ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B374
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
20 Ιουλίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση 76/2016)
AVGOUSTINOS FOOD INDUSTRY LTD.,
Εφεσείουσα,
ν.
1. ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
2. ΟΡΦΑΝΙΔΗ,
3. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,
4. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ,
5. ΚΟΥΡΟΥΣΙΔΗ,
6. ΟΡΦΑΝΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων.
Μιχ. Ιωάννου, για την Εφεσείουσα.
Γ. Χατζηπαρασκευά για Κούσιος, Κορφιώτης
& Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους 2 και 6.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη 1 μαζί με άλλους έξι κατηγορουμένους αντιμετώπιζαν, στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης αρ. 9152/2013, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, σειρά κατηγοριών για το αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και της εξασφάλισης αγαθών και πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις με σκοπό την καταδολίευση, κατά παράβαση των άρθρων 297, 298 και 301 του Ποινικού Κώδικα. Οι εφεσίβλητοι 2 και 6[1] αντιμετώπιζαν κατηγορίες για το αδίκημα της παροχής συνδρομής και/ή παρακίνησης της εφεσίβλητης 1 και/ή συμμετοχής στη διάπραξη των αδικημάτων που αναφέρονται πιο πάνω, κατά παράβαση των άρθρων 20, 21, 26, 29, 297, 298 και 305Α του Ποινικού Κώδικα.
Άπαντες οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν και απαλλάγησαν όλων των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν, κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
Πρωτοδίκως αποφασίστηκε ότι για τον εφεσίβλητο 6 δεν είχε στοιχειοθετηθεί η όποια συμμετοχή του στη διάπραξη των εκδικαζόμενων αδικημάτων.
Απαλλάγηκε η εφεσίβλητη 1 από τις κατηγορίες της εξασφάλισης πίστωσης και αγαθών με ψευδείς παραστάσεις και κατ' επέκταση και η εφεσίβλητη 2 στις κατηγορίες της συνδρομής στη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων.
Αναφορικά με τις κατηγορίες της έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα το δικαστήριο κατέληξε, «δεν φαίνεται σε αυτό το στάδιο να ελλείπει οιοδήποτε συστατικό στοιχείο ή να στερείται η μαρτυρία πειστικότητας, σε τέτοιο βαθμό». Υπήρξε επίσης κατάληξη, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ότι η εφεσίβλητη 2 ήταν πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να υπογράφει επιταγές εκ μέρους της εφεσίβλητης 1.
Το δικαστήριο, ενώ είχε προβεί στην πιο πάνω διαπίστωση αναφορικά με τις εφεσίβλητες 1 και 2, και πριν προχωρήσει να τις καλέσει σε απολογία, εξέτασε το εγερθέν, από την υπεράσπιση των εφεσίβλητων 2 και 6, θέμα του νομιμοποιημένου κομιστή.
Το δικαστήριο εξετάζοντας το πιο πάνω θέμα, στηριζόμενο στη βάση της μαρτυρίας ότι η εφεσείουσα είχε οπισθογραφήσει ή εκχωρήσει τις επίδικες επιταγές σε τραπεζικό οργανισμό (Laiki Factors Ltd). Δυνάμει συμβατικής υποχρέωσης η εν λόγω εταιρεία θα κατέβαλλε στην εφεσείουσα το 80% της αξίας των επιταγών. Όταν, όμως, οι επιταγές δεν τιμήθηκαν επιστράφηκαν στην εφεσείουσα. Κρίθηκε, συναφώς ότι, «οι παραπονούμενοι δεν δύναται να θεωρηθούν ως νομιμοποιημένοι κομιστές των επιταγών με συνεπακόλουθο δικαίωμα την καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης». Σ' αυτό το συλλογισμό στηρίχθηκε και απάλλαξε τις εφεσίβλητες 1 και 2 από τις κατηγορίες της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα και συνακολούθως της συνδρομής στην έκδοση των εν λόγω επιταγών.
