ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CHARALAMBOUS ν. REPUBLIC (1985) 2 CLR 97
OUEISS ν. REPUBLIC (1987) 2 CLR 49
Χριστόφορου ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 250
Youssef ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 289
Σκούλλου Αυγουστίνος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 87
Xατζημάρκου Xαράλαμπος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 482
Αθηνής Σωτήρης ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 256
Λαζάρου Παντελής και ’λλη ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633
Σιβιτανίδης Κυριάκος και ’λλος ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 166
Κούκος Κώστας Κοσμάς ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 64
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:B385
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση 123/15
10 Σεπτεμβρίου, 2018
(ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές)
XXXXX ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
΄Ερ. Παπαλοϊζου, (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει η Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ. με την οποία συμφωνεί και ο Τ.Οικονόμου, Δ. Ο υποφαινόμενος θα δώσει ξεχωριστή διιστάμενη απόφαση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων-κατηγορούμενος 1 καταδικάστηκε μετά από ακροαματική διαδικασία στις κατηγορίες της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β (99,93 κιλών μεθεδρόνης [methedrone]), κατά παράβαση του άρθρου 4(1)(α) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 (βλ. κατηγορία 2), της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, κατά παράβαση του άρθρου 6(2) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 (βλ. κατηγορία 3), της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση του άρθρου 6(3) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 (βλ. κατηγορία 4) και της απόπειρας παράνομης εξαγωγής της ίδιας ποσότητας του εν λόγω ελεγχόμενου φαρμάκου, κατά παράβαση του άρθρου 4(1)(β) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 και του άρθρου 368 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 5). Για τα εν λόγω αδικήματα του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές, 14 ετών φυλάκισης (στις κατηγορίες 2 και 4) και 3 ετών (στην κατηγορία 5). Στην κατηγορία 3 δεν επιβλήθηκε ποινή λόγω του ότι τα γεγονότα της περιλαμβάνονται στις λοιπές κατηγορίες.
Τα γεγονότα που συνέθεσαν την ετυμηγορία του Κακουργιοδικείου, αν και εκτενή, τα μεταφέρουμε αυτούσια με δικό μας τονισμό στα πλέον ουσιώδη. Να σημειωθεί ότι ο πρώην κατηγορούμενος 2 (Κ2) απαλλάχθηκε με την ίδια ετυμηγορία του Κακουργιοδικείου:
«Από τα μέσα του έτους 2011, ο κατηγορούμενος 2 - που αντιμετώπιζε τότε οικονομικά προβλήματα - προσπαθούσε μαζί με τον κατηγορούμενο 1 να συμπράξουν με κάποιο τρόπο έτσι ώστε να αλληλοβοηθηθούν και βελτιώσουν τα οικονομικά τους. Γύρω στο 2013 και ενώ (σε κάποια στιγμή), συζητούσαν μεταξύ τους για τις εργασίες τού κατηγορούμενου 2, ο κατηγορούμενος 1 είπε προς τον τελευταίο πως σχεδίαζε να αρχίσει την ενασχόληση με τις εισαγωγές οικοδομικών προϊόντων, κάρβουνων και άλλων εμπορευμάτων σχετιζόμενων με φυτά, μπογιές και μπαταρίες. Ο κατηγορούμενος 1 ανέφερε προς τον κατηγορούμενο 2 πως για να υλοποιούνταν οι σχεδιασμοί του αυτοί χρειαζόταν (ο πρώτος) να είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) και επειδή δεν ήταν, ζήτησε από τον δεύτερο, ο οποίος κατείχε προσωπικό αριθμό εγγραφής ΦΠΑ, να χρησιμοποιεί προς τούτο επί των διαφόρων σχετικών εγγράφων το όνομα του (κατηγορούμενου 2). Ως αντάλλαγμα, ο κατηγορούμενος 2 θα λάμβανε αμοιβή, ίση με το 5% τής αξίας των εκάστοτε εμπορευμάτων. Όλα όσα θα αφορούσαν στην παραγγελία και πληρωμή των εμπορευμάτων αυτών θα ενέπιπταν εντός της αποκλειστικής ευθύνης τού κατηγορούμενου 1. Εάν τα εμπορεύματα θα παρέμεναν στην Κύπρο, ο ρόλος του κατηγορούμενου 2 θα περιοριζόταν στη μετάβαση του τελευταίου στο Τελωνείο για σκοπούς παραλαβής και ακολούθως μεταφοράς τους σε καθορισμένο αποθηκευτικό χώρο, δίχως (ο κατηγορούμενος 2), να γνωρίζει οτιδήποτε αναφορικώς με το περιεχόμενο των εμπορευμάτων τα οποία και θα πωλούσαν μετέπειτα, μοιραζόμενοι μεταξύ τους τα προκύπτοντα καθαρά κέρδη. Εάν τα εμπορεύματα θα εισάγονταν στην Κύπρο (στο όνομα του κατηγορούμενου 2) και στη συνέχεια θα επανεξάγονταν στο εξωτερικό, συμφωνήθηκε μεταξύ τους πως ο κατηγορούμενος 2 θα πληρωνόταν με ποσοστό 5% επί της αξίας των εμπορευμάτων. Υπό αυτό το αμοιβαίως συμφωνηθέν καθεστώς - και κατόπιν προτροπών και ενεργειών του κατηγορούμενου 1 - ο κατηγορούμενος 2, προέβη σε όλα τα ενδεδειγμένα διαβήματα ώστε να συμπληρωθούν όλες οι σχετικές εγγραφές για να αρχίσουν να υλοποιούνται οι εμπορικές προσδοκίες του κατηγορούμενου 1 (και σε κάποιο βαθμό, του κατηγορούμενου 2). Περί το Σεπτέμβριο 2013, ο κατηγορούμενος 1 επισκέφθηκε τον XXXXX Κοτσώνια (ΜΚ2) - ο οποίος ήταν Διευθυντής και Υπεύθυνος του Τμήματος Διεθνών Μεταφορών τής εταιρείας μεταφορών και εκτελωνίσεων Five Continents Logistics Co Ltd, με έδρα την Λάρνακα - και του δήλωσε ότι ήθελε να εκτελεί εισαγωγή εμπορευμάτων στην Κύπρο διά αερομεταφοράς από την Ινδία και ακολούθως επανεξαγωγή των εμπορευμάτων αυτών προς το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο XXXXX Κοτσώνιας (ΜΚ2), ρώτησε καθηκόντως τον κατηγορούμενο 1 περί της ακριβούς φύσης των εμπορευμάτων που θα εισάγονταν στη χώρα μας καθώς και για τους λόγους εισαγωγής και επανεξαγωγής τους. Ο κατηγορούμενος 1 ανέφερε προς τον μάρτυρα πως αντικείμενο της εμπορικής του αυτής δραστηριότητας θα αποτελούσε μια εξειδικευμένη πρώτη ύλη κατασκευής καλλυντικών περί των καταβολών της οποίας δεν επιθυμούσε να γνωρίζουν οι παραλήπτες. Δεδομένου ότι η πρακτική αυτή τού τριγωνικού εμπορίου δεν ήταν παράτυπη ή παράνομη, ο μάρτυς εξήγησε προς τον κατηγορούμενο 1, πως για σκοπούς εκτελώνισης και επανεξαγωγής των εμπορευμάτων, ο τελευταίος θα έπρεπε τω όντι να λειτουργεί και ενεργεί μέσω φυσικού ή νομικού προσώπου εγγεγραμμένου στο ΦΠΑ, διότι έτσι επέβαλλε η σχετική νομοθεσία. Μετά από κάποιες μέρες, ο κατηγορούμενος 1 (έχοντας ήδη συνεννοηθεί σχετικώς με τον κατηγορούμενο 2), μετέβη μαζί με τον τελευταίο στα γραφεία τής Five Continents Logistics Co Ltd. Εκεί, ο κατηγορούμενος 1 είπε στον XXXXX Κοτσώνια (ΜΚ2) πως θα χρησιμοποιούσαν (για τους σκοπούς που είχαν συζητήσει μεταξύ τους κατά την προηγούμενη τους συνάντηση), τον προσωπικό αριθμό εγγραφής ΦΠΑ τού κατηγορούμενου 2. Αφού συμπληρώθηκαν όλες οι νενομισμένες διαδικασίες και εγγραφές (ακόμη και στο τελωνειακό μητρώο «Θησέας» στις 6.9.13), ο κατηγορούμενος 2 μπορούσε πλέον να προχωρήσει με όσα χρειάζονταν για έναρξη των επιθυμούμενων εισαγωγών/επανεξαγωγών. Προς τούτο, όλες οι σχετικές επαφές θα έπρεπε να γίνονται πια με τον XXXXX Κούσουλο (ΜΚ6), που ήταν τοποθετημένος στο Τμήμα Αερομεταφορών της Five Continents Logistics Co Ltd. Εκείνος που προέβαινε στις επαφές αυτές με τον XXXXX Κούσουλο (ΜΚ6) καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους, ήταν ο κατηγορούμενος 1 (και όχι ο κατηγορούμενος 2). Η αναλυόμενη συνεργασία μεταξύ των κατηγορουμένων οδήγησε σε δύο συνολικώς εισαγωγές προϊόντων από την Ινδία. Η πρώτη, έγινε στις 22.9.13 και αφορούσε σε ένα κιβώτιο βάρους 24 κιλών με περιγραφή προϊόντων («Ηerbal Face Pack Powder») και με προμηθευτή κάποια εταιρεία με την ονομασία Novelty Impex, που είχε ως έδρα την Ινδία (βλ. Τεκμήριο 8 [1-13]). Τα σχετικά προϊόντα έφθασαν στην Κύπρο με πτήση των Βρετανικών Αερογραμμών από το Mubai, μέσω Λονδίνου. Για τα προϊόντα τούτα είχε παρατηρηθεί κάποια καθυστέρηση μιας περίπου εβδομάδας στην εκτελώνιση επειδή δεν συνοδεύονταν από τιμολόγια και ήσαν άγνωστης φύσης. Ο XXXXX Κούσουλος (ΜΚ6), επικοινωνούσε με τον κατηγορούμενο 1σε σχέση με τα ανακύψαντα αυτά προβλήματα. Τελικώς, το υπό αναφορά φορτίο ελέγχθηκε από το Τελωνείο χωρίς να εντοπιστεί οποιαδήποτε παράνομη ή ύποπτη ουσία. Η επανεξαγωγή του φορτίου στο Ηνωμένο Βασίλειο έγινε στις 7.10.13, μετά από συνεννόηση με τον κατηγορούμενο 1, που πλήρωσε σε μετρητά όλα τα έξοδα εκτελώνισης και επανεξαγωγής. Στις 24.5.14, κατέφθασε στο Αεροδρόμιο Λάρνακας το επίδικο φορτίο (από Mubai μέσω Dubai), με την πτήση ΕΚ107 τής Emirates Airlines (βλ. Τεκμήριο 6). Το επίδικο φορτίο είχε ως αποστολέα τη Veen Traders από την Ινδία και ως παραλήπτη τη «Neofitos Theodorou Ltd», αφορούσε δε (κατά τη σχετική περιγραφή [βλ. Τεκμήριο 23]) «malic acid to be used in food products». Επρόκειτο περί τεσσάρων πλαστικών βαρελιών, διαστάσεων 42x42x60, συνολικού (μικτού) βάρους 112 κιλών (βλ. φωτογραφία 1 στη δέσμη φωτογραφιών-Τεκμήριο 2). Όλα τα σχετικά έγγραφα