ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γενικός Eισαγγελέας ν. Kώστα Mέλιου Mενελάου (2004) 2 ΑΑΔ 223
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Βασίλη Βάσου και Άλλου (2005) 2 ΑΑΔ 653
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ηλία Ευσταθίου (2009) 2 ΑΑΔ 376
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:B322
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση αρ.35/15
2 Ιουλίου, 2018
(ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές)
ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ
Εφεσείων,
ν.
G.S. ALDO CONCTRUCTION LTD
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Α.Κουμής, για τον εφεσείοντα
Ι. Τζήμας, για την εφεσίβλητη
_ _ _ _ _ _
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ψαρά-Μιλτιάδου,Δ.: Ο εφεσείων υπήρξε ο κατηγορούμενος 2 σε ιδιωτική ποινική υπόθεση. Δια του κατηγορητηρίου η εφεσίβλητη παραπονείτο ότι η πρώην κατηγορούμενη 1 εταιρεία (VASILIKA PUBLISHING & MARKETING LTD) κατά ή περί την 5.10.2010 καθώς και την 12.11.2010 εξέδωσε συγκεκριμένες επιταγές της ΣΠΕ Αλληλεγγύης επ΄ονόματι της εφεσίβλητης παραπονούμενης για τα ποσά €5,500 και €22,000 αντίστοιχα, οι οποίες όταν παρουσιάστηκαν κατά ή μετά την ημερομηνία κατά την οποία κατέστησαν πληρωτέες στην τράπεζα επί της οποίας εξεδόθησαν, δεν εξοφλήθηκαν λόγω του ότι ο λογαριασμός παγοποιήθηκε και οι επιταγές παρέμειναν απλήρωτες για περίοδο 15 ημερών από την ημερομηνία πληρωμής αυτών και η Κ1 παρέλειψε να εξοφλήσει αυτές εντός 15 ημερών από την ημερομηνία παρουσίασης τους στην τράπεζα. (κατηγορίες 1 και 4). Ο εφεσείων ως διευθυντής της Κ1 συμβούλευσε αυτή στη διάπραξη ποινικού αδικήματος και συνέταξε και υπέγραψε για λογαριασμό της, τις πιο πάνω αναφερόμενες επιταγές. (κατηγορίες 2 και 5).
Πρέπει να λεχθεί ότι η Κ1 είχε τεθεί υπό εκκαθάριση στις 16.3.2011 και την 1.3.2013 δόθηκε άδεια από το αρμόδιο Δικαστήριο για συνέχιση της ποινικής διαδικασίας εναντίον της, μέσω του Επίσημου Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή.
Μετά από διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας και αφού το Δικαστήριο θεώρησε αξιόπιστη τη μαρτυρία που πρόσφερε η εφεσίβλητη, δηλαδή αυτή των μαρτύρων ΜΚ1 Γούμενου, διευθυντή της εφεσίβλητης και του ΜΚ2 Σάββα, υπαλλήλου στην ως άνω ΣΠΕ, έκρινε ενόχους τόσο την Κ1 όσο και τον εφεσείοντα. Σε συνάρτηση με την ευθύνη της Κ1 ανέφερε ότι είχε εκδώσει τις επίδικες επιταγές τις οποίες υπέγραψε ο Κ2 στην παρουσία του ΜΚ1 κατά ή περί το χρόνο που αναγράφεται σε έκαστη εξ αυτών και οι οποίες μετά την ημερομηνία που είχαν καταστεί πληρωτέες, ήτοι την 3.2.2011, παρουσιάστηκαν στην ως άνω ΣΠΕ και δεν εξοφλήθηκαν λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων, ως το κατηγορητήριο. Σε σχέση με τον εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι η συνέργεια του συντελέστηκε με την υπογραφή των επιδίκων επιταγών, κατά το χρόνο κατά τον οποίο γνώριζε ότι δεν υπήρχαν εντός του επιδίκου λογαριασμού της Κ1 τα διαθέσιμα προς εξόφληση της κεφάλαια.
