»
(Ο τονισμός στο κείμενο)
Η αποτίμηση των περιστάσεων
Το Κακουργιοδικείο δεν ήταν επαρκώς αναλυτικό στην καταληκτική συμπερασματική αποτίμηση των σχετικών περιστάσεων. Σημειώνοντας τη γενική παρατήρηση ότι η γνώση και η συμμετοχή του Κ.2 εξάγεται από τα περιστατικά της υπόθεσης, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο Κ.2 συνόδευε τον Κ.1 και στις ενέργειες του μετά τους φόνους.
Όμως, όπως έχω ήδη σημειώσει, το Κακουργιοδικείο παρέθεσε με λεπτομέρειες τη μαρτυρία για τον τρόπο δράσης και τη συμπεριφορά αμφοτέρων. Το παρόν δε Δικαστήριο κατά την άσκηση της εφετειακής του λειτουργίας έχει εξουσία «να αναθεωρή τας προσαχθείσας αποδείξεις [και] να συνάγει τα ίδια αυτού συμπεράσματα» (άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου).
Σ΄αυτά τα πλαίσια, σημειώνω κατ΄αρχάς ότι η αναφορά για ενέργειες μετά τους φόνους δεν έχει την έννοια της συνέργειας μετά τη διάπραξη του αδικήματος την οποία διέπει το άρθρο 23 του Ποινικού Κώδικα («Συνέργεια μετά τη διάπραξη, Accessories after the fact») και η οποία αφορά στην περίπτωση κατά την οποία ένα αμέτοχο μέχρι το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος πρόσωπο, μετά τη διάπραξη του, παρέχει στο δράση άσυλο ή βοήθεια με σκοπό να του παράσχει τη δυνατότητα να διαφύγει την τιμωρία. Η βοήθεια που παρέχεται στο δράστη μετά τη διάπραξη ανθρωποκτονίας ή φόνου όταν το θύμα ήδη είναι νεκρό δεν εμπίπτει στην έννοια του συνεργού πριν ή κατά τη διάπραξη του εγκλήματος (Smith & Hogan's, ibid, σε. 196).
Η έννοια υπό την οποία το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν του τις ενέργειες του Κ.2 στο σύνολό τους ήταν για να σχηματίσει εικόνα για την όλη συμπεριφορά του εξ αρχής μέχρι τέλους και τούτο δεν ήταν σφάλμα. Αντίθετα, ως ζήτημα κοινής λογικής και κοινής ανθρώπινης εμπειρίας είναι εύλογο η συμπεριφορά ενός ατόμου στα πλαίσια της επίδικης ιστορίας, να εξετάζεται κατά τρόπο ενιαίο και όχι αποσπασματικό ώστε να διαφανούν οι σκοποί και ο ρόλος του.
Εν προκειμένω ο ρόλος του Κ.2 δεν περιορίστηκε σε παροχή βοήθειας μετά το έγκλημα. Ούτε η παρουσία του στο χώρο ήταν μια απλή, άνευ ετέρου, παρουσία. Ακόμα, ούτε ο ρόλος του περιορίστηκε σε τυφλή εκτέλεση οδηγίας να περιμένει απλώς ώστε να οδηγήσει το αυτοκίνητο διαφυγής.
Βρέθηκε στην Κύπρο και εγκαταστάθηκε απευθείας στην Αγία Νάπα όπου έγιναν οι φόνοι, σε φανερό συντονισμό με τον Κ.1, σε χρόνο που συνδέεται με τους φόνους, αμέσως μετά τη διάπραξη των οποίων ανεχώρησαν. Προδιαγράφεται ήδη με σαφήνεια η εικόνα καθόδου στην Κύπρο στα πλαίσια προσχεδιασμένης εγκληματικής αποστολής και αναχώρησης αμέσως μετά την εκπλήρωσή της. Σημειώνεται ότι η εξήγηση που έδωσε ο Κ.2 στην ανώμοτη δήλωση του ότι ήλθε στην Κύπρο γιατί ο Κ.1 ξαφνικά ως «μάννα εξ ουρανού» του πρότεινε δωρεάν διακοπές στην Κύπρο δεν έγινε αποδεκτή.
Ακολούθως, η διακίνηση και η συμπεριφορά του, πάντοτε με τον Κ.1, κατά τις μέρες πριν από το έγκλημα βοά περί του ότι επρόκειτο για κατόπτευση και αναγνώριση του χώρου στα πλαίσια προετοιμασίας της εγκληματικής επιχείρησης που ακολούθησε. Η εξήγηση του στην ανώμοτη δήλωση ότι διακινούνταν μ΄αυτό τον εξαιρετικά ύποπτο τρόπο γιατί έβρισκαν εκεί ελεύθερη στάθμευση δεν έγινε αποδεκτή.
Περαιτέρω η διακίνηση και η συμπεριφορά, πάντοτε με τον Κ.1, κατά τις κρίσιμες ώρες πριν το έγκλημα βοά περί του ότι επρόκειτο για αναμονή και εγρήγορση για το συγκεκριμένο εγκληματικό σκοπό που ακολούθησε. Ελάχιστα λεπτά πριν το έγκλημα εισήλθαν αμφότεροι στο αυτοκίνητο σε μια φανερή εικόνα κορύφωσης της επιχείρησης. Ο Κ.1 άλλαξε φανέλα, εξήλθε και κινήθηκε προς τη σκηνή του εγκλήματος, ενώ ο Κ.2 παρέμεινε στη θέση του οδηγού φανερά σε θέση αναμονής.
Όχι μόνο βρισκόταν σε θέση αναμονής, όπως ένας απλός οδηγός διαφυγής, αλλά λίγα μόνο δευτερόλεπτα μετά τους φόνους όταν ο Κ.1 επέστρεψε τρέχοντας, ο Κ.2 βρισκόταν φανερά σε κατάσταση ύψιστης εγρήγορσης εφόσον άνευ ετέρου εκκίνησε το αυτοκίνητο, το οδήγησε απότομα προς τον επερχόμενο Κ.1, άνοιξε ο ίδιος (ο Κ.2) την πόρτα, ο Κ.1 εισήλθε εντός του αυτοκινήτου τρέχοντας και καθώς έκλεινε η πόρτα, ταυτόχρονα ο Κ.2 ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και απομακρύνθηκαν.
Προβάλλεται με την έφεση ότι είναι πιθανόν ο Κ.2 να συμπεριφέρθηκε με τον παραπάνω τρόπο στα πλαίσια ενός σεναρίου στο οποίο εκτελούσε χρέη απλού οδηγού νομίζοντας ότι επρόκειτο να διαπραχθεί άλλο αδίκημα, όπως η παραλαβή ποσότητας ναρκωτικών, χωρίς να γνωρίζει ότι θα διεπράττετο το έγκλημα του φόνου. Τέτοιο σενάριο, αν και εύλογα πιθανό, δεν αποκλείστηκε από το Κακουργιοδικείο, παραπονείται ο Κ.2, όπως δεν αποκλείστηκαν και άλλα πιθανά σενάρια που συνάδουν με την αθωότητα του.