και διεργασίες εκτελώνισης, διεκπεραιώθηκαν από τον XXXXX Ορθοδόξου (εκ μέρους του κατηγορούμενου 1 ως εντεταλμένου αντιπροσώπου του [βλ. Τεκμήριο 14]), ο οποίος εργαζόταν ως Εκτελωνιστής στη Five Continents Logistics Co Ltd. Το άτομο αυτό είχε παραλάβει από τον XXXXX Κούσουλο (ΜΚ6) - σε σχέση πάντοτε με το επίδικο φορτίο - το έντυπο της αφορούσας φορτωτικής, με αριθμό 176-8129-7661 (βλ. Τεκμήριο 9 [1-2]), για να διευθετήσει τα περί της εκτελώνισης του. Έτσι και έγινε. Όταν ο XXXXX Ορθοδόξου παρέλαβε τα σχετικά έγγραφα από την Emirates Airlines και συμπληρώθηκε η απαιτούμενη διασάφηση μέσω του τελωνειακού μητρώου «Θησέας» από τη Five Continents Logistics Co Ltd στις 26.5.14, τούτος μετέβη αυθημερόν στο Τελωνείο για να διευθετήσει τα περί της εκτελώνισης. Στο μεταξύ, είχε επικοινωνήσει μαζί του ο Υπεύθυνος της Τελωνειακής Αποθήκης στο παλαιό Αεροδρόμιο Λάρνακας XXXXX Γεωργίου (ΜΚ8), ο οποίος του ζήτησε να συναντηθούν πριν την εκτελώνιση. Αυτό έγινε επειδή ο XXXXX Γεωργίου (ΜΚ8), είχε πληροφορηθεί στις 23.5.14 από τον αστυφύλακα της ΥΚΑΝ XXXXX Μάμα (ΜΚ4), ότι αναμενόταν να φθάσει στο Αεροδρόμιο Λάρνακας κάποιο ύποπτο φορτίο που ενδεχομένως να περιείχε ναρκωτικά. Ο XXXXX Μάμα (ΜΚ4), είχε αποστείλει προς τον XXXXX Γεωργίου (ΜΚ8), την επίδικη φορτωτική (Τεκμήριο 9 [1-2]), επί της οποίας περιέχονταν όλα τα στοιχεία περιγραφής, προέλευσης και άφιξης στην Κύπρο τού επίδικου φορτίου. Ακολουθησομένων των νομίμων διαδικασιών, τα τέσσερα βαρέλια που αποτελούσαν το επίδικο φορτίο - και τα οποία είναι τα ίδια με εκείνα που περιγράφονται στην επίδικη φορτωτική (βλ. Τεκμήριο 23), με τον αριθμό της τελευταίας να αναγράφεται στο καθένα από τα βαρέλια αυτά (βλ. φωτογραφίες 3, 5, 8, 9, 15 και 19 στη δέσμη φωτογραφιών [Τεκμήριο 2]) - κρατήθηκαν υπό ασφαλή και ελεγχόμενη επιτήρηση μέχρι την 26.5.14, οπόταν και αφίχθηκε κλιμάκιο τής ΥΚΑΝ Αρχηγείου για σκοπούς επιθεώρησης, όπως και έγινε. Ένα από τα επίδικα βαρέλια είχε παραληφθεί ανοιγμένο, υπό την έννοια ότι το στεφάνι ασφαλείας που το κάλυπτε περιμετρικώς είχε μετακινηθεί από τη θέση του. Αυτό, το είχε διαπιστώσει ο Βοηθός Τελωνειακός Λειτουργός XXXXX Σκιτίνης ο οποίος, είχε προσέξει πως εντός του βαρελιού αυτού περιείχετο άσπρη σκόνη που ήταν όμως σφραγισμένη σε πλαστικό σακούλι. Ο XXXXX Σκιτίνης έκλεισε αμέσως το καπάκι του εν λόγω βαρελιού προβαίνοντας σε σχετική γραπτή αναφορά-Τεκμήριο 24, διά της οποίας ενημέρωνε σχετικώς τον προϊστάμενο του XXXXX Γεωργίου (ΜΚ8). Η παραβίαση του υπό αναφορά βαρελιού δεν οδήγησε, καθώς ευλόγως συμπεραίνεται από το σύνολο της ενώπιον μας αξιόπιστης μαρτυρίας, σε οποιαδήποτε παράνομη ή αθέμιτη παρεμβολή με το περιεχόμενο του συζητούμενου βαρελιού, ή ακόμη και σε οποιαδήποτε αντικατάσταση του περιεχομένου του. Δεν διαφεύγει την προσοχή (και παραμένουμε επί του σημείου αυτού), πως κατά την αντεξέταση τού XXXXX Γεωργίου (ΜΚ8) από τον κ. Κυπρίζογλου, διερευνήθηκε η δυνητική σημασία και νόημα της αυτοκόλλητης ένδειξης επί των επίδικων βαρελιών «SECURITY CHECKED» (βλ. φωτογραφίες 1, 3 και 6 τής δέσμης φωτογραφιών-Τεκμήριο 2). Ο μάρτυς ανέφερε ότι η αυτοκόλλητη αυτή επιγραφή είχε επικολληθεί επί των επίδικων βαρελιών από την αεροπορική εταιρεία που τα μετέφερε και πως η τελευταία, δεδομένου του παραπλανητικού περιεχομένου τού επίδικου τιμολογίου ενέκρινε τη φόρτωση τους δίχως να μπορεί να προβεί σε οποιοδήποτε άλλο έλεγχο, θέση που δεν αντικρούστηκε ουσιωδώς από μέρους οιουδήποτε των κατηγορουμένων. Επανερχόμαστε, για να πούμε πως το ταυτόσημο περιεχόμενο και των τεσσάρων επίδικων βαρελιών με την ίδια παράνομη ουσία (τα τρία υπόλοιπα βαρέλια παραλήφθηκαν σφραγισμένα), εξοβελίζει το εύλογο κάθε αντίθετου συνειρμού ή συμπεράσματος για ό,τι εδώ ενδιαφέρει. Δεδομένων των υποψιών της ΥΚΑΝ πως τα επίδικα βαρέλια περιείχαν παράνομη συνθετική ουσία για την κατασκευή ναρκωτικών, τούτα κατασχέθηκαν νομίμως και κανονικώς στις 27.5.14 (βλ. Τεκμήριο 13) και στο τέλος παραδόθηκαν για τα περαιτέρω (χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση ή αλλοίωση), προς τον XXXXX Βαρνάβα (ΜΚ3) διά του XXXXX Κωνσταντίνου (ΜΚ5)..... Καθώς διαπιστώθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ανάλυση τού Κρατικού Χημείου (που έγινε μετά τις 28.5.14), στο καθένα από τα επίδικα βαρέλια περιεχόταν η ουσία 4-μεθοξυμεθκαθινόνη (Methedrone [δηλαδή μεθεδρόνη]) - που αποτελεί ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β βάσει του Πρώτου Πίνακα στον Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο 29/77, κατόπιν συναφούς τροποποίησης του διά της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης 385/10 - συνολικού (καθαρού) βάρους 99,93 κιλών. Το πρώτο επίδικο βαρέλι (βλ. φωτογραφία 2 στη δέσμη φωτογραφιών [Τεκμήριο 2]), περιείχε μεθεδρόνη βάρους 24,99 κιλών, το δεύτερο επίδικο βαρέλι (βλ. φωτογραφία 4 στη δέσμη φωτογραφιών [Τεκμήριο 2]),περιείχε μεθεδρόνη βάρους 25 κιλών, το τρίτο επίδικο βαρέλι (βλ. φωτογραφία 6 στη δέσμη φωτογραφιών [Τεκμήριο 2]), περιείχε μεθεδρόνη βάρους 25,2 κιλών και το τέταρτο επίδικο βαρέλι (βλ. φωτογραφία 7 στη δέσμη φωτογραφιών [Τεκμήριο 2]), περιείχε μεθεδρόνη βάρους 24,92 κιλών. Οι ποσότητες αυτές ξεπερνούν σε κάθε περίπτωση (και κατά πολύ), την ποσότητα των 20 γραμμαρίων που προβλέπεται στο άρθρο 30Α του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, ως δημιουργούσα τεκμήριο κατοχής με σκοπό την προμήθεια της σε τρίτο πρόσωπο».
Δέον να σημειωθεί πως η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε 8 μάρτυρες κατηγορίας οι οποίοι και κρίθηκαν αξιόπιστοι. Ο εφεσείων, κληθείς σε απολογία, προέβη σε ανώμοτη δήλωση με την οποία ουσιαστικά αναφέρει πως «. ποτέ μου δεν είδα τα εμπορεύματα που ήλθαν στην Κύπρο αυτά που λένε, δεν ξέρω το περιεχόμενο που είχαν μέσα..». Ο πρώην κατηγορούμενος 2 κληθείς επίσης σε απολογία έδωσε ένορκη κατάθεση η οποία και έτυχε θετικής αξιολόγησης από το Κακουργιοδικείο. Σημείωσε δε το Δικαστήριο πως η υπεράσπιση του εφεσείοντα (άλλος συνήγορος από τον συνήγορο που τον εκπροσωπεί στην έφεση) δεν αντεξέτασε τον κατηγορούμενο 2 επί της βασικής του εκδοχής.
Ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη με ένα λόγο έφεσης. Ο λόγος έφεσης επί της ποινής αποσύρθηκε ενώπιον μας. Ειδικά προσβάλλεται το μέρος της δικαστικής κρίσης πως έχει αποδειχθεί ότι ο εφεσείων «είχε κατοχή και έλεγχο του επίδικου φορτίου». Συναφώς δε πλήττεται και το εύρημα για γνώση του περιεχομένου των επίδικων βαρελιών με 99.93 κιλών μεθεδρόνης που αποτελούν ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Β΄.
Ως προς το εύρημα κατοχής, θα πρέπει να λεχθεί πως η έννοια της κατοχής δεν περιορίζεται στην άμεση φυσική κατοχή αλλά περιλαμβάνει και τη δυνατότητα ελέγχου (έστω και αν φυλάσσεται από το τρίτο πρόσωπο) (βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256). Ο κ.Βραχίμης ισχυρίζεται πως μόλις το επίδικο φορτίο εισήχθη στην Κύπρο, ετέθη υπό τη φύλαξη και έλεγχο των τελωνειακών αρχών. Σημειώνει ο ευπαίδευτος συνήγορος πως η πληροφορία υπήρχε πριν την άφιξη του φορτίου στην Κύπρο και στη συνέχεια κατασχέθηκαν τα βαρέλια και περιήλθαν στην κατοχή της Δημοκρατίας. Δεν ακολουθήθηκε ελεγχόμενη παράδοση, ως ο περί Kαταστολής του Eγκλήματος Eλεγχόμενη Παράδοση και ΄Αλλες Ειδικές Διατάξεις Νόμος Ν.3(Ι)/1995 επιτάσσει και συνεπώς καταλήγει, ο εφεσείων δεν κατείχε το επίδικο φορτίο.
Για το εύρημα κατοχής εν προκειμένω, είχαν σημασία τα κάτωθι:
(α) Η ιδιοκτησία του φορτίου. Η ιδιοκτησία κατά πάντα χρόνο ήταν επ΄ονόματι του εφεσείοντα, έστω και αν αναφερόταν εικονικά το όνομα του Κ2 για τους λόγους που εξηγήθηκαν. Η φορτωτική είναι αδιαμφισβήτητο τεκμήριο κυριότητας αλλά και παρέχει δυνατότητα ελέγχου δια της επιλογής που ασκήθηκε από τον ίδιο, να διατάξει την περαιτέρω μεταφορά του φορτίου στην Αγγλία.
(β) Εξ αποστάσεως δυνατότητα ελέγχου. Ως ορθά υποδεικνύει το Κακουργιοδικείο στη σελ.29 της απόφασης του, «ο κατηγορούμενος 1 απέκτησε κατοχή και έλεγχο του επίδικου φορτίου (και της μεθεδρόνης που περιελάμβανε), όταν τούτο εισήχθη στην Κύπρο στις 24.5.14, ασχέτως εάν δεν περιήλθε αυστηρώς υπό τη φυσική του φύλαξη (βλ. κατ' αναλογίαν, Queiss ν The Republic (1987) 2 CLR 49). 0 κατηγορούμενος 1 διατηρούσε δυνατότητα επέμβασης επί του επίδικου φορτίου αμέσως μετά την εισαγωγή του στην Κύπρο όπως και μετά την καταβολή των απαιτούμενων τελωνειακών χρεώσεων (βλ. Τεκμήριο 10) για σκοπούς επανεξαγωγής του φορτίου (με τα ναρκωτικά), στο Ηνωμένο Βασίλειο την 27.5.14 (βλ. Τεκμήριο 9[7]), με την εξ αποστάσεως εμπλοκή του να μην αμβλύνει υπό τις περιστάσεις την αξιόποινη εμπλοκή του στα πράγματα (βλ, κατ' αναλογίαν Αθηνής ν Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 256).»
