ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B372
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
20 Ιουλίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση 179/2015)
ΚΟΥΛΕΡΜΟΥ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Θ. Αντωνίου (κα) για Κ. Θεοχαρίδη, για τον Εφεσείοντα.
Αντ. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπιζε, στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης 3403/2011, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, 59 κατηγορίες που είχαν ως βάση την κλοπή από Διευθυντές ή Αξιωματούχους Εταιρειών κατά παράβαση των άρθρων 20, 255 και 269 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, Καταρτισμό και Κυκλοφορία Πλαστού Εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335, 339 του Ποινικού Κώδικα, Απόσπαση Αγαθών δια Ψευδών Παραστάσεων κατά παράβαση των άρθρων 297, 298(1) του Ποινικού κώδικα, Νομιμοποίηση από Παράνομες Δραστηριότητες κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(ιιι), 5(α) και 7 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν. 188(Ι)/2007). Ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία, βρέθηκε ένοχος σε 52 από αυτές και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 24 μηνών.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πιο πάνω καταδικαστικής απόφασης. Στο πλαίσιο της αγόρευσης της, η εφεσίβλητη αποδέχθηκε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τις κατηγορίες 2, 4, 6 και 8, οι οποίες αφορούν νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, είναι εσφαλμένη καθότι ο συγκεκριμένος Νόμος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2008, δηλαδή μετά το χρόνο διάπραξης των εκδικαζόμενων αδικημάτων. Επομένως η έφεση αναφορικά με τις εν λόγω κατηγορίες, που καλύπτονται από το λόγο έφεσης 7, επιτυγχάνει.
Στο στάδιο αυτό σημειώνουμε ότι ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρεται στα αδικήματα της κλοπής επιταγής της ΣΠΕ Μακράσυκας, και περιλαμβάνονται στις κατηγορίες 5 και 6, καταλήγει ότι αποδείχθηκαν οι κατηγορίες 3 και 4 οι οποίες αφορούν άλλα αδικήματα. Είναι εμφανές ότι πρόκειται περί δακτυλογραφικού λάθους και καθίσταται άνευ σημασίας για την έφεση.
Σύμφωνα με την πρωτοδίκως προσαχθείσα μαρτυρία, ο εφεσείων, ενώ ήταν διευθυντής της εταιρείας ΠΕΑΛ Αστικά Λεωφορεία Λάρνακας («ΠΕΑΛ»), έκλεψε διάφορα χρηματικά ποσά, καθώς επίσης κυκλοφόρησε πλαστά τιμολόγια τα οποία αφορούσαν αγορά υπηρεσιών ή αντικειμένων για την εταιρεία ΠΕΑΛ.
Ο κυριότερος μάρτυρας κατηγορίας ήταν ο Αυγουστή (Μ.Κ. 2), ένας εκ των διευθυντών της εταιρείας ΠΕΑΛ. Η εταιρεία, ήταν η εκδοχή που πρόβαλε ο μάρτυρας, είχε συνάψει δάνεια σε διάφορα τραπεζικά και συνεργατικά ιδρύματα. Τα χρήματα από τα εν λόγω δάνεια δεν χρησιμοποιήθηκαν για σκοπούς της εταιρείας αλλά προς όφελος του εφεσείοντα και του συγκατηγορουμένου του. Περαιτέρω, έσοδα τα οποία έπρεπε να είχαν καταβληθεί στην εταιρεία ΠΕΑΛ, εισπράχθηκαν από άλλη εταιρεία του εφεσείοντα. Τέλος, προβλήθηκε ότι ο εφεσείων κατήρτησε πλαστά έγγραφα, για δήθεν αγορές που έκαμε η εταιρεία ΠΕΑΛ και με αυτά αποσπούσε χρήματα από την εν λόγω εταιρεία.
Ο εφεσείων επέλεξε να μην καταθέσει ως μάρτυρας, ούτε προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία προς υπεράσπιση του.