Οι εφεσίβλητοι 2 και 6, είχαν αρχικώς με το διάγραμμα αγόρευσης τους, εγείρει προδικαστική ένσταση αναφορικά με υφιστάμενη παρατυπία καθότι, η έφεση στρέφεται εναντίον όλων των εφεσιβλήτων, ενώ όπως προβλήθηκε, θα έπρεπε να είχαν καταχωρηθεί ξεχωριστές εφέσεις για τον κάθε ένα από αυτούς. Περαιτέρω, εισηγήθηκαν ότι οι λόγοι έφεσης είναι διατυπωμένοι με γενικό τρόπο και δεν γίνεται αντιληπτό τι ακριβώς προσβάλλεται. Δεν ανέπτυξαν την πιο πάνω ένσταση στο στάδιο της ακρόασης και θεωρούμε ότι έχει εγκαταλειφθεί. Ανεξαρτήτως όμως, η ένσταση δεν ευσταθεί. Σε μια ειδοποίηση έφεσης, μπορεί να περιλαμβάνονται όλοι οι εφεσίβλητοι και δεν απαιτείται όπως καταχωρηθούν ξεχωριστές εφέσεις, υπό την αίρεση ότι οι λόγοι έφεσης εκτίθενται με λεπτομέρεια και είναι ορθώς διατυπωμένοι.
Η καταχωρηθείσα έφεση περιλάμβανε 12 λόγους έφεσης. Κατά το στάδιο της ακρόασης, ο ευπαίδευτος συνήγορος, απέσυρε όλους τους λόγους έφεσης, πλην τους λόγους 1 και 3. Έτσι, ουσιαστικώς, περιόρισε το παράπονο του, στο λανθασμένο, όπως πρόβαλε, τρόπο που το δικαστήριο αντίκρισε το θέμα του νομιμοποιημένου κομιστή, ζήτημα που αφορά τις κατηγορίες 1 και 2. Οι τέσσερις επιταγές κατατέθηκαν προς εξαργύρωση στη Λαϊκή Τράπεζα, όπως είπε. Σε κάποιο στάδιο, η προώθηση, τριών από αυτές, προς τη Laiki Factors Ltd, ουδόλως έχει επηρεάσει το νομικό καθεστώς των παραπονουμένων ως κομιστών των επιταγών. Δεν υπήρχε μαρτυρία πρόσθεσε, που να οδηγεί σε συμπέρασμα ότι οι επιταγές εκχωρήθηκαν ή οπισθογραφήθηκαν. Εν πάση περιπτώσει, υποστήριξε ο κ. Ιωάννου, οι επιταγές έφεραν ειδική διγράμμιση με αναφορά A/C Payee Only. Αυτό το στοιχείο, που τις καθιστούσε μη μεταβιβάσιμες, αγνοήθηκε εντελώς από το πρωτόδικο δικαστήριο. Ούτε ποτέ, κατά την αντεξέταση, κατέληξε ο συνήγορος, τέθηκε στους μάρτυρες των παραπονουμένων θέμα απουσίας νομιμοποίησης τους προς καταχώριση της παρούσας ποινικής υπόθεσης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του ως προς το θέμα ανέφερε τα ακόλουθα:
″Περαιτέρω αναφέρω ότι μέσα από το Τεκμήριο 11 φαίνεται ότι οι επιταγές τεκμήρια 4, 5 και 7 επιστράφηκαν με επιστολή της Laiki Factors στους παραπονούμενους με αναφορά «Σας επιστρέφουμε τις πιο κάτω επιστραφόμενες επιταγές» και κωδικό επιστροφής CIR δηλαδή ΚΑΠ. Στο ίδιο δε το σώμα των επιταγών τεκμήρια 4, 5 και 7 υπάρχει οπισθογράφηση ″Pay to the order of Laiki Factors Ltd″ και υπογραφή επ' αυτής. Συνεπώς δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι 3 αυτές επιταγές όχι μόνο εκχωρήθηκαν αλλά και οπισθογραφήθηκαν προς την Laiki Factors, όταν δε οι παραπονούμενοι έγιναν ξανά κάτοχοι αυτών είχαν ήδη γνώση της μη τίμησης τους αλλά και του λόγου εις τον οποίο η μη πληρωμή οφείλεται. Συνεπώς και ερμηνεύοντας την ρητή αναφορά του άρθρου 29 του κεφ. 262, οι παραπονούμενοι δεν δύναται να θεωρούνται νόμιμοι κομιστές των εν λόγω επιταγών, εφόσον με δική τους μαρτυρία αναφέρουν ότι αρχικά οπισθογράφησαν τις επιταγές αυτές, καθιστώντας την Laiki Factors νομιμοποιημένο κομιστή, ενώ όταν έγιναν ξανά κάτοχοι αυτών των επιταγών, είχαν ήδη λάβει γνώση ότι αυτές δεν τιμήθηκαν. Ουδεμία μαρτυρία περαιτέρω δόθηκε εάν αυτές επανακατατέθηκαν από την παραπονούμενη, γεγονός βεβαίως που δεν θα είχε σημασία ενόψει και της ύπαρξης γνώσης για την κατάληξή τους.