(γ) Μη ανάληψη κατοχής από τρίτον. Όπως επίσης ορθά επισημαίνει το Κακουργιοδικείο στις σελ.27 και 28 της απόφασης του, το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές εξασφάλισαν πρόσβαση στα επίδικα βαρέλια δεν σημαίνει ανάληψη κατοχής και έλεγχο του επίδικου φορτίου εφόσον η παρέμβαση αυτή επεσυνέβη αναγκαστικώς και για λόγους δημοσίου συμφέροντος ώστε να διερευνηθεί και διαπιστωθεί το περιεχόμενο του επίδικου φορτίου. Οι ενέργειες της Δημοκρατίας δεν μπορούν να νομιμοποιήσουν παράνομη συμπεριφορά. Εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία περί του περιεχομένου των βαρελιών με τα ναρκωτικά παρέμεινε ακλόνητη.
Η κατοχή πρέπει βεβαίως να συνοδεύεται με ταυτόχρονη γνώση της φύσης του αντικειμένου της κατοχής (βλ. Queiss v. Republic (1987) 2 C.L.R. 49). To άρθρο 32 του Νόμου είναι σχετικό.
«32.(1) Το παρόν άρθρον εφαρ΅όζεται εις αδική΅ατα βάσει των ακολούθων διατάξεων του παρόντος Νό΅ου, ήτοι των άρθρων 5(2) και (3), 6(2) και (3), 7(2) και 10.
(2) Υπό την επιφύλαξιν του εδαφίου (3) κατωτέρω εν τη εκδικάσει οιουδήποτε αδική΅ατος εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρ΅όζεται, αποτελεί υπεράσπισιν διά τον κατηγορού΅ενον η απόδειξις ότι δεν είχε γνώσιν ή υποψίαν ούτε λόγον να υποψιασθή την ύπαρξιν οιουδήποτε γεγονότος προβαλλο΅ένου υπό της κατηγορίας όπερ η κατηγορία δέον να αποδείξη ίνα καταδικασθή ούτος διά το εν τω κατηγορητηρίω αδίκη΅α.
(3) Εν τη εκδικάσει οιουδήποτε αδική΅ατος διά το οποίον το παρόν άρθρον εφαρ΅όζεται, ίνα καταδικασθή ο κατηγορού΅ενος δέον όπως ή κατηγορία αποδείξη ότι ουσία τις ή προϊόν τι σχετιζό΅ενον ΅έ το προσαπτό΅ενον αδίκη΅α ήτο το ελεγχό΅ενον φάρ΅ακον όπερ η κατηγορία ισχυρίζεται και αποδεικνύεται ότι η εν λόγω ουσία ή προϊόν ήτο τω όντι το εν λόγω ελεγχό΅ενον φάρ΅ακον
(α) ο κατηγορού΅ενος δεν απαλλάσσεται του αδική΅ατος λόγω ΅όνον ότι ούτος αποδεικνύει ότι δεν εγνώριζεν ή υποπτεύετο ούτε είχε λόγον να υποπτευθή ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ήτο το ειδικώς αναφερό΅ενον φάρ΅ακον περί ου ο ισχυρισ΅ός· αλλά ούτος
(β) απαλλάσσεται του αδική΅ατος
(i) εάν αποδείξη ότι δεν είχε γνώσιν ή υποψίαν ή λόγον να υπόπτευηται ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ή το ελεγχό΅ενον φάρ΅ακον· ή
(ii) εάν αποδείξη ότι επίστευε, ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω, προϊόν ήτο ελεγχό΅ενον φάρ΅ακον, ή ελεγχό΅ενον φάρ΅ακον τοιαύτης περιγραφής ώστε, εάν τούτο ήτο πράγ΅ατι το εν λόγω ελεγχό΅ενον φάρ΅ακον ή ελεγχό΅ενον φάρ΅ακον τοιαύτης περιγραφής, ούτος δεν θα διέπραττε κατά τον ουσιώδη χρόνον αδίκη΅α εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρ΅όζεται.
(4) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλα΅βανο΅ένων θέλει επηρεάσει δυσ΅ενώς οιανδήποτε υπεράσπισιν ην δύναται να προβάλη πρόσωπον τι κατηγορού΅ενον δι' αδίκη΅α εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρ΅όζεται».
Στο Σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2016 (paras. B19.23, B19.24 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Lord Hope in the House of Lords in Lambert [2002] 2 AC 545, stated that there are two elements to possession. There is the physical element, and there is the mental element.' The approach of Lord Hope is reflected in the other judgments delivered in that case. It confirms the approach taken by the Court of Appeal in McNamara (1988) 87 Cr App R 246 (see B 19.25), and is settled law (consider also DPP v Brooks [1974] AC 862 at B19.29).
Custody or Control 'The physical element involves proof that the thing is in the custody of the defendant or subject to his control', per Lord Hope in Lambert [2002] 2 AC 545 (see also Lord Scarman in Boyesen [ 1982] AC 768). This is enlarged by the MDA 1971, s. 37(3): 'For the purposes of this Act the things which a person has in his possession shall be taken to include anything subject to his control which is in the custody of another'. The ability to demand that the property in question be removed (or the ability to remove it oneself) is no more than evidence of knowledge and acquiescence: it is not to be equated with control {Kousar [2009] 2 Cr App R 88, a case decided in the context of the Trade Marks Act 1994 but which, it is submitted, has relevance here).The description of possession given by Lord Wilberforce in Warner v Μetropolitan Police Commissioner [1969] 2 AC 256, at pp. 310-11, remains relevant: The question, co which an answer is required, and in the end a jury must answer it, is whether in the circumstances the accused should be held to have possession of the substance, rather than mere control. In order to decide between these two, the jury should, in my opinion, be invited to consider all the circumstances to use again the words of Pollock and Wright the 'Modes or
events' by which the custody commences and the legal incident in which it is held. By these I mean relating them to typical situations, that they must consider the manner and circumstances in which the substance, or something which contains it, has been received, what knowledge or means of knowledge or guilty knowledge as co the presence of the substance, or as to the nature
of what has been received, he had at the time of receipt or thereafter up to the moment when he is found with it; his legal relation to the substance or package (including his right of access to it). On such matters as these (not exhaustively stated) they must make the decision whether, in addition to
physical control, he has, or ought to have imputed to him the intention to possess, or knowledge that he does possess, what is in fact a prohibited substance. If he has this intention or knowledge, it is not additionally necessary chat he should know the nature of the substance.»
Στην Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256 και στη Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633 αναφέρεται μεταξύ άλλων πως η κατοχή στα πλαίσια του ΄Αρθρου 2(3) του Νόμου 29/77, σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόσημη γνώση της φύσεως του αντικειμένου που αποτελεί αντικείμενο της κατοχής. ΄Εχει αναφερθεί πως η έννοια της κατοχής έχει τέτοια ευρύτητα, ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις φύλαξης ναρκωτικών, ακόμα και σε υποστατικό τρίτου, εφόσον ο κατηγορούμενος διατηρεί τον φυσικό έλεγχο τους. Ως εκ τούτου η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για στήριξη καταδίκης.
Στη Σιβιτανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011)2 Α.Α.Δ. 166 υπήρξε ισχυρισμός και θέση πως οι εφεσείοντες δεν είχαν φυσική κατοχή των ναρκωτικών. Κρίθηκε πως το Κακουργιοδικείο ορθά θεώρησε πως, παρά το ότι δεν υπήρξε ελεγχόμενη παράδοση σύμφωνα με το Ν.3(Ι)/95 (ανωτέρω) και η Αστυνομία ανακάλυψε τα ναρκωτικά, ο εφεσείων είχε έλεγχο των ναρκωτικών ως εκ της προηγούμενης γνώσης του. Εν πάση περιπτώσει, το θέμα εντάσσεται στη δύναμη και την ισχύ της περιστατικής μαρτυρίας.
Στην κρινόμενη περίπτωση η γνώση του εφεσείοντα η οποία προϋπήρχε προκύπτει βεβαίως συμπερασματικά αλλά πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από τη μαρτυρία που το Κακουργιοδικείο έχει δεχθεί. Η εκδοχή του πως δεν γνώριζε το τι περιείχε το φορτίο παρέμεινε μέχρι τέλους, όπως χαρακτηριστικά το θέτει το Κακουργιοδικείο «απογυμνωμένη αξιόπιστης ή έστω πειστικής επίρρωσης».
Συμφωνούμε δε με το πρωτόδικο Δικαστήριο πως επειδή η προηγούμενη συναλλαγή που έγινε από τον εφεσείοντα δεν ήταν παράνομη, αυτό δεν επιδρά άνευ ετέρου επί της θέσης για ύπαρξη (ή μη) γνώσης για τα ναρκωτικά.
Μερικά ενδεικτικά σημεία που οδήγησαν στην πρωτόδικη κρίση, θα αναφέρουμε πιο κάτω: η αναφορά του εφεσείοντα στον πρώην κατηγορούμενο 2 «να φέρνουν κάρβουνα από το εξωτερικό και να τα πωλούν στην Κύπρο». Η αναφορά αυτή είχε προκύψει από τη μαρτυρία του ΜΚ1 για συνομιλία του πρώην κατηγορούμενου 2 για τον εφεσείοντα. Περαιτέρω ο ίδιος μάρτυρας ΜΚ1 αναφέρθη σε άλλη συνομιλία του Κ2 με τον εφεσείοντα ότι δηλαδή ο τελευταίος τον πήρε στη Λάρνακα στην εταιρεία Five Continents και «υπέγραψε κάτι χαρτιά για να έρχονται τα φορτία στο όνομα του επειδή ο ίδιος (ο κατηγορούμενος 2) ήταν εγγεγραμμένος στο ΦΠΑ». (βλ. σελ.14 της επίδικης απόφασης). Τονίζεται επίσης ότι επί των σημείων αυτών δεν υπήρξε αντεξέταση του ΜΚ1.
O MK2 (XXXXX Κοτσονιάς) αναφέρθηκε σε συνάντηση που είχε στο γραφείο του με τον εφεσείοντα περί τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη του 2013. Στη συνάντηση ο εφεσείων του είχε πει πως ήθελε να εκτελεί εισαγωγές με αερομεταφορές από την Ινδία προς την Κύπρο και ακολούθως να προβαίνει σε επανεξαγωγή τους προς το Ηνωμένο Βασίλειο, προβαίνοντας σε εξειδικευμένη αναφορά σε κάποια πρώτη ύλη για την κατασκευή καλλυντικών προσθέτοντας ότι δεν επιθυμούσε να το γνωρίζουν οι παραλήπτες των εμπορευμάτων.
Αυτό έχει τη σημασία του σε συνάρτηση με άλλη συνομιλία του εφεσείοντα στην οποία αναφέρθηκε για εισαγωγές-εξαγωγές σε «κάρβουνα» και όχι σε πρώτη ύλη για κατασκευή καλλυντικών. Ακόμη ο ίδιος ο Κ2 είπε ότι η συμφωνία τους ήταν για εισαγωγή κάποιων οικοδομικών προϊόντων και ούτε επ΄ αυτών των θέσεων υπήρξε αντεξέταση.