Τέτοια όμως εκδοχή περί συμμετοχής του Κ.2 ως απλός οδηγός σε ένα άλλο αδίκημα «όπως η παραλαβή ποσότητας ναρκωτικών» δεν προβλήθηκε από τον Κ.2, αλλ΄ούτε και υποστηρίζεται από τη μαρτυρία.
Η εκδοχή που έδωσε ο Κ.2 σε σειρά ανακριτικών καταθέσεων του προς την αστυνομία και με την ανώμοτη δήλωση του ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν ότι δεν είχε καμιά συμμετοχή σε οποιαδήποτε παράνομη δραστηριότητα. Στην ανώμοτη δήλωσή του, αναφερόμενος στα video με τα «πήγαινε-έλα στο αδιέξοδο», όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά προσδιόρισε τις κινήσεις τους, κατά τους προηγούμενους χρόνους, η εξήγηση του ήταν ότι έβρισκαν εκεί εύκολη στάθμευση για τις βόλτες και τα ψώνια τους. Για τη νύκτα των φόνων ήταν η θέση του ότι είχε κάνει χρήση κοκαΐνης, δεν άκουσε πυροβολισμούς, δεν αντελήφθη οτιδήποτε, είχε πολλά νεύρα και τάσεις φυγής με αποτέλεσμα να τον καταβάλει η νεύρωση, να θέλει εκείνη τη στιγμή να φύγει «και τίποτε άλλο». Όμως στις προηγούμενες καταθέσεις του προς την αστυνομία είχε αναφερθεί «σε κάτι άλλο». Σε ανακριτική κατάθεσή ημερ. 3.8.2012 (τεκ. 217) ανέφερε ότι είχε δει τον Κ.1 να τρέχει από τα σκαλιά σε αλλοπρόσαλλη κατάσταση, εκκίνησε και έφυγαν. Σε άλλη κατάθεση του ημερ. 22.8.2012 (τεκ. 220) πρόσθεσε ότι όταν είδε τον Κ.1 να τρέχει κατάλαβε ότι κάτι κακό είχε συμβεί και ότι ο Κ.1 κινδύνευε και για να μην έχουν περισσότερα προβλήματα ξεκίνησε το αυτοκίνητο κι έφυγαν. Κατά την αναγνώριση του σχετικού video είχε αναφέρει ότι παρουσιάζει τον Κ.1 να τρέχει κι ο ίδιος αντελήφθη ότι κάποιος κυνηγούσε τον Κ.1 ο οποίος του είπε να φύγουν αμέσως. Αυτά στην ανώμοτη του δήλωση αντικαταστάθηκαν με τη θέση ότι ο ίδιος και μόνο ήθελε λόγω της νεύρωσης που τον κατέλαβε να φύγει χωρίς καμιά απολύτως αντίληψη. Σε βαθμό που όταν αργότερα επέστρεψε, διότι επέστρεψε στον τόπο του εγκλήματος, και είδε να υπάρχει εκεί αναστάτωση, να νομίσει ότι έγινε κάποια συμπλοκή άγγλων μεθυσμένων τουριστών.
Ορθά το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι δεν θα έπρεπε να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στην ανώμοτη δήλωση του Κ.2. Η κρίση του δε αυτή, εν πάση περιπτώσει, δεν προσβλήθηκε με την παρούσα έφεση.
Η απόρριψη της εκδοχής ενός κατηγορούμενου
Η αναφορά στην απόρριψη της εκδοχής που προέβαλε ο Κ.2 δεν έχει την έννοια ότι η υπεράσπιση είχε το βάρος ν' αποδείξει την ενοχή του κατηγορούμενου κι όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του (Woolmington v D.P.P. 25 Cr. App. R. 72, Charitonos and Others v. The Republic (1971) 2 CLR 40). Η υπεράσπιση αρκεί να δώσει εξήγηση που να εισηγείται μια διαζευκτική θεωρία η οποία να είναι πιθανή και να συνάδει με τη μαρτυρία (Ayres v. The Republic (1971) 2 CLR 40) ή, με άλλα λόγια, μια εξήγηση ικανή να προκαλέσει εύλογη, έστω υποβόσκουσα αμφιβολία (lurking doubt), χωρίς να είναι ανάγκη η εξήγηση αυτή να γίνει δεκτή από το δικαστήριο ως αληθινή (Woolmington (ανωτ.), Αttorney General v. Hassan (1971) 2 CLR 316, R. V Murtagh and Kennedy, 39, Cr. App. R. 72, 83, Koutras v The Republic (1976) 2 CLR 13, Fournaris v. The Republic (1978) 2 CLR 20). Η αποτυχία της υπεράσπισης είναι μοιραία μόνο στο βαθμό που η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής παραμένει ακλόνητη και επαρκώς ισχυρή στο τέλος ώστε να οδηγήσει σε καταδίκη (Kafalos v. The Queen 19 CLR 121).
Η κατάληξη
Έτσι το καταληκτικό ερώτημα είναι κατά πόσο, με δεδομένη την απόρριψη των εξηγήσεων που έδωσε ο Κ.2 η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής ήταν ικανή να οδηγήσει σε καταδίκη. Υπάρχουν κενά ή εύλογες αμφιβολίες, έστω και υποβόσκουσα αμφιβολία, ή προκύπτουν άλλα εύλογα πιθανά σενάρια από το μαρτυρικό υλικό;
Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε εκ μέρους του Κ.2 στο γεγονός ότι δεν υπήρξε μαρτυρία περί γνώσης του για το όπλο. Η γνώση ή η άγνοια για την ύπαρξη όπλου στην κατοχή του αυτουργού αποτελεί μαρτυρία, η οποία μπορεί να αποβεί ισχυρή για την πρόθεση του συνεργού, προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Δεν παύει όμως να είναι ένα στοιχείο μαρτυρίας (Jogee (98)).