Αναφορικά τώρα με την 4η επιταγή - τεκμήριο 6 αυτή δεν φαίνεται να έχει στο οπίσθιο μέρος της οπισθογράφηση αλλά αυτό δεν ατονεί την αναφορά του ΜΚ5 ότι ο ίδιος όχι μόνο οπισθογράφησε αλλά και εκχώρησε τα δικαιώματα της παραπονούμενης και από τις 4 επίδικες επιταγές προς την Factors, η οποία και τις επέστρεψε μετά την μη τίμηση τους και μάλιστα ότι πληρώθηκε ποσά έναντι και των 4 αυτών επιταγών καθιστώντας ουσιαστικά νομιμοποιημένο κομιστή και δικαιούμενο σε είσπραξη των ποσών την Factors. Παρά την μη φαινομενικά ύπαρξη οπισθογράφησης η μαρτυρία του ΜΚ5 για λήψη και πληρωμή μέρους αυτής από την Factors, στην οποία εκχωρήθηκε και αυτή η επιταγή, συνιστά ουσιαστική εκχώρηση δικαιωμάτων η οποία δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.″
Σύμφωνα με το άρθρο 29 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, (ο ″Νόμος″):
″29.-(1) Νομιμοποιημένος κομιστής είναι ο κάτοχος ο οποίος έλαβε συναλλαγματική, συμπληρωμένη και κανονική στην όψη της, με τους πιο κάτω όρους, δηλαδή -
(α) Ότι έγινε κάτοχος αυτής προτού αυτή καταστεί ληξιπρόθεσμη και χωρίς ειδοποίηση ότι προηγουμένως δεν τιμήθηκε, αν τέτοια ήταν η περίπτωση٠″
Συναφώς, για να θεωρηθεί ένας, ως νομιμοποιημένος κομιστής, πρέπει να συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις. Το άρθρο 30(2) του πιο πάνω Νόμου προβλέπει ότι κάθε κάτοχος συναλλαγματικής (και κατ' επέκταση επιταγής), θεωρείται, εκ πρώτης όψεως, ότι είναι νομιμοποιημένος κομιστής, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η έκδοση ή διαπραγμάτευση της επιταγής επηρεάζεται από δόλο, εξαναγκασμό ή βία, φόβο ή παρανομία, οπόταν τεκμαίρεται ότι δεν είναι νομιμοποιημένος κομιστής.
Με παραπομπή στην υπόθεση Jones (R.E.) Ltd ν. Waring & Gillow Ltd (1926) A.C. 670, αναφέρεται ότι, «η έκφραση νομιμοποιημένος κομιστής, όπως καθορίζεται στο άρθρο 29, δεν περιλαμβάνει τον αρχικό δικαιούχο της επιταγής. Προτού ένα πρόσωπο καταστεί νομιμοποιημένος κομιστής πρέπει το έγγραφο αυτό να μεταβιβασθεί σ' αυτόν, και τούτο γιατί η αρχική παράδοση του εγγράφου της επιταγής ή της συναλλαγματικής δεν θεωρείται μεταβίβαση».
Η έννοια του νομιμοποιημένου κομιστή, εξετάστηκε στην υπόθεση Τσιακλίδης ν. Σιάνου (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 296, όπου τονίστηκε ότι, νομιμοποιημένος κομιστής υπό την έννοια του άρθρου 29(1) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, είναι το πρόσωπο στην κατοχή του οποίου περιήλθε, νομίμως, η συναλλαγματική, επειδή δόθηκε αξία γι' αυτήν. Ο κάτοχος, για αξία, μιας επιταγής έχει, εκ του νόμου (άρθρο 38 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262), δικαιώματα ανάμεσα στα οποία και το δικαίωμα έγερσης αγωγής στο όνομα του, εναντίον του εκδότη της επιταγής. Στην υπόθεση Τρικωμίτης ν. Ανδρέου (Αρ. 2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 597, τονίστηκε ότι νομιμοποιημένος κομιστής μια επιταγής είναι εκείνος που έχει αγώγιμο δικαίωμα επ' αυτής.