Η πρωτόδικη κρίση βάλλεται με αριθμό λόγων έφεσης που αφορούν την καταδίκη. Ο κ.Κουμής προώθησε ιδιαίτερα τους λόγους έφεσης που αφορούν κατ΄ισχυρισμό αντικανονικότητα της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι 3 πρώτοι λόγοι έφεσης, έστω και με διαφορετική διατύπωση, έχουν ως πυρήνα τη θέση της πλευράς του εφεσείοντα, ότι παρατηρήθηκε αντικανονικότητα στη διαδικασία. ΄Οταν το Δικαστήριο επέτρεψε τροποποίηση του κατηγορητηρίου στις κατηγορίες που αφορούσαν και τους δύο κατηγορούμενους αναφορικά με τον τόπο του αδικήματος (αντί Λάρνακα, Αμμόχωστος), προχώρησε στη συνέχιση της ακρόασης χωρίς η Κ1 να απαντήσει στο τροποποιηθέν κατηγορητήριο κατά παράβαση του άρθρου 83 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Αυτό κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο οδηγεί σε ακυρότητα της διαδικασίας ώστε και ο εφεσείων να πρέπει να αθωωθεί. Σημειώνουμε ότι ο εφεσείων κλήθηκε να απαντήσει στο τροποποιηθέν κατηγορητήριο. Με όλο το σεβασμό η προβαλλόμενη θέση με κανένα τρόπο δεν αφορά την εγκυρότητα της διαδικασίας έναντι του εφεσείοντα. Εξάλλου η διαδικασία εναντίον της Κ1 διεξαγόταν ερήμην δηλαδή χωρίς να εκπροσωπείται από τον Επίσημο Παραλήπτη. Συνεπώς κρίνουμε ότι οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 δεν μπορούν να προωθηθούν από τον εφεσείοντα και αποτυγχάνουν.
Ο 4ος λόγος έφεσης αφορά το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επίδικες επιταγές υπεγράφησαν στις 12.11.2010 και 5.10.2010. Ο λόγος αυτός συναρτάται με την αξιοπιστία του ΜΚ1. Εξετάσαμε τις θέσεις του εφεσείοντα σε συνάρτηση τόσο με τη δοθείσα μαρτυρία όσο και με τον τρόπο αξιολόγησης της από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Είναι γνωστό ότι η επέμβαση στον τρόπο αξιολόγησης που γίνεται πρωτοδίκως είναι καθορισμένη σε πλαίσια που η νομολογία έχει εξηγήσει. Στα πλαίσια αυτά έχουμε εξετάσει το λόγο έφεσης και παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε επαρκή αιτιολογία γιατί αποδέκτηκε τη σχετική μαρτυρία του ΜΚ1. Συγκεκριμένα στην απόφαση αναφέρεται:
«Βρίσκω τον ΜΚ1 ως μάρτυρα επί των λεγομένων του οποίου μπορώ να βασιστώ για να εξάξω ασφαλή συμπεράσματα. Παρόλο που είχε όφελος να αποκομίσει από την μη παράθεση της αλήθειας στο Δικαστήριο, ήτοι την καταδίκη της Κ1 και του Κ2, δεν μου φάνηκε να έχει προς τούτο υπέρμετρο ζήλο. Μου φάνηκε ειλικρινής, άμεσος και σαφής στις απαντήσεις του. Είναι γεγονός ότι σε ερώτηση πότε ακριβώς εκδόθηκαν οι σχετικές επιταγές, είπε ότι ήταν στις ημερομηνίες που εμφαίνονται επ' αυτών. Σε σχέση με την επιταγή ημερ. 5/10/10, είπε ότι. αν δεν ήταν 5-10-10 ήταν στις 6 ή στις 7 Οκτωβρίου. Σε σχέση με την επιταγή ημερομηνίας 12-11-2010 ανέφερε ότι η Παραπονούμενη εξέδωσε απόδειξη για αυτήν την 9-11-2010 (το Τεκμήριο 5). Βρίσκω αυτή τη μικροαντίφαση στη μαρτυρία του, όχι τέτοιας έκτασης η βαρύτητας που να μπορεί να υπερφαλαγγίσει την όλη συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα ή να ακυρώσει την εν γένει αξιοπιστία της εκδοχής του. ΄Ετσι κι αλλιώς σύμφωνα με τη νομολογία η μεταχρονολόγηση επιταγών, από μόνη της, δεν επηρεάζει ουσιωδώς την πλήρωση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, εάν καθόλα τα λοιπά, αυτά πληρούνται. Και αυτό διότι ουσιώδης χρόνος ως προς τη διαπίστωση της ένοχης διάνοιας του κατηγορούμενου φυσικού προσώπου, είναι η ημερομηνία έκδοσης των επιταγών και όχι η ημερομηνία παρουσίασης τους ή οποιαδήποτε άλλη. Κάτι για το οποίο, εν προκειμένω, ο ΜΚ1 έδωσε σαφή μαρτυρία. Δέχομαι, επομένως, την μαρτυρία του στο σύνολό της».