Περαιτέρω, σημασία έχει και η μαρτυρία του ΜΚ6 XXXXX Κούσουλου ότι ο εφεσείων του έδωσε οδηγίες όπως προχωρήσει «με τον σύντομο τρόπο» για την αποστολή του επίδικου φορτίου προς το Ηνωμένο Βασίλειο. ΄Οντως, την επομένη της συζήτησης, δηλαδή στις 27.5.2014 η ώρα 9.00π.μ. μετέβη στο γραφείο του ΜΚ6 και κατέβαλε σ΄αυτόν σε μετρητά το ποσό των 810 που αφορούσε στην εκτελώνιση και εξαγωγή του επίδικου φορτίου σε συγκεκριμένη διεύθυνση και τηλέφωνο στο Ηνωμένο Βασίλειο βλ. τεκμ.9[7]. Ο ΜΚ6 εξέδωσε απόδειξη-τεκμ.10 στο όνομα "Theodorou Neofitos" διότι έτσι επέβαλλαν οι Κανονισμοί ως εκ του περιεχομένου της φορτωτικής-τεκμ.23, με πραγματικόν όμως παραλήπτη-εισαγωγέα-εξαγωγέα-πληρωτή και ενδιαφερόμενο πρόσωπο, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, τον εφεσείοντα. Εξ ου η αναφορά στο όνομα «"ANDREAS" και στην απόδειξη-τεκμήριο 10.
Χρήσιμο είναι επίσης να εντοπίσουμε αυτά που και το Δικαστήριο θεώρησε ως ενδεικτικά της τάσης του εφεσείοντα να αποσυνδεθεί από το επίδικο φορτίο και από οποιαδήποτε γνώση μπορούσε να του αποδοθεί σε σχέση με αυτό.
Ανακρινόμενος από την Αστυνομία στις 27.5.2014 ανέφερε αρχικώς πως την ημέρα εκείνη είχε μεταβεί στα γραφεία της Five Continents Logistics Co Ltd, στη Λάρνακα για να πάρει . κάτι λεφτά», πληρώνοντας προς τούτο το ποσό των 810. Όταν ρωτήθηκε από τον ανακριτή (ΜΚ3), για ποιο λόγο είναι που πλήρωσε τα λεφτά αυτά, ο εφεσείων απάντησε πως του τα είχε δώσει κάποιος David, τον οποίον δεν γνώριζε και που είχε βρει «... στες φοινικούδες και έδωκε μου τα λεφτά ... εχτές κατά τις μια το μεσημέρι ... σε μια στάση λεωφορείου λίγο πριν τα MCDONALD'S ..εγώ πήγα με το αυτοκίνητο μου τους οποίους τους αριθμούς εγγραφής δεν θυμάμαι και ο DAVID ήρθε με ένα Ζ του οποίου δεν θυμάμαι ούτε τους αριθμούς εγγραφής ούτε τι μάρκα ήταν.» Όταν ρωτήθηκε από τον ανακριτή, από πού καταγόταν ο υπό αναφορά David, απάντησε πως προερχόταν από την Πολωνία και ότι, όταν του είχε δώσει το ποσό των 810, το πρόσωπο αυτό του είπε «Πιάσε αυτά τα λεφτά και πάρτα στην FIVE CONTINENTS". Στην ίδια ανακριτική κατάθεση ο εφεσείων είπε ότι δεν γνώριζε για ποιο λόγο θα έπρεπε να πάρει τα λεφτά αυτά στην υπό αναφορά εταιρεία και πως δεν ρώτησε σχετικά τον David.
Θα πρέπει να πούμε ότι τέτοια παραδείγματα δίδονται πολυάριθμα και με διαφορετικό περιεχόμενο το καθένα στις σελ.18-20 της απόφασης. Δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε.
Διαπιστώνεται ότι ο εφεσείων κατά την αφετηρία της ανακριτικής του κατάθεσης και σε σωρείαν ερωτήσεων σε αυτή έδωσε εντελώς διαφορετική εκδοχή απ΄αυτή που μεταγενέστερα ανέφερε. Στην πραγματικότητα δημιούργησε ένα εντελώς φανταστικό σενάριο με ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, τον David ο οποίος και κατά επίσης φανταστικό τρόπο του δίνει τα λεφτά για την εκτελώνιση ενός φορτίου για το οποίο ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση. Μάλιστα, σε σχετική ερώτηση για τον Κ2, αναφέρει ότι δεν γνωρίζει πότε μίλησε για τελευταία φορά με αυτόν. Το Κακουργιοδικείο εξηγεί ότι στη συνέχεια της ίδιας ανακριτικής κατάθεσης πώς ο εφεσείων, μετά από ολιγόλεπτο διάλειμμα αφού είχε προηγουμένως μιλήσει με τον ΜΚ5 (αστυνομικό) συγχωριανό και γνωστό του, επανήλθε εκφράζοντας την επιθυμία να συνεχίσει δηλώνοντας ότι όλα όσα είχε πει μέχρι εκείνη τη στιγμή (δηλ. μέχρι την ερώτηση 28) ήταν ψέματα. Όμως αυτό το αποδίδει ότι έγινε για να προστατεύσει το φίλο και πρώην συνέταιρο του - κατηγορούμενο 2. Σε αυτή τη φάση της ανακριτικής κατάθεσης δίδει άλλη εκδοχή στην οποία καθιστά πρωταγωνιστή πλέον τον κατηγορούμενο 2 τον οποίο ο εφεσείων εμπλέκει διατεινόμενος πως αυτός του έδωσε και τα λεφτά της εκτελώνισης.
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περαιτέρω. Συμφωνούμε απόλυτα με το Κακουργιοδικείο ότι τα αναφερόμενα στην ανακριτική κατάθεση του εφεσείοντα, τεκμ.15, ορθά κρίθηκαν ως σκόπιμα ψεύδη και ως σχετιζόμενα με ουσιώδη ζητήματα της υπόθεσης, έχοντας ως κίνητρο τον φόβο του εφεσείοντα για την αλήθεια. Ως αποτέλεσμα, ορθά θεωρήθηκαν ότι συνιστούν ενισχυτική μαρτυρία εναντίον αυτού σύμφωνα με τη νομολογία. (βλ. R. v. Lucas (1981)2 All E.R. 1008, Tσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2012)2 Α.Α.Δ. 563).
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε πως το Κακουργιοδικείο ορθά έκρινε πως η κατηγορούσα αρχή απέδειξε την υπόθεση της και πως ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος να προκαλέσει εύλογες αμφιβολίες πως δεν γνώριζε για το περιεχόμενο του επίδικου φορτίου. (Βλ. R. v. Lambert [2001]UKHL 37 [2001]3 All E.R. 577, Σκούλλου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 87). Να υπομνήσουμε βεβαίως πως δεν πρόκειται για νομικό βάρος αφού με την εφαρμογή του αρθ.32 του Νόμου 29/77 απλώς είχε σχετικό βάρος να δημιουργήσει στο μυαλό του Κακουργιοδικείου κάποια αμφιβολία πως δεν γνώριζε το περιεχόμενο (Βλ. Κούκος ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 64).
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει δεν παρέχεται κανένα πεδίο επέμβασης μας στην πρωτόδικη κρίση, η οποία υπήρξε ορθή και πλήρως αιτιολογημένη. Συνεπώς η έφεση απορρίπτεται.
Τ. Οικονόμου, Δ.
T. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/ΜΑ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση αρ. 123/2015)
10 Σεπτεμβρίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
XXXXX ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Εφεσείοντα
και
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
-----------------------
Ροβέρτος Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Έρια Παπαλοίζου (κα.), Δικηγόρος για τη Δημοκρατία, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως, για την Εφεσίβλητη.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Μειοψηφίας)
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, αντιμετώπισε πέντε κατηγορίες, τις εξής:
(α) Της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, στην οποίαν αθωώθηκε.
(β) Της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, δηλαδή 99,93 κιλών μεθεδρόνης κατά παράβαση του άρθρου 4(1) (Α) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
(γ) Της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄ κατά παράβαση του άρθρου 6(2) του ιδίου Νόμου.
(δ) Της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄ με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα κατά παράβαση του άρθρου 6(3) του ιδίου Νόμου και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, και
(ε) Της απόπειρας παράνομης εξαγωγής της ίδιας ποσότητας του εν λόγω ελεγχόμενου φαρμάκου κατά παράβαση του άρθρου 4(1) (Β) του προαναφερόμενου νόμου και των άρθρων 367 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Ο εφεσείων καταδικάστηκε στις προαναφερόμενες τέσσερις κατηγορίες εκτός δηλαδή εκείνης της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος.
Την ειδοποίηση έφεσης καταχώρησε ο ίδιος ο εφεσείων και σ΄ αυτή αναγράφονται ως λόγοι έφεσης, πρώτον ότι είναι αθώος και έτυχε κακοδικίας και δεύτερο ότι του επιβλήθηκε υπερβολική ποινή. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν ποινή φυλάκισης 14 ετών στη δεύτερη κατηγορία της εισαγωγής, ποινή φυλάκισης 14 ετών στην τέταρτη κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα και ποινή φυλάκισης 3 ετών στην πέμπτη κατηγορία της απόπειρας εξαγωγής μεθεδρόνης ενώ δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή στην τρίτη κατηγορία της κατοχής μεθεδρόνης. Οι ποινές ήταν συντρέχουσες.
Με τους λόγους έφεσης, που είναι δύο, ο εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη και/ή χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση και/ή ως παράνομα ληφθείσα την απόφαση και/ή το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου στη σελ. 29 της απόφασης του, ότι ο εφεσείων είχε κατοχή και έλεγχο του επίδικου φορτίου, και προσβάλλει επίσης την ποινή που του επιβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, κατά της καταδίκης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος αναφέρει ότι δεν απεδείχθη ότι ο εφεσείων είχε ή απέκτησε κατοχή όταν εισήχθη το επίδικο φορτίο στην Κύπρο. Σύμφωνα με την εισήγηση ο εφεσείων ουδέποτε είχε την κατοχή και τον έλεγχο του το επίδικο φορτίο. Μόλις το επίδικο φορτίο εισήχθη στην Κύπρο τέθηκε υπό την κατοχή και φύλαξη των αρμοδίων τελωνειακών αρχών και στη συνέχεια, χωρίς να σπάσει η αλυσίδα κατοχής, κατασχέθηκε και περιήλθε στην κατοχή της Δημοκρατίας. Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης αναγράφεται επίσης ότι δεν αποδείχθηκε πως ο εφεσείων είχε λόγο να υποπτευθεί ότι η εν λόγω ουσία ή το περιεχόμενο του επίδικου φορτίου ήταν ελεγχόμενο φάρμακο. Προς επίρρωση αυτής της θέσης αναφέρεται (στη σχετική αιτιολογία) ότι, παρά το πρωτόδικο εύρημα ότι ο εφεσείων δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις στην Αστυνομία και στην ανώμοτη δήλωση που έκανε στο δικαστήριο για την εμπλοκή του στην υπόθεση, τα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου στοιχεία, δεν οδηγούσαν, αναπόδραστα, στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων γνώριζε ή είχε λόγο να υποπτευθεί ότι η εν λόγω ουσία ή το περιεχόμενο του επίδικου φορτίου ήταν ελεγχόμενο φάρμακο.
Στο διάγραμμα της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσίβλητης εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η καταδίκη του εφεσείοντα σε όλες τις κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκε. Θεωρώ ότι, παρόλο που στον πρώτο λόγο έφεσης αναγράφεται ως εσφαλμένο μόνο το πρωτόδικο εύρημα για κατοχή και έλεγχο του επίδικου φορτίου από τον εφεσείοντα, στην πραγματικότητα προσβάλλεται η ορθότητα της καταδίκης του και επί των τεσσάρων προαναφερομένων κατηγοριών. Τούτο συνάγεται αναπόφευκτα από το γεγονός ότι στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης τίθεται ρητώς θέμα έλλειψης γνώσης εκ μέρους του εφεσείοντος για το περιεχόμενο του επίδικου φορτίου και έλλειψης οποιουδήποτε λόγου για υποψία εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το περιεχόμενο του φορτίου ήταν ελεγχόμενο φάρμακο. Επομένως θα θεωρήσω ότι ο πρώτος λόγος έφεσης περιλαμβάνει και τις τέσσερις κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκε και αφορά στα πρωτόδικα ευρήματα, ότι ο εφεσείων είχε, κατά του ουσιώδη χρόνο, κατοχή και έλεγχο του επίδικου φορτίου, με γνώση ότι αυτό περιείχε ελεγχόμενο φάρμακο.
Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται ανάλυση της μαρτυρίας. Για την Κατηγορούσα Αρχή έδωσαν μαρτυρία οχτώ μάρτυρες, ενώ ο εφεσείων, αφού κλήθηκε σε απολογία, προέβη σε ανώμοτη δήλωση από το εδώλιο του κατηγορουμένου και δεν κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης. Ο κατηγορούμενος 2, ο οποίος αθωώθηκε από όλες τις κατηγορίες, αφού κλήθηκε σε απολογία, έδωσε ένορκη μαρτυρία αλλά δεν κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, για λόγους που ανέφερε και ανέλυσε, δέχθηκε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας και τη μαρτυρία του κατηγορούμενου 2, ως αξιόπιστη, απέρριψε όμως την εκδοχή του εφεσείοντα, η οποία περιλαμβάνεται στην ανώμοτη του δήλωση αλλά και στις ανακριτικές καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία και οι οποίες παρουσιάστηκαν ως τεκμήρια 15 και 19 ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως οι καταθέσεις αυτές ήταν θεληματικές και απολύτως νόμιμες από πάσης απόψεως και το εύρημα αυτό δεν προσβάλλεται με την παρούσα έφεση. Εύρημα επίσης, που δεν προσβάλλεται με την παρούσα έφεση, είναι ότι ο εφεσείων είπε ψέματα, τόσο στις δύο ανακριτικές καταθέσεις του, τεκμήρια 15 και 19, όσον και στην ανώμοτη δήλωση του. Τα ψέματα μάλιστα αυτά, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν σκόπιμα και σχετίζονταν με ουσιώδη ζητήματα της υπόθεσης έχοντας ως κίνητρο το φόβο του εφεσείοντα για την αλήθεια, με αποτέλεσμα να συνιστούν ενισχυτική μαρτυρία εναντίον του, σύμφωνα με τη νομολογία (Δέστε: R v. Lucas (1981) 2 All E.R. 1008 και Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ, 563).
Στη σελ. 20 της απόφασης του το Κακουργιοδικείο παρατηρεί ότι ο εφεσείων δεν ανέφερε στην ανώμοτη του δήλωση πως το επίδικο φορτίο δεν ήταν δικό του ή ότι ο ίδιος δεν σχετιζόταν με αυτό. Απεναντίας ισχυρίστηκε πως δεν είχε δει τα εμπορεύματα που ήρθαν στην Κύπρο και ότι δεν γνώριζε το περιεχόμενο τους. Αυτή η θέση, κατά το Κακουργιοδικείο, δεν συνάδει με τη μαρτυρία του αξιόπιστου Μ.Κ.6, XXXXX Κούσουλου, του οποίου η μαρτυρία δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση, πως ο εφεσείων είχε αποστείλει προς τον Μ.Κ.6 γραπτό μήνυμα από κινητό τηλέφωνο στο οποίο καταγραφόταν η διεύθυνση παράδοσης του επίδικου φορτίου στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με τις επιθυμίες του εφεσείοντα. Η προαναφερόμενη θέση του εφεσείοντα, κατά το Κακουργιοδικείο, ερχόταν σε αντίθεση και με άλλο σημείο της μαρτυρίας του Μ.Κ.6, σύμφωνα με το οποίο ο εφεσείων και ο Μ.Κ.6 είχαν μιλήσει σε σχέση με τη δυνατότητα σύντομης παράδοσης του επίδικου φορτίου στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και με το σημείο της μαρτυρίας του Μ.Κ.6, ότι στις 27.5.2014 ο εφεσείων μετέβη στο γραφείο του Μ.Κ.6 και πλήρωσε σε μετρητά ποσό ύψους 810.- για σκοπούς εκτελώνισης και εξαγωγής του επίδικου φορτίου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Με σκοπό την κατάδειξη του όλου τρόπου σκέψης του Κακουργιοδικείου και την εφαρμογή των νομικών αρχών επί των γεγονότων της υπόθεσης θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε στη συνέχεια αυτούσια την πρωτόδικη απόφαση από τη μέση της σελ. 22 μέχρι το τέλος της απόφασης, στη σελ. 32:
«Πριν παραθέσουμε τις υπόλοιπες καταλήξεις μας επί των επίδικων θεμάτων, κρίνουμε σκόπιμο να αποτυπώσουμε αυτολεξεί τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, που αφορούν στην αποδεικτική προσέγγιση και σε άλλες συναφείς παραμέτρους που άπτονται των επίδικων αδικημάτων, ως εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση και οι οποίες θα αποτελέσουν το θεμέλιο των ευρημάτων που ακολουθούν:
«32.- (1) Το παρόν άρθρον εφαρμόζεται εις αδικήματα βάσει των ακολούθων διατάξεων του παρόντος Νόμου, ήτοι των άρθρων 5(2) και (3), 6(2) και (3), 7(2) και 10.
(2) Υπό την επιφύλαξιν του εδαφίου (3) κατωτέρω εν τη εκδικάσει οιουδήποτε αδικήματος εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται, αποτελεί υπεράσπισιν διά τον κατηγορούμενον η απόδειξις ότι δεν είχε γνώσιν ή υποψίαν ούτε λόγον να υποψιασθή την ύπαρξιν οιουδήποτε γεγονότος προβαλλομένου υπό της κατηγορίας όπερ η κατηγορία δέον να αποδείξη ίνα καταδικασθή ούτος διά το εν τω κατηγορητηρίω αδίκημα.
(3) Εν τη εκδικάσει οιουδήποτε αδικήματος διά το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται, ίνα καταδικασθή ο κατηγορούμενος δέον όπως ή κατηγορία αποδείξη ότι ουσία τις ή προϊόν τι σχετιζόμενον μέ το προσαπτόμενον αδίκημα ήτο το ελεγχόμενον φάρμακον όπερ η κατηγορία ισχυρίζεται και αποδεικνύεται ότι η εν λόγω ουσία ή προϊόν ήτο τω όντι το εν λόγω ελεγχόμενον φάρμακον -
(α) ο κατηγορούμενος δεν απαλλάσσεται του αδικήματος λόγω μόνον ότι ούτος αποδεικνύει ότι δεν εγνώριζεν ή υποπτεύετο ούτε είχε λόγον να υποπτευθή ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ήτο το ειδικώς αναφερόμενον φάρμακον περί ου ο ισχυρισμός αλλά ούτος
(β) απαλλάσσεται του αδικήματος -
(i) εάν αποδείξη ότι δεν είχε γνώσιν ή υποψίαν ή λόγον να υπόπτευηται ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ή το ελεγχόμενον φάρμακον ή
(ii) εάν αποδείξη ότι επίστευε, ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω, προϊόν ήτο ελεγχόμενον φάρμακον, ή ελεγχόμενον φάρμακον τοιαύτης περιγραφής ώστε, εάν τούτο ήτο πράγματι το εν λόγω ελεγχόμενον φάρμακον ή ελεγχόμενον φάρμακον τοιαύτης περιγραφής, ούτος δεν θα διέπραττε κατά τον ουσιώδη χρόνον αδίκημα εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται.
(4) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων θέλει επηρεάσει δυσμενώς οιανδήποτε υπεράσπισιν ην δύναται να προβάλη πρόσωπον τι κατηγορούμενον δι' αδίκημα εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται».
Συνεχίζουμε αμέσως με τη διατύπωση των (επιπρόσθετων) ευρημάτων και αποφάνσεων μας επί των επίδικων θεμάτων, λέγοντας πως εύρημα μας αποτελεί και το περιεχόμενο της μαρτυρίας των μαρτύρων που κρίναμε ως αξιόπιστους (όπως συνοψίσαμε ανωτέρω και παρουσιάζεται στα πρακτικά) - υπό τους όποιους περιορισμούς ασφαλώς και αιρέσεις θεωρήσαμε επιβεβλημένο να γράψουμε σε σχέση με κάποιους από αυτούς - καθώς και εκείνο που περιέχεται στα παραδεκτά γεγονότα.
Προχωρούμε με τα υπόλοιπα ευρήματα μας.
Από τα μέσα του έτους 2011, ο κατηγορούμενος 2 - που αντιμετώπιζε τότε οικονομικά προβλήματα - προσπαθούσε μαζί με τον κατηγορούμενο 1 να συμπράξουν με κάποιο τρόπο έτσι ώστε να αλληλοβοηθηθούν και βελτιώσουν τα οικονομικά τους. Γύρω στο 2013 και ενώ (σε κάποια στιγμή), συζητούσαν μεταξύ τους για τις εργασίες τού κατηγορούμενου 2, ο κατηγορούμενος 1 είπε προς τον τελευταίο πως σχεδίαζε να αρχίσει την ενασχόληση με τις εισαγωγές οικοδομικών προϊόντων, κάρβουνων και άλλων εμπορευμάτων σχετιζόμενων με φυτά, μπογιές και μπαταρίες. Ο κατηγορούμενος 1 ανέφερε προς τον κατηγορούμενο 2 πως για να υλοποιούνταν οι σχεδιασμοί του αυτοί χρειαζόταν (ο πρώτος) να είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) και επειδή δεν ήταν, ζήτησε από τον δεύτερο, ο οποίος κατείχε προσωπικό αριθμό εγγραφής ΦΠΑ (CY00640575W), να χρησιμοποιεί προς τούτο επί των διαφόρων σχετικών εγγράφων το όνομα του (κατηγορούμενου 2). Ως αντάλλαγμα, ο κατηγορούμενος 2 θα λάμβανε αμοιβή, ίση με το 5% τής αξίας των εκάστοτε εμπορευμάτων. Όλα όσα θα αφορούσαν στην παραγγελία και πληρωμή των εμπορευμάτων αυτών θα ενέπιπταν εντός της αποκλειστικής ευθύνης τού κατηγορούμενου 1. Εάν τα εμπορεύματα θα παρέμεναν στην Κύπρο, ο ρόλος του κατηγορούμενου 2 θα περιοριζόταν στη μετάβαση του τελευταίου στο Τελωνείο για σκοπούς παραλαβής και ακολούθως μεταφοράς τους σε καθορισμένο αποθηκευτικό χώρο, δίχως (ο κατηγορούμενος 2), να γνωρίζει οτιδήποτε αναφορικώς με το περιεχόμενο των εμπορευμάτων τα οποία και θα πωλούσαν μετέπειτα, μοιραζόμενοι μεταξύ τους τα προκύπτοντα καθαρά κέρδη. Εάν τα εμπορεύματα θα εισάγονταν στην Κύπρο (στο όνομα του κατηγορούμενου 2) και στη συνέχεια θα επανεξάγονταν στο εξωτερικό, συμφωνήθηκε μεταξύ τους πως ο κατηγορούμενος 2 θα πληρωνόταν με ποσοστό 5% επί της αξίας των εμπορευμάτων. Υπό αυτό το αμοιβαίως συμφωνηθέν καθεστώς - και κατόπιν προτροπών και ενεργειών του κατηγορούμενου 1 - ο κατηγορούμενος 2, προέβη σε όλα τα ενδεδειγμένα διαβήματα ώστε να συμπληρωθούν όλες οι σχετικές εγγραφές για να αρχίσουν να υλοποιούνται οι εμπορικές προσδοκίες του κατηγορούμενου 1 (και σε κάποιο βαθμό, του κατηγορούμενου 2). Περί το Σεπτέμβριο 2013, ο κατηγορούμενος 1 