Πρωτοδίκως έγινε αποδεχτή η θέση των εφεσιβλήτων σύμφωνα με την οποία η εκχώρηση των επιταγών στη Laiki Factors Ltd, αποστέρησε στην εφεσείουσα το δικαίωμα καταχώρισης της υπό εκδίκαση ποινικής υπόθεσης. Ειδικώς αναφέρθηκε στη μαρτυρία του ΜΚ5, ο οποίος παραδέχθηκε ότι πληρώθηκε ένα μέρος του ποσού της επιταγής, πλην, όμως, αγνόησε ότι οι επιταγές δεν τιμήθηκαν και τελικώς επιστράφηκαν στους παραπονουμένους και κατατέθηκαν χωρίς ένσταση από τον κάτοχο τους.
Διαπιστώνεται συναφώς ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε μόνο το θέμα της εκχώρησης των επιταγών, παραγνωρίζοντας, αφενός ότι μόνο οι τρεις, από τις τέσσερις, επιταγές είχαν προωθηθεί προς τη Laiki Factors Ltd αλλά και αφετέρου ότι επρόκειτο περί δίγραμμων επιταγών (A/C Payee Only).
Το άρθρο 82 του περί Συναλλαγματικών Νόμου (πιο πάνω) αναφέρει ότι:
″(1) Όταν επιταγή είναι δίγραμμη και φέρει επ' αυτής, σε συσχετισμό με τη διγράμμιση, τις λέξεις 'για λογαριασμό του δικαιούχου' με ή χωρίς τη λέξη 'μόνο' η επιταγή δεν είναι μεταβιβάσιμη αλλά ισχύει μόνο μεταξύ των μερών.
(2) Για σκοπούς του άρθρου 80 τραπεζίτης δε θα τύχει μεταχείρισης ως έχων διαπράξει αμέλεια για μόνο το λόγο της παράλειψής του να ενδιαφερθεί για οποιαδήποτε φαινομενική οπισθογράφηση επιταγής η οποία δυνάμει του εδαφίου (1) ή άλλως πως δεν είναι μεταβιβάσιμη.″
Στο σύγγραμμα Ellinger's Modern Banking Law, Fifth Edition, στη σελίδα 416, αναφέρεται στο άρθρο 81Α του περί Συναλλαγματικών Νόμου της Αγγλίας (Bills of Exchange Act 1882), το οποίο είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 82 του Κεφ. 262 (ανωτέρω) το οποίο έχει ως ακολούθως:
″(1) Where a cheque is crossed and bears across its face the words "account payee" or "a/c payee", either with or without the word "only" the cheque shall not be transferable but shall only be valid as between the parties thereto."
Στο εν λόγω σύγγραμμα αναφέρονται τα εξής:
″Such a cheque now has the same legal effect as a cheque that has the words "not transferable on its face or that has the word "only" added after the payee's name. Accordingly under section 8(1) and 81A of the BEA 1882, the title to an instrument bearing any of these formulae cannot be passed by negotiation and the original payee, to whom the instrument has been issued, remains its owner notwithstanding his attempt to transfer the instrument. The transferee, thus, does not obtain a title to the cheque and cannot bring an action to enforce it in his own name."
Με γνώμονα τα πιο πάνω καθίσταται σαφές ότι οι συγκεκριμένες επιταγές, που με βάση την αναντίλεκτη μαρτυρία έφεραν δίγραμμη ένδειξη, δεν ήταν μεταβιβάσιμες. Βρισκόμενες δε, στην κατοχή της εφεσείουσας προκύπτει αβίαστα ότι δεν έχει απωλέσει το δικαίωμα της να προχωρήσει με την καταχώριση της παρούσας ποινικής υπόθεσης. Σημειώνουμε ότι δεν προκύπτει από την κατατεθείσα μαρτυρία ότι η εφεσείουσα εκχωρούσε τα δικαιώματα της επί των επιταγών, ούτε αν η οπισθογράφηση έγινε από εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο της εφεσείουσας, όταν ο ΜΚ5 είπε ότι η εφεσείουσα κατέθετε τις επιταγές στη Λαϊκή Τράπεζα και αυτοί «τα κανόνιζαν» με τη Factors, υποδηλώντας μια εσωτερική σχέση μεταξύ της Λαϊκής Τράπεζας και της Factors. Παρατηρούμε δε ότι η επιταγή Τεκμ. 6 δεν φέρει οποιαδήποτε ένδειξη αν προωθήθηκε προς την Factors. Απλώς, όπως λέχθηκε, κατατέθηκε προς εξαργύρωση και επιστράφηκε απλήρωτη.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος. Η έφεση επιτυγχάνει σε σχέση με τις εφεσίβλητες 1 και 2 ως προς τις κατηγορίες της έκδοσης επιταγής και της παροχής συνδρομής, κατά παράβαση των άρθρων 305Α και 20, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, με το δεδομένο ότι πρωτοδίκως, όπως ήδη σημειώσαμε, αποφασίστηκε ότι δεν ελλείπουν οποιαδήποτε συστατικά στοιχεία αναφορικά με τις εν λόγω εφεσίβλητες ως προς τα πιο πάνω αδικήματα. Ως εκ των ανωτέρω, οι εφεσίβλητες θα πρέπει να κληθούν σε απολογία επ' αυτού.