Εν προκειμένω, το ζητούμενο δεν ήταν η διαμόρφωση πρόθεσης ή πρόγνωσης, αναλόγως με το εφαρμοστέο κριτήριο, με βάση την απόκτηση αντίληψης ότι ο αυτουργός φέρει φονικό όπλο, αλλά το κατά πόσον υπήρχε εξ αρχής πρόθεση θανάτωσης και προμελέτη στα πλαίσια προσχεδιασμένων εγκλημάτων φόνου εν τη εννοία της Vrakas (βλ. ανωτ., «Το πραγματικό ερώτημα»). Είναι υπό αυτό το πρίσμα που πρέπει να εξεταστεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι ο Κ.2 γνώριζε περί του όπλου. Τέτοια άμεση μαρτυρία θα καθιστούσε την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής ακόμα πιο ισχυρή. Η απουσία της όμως δεν συνιστούσε κενό ως προς την ύπαρξη πρωτογενούς γεγονότος για το οποίο δεν επιτρέπονται υποθέσεις, όσο εύλογες κι αν είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363).
Η διαπίστωση της γνώσης για το φονικό όπλο, όπως και για το όλο εγχείρημα, ήταν ζήτημα το οποίο, ως άνω, μπορούσε να προκύψει συμπερασματικά από το σύνολο της μαρτυρίας, τηρουμένων βεβαίως των αρχών που διέπουν την περιστατική μαρτυρία στις οποίες αναφερθήκαμε ανωτέρω.
Η όλη συμπεριφορά κι ο τρόπος δράσης του Κ.2 στην κάθε του λεπτομέρεια, συντονισμένης αδιάλειπτα με τις ενέργειες του Κ.1, δεν αφήνει περιθώρια για εύλογη αμφιβολία ως προς την εξ αρχής γνώση και πρόθεσή του στα πλαίσια προσυμφωνημένου μεταξύ τους σχεδίου για πρόκληση των θανάτων που ο Κ.1 προκάλεσε με πιστόλι.
Όπως δε παρατηρήθηκε στη Vrakas, είναι φυσικό, εφόσον επρόκειτο για εκτέλεση προσυμφωνημένου στοιχείου, το απαιτούμενο στοιχείο της προμελέτης να προκύπτει από την ύπαρξη τέτοιου προσχεδιασμού.
Άλλη διαζευκτική θεωρία δεν προκύπτει ουδέ κατ΄ελάχιστον από τη μαρτυρία και δεν είναι έργο των δικαστηρίων να εξετάζουν πιθανότητες ή θεωρίες στο κενό, που δεν βρίσκουν έρεισμα στο μαρτυρικό υλικό (Anastassiades v. The Republic (1977) 2 CLR 97, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41, Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706).
Η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ακυρώσει καταδικαστική απόφαση καθορίζεται από το άρθρο 145(1) του Κεφ. 155:
«our task is to decide, under section 145(1) of the Criminal Procedure Law, Cap.155, whether or not, having regard to the evidence adduced at the trial, the conviction is unreasonable or whether it should be set aside on the ground of a wrong decision on a question of law or on the ground that there was a substantial miscarriage of justice.»
(βλ. Vrakas, ανωτ.)
Εν προκειμένω δεν διαπιστώνεται τέτοιο σφάλμα που να δικαιολογούσε ακύρωση της καταδίκης του Κ.2 και η έφεση του πρέπει να απορριφθεί
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Απόφαση Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
΄Εχουμε καταγράψει πιο πάνω τους λόγους έφεσης του Κ2. Όπως δε διαφαίνεται από το περιεχόμενο και την αιτιολογία αυτών, ο πυρήνας των θέσεων της πλευράς του Κ2 είναι αμιγώς νομικός, αφού στηρίζεται στα γεγονότα και στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου σε πραγματικό επίπεδο για να ισχυριστεί ότι δεν έχει αποδειχθεί νομικά ότι ο Κ2 υπήρξε συνεργός στα αδικήματα φόνου εκ προμελέτης. Αυτό γίνεται σε συσχετισμό κυρίως με τη θέση ότι άλλη λογική εξήγηση είναι πιθανή και το Κακουργιοδικείο δεν την απέκλεισε. ΄Oπως επίσης και στη βάση της νομολογίας ότι δεν έχει καταδειχθεί πρόθεση του Κ2 στη διάπραξη φόνου εκ προμελέτης, ιδιαίτερα της υπόθεσης R v.Jogee and Ruddock v. The Queen (Jamaica) (2016) UKSC8, (2016) UKPC 7, 18.2.2016.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κ2 ασχολήθηκε επίσης με την εμβέλεια των άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154[1]. Οι διαφορές των δύο άρθρων απασχόλησαν το Εφετείο στην υπόθεση Νικολάου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (2000)2 Α.Α.Δ. 482. Eίναι δε χρήσιμο να παρατεθεί μέρος της ως άνω απόφασης στα σημεία που ενδιαφέρουν:
«Διαφέρει δε και από το άρθρο 20 κατά το ότι εκείνο καθορίζει την κοινή ευθύνη προσώπων που συμμετέχουν στη διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος. Η παρανομία της πράξης που συναρτάται προς την κοινή επιδίωξη του άρθρου 21, σε αντίθεση με το άρθρο 20, αναφέρεται όχι στο συγκεκριμένο αδίκημα, όπως στην περίπτωση του άρθρου 20, ή στην οποιαδήποτε συγκεκριμένη ενέργεια, αντικριζόμενη αφ' εαυτής και μεμονωμένα, που γίνεται στα πλαίσια της πραγμάτωσης του επιδιωκόμενου σκοπού και συνιστά το εξεταζόμενο αδίκημα, αλλά στον ίδιο τον επιδιωκόμενο σκοπό. Το κρινόμενο δεν είναι λοιπόν αν ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι ο ίδιος ποινικό αδίκημα (έστω και αν είναι, όπως θα ήταν η παράνομη σύλληψη του Σπύρου), αλλά αν το εξεταζόμενο αδίκημα, την κοινή ευθύνη για το οποίο καθορίζει το άρθρο 21, προέκυψε ως πιθανή συνέπεια στα πλαίσια της πραγμάτωσης του κοινού παράνομου σκοπού. Εδώ ο κοινός επιδιωκόμενος σκοπός ήταν η σύλληψη του Σπύρου, που καθίστατο παράνομος ως εκ του ότι οι εφεσείοντες ομολογουμένως δεν είχαν δικαίωμα να τον συλλάβουν ως λαθροκυνηγούντα. Η παρανομία της κοινής αυτής επιδίωξης καθιστούσε υπεύθυνους και τους δύο για κάθε επί μέρους ενέργεια τους στα πλαίσια της πραγμάτωσης της και εφ' όσον η εν λόγω ενέργεια δεν εξήρχετο των πλαισίων της επιδίωξης του παράνομου κοινού σκοπού. Η νομολογία δείχνει καθαρά ότι, εφ΄όσον το τελικό αποτέλεσμα είναι στα πλαίσια εκείνα ως πιθανή συνέπεια, φέρουν ευθύνη όλοι οι συμμετέχοντες στον κοινό σκοπό παρά το ότι η πράξη αυτή καθ' αυτή που συνιστά το αδίκημα έγινε μόνο από τον ένα (ίδε Πουτζιουρής ν. Δημοκρατίας (1990)2 Α.Α.Δ. 309, ανωτέρω, Rossides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 391). Μάλιστα η αγγλική νομολογία επεκτείνει την αρχή αυτή και σε ασυνήθεις συνέπειες της εκτέλεσης του κοινού σκοπού, εφ' όσον βέβαια συνεχίζουν να είναι στα πλαίσια του κοινού σκοπού και δεν συνιστούν συνέπειες υπέρβασης του (οπότε και η αιτιατή σχέση θα διερρηγνύετο) - R. v. Anderson and Morris [1966] 2 All E.R. 644»