επισκέφθηκε τον XXXXX Κοτσώνια (ΜΚ2) - ο οποίος ήταν Διευθυντής και Υπεύθυνος του Τμήματος Διεθνών Μεταφορών τής εταιρείας μεταφορών και εκτελωνίσεων Five Continents Logistics Co Ltd, με έδρα την Λάρνακα - και του δήλωσε ότι ήθελε να εκτελεί εισαγωγή εμπορευμάτων στην Κύπρο διά αερομεταφοράς από την Ινδία και ακολούθως επανεξαγωγή των εμπορευμάτων αυτών προς το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο XXXXX Κοτσώνιας (ΜΚ2), ρώτησε καθηκόντως τον κατηγορούμενο 1 περί της ακριβούς φύσης των εμπορευμάτων που θα εισάγονταν στη χώρα μας καθώς και για τους λόγους εισαγωγής και επανεξαγωγής τους. Ο κατηγορούμενος 1 ανέφερε προς τον μάρτυρα πως αντικείμενο της εμπορικής του αυτής δραστηριότητας θα αποτελούσε μια εξειδικευμένη πρώτη ύλη κατασκευής καλλυντικών περί των καταβολών της οποίας δεν επιθυμούσε να γνωρίζουν οι παραλήπτες. Δεδομένου ότι η πρακτική αυτή τού τριγωνικού εμπορίου δεν ήταν παράτυπη ή παράνομη, ο μάρτυς εξήγησε προς τον κατηγορούμενο 1, πως για σκοπούς εκτελώνισης και επανεξαγωγής των εμπορευμάτων, ο τελευταίος θα έπρεπε τωόντι να λειτουργεί και ενεργεί μέσω φυσικού ή νομικού προσώπου εγγεγραμμένου στο ΦΠΑ, διότι έτσι επέβαλλε η σχετική νομοθεσία. Μετά από κάποιες μέρες, ο κατηγορούμενος 1 (έχοντας ήδη συνεννοηθεί σχετικώς με τον κατηγορούμενο 2), μετέβη μαζί με τον τελευταίο στα γραφεία τής Five Continents Logistics Co Ltd. Εκεί, ο κατηγορούμενος 1 είπε στον XXXXX Κοτσώνια (ΜΚ2) πως θα χρησιμοποιούσαν (για τους σκοπούς που είχαν συζητήσει μεταξύ τους κατά την προηγούμενη τους συνάντηση), τον προσωπικό αριθμό εγγραφής ΦΠΑ τού κατηγορούμενου 2. Αφού συμπληρώθηκαν όλες οι νενομισμένες διαδικασίες και εγγραφές (ακόμη και στο τελωνειακό μητρώο «Θησέας» στις 6.9.13), ο κατηγορούμενος 2 μπορούσε πλέον να προχωρήσει με όσα χρειάζονταν για έναρξη των επιθυμούμενων εισαγωγών/επανεξαγωγών. Προς τούτο, όλες οι σχετικές επαφές θα έπρεπε να γίνονται πια με τον XXXXX Κούσουλο (ΜΚ6), που ήταν τοποθετημένος στο Τμήμα Αερομεταφορών τής Five Continents Logistics Co Ltd. Εκείνος που προέβαινε στις επαφές αυτές με τον Αντώνη Κούσουλο (ΜΚ6) καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους, ήταν ο κατηγορούμενος 1 (και όχι ο κατηγορούμενος 2). Η αναλυόμενη συνεργασία μεταξύ των κατηγορουμένων οδήγησε σε δύο συνολικώς εισαγωγές προϊόντων από την Ινδία. Η πρώτη, έγινε στις 22.9.13 και αφορούσε σε ένα κιβώτιο βάρους 24 κιλών με περιγραφή προϊόντων («Ηerbal Face Pack Powder») και με προμηθευτή κάποια εταιρεία με την ονομασία Novelty Impex, που είχε ως έδρα την Ινδία (βλ. Τεκμήριο 8 [1-13]). Τα σχετικά προϊόντα έφθασαν στην Κύπρο με πτήση των Βρετανικών Αερογραμμών από το Mubai, μέσω Λονδίνου. Για τα προϊόντα τούτα είχε παρατηρηθεί κάποια καθυστέρηση μιας περίπου εβδομάδας στην εκτελώνιση επειδή δεν συνοδεύονταν από τιμολόγια και ήσαν άγνωστης φύσης. Ο XXXXX Κούσουλος (ΜΚ6), επικοινωνούσε με τον κατηγορούμενο 1 σε σχέση με τα ανακύψαντα αυτά προβλήματα. Τελικώς, το υπό αναφορά φορτίο ελέγχθηκε από το Τελωνείο χωρίς να εντοπιστεί οποιαδήποτε παράνομη ή ύποπτη ουσία. Η επανεξαγωγή του φορτίου στο Ηνωμένο Βασίλειο έγινε στις 7.10.13, μετά από συνεννόηση με τον κατηγορούμενο 1, που πλήρωσε σε μετρητά όλα τα έξοδα εκτελώνισης και επανεξαγωγής. Στις 24.5.14, κατέφθασε στο Αεροδρόμιο Λάρνακας το επίδικο φορτίο (από Mubai μέσω Dubai), με την πτήση ΕΚ107 τής Emirates Airlines (βλ. Τεκμήριο 6). Το επίδικο φορτίο είχε ως αποστολέα τη Veen Traders από την Ινδία και ως παραλήπτη τη «Neofutos Theodorou Lmd», αφορούσε δε (κατά τη σχετική περιγραφή [βλ. Τεκμήριο 23]) «malic acid to be used in food products». Επρόκειτο περί τεσσάρων πλαστικών βαρελιών, διαστάσεων 42x42x60, συνολικού (μικτού) βάρους 112 κιλών (βλ. φωτογραφία 1 στη δέσμη φωτογραφιών-Τεκμήριο 2). Όλα τα σχετικά έγγραφα και διεργασίες εκτελώνισης, διεκπεραιώθηκαν από τον XXXXX Ορθοδόξου (εκ μέρους του κατηγορούμενου 1 ως εντεταλμένου αντιπροσώπου του [βλ. Τεκμήριο 14]), ο οποίος εργαζόταν ως Εκτελωνιστής στη Five Continents Logistics Co Ltd. Το άτομο αυτό είχε παραλάβει από τον XXXXX Κούσουλο (ΜΚ6) - σε σχέση πάντοτε με το επίδικο φορτίο - το έντυπο της αφορούσας φορτωτικής, με αριθμό 176-8129-7661 (βλ. Τεκμήριο 9 [1-2]), για να διευθετήσει τα περί της εκτελώνισης του. Έτσι και έγινε. Όταν ο XXXXX Ορθοδόξου παρέλαβε τα σχετικά έγγραφα από την Emirates Airlines και συμπληρώθηκε η απαιτούμενη διασάφηση μέσω του τελωνειακού μητρώου «Θησέας» από τη Five Continents Logistics Co Ltd στις 26.5.14, τούτος μετέβη αυθημερόν στο Τελωνείο για να διευθετήσει τα περί της εκτελώνισης. Στο μεταξύ, είχε επικοινωνήσει μαζί του ο Υπεύθυνος της Τελωνειακής Αποθήκης στο παλαιό Αεροδρόμιο Λάρνακας XXXXX Γεωργίου (ΜΚ8), ο οποίος του ζήτησε να συναντηθούν πριν την εκτελώνιση. Αυτό έγινε επειδή ο XXXXX Γεωργίου (ΜΚ8), είχε πληροφορηθεί στις 23.5.14 από τον αστυφύλακα της ΥΚΑΝ XXXXX Μάμα (ΜΚ4), ότι αναμενόταν να φθάσει στο Αεροδρόμιο Λάρνακας κάποιο ύποπτο φορτίο που ενδεχομένως να περιείχε ναρκωτικά. Ο XXXXX Μάμα (ΜΚ4), είχε αποστείλει προς τον XXXXX Γεωργίου (ΜΚ8), την επίδικη φορτωτική (Τεκμήριο 9 [1-2]), επί της οποίας περιέχονταν όλα τα στοιχεία περιγραφής, προέλευσης και άφιξης στην Κύπρο τού επίδικου φορτίου. Ακολουθησομένων των νομίμων διαδικασιών, τα τέσσερα βαρέλια που αποτελούσαν το επίδικο φορτίο - και τα οποία είναι τα ίδια με εκείνα που περιγράφονται στην επίδικη φορτωτική (βλ. Τεκμήριο 23), με τον αριθμό της τελευταίας να αναγράφεται στο καθένα από τα βαρέλια αυτά (βλ. φωτογραφίες 3, 5, 8, 9, 15 και 19 στη δέσμη φωτογραφιών [Τεκμήριο 2]) - κρατήθηκαν υπό ασφαλή και ελεγχόμενη επιτήρηση μέχρι την 26.5.14, οπόταν και αφίχθηκε κλιμάκιο τής ΥΚΑΝ Αρχηγείου για σκοπούς επιθεώρησης, όπως και έγινε. Ένα από τα επίδικα βαρέλια είχε παραληφθεί ανοιγμένο, υπό την έννοια ότι το στεφάνι ασφαλείας που το κάλυπτε περιμετρικώς είχε μετακινηθεί από τη θέση του. Αυτό, το είχε διαπιστώσει ο Βοηθός Τελωνειακός Λειτουργός XXXXX Σκιτίνης ο οποίος, είχε προσέξει πως εντός του βαρελιού αυτού περιείχετο άσπρη σκόνη που ήταν όμως σφραγισμένη σε πλαστικό σακούλι. Ο XXXXX Σκιτίνης έκλεισε αμέσως το καπάκι του εν λόγω βαρελιού προβαίνοντας σε σχετική γραπτή αναφορά-Τεκμήριο 24, διά της οποίας ενημέρωνε σχετικώς τον προϊστάμενο του XXXXX Γεωργίου (ΜΚ8). Η παραβίαση του υπό αναφορά βαρελιού δεν οδήγησε, καθώς ευλόγως συμπεραίνεται από το σύνολο της ενώπιον μας αξιόπιστης μαρτυρίας, σε οποιαδήποτε παράνομη ή αθέμιτη παρεμβολή με το περιεχόμενο του συζητούμενου βαρελιού, ή ακόμη και σε οποιαδήποτε αντικατάσταση του περιεχομένου του. Δεν διαφεύγει την προσοχή (και παραμένουμε επί του σημείου αυτού), πως κατά την αντεξέταση τού XXXXX Γεωργίου (ΜΚ8) από τον κ. Κυπρίζογλου, διερευνήθηκε η δυνητική σημασία και νόημα της αυτοκόλλητης ένδειξης επί των επίδικων βαρελιών «SECURITY CHECKED» (βλ. φωτογραφίες 1, 3 και 6 τής δέσμης φωτογραφιών-Τεκμήριο 2). Ο μάρτυς ανέφερε ότι η αυτοκόλλητη αυτή επιγραφή είχε επικολληθεί επί των επίδικων βαρελιών από την αεροπορική εταιρεία που τα μετέφερε και πως η τελευταία, δεδομένου του παραπλανητικού περιεχομένου τού επίδικου τιμολογίου ενέκρινε τη φόρτωση τους δίχως να μπορεί να προβεί σε οποιοδήποτε άλλο έλεγχο, θέση που δεν αντικρούστηκε ουσιωδώς από μέρους οιουδήποτε των κατηγορουμένων. Επανερχόμαστε, για να πούμε πως το ταυτόσημο περιεχόμενο και των τεσσάρων επίδικων βαρελιών με την ίδια παράνομη ουσία (τα τρία υπόλοιπα βαρέλια παραλήφθηκαν σφραγισμένα), εξοβελίζει το εύλογο κάθε αντίθετου συνειρμού ή συμπεράσματος για ό,τι εδώ ενδιαφέρει. Δεδομένων των υποψιών της ΥΚΑΝ πως τα επίδικα βαρέλια περιείχαν παράνομη συνθετική ουσία για την κατασκευή ναρκωτικών, τούτα κατασχέθηκαν νομίμως και κανονικώς στις 27.5.14 (βλ. Τεκμήριο 13) και στο τέλος παραδόθηκαν για τα περαιτέρω (χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση ή αλλοίωση), προς τον XXXXX Βαρνάβα (ΜΚ3) διά του XXXXX Κωνσταντίνου (ΜΚ5). Το ότι οι αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας εξασφάλισαν πρόσβαση στα επίδικα βαρέλια δεν σημαίνει πως ανέλαβαν κιόλας την κατοχή και έλεγχο του επίδικου φορτίου (με το περιεχόμενο του), εν τη εννοία του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 (ως εισηγήθηκε ο κ. Κυπρίζογλου). Η παρέμβαση αυτή, συνέβη αναγκαστικώς (και για καλούς λόγους δημοσίου συμφέροντος), ώστε να διερευνηθεί και διαπιστωθεί το περιεχόμενο του επίδικου φορτίου, υπό τις συνθήκες που έχουμε παραθέσει. Όπως