Η εφεσείουσα στρέφεται και εναντίον της αθώωσης του εφεσίβλητου 6.
Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν τέθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία είτε για την υπογραφή των επιταγών, ούτε και για συμμετοχή του ή συνδρομή του στη διάπραξη των αδικημάτων, από τον εφεσίβλητο 6.
Στην υπόθεση Αθανάσιος Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261, αναφέρθηκε ότι οι διευθυντές εταιρείας, που υπογράφουν επιταγές για λογαριασμό της, δεν έχουν προσωπική αστική ευθύνη, αλλά η ευθύνη βαρύνει την εταιρεία, που παραμένει ο εκδότης της επιταγής. Αυτό, όμως, δεν αποκλείει την πιθανότητα ύπαρξης ποινικής τους ευθύνης ως συνεργών. Μπορεί έτσι να διωχθούν, ως κάθε πρόσωπο, που εμπλέκεται σε αδίκημα, ως αυτουργοί, δυνάμει του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα. Απαιτείται, συνεπώς, να αποδειχθεί η ένοχη πράξη (actus reus) από συνεργό, η οποία εμπεριέχει δύο στοιχεία ήτοι (α) την παροχή βοήθειας ή την παρακίνηση σε αδίκημα, και (β) την ένοχη διάνοια (mens rea), η οποία αναμένεται να σχετίζεται και με τις δύο αυτές έννοιες. Το νοητικό μάλιστα στοιχείο για το συνεργό, είναι γενικά στενότερο και πιο απαιτητικό απ' ότι χρειάζεται για τον αυτουργό και απαιτεί πρόθεση ή γνώση εκ μέρους του συνεργού.
Δεν θεωρούμε ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, παρέχεται πεδίο επέμβασης μας στην απόφαση του δικαστηρίου αναφορικά με τον εφεσίβλητο 6. Από τη μαρτυρία που κατατέθηκε δεν προέκυπτε ότι ο εν λόγω εφεσίβλητος είχε, οποιαδήποτε, ανάμειξη στην έκδοση των επιταγών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ1, η υπογραφή στις επιταγές τέθηκε από την εφεσίβλητη 2, η οποία υπέγραψε στην παρουσία της (σελ. 36 των πρακτικών). Η ίδια μάρτυρας ανέφερε ότι το πρόβλημα που τέθηκε με την τίμηση των επιταγών και ο τρόπος επίλυσης του, είχε συζητήσει με την εφεσίβλητη 2 και όχι με τον εφεσίβλητο 6. Ο ΜΚ3 ανέφερε ότι η εφεσίβλητη 2 είχε υπογράψει τις επιταγές και δεν έγινε αναφορά στον εφεσίβλητο 6.
Ως εκ τούτου, η έφεση αναφορικά με τον εφεσίβλητο 6 απορρίπτεται.
Η έφεση επιτυγχάνει αναφορικά με τις εφεσίβλητες 1 και 2. Διατάσσεται η συνέχιση της ακρόασης της υπόθεσης ενώπιον του ίδιου Δικαστή, με κλήση των κατηγορούμενων 1 και 2 (εφεσίβλητων 1 και 2) σε απολογία για τις κατηγορίες 1 και 2, ήτοι, της έκδοσης και συνδρομής στην έκδοση επιταγών, κατά παράβαση του άρθρου 305Α, του Κεφ. 154. Τα έξοδα της έφεσης ύψους €2.000 επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 2.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/ΔΓ
[1] Η έφεση εναντίον των εφεσίβλητων 3, 4 και 5 αποσύρθηκε.