Ο κ.Αριστείδης για τη Δημοκρατία, ανέφερε ότι η κατηγορούσα αρχή στήριξε την υπόθεση της στο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα και όχι στο άρθ.21, εφόσον η περιστατική μαρτυρία, κατά τη θέση του, ήταν τέτοια που απεδείκνυε την ειδική πρόθεση του K1 και του Κ2 στους φόνους δυνάμει του αρθ.203 και 204 του κεφ.154. Επεσήμανε επίσης ότι στο αγγλικό δίκαιο δεν υπάρχει συγκεκριμένη διάταξη νόμου αναφορικά με την ποινική ευθύνη ενός συναυτουργού για αδίκημα που διεπράχθη από άλλο πρόσωπο στα πλαίσια επιδίωξης κοινού παράνομου σκοπού. Ενώ στην κυπριακή έννομη τάξη υπάρχει ακριβώς το άρθρο 21. Εισηγείται δε συναφώς ότι τα όσα αναφέρονται στη Jogee (ανωτέρω) δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην κρινόμενη περίπτωση καθότι ο εφεσείων διώχθηκε μαζί με τον Κ1 στη βάση του άρθρου 20. Περαιτέρω, κατά τη θέση του, ούτε η κατηγορούσα αρχή ούτε η Υπεράσπιση, προώθησαν τη θέση ότι τα αδικήματα, στα οποία καταδικάστηκε ο εφεσείων, διεπράχθησαν από το συγκατηγορούμενο του κατά την επιδίωξη ενός «άλλου κοινού σκοπού» ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 21 του Π.Κ. Όπως επιχειρηματολόγησε και προφορικά ενώπιον μας ο κ.Αριστείδης, η εργασία αποκλεισμού άλλης λογικής εξήγησης δεν μπορεί να γίνεται in abstracto και χωρίς θέση της Υπεράσπισης (βλ. Κρίνος Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008)2 Α.Α.Δ. 22).
Οι εκατέρωθεν εισηγήσεις έχουν μελετηθεί με προσοχή. Είναι γεγονός ότι η Jogee έχει ανατρέψει προηγούμενη νομολογία προερχόμενη κυρίως από την αγγλική υπόθεση Chan Wing-Siu v. the Queen (1985) AC 168. Η Jogee αφορούσε την αποκαλούμενη στο χώρο του αγγλικού ποινικού δικαίου paracitic accessory liability μια αρχή που διατυπώθηκε στην Chan Wing-Siu (ανωτέρω) και αναπτύχθηκε νομολογιακά, αν δηλαδή δύο άτομα σχεδιάσουν (set out) να διαπράξουν ένα έγκλημα (έγκλημα Α΄) και στην πορεία των κοινών ενεργειών τους, ο ένας εξ αυτών (D1) διαπράξει άλλο έγκλημα (έγκλημα Β΄) το δεύτερο πρόσωπο (ο D2) είναι ένοχος ως συνεργός στο έγκλημα Β΄, εάν προέβλεψε (foreseen) την πιθανότητα (possibility) ότι ο D1 δυνατό να ενεργούσε ως ενήργησε.
Χρήσιμο είναι το περιεχόμενο της ανάλυσης που γίνεται για την ευθύνη συνεργών, μετά τη Jogee, στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice (2018) p.76-77. Παρατίθεται σχετικό απόσπασμα:
Fundamental Restatement in Jogee and the Change of Emphasis from
Foresight to Intention
A4.11 The principles underlying the scope of the "joint venture", or the "intended venture", and indeed the precise formulation of the mens rea of an accessory for a crime committed by the principal, have been fundamentally restated by the Supreme Court in Jogee [2016] 2 WLR 681. Virtually all the previous cases on the mental element of an accessory must now be read in the light of Jogee which means that most of them can no longer be relied upon without qualification, especially in relation to liability for murder.
The Supreme Court in Jogee decided that the law took a wrong turning in Chan Wing-Stu [1985] AC 168 in allowing foresight of the offence committed by D1 to be sufficient mens rea in itself for the liability of D2 for that offence, under what came to be known as parasitic accessory liability. It was also acknowledged that much of the case law since then, including House of Lords' decisions in Powell [1999] 1 AC 1 and Rahman [2009] 1 AC 129, has proceeded on a wrong basis and the law ought to return to the correct principle, based on intent; i.e. D2 must Intend to encourage or assist D1 to commit the offence and intend that D1 will have the mens rea required for that offence. Foresight may be evidence of that intent but it is not equivalent to intent. The intent may be conditional (e.g., that P would intentionally use serious violence if necessary) and intention needs to be distinguished from desire or purpose".
Παρακάτω στο ίδιο Σύγγραμμα γίνεται αναφορά στη μεταγενέστερη της Jogee απόφαση, τη Noble (2016) EWCA CR.2219 η οποία αφορούσε έφεση εναντίον καταδίκης για φόνο. Αντικείμενο της έφεσης υπήρξε μεταξύ άλλων το κατ΄ισχυρισμόν εσφαλμένο της καθοδήγησης του πρωτόδικου δικαστηρίου προς τους ενόρκους. Μεταφέρουμε το επίμαχο σημείο της καθοδήγησης, το οποίο είχε ως εξής:
"Are you ... sure that the defendant ... either
(a) fired the shot with the intention that another should die or suffer really serious injury; or
(b) assist[ed] or encourage[d] the one who fired the shot with the intention that another should die or suffer serious injury?"
Στη συνέχεια καταγράφονται τα ακόλουθα και πάλι από το Blackstone σελ.77-78:
"It is far from clear that this is satisfactory. The first part of alternative (b) merely describes the actus reus of the accessory, the acts of assistance or encouragement. The intention in the second part of alternative (b) most naturally refers to the intention of the principal offender. It fails to specify clearly the intention required of the accessory in accordance with Jogee, i.e. that the accessory (i) intended to encourage or assist the principal to commit the offence and (ii) intended that the principal will have the mens rea (where the offence requires a particular intent). It is suggested that alternative (b) dealing with the liability of the accessory ought to be on the following lines if it is to be consistent with Jogee•.