και στην περίπτωση τής ελεγχόμενης παράδοσης (που δεν διεξήχθηκε στην παρούσα περίπτωση), οι ενέργειες των αρμόδιων τελωνειακών και αστυνομικών αρχών (όπως επεξηγήθηκαν), δεν θα μπορούσαν να νομιμοποιήσουν την οποιαδήποτε εξεταζόμενη παράνομη συμπεριφορά [του κατηγορούμενου 1] (βλ. κατ' αναλογίαν, Χατζημάρκου v Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 482, 492-493). Καθώς διαπιστώθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ανάλυση τού Κρατικού Χημείου (που έγινε μετά τις 28.5.14), στο καθένα από τα επίδικα βαρέλια περιεχόταν η ουσία 4-μεθοξυμεθκαθινόνη (Methedrone [δηλαδή μεθεδρόνη]) - που αποτελεί ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β βάσει του Πρώτου Πίνακα στον Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο 29/77, κατόπιν συναφούς τροποποίησης του διά της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης 385/10 - συνολικού (καθαρού) βάρους 99,93 κιλών. Το πρώτο επίδικο βαρέλι (βλ. φωτογραφία 2 στη δέσμη φωτογραφιών [Τεκμήριο 2]), περιείχε μεθεδρόνη βάρους 24,99 κιλών, το δεύτερο επίδικο βαρέλι (βλ. φωτογραφία 4 στη δέσμη φωτογραφιών [Τεκμήριο 2]),περιείχε μεθεδρόνη βάρους 25 κιλών, το τρίτο επίδικο βαρέλι (βλ. φωτογραφία 6 στη δέσμη φωτογραφιών [Τεκμήριο 2]), περιείχε μεθεδρόνη βάρους 25,2 κιλών και το τέταρτο επίδικο βαρέλι (βλ. φωτογραφία 7 στη δέσμη φωτογραφιών [Τεκμήριο 2]), περιείχε μεθεδρόνη βάρους 24,92 κιλών. Οι ποσότητες αυτές ξεπερνούν σε κάθε περίπτωση (και κατά πολύ), την ποσότητα των 20 γραμμαρίων που προβλέπεται στο άρθρο 30Α του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, ως δημιουργούσα τεκμήριο κατοχής με σκοπό την προμήθεια της σε τρίτο πρόσωπο. Το ότι ο κατηγορούμενος 1 δεν επέδειξε οποιαδήποτε παράνομη ή άλλη ύποπτη συμπεριφορά κατά την πρώτη εισαγωγή/επανεξαγωγή που διενήργησε περί το Σεπτέμβριο 2013 (ως φαίνεται και επί του Τεκμηρίου 8), μολονότι το αποτιμήσαμε πρεπόντως ως στοιχείο δεικτικό τής απουσίας αντικειμενικής ροπής του εν λόγω κατηγορούμενου στη διάπραξη παρόμοιων ή όμοιων αδικημάτων ή συμπεριφορών (βλ. κατ' αναλογίαν, R v Aziz (1995) 3 All ER 149, 152-154, R v Vye (1993) 3 All ER 241, 243-248 και Antoniou and Others v R (1958) 23 CLR 98, 106), δεν οδηγεί εδώ (μετά από κατάλληλη αξιολόγηση των πραγμάτων) - και μας βρίσκει διαφωνούντες η περί του αντιθέτου τοποθέτηση του κ. Κυπρίζογλου - στη δημιουργία αμφιβολιών «. γύρω από το άτομο του [κατηγορούμενου 1] σε σχέση με την ύπαρξη γνώσης εκ μέρους του για την ύπαρξη ναρκωτικών στο επίδικο φορτίο αφού όπως οι ΜΚ αυτοί ομολογούν, στην μία και μοναδική εισαγωγή προϊόντων από τους Κατηγορούμενους 1 και 2 από την Ινδία, αυτή αφορούσε σε φυτικά προϊόντα απολύτως νόμιμα» και αυτό επειδή, στη λογική τάξη των πραγμάτων αλλά και των εδώ αξιόπιστων γεγονότων, η προηγούμενη τούτη καλή συμπεριφορά του κατηγορούμενου 1, δεν αποκλείει άνευ ετέρου τα όσα αξιόποινα τού αποδίδει η Κατηγορούσα Αρχή. Ο κατηγορούμενος 1 απέκτησε κατοχή και έλεγχο του επίδικου φορτίου (και της μεθεδρόνης που περιελάμβανε), όταν τούτο εισάχθηκε στην Κύπρο στις 24.5.14, ασχέτως εάν δεν περιήλθε αυστηρώς υπό τη φυσική του φύλαξη (βλ. κατ' αναλογίαν, Queiss v The Republic (1987) 2 CLR 49). Ο κατηγορούμενος 1 διατηρούσε δυνατότητα επέμβασης επί του επίδικου φορτίου αμέσως μετά την εισαγωγή του στην Κύπρο όπως και μετά την καταβολή των απαιτούμενων τελωνειακών χρεώσεων (βλ. Τεκμήριο 10) για σκοπούς επανεξαγωγής του φορτίου (με τα ναρκωτικά), στο Ηνωμένο Βασίλειο την 27.5.14 (βλ. Τεκμήριο 9[7]), με την εξ αποστάσεως εμπλοκή του να μην αμβλύνει υπό τις περιστάσεις την αξιόποινη εμπλοκή του στα πράγματα (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Αθηνής v Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 256). Ο κατηγορούμενος 1 γνώριζε - καθώς συμπεραίνεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από τη μαρτυρία που έχουμε αναλύσει πιο πάνω (βλ. κατ' αναλογίαν, Youssef v Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 289) - πως το περιεχόμενο του επίδικου φορτίου αφορούσε στα επίδικα ναρκωτικά, με την εκδοχή του κατηγορούμενου 1 πως δεν γνώριζε το τι αυτό περιείχε, να παραμένει απογυμνωμένη αξιόπιστης ή έστω πειστικής επίρρωσης (βλ. κατ' αναλογίαν, Κλεομένης v Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 29/12, ημ. 20.5.13, R v Hussain (1981) 2 All ER 287, 289, Warner v Metropolitan Police Commissioner (1968) 2 All ER 356, 376, 381, 383-384). Καταλήγοντας επί του ζητήματος της κατοχής των επίδικων ναρκωτικών από τον κατηγορούμενο 1, καθοδηγηθήκαμε - πέραν από τη νομολογία που αναλύεται στο σύγγραμμα Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice 2015, παρ. 27-59 μέχρι 27-60 - και από το σκεπτικό στη Χριστοφόρου v Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 250, 254-255, όπου το Εφετείο, διά του Πική, Δ., παρέθεσε τα ακόλουθα σχετικά:
«Ο πρωτόδικος δικαστής ανάλυσε τα συστατικά στοιχεία των δυο κατηγοριών με ιδιαίτερη αναφορά στο στοιχείο της κατοχής. Καθοδηγήθηκε κυρίως από την αγγλική απόφαση Lockyer v. Gibb [1966] 2 All E.R. 653, 655, 656, και τη μεταγενέστερη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων Warner v. Metropolitan Police [1968] 2 All E.R. 356, 375. Στην υπόθεση Lockyer το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα με βάση τις σχετικές διατάξεις της αγγλικής νομοθεσίας ότι συνειδητή κατοχή του αντικειμένου που συνιστά απαγορευμένο φυτό ή φάρμακο στοιχειοθετεί το αδίκημα. Εφόσο κατέχεται συνειδητά το αντικείμενο, τεκμηριώνεται κατοχή άσχετα από τη γνώση του περιεχομένου του. Η άκαμπτη αυτή θέση δεν υποστηρίζεται από τη μεταγενέστερη υπόθεση, η οποία επίσης μνημονεύεται στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου Warner, στην οποία επισημαίνεται ότι συνειδητή κατοχή του αντικειμένου δεν τεκμηριώνει αναντίλεκτα κατοχή ψυχοτρόπου ουσίας· παρέχεται ευχέρεια στον κατηγορούμενο να κλονίσει τα συμπεράσματα που μπορεί να προκύψουν από τη φυσική κατοχή του απαγορευμένου αντικειμένου αποδεικνύοντας ότι δε γνώριζε τη φύση του πράγματος. Η ίδια προσέγγιση υιοθετείται και στη μεταγενέστερη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων Sweet v. Parsley [1969] 1 All E.R., 347. (Βλ. Επίσης Alpahacell v. Woodward [1972] 2 All E.R., 475, Cheryl Investments v. Saldanha [1979] 1 All E.R., 5, Maidstone BC v. Mortimer [1980] 3 All E.R., 552, R. v. Phekoo [1981] 3 All E.R., 84, Secretary of State v. Hart [1982] 1 All E.R., 817, R. v. Taaffe [1983] 2 All E.R., 625, Chilvers v. Rayner [1984] 1 All E.R., 843, Gammon Ltd v. A-G of Hong Kong [1984] 2 All E.R., 503, Wings Ltd v. Ellis [1984] 3 All E.R., 577, Pharmaceutical Society v. Stork - Wain [1985] 3 All E.R., 4, and R. v. Monopolies Commission, Ex Ρ Elders [1987] 1 All E.R.,451). Η εξέλιξη της αγγλικής νομολογίας δε θα μας απασχολήσει άλλο, ενόψει της διαπίστωσης ότι η κυπριακή νομοθεσία, συγκεκριμένα το άρθρο 32(3)(β) του Ν. 29/77 προβλέπει ότι ο κατηγορούμενος απαλλάσεται του αδικήματος:
"(i) εάν αποδείξη ότι δεν είχε γνώσιν ή υποψίαν ή λόγον να υποπτεύηται ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ήτο ελεγχόμενον φάρμακον ή
(ii) εάν αποδείξη ότι επίστευε, ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ήτο ελεγχόμενον φάρμακον, ή ελεγχόμενον φάρμακον τοιαύτης περιγραφής, ώστε, εάν τούτο ήτο πράγματι το εν λόγω ελεγχόμενον φάρμακον ή ελεγχόμενον φάρμακον τοιαύτης περιγραφής, ούτος δεν θα διέπραττε κατά τον ουσιώδη χρόνον αδίκημα εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται."
Το αποδεικτικό βάρος, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση που εναποτίθεται στον κατηγορούμενο, αποσείεται με την προσαγωγή μαρτυρίας η οποία δημιουργεί αμφιβολίες για την ύπαρξη των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, όπως επεξηγείται στην υπόθεση Charalambous ν. The Republic (1985) 2 C.L.R. 97. Στενά όσο και αν είναι τα πλαίσια της υπεράσπισης που παρέχει το πιο πάνω άρθρο του νόμου η γνώση της φύσης του φυτού ή του φαρμάκου το οποίο ο κατηγορούμενος κατέχει, αποτελεί θέμα προς εξέταση, εφόσον προσαχθεί, όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση, μαρτυρία για την έλλειψή της. Η μαρτυρία του εφεσείοντα, καθώς και του αδελφού του, απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη. Όπως συμπεραίνεται από το αποτέλεσμα της απόφασης, χωρίς να αντιμετωπίζεται ρητά, κρίθηκε ότι δεν τέθηκε το θεμέλιο της υπεράσπισης που προβλέπει το άρθρο 32».