Δεν χωρεί πεδίο επέμβασης μας στο ως άνω έργο αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δια της πιο πάνω διαπίστωσης μας απαντάται ουσιαστικά και ο λόγος έφεσης 5.
Ο 6ος λόγος ο οποίος αποτέλεσε την κύρια θέση του εφεσείοντα αφορά το κατ΄ισχυρισμόν λανθασμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως τα τεκμ.3 και 4, δηλαδή οι επιταγές, υπεγράφησαν από τον εφεσείοντα.
Στην ίδια δε βάση ουσιαστικά εδράζονται και οι λόγοι 7 και 8 αφού βασιζόμενο το Δικαστήριο στο ότι ο εφεσείων υπέγραψε τις επίδικες επιταγές ακολούθως τον έκρινε ένοχο. Εξετάσαμε τους ως άνω λόγους με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου αλλά και τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας. Διαπιστώνεται ότι ο ΜΚ1 ήταν απόλυτα σαφής ως προς το γεγονός της υπογραφής των επιδίκων επιταγών από τον εφεσείοντα στην παρουσία του. Μάλιστα σε σχέση με την όλη εμπλοκή του εφεσείοντα, ο ΜΚ1 υπήρξε απόλυτα επεξηγηματικός και πειστικός, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επισημαίνει. Επίσης ορθά έλαβε υπόψη και τη μαρτυρία του ΜΚ2. Στηριζόμενο συνεπώς στη μαρτυρία αυτή ορθά ακολούθως θεώρησε τον εφεσείοντα ένοχο, ως το κατηγορητήριο. Εντελώς δε αστήρικτη είναι η θέση πως το Δικαστήριο είχε εξάξει ενοχοποιητικά συμπεράσματα από το δικαίωμα σιωπής του εφεσείοντα.
Με τον 9ο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι απέτυχε το Δικαστήριο να διαγνώσει την ποινική ευθύνη του εφεσείοντα σε εύλογο χρόνο.
΄Εχουμε εξετάσει προς το σκοπό αυτό την απόφαση του Δικαστηρίου και διαπιστώνουμε ότι ο παράγοντας χρόνος, ρητώς λαμβάνεται υπόψη, από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την ποινή. ΄Οσον αφορά την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στη εκδίκαση της υπόθεσης δεν θα διαφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο ότι όντως υφίσταται. Όμως, αφενός τούτο δεν καταργεί την ποινική ευθύνη του εφεσείοντα και αφετέρου δεν φαίνεται να προκάλεσε οποιαδήποτε βλάβη στην υπεράσπιση αυτού. Εξάλλου, κάτι τέτοιο δεν προβάλλεται. (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223, Γενικός Εισαγγελέας ν. Βάσου (2005) 2 Α.Α.Δ. 653 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009)2 Α.Α.Δ. 376).
Συνεπώς και ο 9ος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Η έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.