(b) intentionally assisted or encouraged the one who fired the shot, intending that such person would do so with the intention that another should die or suffer really serious injury (such person who fired the shot also in fact having that intention to kill or cause really serious injury) ?
More generally, even though the basic shift from foresight (in its own right) to intent (possibly evidenced by foresight), including conditional intent, may not, in many cases, make any difference to the conclusion reached by the jury (and, in the light of Αnwar [2016] EWCA Crim 551, will be even less likely to make any difference to whether there is a case to answer), in the light of the radical revision of the applicable principles, it is necessary to quote some of the key paragraphs where the judgment sets out the proper approach:
[94] If the jury is satisfied that there was an agreed common purpose to commit crime A, and if it is satisfied also that D2 must have foreseen that, in the course of committing crime A, D1 might well commit crime B, it may in appropriate cases be justified in drawing the conclusion that D2 had the necessary conditional intent that crime B should be committed, if the occasion arose; or in other words that it was within the scope of the plan to which D2 gave his assent and intentional support. But that will be a question of fact for the jury in all the circumstances. [emphasis added]
That paragraph from Jogee quoted in Anwar at. [21]-[22], where it was observed that 'the same facts which would previously have been used to support the inference of mens rea before the decision in Jogee will equally be used now... the evidential requirements justifying a decision that there is a case to answer are likely to be the same even if, applying the facts to the different directions in law, the jury might reach a different conclusion. Returning to the judgment in Jogee, the Supreme Court went on to illustrate a case where the jury would continue to infer the necessary intent:
[95] ..If D2 joins with a group which he realises is out to cause serious injury, the jury may well infer that he intended to encourage or assist the deliberate infliction of serious bodily injury and/or intended that that should happen if necessary. In that case, if D1 acts with intent to cause serious bodily injury and death results, D1 and D2 will each be guilty of murder.
The Court was keen to stress that, even where the requirement of intent means that D2 is not liable for the offence actually committed by D1l, that does not mean that D2 will escape liability altogether. So, in the example at [95], if D2 does not have the necessary intent to assist or encourage the intentional infliction of serious bodily injury, he will not be guilty of the offence of murder for which he does not have the mens rea but he may be guilty of unlawful act
manslaughter.
[96] If a person is a party to a violent attack on another, without an intent to assist in the causing of death or really serious harm, but the violence escalates and results in death, he will be not guilty of murder but guilty of manslaughter. So also if he participates by encouragement or assistance in any other unlawful act which all sober and reasonable people would realise carried the risk of some harm (not necessarily serious) to another, and death in fact results... [that too will be manslaughter].
Manslaughter is not, however, the inevitable verdict in all such cases, as is recognised at [97]:
The qualification to this... is that it is possible for death to be caused by some over whelming supervening act by the perpetrator which nobody in the defendant could have contemplated might happen and is of such a character as to relegate to history; in that case the defendant will bear no criminal responsibility for the death"
Δεν υπάρχει διαφωνία με τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης, ότι δεν είναι σε κάθε περίπτωση που το mens rea του συνεργού είναι δεκτικό άμεσης απόδειξης. Αντίθετα. Κατά κανόνα αναδύεται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. (Βλ. Θεοχάρους, ανωτέρω). Και στην προκείμενη περίπτωση, όπως η υπόθεση προωθήθηκε από την κατηγορούσα αρχή και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, η πρόθεση του εφεσείοντα αποδείχθηκε με βάση την όλη συμπεριφορά του εφόσον η συμπεριφορά και ενέργειες του δεν άφησαν ουδεμίαν αμφιβολία αναφορικά με το σκοπό της παρουσίας του στη σκηνή, τη γνώση για τα αδικήματα που θα διαπράττονταν και την πρόθεση του να συνδράμει κατά πάντα χρόνο τον αυτουργό. ΄Εδαφος εφαρμογής συνεπώς είχε το άρθρο 20. Υπήρξε ιδιαίτερο στοιχείο της περιγραφής που έγινε από το Κακουργιοδικείο ότι κατά τους ουσιώδεις χρόνους και πριν τους φόνους οι κινήσεις των δύο κατηγορουμένων υπήρξαν συντονισμένες, εντασσόμενες χρονικά και τοπικά στο πλαίσιο του σκηνικού των φόνων. Αυτό μπορεί να λεχθεί ειδικότερα για τη χρήση του αυτοκινήτου που από κοινού ενοικιάστηκε. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το ταξίδι και των δύο στην Κύπρο, στους χρόνους που αναφέρθηκαν προηγουμένως, καθώς και η διακίνηση τους στον ευρύτερο χώρο της σκηνής των φόνων, τους έδιδαν εν δυνάμει τη δυνατότητα να γνωρίζουν τη συμπεριφορά και τις ενέργειες των θυμάτων. Αυτό καταδεικνύεται και από τον άμεσο τρόπο δράσης τους κατά το χρόνο των αδικημάτων. Ελάχιστα δε λεπτά πριν τη διάπραξη των φόνων οι Κ1 και Κ2 μπήκαν μαζί στο αυτοκίνητο όπου μάλιστα ο Κ1 άλλαξε φανέλα. Όταν ο Κ1 εξήλθε του αυτοκινήτου μεταβαίνοντας στο σημείο όπου εκτέλεσε τα θύματα, ο Κ2 παρέμεινε μέσα στο αυτοκίνητο σε εγρήγορση, αναμένοντας. Γι΄αυτό ακριβώς κατά την επιστροφή του Κ1, λίγα μόνο δευτερόλεπτα μετά την εκτέλεση, ο Κ2 ταυτόχρονα εκκίνησε το αυτοκίνητο και το οδήγησε με ταχύτητα. Αμέσως μετά άνοιξε από μέσα την πόρτα του συνοδηγού και ο Κ1 εισήλθε τρέχοντας στο αυτοκίνητο. Καθώς δε η πόρτα του συνοδηγού έκλεινε, ταυτόχρονα ο Κ2 οδήγησε το αυτοκίνητο προς τη Λεωφ.Νίσσι, μέσω της οδού Μάρτας, αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα.
Μπορεί από τα πιο πάνω να εξαχθεί άλλο λογικό συμπέρασμα; Σημασία, έχει, αν μπορεί να θεωρηθεί η παρουσία του Κ2 ως απλή παρουσία αποστασιοποιημένη από τις ενέργειες του Κ1. (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Binnington (2008) 2 A.A.Δ. 108, Queen v. Coney (1882) 2 QBD 534). Ο συντονισμός του Κ1 με τον Κ2 παρουσιάζεται να υφίσταται σε διάφορα στάδια της κοινής τους παρουσίας στο χώρο, στις επιμέρους διακινήσεις τους από και προς το ξενοδοχείο, αλλά και στον πλέον ουσιώδη χρόνο, ώρες και λεπτά πριν τους φόνους, όπου η συνύπαρξη τους φυσικά και δεν ήταν τυχαία αλλά δεικνύει σύμπνοια δράσης και κοινό σχεδιασμό.