Όλα όσα αναφέραμε πιο πάνω - με κατά νουν και το περιεχόμενο των άρθρων 30Α και 32 του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 - μας οδηγούν αντικειμενικώς στην κατάληξη πως η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν από κάθε λογική αμφιβολία εναντίον του κατηγορούμενου 1, τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων τής παράνομης εισαγωγής, κατοχής, κατοχής με σκοπό την προμήθεια και απόπειρας παράνομης εξαγωγής τής επίδικης μεθεδρόνης, ως αντιστοίχως περιγράφεται στις κατηγορίες 2-5 επί του κατηγορητηρίου, με μόνη προσθήκη - η οποία εν προκειμένω δεν απαιτεί την τροποποίηση των αντίστοιχων λεπτομερειών αδικήματος, διότι δεν επηρεάζει καθόλου τα δικαιώματα οιουδήποτε των κατηγορουμένων, με τον τρόπο που εκτυλίχθηκε η υπεράσπιση τους (βλ. Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice 2015, παρ. 1-204) - ότι η κατοχή, η κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο και η απόπειρα παράνομης εξαγωγής τής επίδικης μεθεδρόνης, επισυνέβη μεταξύ 24.5.14 και 27.5.14 (και όχι μόνο στις 24.5.14), ως κατά τα άλλα περιγράφεται στο κατηγορητήριο.
Για λόγους που επίσης εξηγήσαμε πιο πάνω - στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας τού κατηγορούμενου 2 περί μη (αξιόποινης) εμπλοκής του σε οτιδήποτε αφορά στο κακούργημα της συνομωσίας (με τον κατηγορούμενο 1) - η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να στοιχειοθετήσει την αντίστοιχη κατηγορία 1 εναντίον και των δύο κατηγορουμένων από τη στιγμή που δεν αποδείχθηκε με οποιαδήποτε επάρκεια (στο τελικό αυτό στάδιο), η ύπαρξη αμοιβαίας συμφωνίας μεταξύ των δύο κατηγορουμένων προς διάπραξη του υπό αναφορά κακουργήματος (βλ. κατ' αναλογίαν, Λαζάρου και ’λλου v Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633, 670, 671, Gour, The Penal Law of India, 11η Έκδ., 2004, Τόμ. 2, σελ. 1134).
Ως επίσης αναλύσαμε αναφορικώς με την έλλειψη αξιόποινης γνώσης ή συμπεριφοράς (σε οποιοδήποτε επίπεδο), από μέρους του κατηγορούμενου 2 σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες που του προσάπτονται βάσει του κατηγορητηρίου, τούτος δικαιούται σε απαλλαγή και αθώωση στην καθεμιά από αυτές.
Εν κατακλείδι.
Ο κατηγορούμενος 1 (XXXXX Γρηγορίου), καταδικάζεται στις κατηγορίες 2, 3, 4 και 5, ενώ απαλλάσσεται και αθωώνεται στην κατηγορία 1, ο δε κατηγορούμενος 2 (XXXXX Θεοδώρου), απαλλάσσεται και αθωώνεται σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.»
Το τι είναι επίδικο στην παρούσα έφεση είναι το κατά πόσον ο εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε κατοχή του προαναφερόμενου φορτίου, με γνώση ότι επρόκειτο για απαγορευμένο φάρμακο. Εάν δεν είχε κατοχή με την απαραίτητη προαναφερόμενη γνώση τότε δεν θα μπορούσε να διαπράξει οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα τέσσερα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε εφόσον η γνώση του περιεχομένου του επίδικου φορτίου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διάπραξη όλων των αδικημάτων.
Στην υπόθεση R v. Boyesen (1982) A.C., 768 τέθηκε το ζήτημα της κατοχής ναρκωτικών. Η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων τόνισε ότι ο όρος «κατοχή» υπονοεί φυσικό έλεγχο ή φύλαξη κάποιου πράγματος μαζί με τη γνώση ότι ο κατηγορούμενος έχει το συγκεκριμένο πράγμα στην κατοχή του.
Στην υπόθεση R v. Stanford (2006) 1 WLR, 1554 επεξηγήθηκε ότι ο έλεγχος επί κάποιου πράγματος εξυπακούει τη δυνατότητα εξουσιοδότησης ή απαγόρευσης της πρόσβασης, σε αυτό.
Στην υπόθεση R v. Ashton-Rickardt (1978) 1 All E.R. 173 το Αγγλικό Ποινικό Εφετείο τόνισε ότι σύμφωνα με τον Αγγλικό περί Ναρκωτικών Φαρμάκων Νόμο του 1971 η απόδειξη της γνώσης ότι το απαγορευμένο αντικείμενο βρισκόταν στην κατοχή του κατηγορούμενου, βαρύνει την Κατηγορούσα Αρχή και όχι τον κατηγορούμενο.
Όπως αναγράφεται στους Halsbury΄s Laws of England (2016), παραγ. 834 του Τόμου 26, η Κατηγορούσα Αρχή έχει το αρχικό βάρος της απόδειξης ότι ο κατηγορούμενος είχε υπό τον έλεγχο του και γνώριζε ότι είχε υπό τον έλεγχο του κουτί που περιείχε ναρκωτικά (Δέστε: R v. McNamara (1988) 87 Cr. App. Rep. 246). Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει ο κατηγορούμενος τον συγκεκριμένο τύπο του ναρκωτικού αλλά θα πρέπει να γνωρίζει ότι εκείνο που έχει στην κατοχή του είναι απαγορευμένο φάρμακο-ναρκωτικό.
Σχετικές είναι επίσης οι υποθέσεις Warner v. Metropolitan Police Commissioner (1969) 2 A.C., 256 και R v. Lambert (2001) UKHL, 37.
Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι, με βάση τα προαναφερόμενα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, δεν μπορεί να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα ότι ο εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε κατοχή και έλεγχο του επίδικου φορτίου της μεθεδρόνης με την απαραίτητη γνώση ότι το περιεχόμενο του επίδικου φορτίου αφορούσε στα επίδικα ναρκωτικά, όπως συμπέρανε το Κακουργιοδικείο στην κρίσιμη σελ. 29 της απόφασης του. Το Κακουργιοδικείο, εσφαλμένα, κατά την κρίση μου, συμπέρανε ότι ο εφεσείων διατηρούσε δυνατότητα επέμβασης επί του επίδικου φορτίου αμέσως μετά την εισαγωγή του στην Κύπρο, όπως και μετά την καταβολή των απαιτούμενων τελωνειακών χρεώσεων, για σκοπούς επανεξαγωγής του φορτίου, με την εξ αποστάσεως εμπλοκή του. Από τα ενώπιον του Κακουργιοδικείου στοιχεία δεν φαίνεται ότι πράγματι ο εφεσείων είχε τον έλεγχο ή τη φύλαξη του επίδικου φορτίου, υπό την έννοια που η νομολογία ορίζει. Ούτε όμως και συνάγεται, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας μάλιστα, ότι ο εφεσείων γνώριζε για το περιεχόμενο του επίδικου φορτίου. Η αναξιοπιστία του εφεσείοντα, την οποία διεπίστωσε το Κακουργιοδικείο, δεν μειώνει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει, έστω με περιστατική μαρτυρία, ότι ο εφεσείων είχε την κατοχή των ελεγχομένων φαρμάκων, με γνώση ότι επρόκειτο για ελεγχόμενα φάρμακα. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε περιστατική μαρτυρία η οποία να οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε γνώση πως το επίδικο φορτίο περιείχε απαγορευμένα φάρμακα. Η απογυμνωμένη αξιοπιστία του εφεσείοντα, όπως είπε το Κακουργιοδικείο, δεν συμπληρώνει το προαναφερόμενο κενό.
Η απόφαση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ, 250, στην οποία αναφέρεται το Κακουργιοδικείο στη σελ. 30 της απόφασης του, δεν είναι σχετική με την παρούσα υπόθεση. Στην υπόθεση εκείνη υπήρχε συνειδητή κατοχή του αντικειμένου και επομένως ο κατηγορούμενος είχε το καθήκον να κλονίσει τα συμπεράσματα που μπορεί να προκύψουν από τη φυσική κατοχή του απαγορευμένου αντικειμένου, αποδεικνύοντας ότι δεν γνώριζε τη φύση του πράγματος. Στην προκείμενη περίπτωση δεν αποδείχθηκε η συνειδητή φυσική κατοχή του επίδικου φορτίου από τον εφεσείοντα και επομένως δεν ίσχυαν ούτε τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Χριστοφόρου (ανωτέρω), αλλά ούτε και έχουν εφαρμογή οι υπερασπίσεις που αναγράφονται στο άρθρο 32 του Ν 29/77. Σημειώνω, συναφώς, ότι για να ισχύει το άρθρο 32 θα πρέπει πρώτα να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Νόμου ή ότι διέπραξε τα αδικήματα των άρθρων 5, 7 και 10 του ιδίου Νόμου, πριν ισχύσει η πρόνοια του άρθρου 32(3) (β) η οποία προνοεί για συγκεκριμένες πρόσθετες υπερασπίσεις που έχει ο κατηγορούμενος. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ήδη παρατήρησα, η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την κατοχή, με την απαραίτητη γνώση, εκ μέρους του εφεσείοντα, άρα δεν ετίθετο ζήτημα επίκλησης οποιασδήποτε υπεράσπισης από τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα.
Σημειώνω ότι στο άρθρο 6(4) του Ν 29/77 αναγράφεται ότι σε οποιαδήποτε διαδικασία για αδίκημα κατά παράβαση του εδαφίου 2 του άρθρου 6 (που περιλαμβάνει και την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου) στην οποία αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο, θα αποτελεί υπεράσπιση ή απόδειξη ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε για συγκεκριμένους λόγους. Είναι δηλαδή εκ των ων ουκ άνευ ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει πρώτα την κατοχή του ελεγχόμενου φαρμάκου και κατοχή εν τη εννοία του Νόμου σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόχρονη γνώση της φύσεως του αντικειμένου που αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής (Δέστε: Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ, 211 και Καϊμης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ, 662). Στην υπόθεση Ιακώβου (ανωτέρω) τονίστηκε από τον Πογιατζή, Δ. ότι το τεκμήριο της αθωώτητας, που κατοχυρώνεται με το ’ρθρο 12.4 του Συντάγματος, δεν επιτρέπει οποιαδήποτε ερμηνεία του άρθρου 32(3) (β) (ι) του Ν 29/77 η οποία θα αφαιρούσε την υποχρέωση από την Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει κατά τρόπο θετικό ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η τσάντα που κατείχε περιείχε ναρκωτικά, και θα επέβαλλε σ΄ αυτόν την υποχρέωση να αποδείξει την έλλειψη της απαραίτητης αυτής γνώσης.
Η υπόθεση Queiss v. Republic (1987) 2 CLR, 49, την οποία επίσης επικαλέστηκε το Κακουργιοδικείο, δεν είναι σχετική, εφόσον στην υπόθεση εκείνη η βαλίτσα με τα ναρκωτικά βρισκόταν ανοικτή μπροστά στον κατηγορούμενο-εφεσείοντα, ο οποίος προέβηκε σε πράξεις που έδειχναν ότι γνώριζε το περιεχόμενό της.
Ούτε και η Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ, 256, την οποίαν ανέφερε το Κακουργιοδικείο, είναι σχετική, εφόσον σε εκείνη την υπόθεση τονίστηκε η ευρεία έννοια της κατοχής που καλύπτει και περιπτώσεις φύλαξης ναρκωτικών σε υποστατικό τρίτου, εφόσον ο κατηγορούμενος διατηρεί τον έλεγχό τους. Στην προκείμενη περίπτωση ούτε ο έλεγχος των ναρκωτικών από τον εφεσείοντα, αλλά ούτε και η απαραίτητη γνώση, αποδείχθηκε.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρώ ότι η έφεση πρέπει να επιτύχει και η πρωτόδικη απόφαση να ακυρωθεί.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Π.
/ΕΑΠ.