Ο κ.Αναστασίου εισηγήθηκε ότι δεν υπήρξε μαρτυρία πως ο Κ2 γνώριζε ειδικά για το όπλο. Οι περιστάσεις όμως της υπόθεσης και ο άμεσος, αστραπιαίος και συντονισμένος τρόπος ενέργειας και των δύο εφεσειόντων δεν παρέχουν περιθώριο αμφισβήτησης - και μάλιστα χωρίς ποτέ να τεθεί συγκεκριμένη θέση περί του αντιθέτου. Οι λογικές πιθανότητες που καλείται η κατηγορούσα αρχή να αποκλείσει δεν έχουν την έννοια του ότι πρέπει να κατασκευάζονται πιθανά σενάρια δράσεων των κατηγορουμένων από την ίδια την Κατηγορούσα Αρχή και να αποκλείονται. Ούτε βεβαίως είναι ορθός ο τρόπος που η Υπεράσπιση προτείνει να ιδωθούν τα τεκμ.274-275 δηλαδή αποσπασματικά η κάθε εικόνα και κίνηση. Ακριβώς, η συνολική θεώρηση των πλάνων είναι αναγκαία, ώστε να αντικρισθούν και σφαιρικά οι ενέργειες τους. Είναι στη βάση των δεδομένων που παρουσιάζονται ως οι ενέργειες των εμπλεκομένων προσώπων που θα πρέπει να αποκλειστούν άλλες λογικές εξηγήσεις. Με βάση το σκηνικό που περιγράφηκε πιο πάνω, τόσο πριν όσο και μετά τους φόνους δεν θα μπορούσε να παρεισφρήσει λογικά η πιθανότητα πως σκοπός δεν ήταν ο φόνος ή οι φόνοι, αλλά η διάπραξη κάποιου άλλου αδικήματος, όπως άφησε να νοηθεί ο κ.Αναστασίου. Ποτέ εν πάση περιπτώσει δεν τέθηκε τέτοια θέση ως λογική εξήγηση. Όπως υποδείχθηκε στη Θεοχάρους, ανωτέρω, όπου τα γεγονότα που αποδεικνύει, εν πάση περιπτώσει η κατηγορούσα αρχή, είναι τέτοια, το δικαίωμα σιωπής δεν είναι πανάκεια ώστε εκ των υστέρων να υπάρχει υπαινιγμός για ένα άλλο αδίκημα που είχε πρόθεση ο συνεργός να διαπράξει.
Στη Noble ανωτέρω, στο ερώτημα «What does participation mean» αναφέρονται και τα εξής:
"95. .. As Jogee makes clear, although foresight must not be equated with intent, it is highly relevant evidence to the issue of intent and indeed is evidence from which intent to assist and encourage can be inferred.
96. It is correct that the direction describes this as something which the "prosecution must prove". That is probably an overstatement of the position but, if so, it is favourable to the defence.
97. Further, at a later stage of the summing-up, the judge read out and provided the jury with a written Route to Verdict which, it is accepted, correctly addresses the issue of intent. It states as follows:
"Are you satisfied so that you are sure that the defendant whose case you are considering either:
(a) fired the shot with the intention that another should die or suffer really serious injury; or
(b) assist or encourage the one who fired the shot with the intention that another should die or suffer really serious injury?
If your answer is yes, your verdict will be guilty of murder."
98. If there was any uncertainty created by the judge's earlier direction, which we do not consider there was, it was put right by that clear and correct direction which, as a route to verdict, would be likely to be the jury's main working document.
99. Accordingly, we agree with the Crown that there was no misdirection in this case and that, if there was, the safety of the conviction was not affected
100. In conclusion, for the reasons outlined above, we do not consider that any of the grounds of appeal show that the conviction was arguable unsafe. The appeal must be dismissed".
Η πρόθεση θανάτωσης των θυμάτων ως συστατική έννοια της προμελέτης εκ των άρθ.203[2] και 204 του Ποινικού Κώδικα[3] υφίστατο του Κ1 ως αυτουργού και του Κ2 ως συνεργού στα αδικήματα με τον προδιαγραφέντα ρόλο που εκτέλεσε ως βοηθός του Κ1, δυνάμει και του άρθρ.20 ως άνω. Η απουσία άλλης λογικής εξήγησης προέκυπτε αφ' εαυτής από τον ίδιο τον τρόπο δράσης των Κ1 και Κ2, ως ακριβώς αναλύθηκε στη Νoble, ώστε να μην αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας.
Εν προκειμένω δεν υπήρξε «αυθόρμητη» συμμετοχή ενός προσώπου σε μια πράξη (που αποτέλεσε το έγκλημα Α΄) και μετεξελίχθηκε σε ένα άλλο έγκλημα (το έγκλημα Β΄) ώστε να μιλούμε για μη ύπαρξη πρόθεσης θανάτωσης. Αυτή την έννοια είχε η Jogee (βλ. παρ.95 και 96).
Στην κρινόμενη περίπτωση, σαφώς και δεν έχουμε αυθόρμητες ή παρορμητικές ενέργειες οποιουδήποτε χαρακτήρα. Αντίθετα. Η προμελέτη είναι η μόνη δυνατή εξήγηση των ενεργειών.
Βεβαίως και δεν πρόκειται για ένοχη διάνοια που συνίσταται σε πρόβλεψη του Κ2 πως ο Κ1 θα διέπραττε φόνο. Πρόκειται για από κοινού σχεδιασμό που αποκλείει την πρόβλεψη. Αυτή την έννοια έχουν τα κάτωθι από την Jogee.
«95. In cases where there is more or less spontaneous outbreak of multi-handed violence, the evidence may be too rebulous for the jury to find that there was some form of agreement, express or tacit".
Εν προκειμένω σαφώς και δεν πρόκειται για «αυθόρμητη βία».
΄Ολοι οι λόγοι έφεσης του Κ2 στηριζόμενοι στη νομική θέση που εξηγήθηκε, δεν μπορεί να επιτύχουν έστω και αν το Κακουργιοδικείο δεν ενδιέτριψε στις ειδικές εκφάνσεις της νομολογίας. ΄Αλλωστε και η Jogee δεν είχε εκδοθεί κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης.
Συνεπακόλουθα η έφεση του Κ2 ομοίως απορρίπτεται.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ Μ.Νικολάτου, Π.
(μειοψηφίας)
__________________________
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Είχα την ευκαιρία να διαβάσω τις αποφάσεις των αδελφών Δικαστών Οικονόμου και Ψαρά-Μιλτιάδου. Δεν είμαι σε θέση να συμφωνήσω ούτε με την κοινή τους κατάληξη, αλλά ούτε και με το διαφορετικό σκεπτικό τους.
Το κύριο ζήτημα που εγείρεται στην παρούσα έφεση, είναι αυτό της υποκειμενικής υπόστασης (Mens Rea) του Εφεσείοντα (Κατηγορούμενου 2). Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι, το Κακουργιοδικείο έσφαλε στη διαπίστωση του ότι ο Εφεσείων (Κ2) είχε την απαραίτητη υποκειμενική υπόσταση της συνέργειας για τη διάπραξη των πέντε φόνων εκ προμελέτης από τον Κατηγορούμενο 1, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Στην υπόθεση R. v. Jogee; Ruddock v. R. (2017) A.C. 387, SC & PC τονίστηκε ότι, το ορθό κριτήριο για την ευθύνη του συνεργού δεν είναι η πρόβλεψη ως προς τη διάπραξη του αδικήματος από τον συνεργό, αλλά η πρόθεση. Η δυνατότητα πρόβλεψης λαμβάνεται υπόψιν ως στοιχείο που καταδεικνύει την ύπαρξη πρόθεσης, αλλά όχι ως αυτοτελές κριτήριο.
Τα προαναφερόμενα διέπονται, στην Κύπρο, από το άρθρο 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία στην παρούσα περίπτωση, εφόσον εν προκειμένω, η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ήταν εξ αρχής ότι, η, κατ' ισχυρισμόν, συνέργεια του Εφεσείοντα διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.
Το Κοινοδίκαιο, όπως κωδικοποιήθηκε στο Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, προνοεί ότι, συνέργεια συντελείται με παροχή βοήθειας, παρακίνησης, συμβουλών και προαγωγής άλλου για διάπραξη ποινικού αδικήματος. Η απλή παρουσία κάποιου στη σκηνή του εγκλήματος και η απραξία προς αποτροπή του, δεν στοιχειοθετούν συνέργεια αλλά μπορεί να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ενθάρρυνσης (Δέστε: Smith and Hogan's Criminal Law, 13th Ed. P. 192-193). Η αρχή αυτή επιβεβαιώθηκε και στην υπόθεση Robinson (2011) UKPC3.
Από τη Νομολογία προκύπτει ότι, η υποκειμενική υπόσταση της συνέργειας απαιτεί απόδειξη γνώσης, πρόθεσης και προμελέτης στην περίπτωση που το αδίκημα του αυτουργού, όπως στην προκείμενη περίπτωση οι φόνοι εκ προμελέτης, απαιτεί και προμελέτη. Στην προκείμενη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε εκτενώς στη μαρτυρία που δόθηκε αναφορικά με την όλη δράση και συμπεριφορά των δύο Εφεσειόντων, Κατηγορουμένων 1 και 2. Αναφέρθηκε ειδικά στην άφιξή τους από την Ελλάδα, και στο γεγονός ότι, κατά τις ημέρες πριν τη διάπραξη των φόνων, αυτοί διακινούντο και, γενικά, ενεργούσαν μαζί και από κοινού. Οι κινήσεις τους αυτές συνοψίστηκαν από τον ευπαίδευτο εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής και αναφέρονται λεπτομερώς στην απόφαση του αδελφού Δικαστή Οικονόμου.
Το Κακουργιοδικείο έσφαλε, κατά την εκτίμησή μου, όταν αναφέρθηκε στη φιλική σχέση των δύο Κατηγορουμένων, ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας, η οποία έτεινε να αποδείξει τη συνέργεια εκ μέρους του Εφεσείοντα - Κατηγορούμενου 2. Το Κακουργιοδικείο επίσης, κατά την κρίση μου, δεν ήταν επαρκώς αναλυτικό στην καταληκτική, συμπερασματική αποτίμηση των σχετικών περιστάσεων, όπως παρατηρεί και ο αδελφός Δικαστής Οικονόμου στην απόφαση του. Η αναφορά στο γεγονός ότι ο Εφεσείων, Κατηγορούμενος 2, συνόδευε τον Κατηγορούμενο 1 μετά τη διάπραξη των πέντε φόνων εκ προμελέτης, δεν αποδεικνύει, κατά την εκτίμηση μου, τη συνέργεια του Εφεσείοντα, Κατηγορούμενου 2, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, αλλά μόνο τη συνέργεια μετά τη διάπραξη των φόνων, σύμφωνα με το Άρθρο 23 του Ποινικού Κώδικα. Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την κατάληξη των αδελφών Δικαστών ότι η βοήθεια που, αδιαμφισβήτητα, παρείχε ο Εφεσείων, Κατηγορούμενος 2 στον Κατηγορούμενο 1, μετά τη διάπραξη των φόνων, αποδεικνύει την εξ αρχής πρόθεση του Εφεσείοντα, Κατηγορούμενου 1 να ενεργήσει ως συνεργός του Κατηγορούμενου 1 στη διάπραξη πέντε φόνων εκ προμελέτης. Εκείνο που, κατά την κρίση μου, έχει αποδειχθεί χωρίς αμφιβολία, είναι η παροχή βοήθειας από τον Εφεσείοντα, Κατηγορούμενο 2 στον Εφεσείοντα, Κατηγορούμενο 1, μετά τη διάπραξη των εγκλημάτων από τον Κατηγορούμενο 1. Η φιλία των δύο Κατηγορουμένων, η άφιξη τους στην Κύπρο από την Ελλάδα, περίπου τον ίδιο χρόνο, η εγκατάσταση τους στην Αγία Νάπα, όπου διαπράχθηκαν οι φόνοι, ο συντονισμός των δύο Κατηγορουμένων αμέσως πριν τη διάπραξη των φόνων και αμέσως μετά τη διάπραξή τους, δεν οδηγεί, κατά την κρίση μου, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, και εξαιρουμένης οποιασδήποτε άλλης ευλόγου εξηγήσεως στο συμπέρασμα ότι οι δύο Κατηγορούμενοι ενήργησαν από κοινού στα πλαίσια ενός προσυμφωνημένου σχεδίου διάπραξης πέντε φόνων εκ προμελέτης, σύμφωνα με το οποίο ο Εφεσείων, Κατηγορούμενος 2 είχε, εξ αρχής, πρόθεση παροχής βοήθειας στον Κατηγορούμενο 1 για τη διάπραξη των πέντε φόνων, εκ προμελέτης.
Η αναξιοπιστία του Εφεσείοντα, Κατηγορούμενου 2, όπως τη διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, δεν μπορεί να συμπληρώσει τα κενά της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής. Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι δεν υπήρξε μαρτυρία περί γνώσης του Εφεσείοντα, Κατηγορούμενου 2, για το όπλο που θα χρησιμοποιούσε ο Εφεσείων, Κατηγορούμενος 1 για τη διάπραξη των πέντε φόνων, έχει, κατά την κρίση μου, ιδιαίτερη σημασία. Η γνώση ή η άγνοια για την ύπαρξη όπλου στην κατοχή του αυτουργού, αποτελεί μαρτυρία, η οποία είναι σημαντική αναφορικά με την πρόθεση του συνεργού, σύμφωνα με την Jogee (ανωτέρω). Το καίριο ερώτημα, σύμφωνα με την υπόθεση Vrakas v. The Republic (1973) 2 CLR 139, είναι το κατά πόσον αποδείχτηκε προσυμφωνημένο σχέδιο για τη διάπραξη των εγκλημάτων και η, εξ αρχής, πρόθεση του συνεργού να παρέχει βοήθεια στον αυτουργό για την εκτέλεση των προσχεδιασμένων εγκλημάτων (φόνων εκ προμελέτης). Η μη απόδειξη της γνώσης για το φονικό όπλο από τον Εφεσείοντα, Κατηγορούμενο 2, κατά την εκτίμηση μου, έχει τη σημασία της αναφορικά με την απόδειξη της προαναφερόμενης απαραίτητης πρόθεσης. Η απουσία της γνώσης για το φονικό όπλο, εκ μέρους του Εφεσείοντα, Κατηγορούμενου 2, αδυνατίζει την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής για την απόδειξη της προαναφερόμενης αναγκαίας πρόθεσης του Εφεσείοντα, Κατηγορούμενου 2 για παροχή βοήθειας στον Εφεσείοντα, Κατηγορούμενο 1. Επομένως, υπάρχει κενό ως προς αυτό το ουσιώδες στοιχείο, της υποκειμενικής υπόστασης (Mens Rea) για το οποίο δεν επιτρέπονται υποθέσεις (Δέστε: Λοίζου v. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363).
Η μη απόδειξη της, εξ αρχής, γνώσης και πρόθεσης του Εφεσείοντα, Κατηγορούμενου 2, να βοηθήσει τον Εφεσείοντα, Κατηγορούμενο 1 στη διάπραξη των πέντε φόνων, εκ προμελέτης, με πιστόλι, στα πλαίσια προσυμφωνημένου, μεταξύ τους, σχεδίου για τη διάπραξη των φόνων, δημιουργεί κενό και στην απόδειξη εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, της απαραίτητης πρόθεσης εκ μέρους του συνεργού, να βοηθήσει τον αυτουργό να διαπράξει φόνους εκ προμελέτης.
Ενόψει των προαναφερομένων, διαπιστώνω σοβαρό σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση, αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση (Mens Rea) της συνέργειας, δυνάμει του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, εκ μέρους του Εφεσείοντα, Κατηγορούμενου 2, και, επομένως, θεωρώ ότι η πρωτόδικη καταδίκη του θα πρέπει να ακυρωθεί. Κρίνω, όμως, ότι υπάρχει εναντίον του Εφεσείοντα, Κατηγορούμενου 2, υπόθεση για συνέργεια μετά τη διάπραξη των φόνων, δυνάμει του άρθρου 23 του Ποινικού Κώδικα, και, επομένως ο Εφεσείων, Κατηγορούμενος 2, θα μπορούσε, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις, να καταδικαστεί δυνάμει του άρθρου 23 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΞΗΣ:
Η Ποινική έφ.25/14 απορρίπτεται ομόφωνα και η Ποινική έφ.29/14 απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.
[1] 20. Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα, καθένας από τους ακόλουθους θεωρείται ότι συμμετέσχε στη διάπραξη και θεωρείται ότι είναι ένοχος για αυτό και δύναται να διωχτεί ως αυτουργός σύμφωνα με τα ακόλουθα:
(α) εκείνος που διενεργεί πράγματι την πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά το ποινικό αδίκημα
(β) εκείνος που διαπράττει ή παραλείπει να διαπράξει κάτι με σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από άλλο ή να παρέχει βοήθεια για τη διάπραξη τέτοιου αδικήματος από άλλον
(γ) εκείνος που παρέχει βοήθεια σε άλλον ή που παρακινεί αυτόν κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος
(δ) εκείνος που συμβουλεύει ή που προάγει άλλον για διάπραξη ποινικού αδικήματος.
Στην τέταρτη περίπτωση ο υπαίτιος δύναται να διωχτεί είτε ως αυτουργός του ποινικού αδικήματος είτε σε ποινικό αδίκημα της παροχής συμβουλής ή της προαγωγής για διάπραξη τέτοιου αδικήματος.
Καταδίκη για το αδίκημα της παροχής συμβουλής ή της προαγωγής για διάπραξη ποινικού αδικήματος, συνεπάγει ίδιες συνέπειες από κάθε άποψη, καθώς και καταδίκη για διάπραξη τέτοιου αδικήματος.
Εκείνος που προάγει άλλο στη διενέργεια πράξης ή παράλειψης τέτοιας φύσης ώστε, αν γινόταν από τον ίδιο θα διενεργείτο από αυτό κάποιο ποινικό αδίκημα, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή, όπως αν είχε διενεργήσει ο ίδιος τέτοια πράξη ή παράλειψη δύναται να διωχτεί δε όπως αν είχε διενεργήσει το ίδιος τέτοια πράξη ή παράλειψη.
21. Αν δύο ή περισσότεροι διαμορφώσουν κοινή πρόθεση για την επιδίωξη από κοινού κάποιου παράνομου σκοπού και κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού διαπραχτεί ποινικό αδίκημα τέτοιας φύσης, ώστε η διάπραξη του να ήταν πιθανή συνεπεία της επιδίωξης του πιο πάνω σκοπού, ο κάθε ένας από αυτούς, θεωρείται ότι διέπραξε το ποινικό αδίκημα.
[2] 203.-(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο εκ προμελέτης επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου με παράνομη πράξη ή παράλειψη, είναι ένοχο του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης.
(2) Κάθε πρόσωπο που βρίσκεται ένοχο για φόνο εκ προμελέτης θα υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου.
[3] 204. Προμελέτη είναι η πρόθεση πρόκλησης θανάτου οποιουδήποτε προσώπου η οποία αποδεικνύεται με ευθύ τρόπο ή συμπερασματικά, αδιάφορα αν τέτοιο πρόσωπο είναι εκείνο που εφονεύθη ή όχι, η οποία υπάρχει τόσο πριν από τη διενέργεια της πράξης ή παράλειψης που θα προκαλέσει το θάνατο όσο και κατά το χρόνο τέτοιας διενέργειας.