Η παρούσα έφεση περιλάμβανε, αρχικώς, 15 λόγους έφεσης. Πριν την ακρόαση αποσύρθηκαν οι λόγοι 10 μέχρι και 15, που αφορούσαν την ποινή. Κατά τη συζήτηση της έφεσης η ευπαίδευτη συνήγορος απέσυρε, επίσης, τους λόγους έφεσης 5, 8 και 9. Όπως σημειώσαμε πιο πάνω, έγινε αποδεκτός ο λόγος έφεσης 7 και παρέμειναν συνεπώς προς εκδίκαση πέντε λόγοι έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται η μη απόδειξη των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων της κλοπής, της κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων και της νομιμοποίησης εσόδων. Το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας του εφεσείοντα για υποστήριξη του λόγου αυτού στρεφόταν στην αξιολόγηση του Μ.Κ. 2. Όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, το πρωτόδικο δικαστήριο μεροληπτούσε υπέρ της αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε συγκρουόμενα συμπεράσματα χωρίς δικανική κρίση. Περαιτέρω, με αναφορά σε διάφορα αποσπάσματα από την απόφαση, έγινε εισήγηση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην ενοχή του εφεσείοντα βασιζόμενο σε εικασίες και υποθέσεις, χωρίς να έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων.
Αναφορικά με το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα, είναι καλά θεμελιωμένες οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Τέτοια παρέμβαση χωρεί όταν τα συμπεράσματα του αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητη μαρτυρία. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816:
″Η νομολογία μας αναγνωρίζει ότι είναι φυσιολογικό να υπάρχουν κάποιες αντιφάσεις και το Εφετείο επεμβαίνει, όταν διαπιστωθούν τέτοιες, μόνο όταν είναι ουσιαστικής μορφής και πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή καταδεικνύουν πρόθεση εκ μέρους του να πει ψέματα.″
Στην πρόσφατη απόφαση στην Ποινική Έφεση Aρ. 70/2017, Αγγελή ν. Δημοκρατίας, ημερ. 27 Φεβρουαρίου 2018, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
"Η νομολογία επί του θέματος είναι ευθυγραμμισμένη. Λέχθηκαν, σχετικά, τα ακόλουθα στην πρόσφατη απόφαση Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:
«Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»"
Τα πιο πάνω λεχθέντα στην υπόθεση Αγγελή (ανωτέρω), ισχύουν απολύτως επί του προκειμένου. Το πρωτόδικο δικαστήριο, έχοντας υπόψη την ηλικία του Μ.Κ. 2, το γεγονός ότι ήταν άρρωστος, χρόνου που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και το χαμηλό μορφωτικό του επίπεδο, παρόλο που διέκρινε και επεσήμανε τις αντιφάσεις που υπήρχαν στη μαρτυρία του και αναδείχθηκαν στο στάδιο της αντεξέτασης, ιδιαιτέρως ως προς το θέμα της ιδιότητας υπογραφής των δανείων, έκρινε το Μ.Κ. 2 αξιόπιστο, αναφέροντας ιδιαιτέρως το εξής: «Ήταν σε θέση να θυμηθεί σε γενικές γραμμές τι είχε γίνει, ως και επίσης να περιγράψει τη σταδιακή απογύμνωση των εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας «ΠΕΑΛ» με το δικό του τρόπο».
Θεωρούμε ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου ως προς τα ευρήματα αξιοπιστίας αναφορικά με το Μ.Κ. 2. Έχουμε εξετάσει τα αποσπάσματα στα οποία μας παρέπεμψε ο εφεσείων, πλην, όμως, η αξιολόγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου εδραζόταν στο σύνολο της μαρτυρίας και όχι αποσπασματικά. Ενόψει αυτού, δεν δικαιολογείται επέμβαση μας. Το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε ικανοποιητικούς και πειστικούς λόγους για την αποδοχή της εν λόγω μαρτυρίας. Όπως σημειώσαμε, εντόπισε τις αντιφάσεις που υπήρχαν και αξιολογώντας και την υπόλοιπη μαρτυρία, έκρινε ότι αυτή δεν συγκρουόταν με τα λεχθέντα από το Μ.Κ. 2, κάμνοντας ειδική αναφορά επί τούτου στη μαρτυρία του Χατζηαντωνίου (Μ.Κ. 3), γραμματέα της ΣΠΕ Τρούλλων. Περαιτέρω, το δικαστήριο στηρίχθηκε στην ενδελεχή έρευνα που έγινε από τη Μ.Κ. 11, τα ευρήματα της οποίας δεν έχουν αμφισβητηθεί. Συνεπώς, δεν θεωρούμε ότι υπάρχει έρεισμα στην εισήγηση περί ύπαρξης σοβαρών και θεμελιακών αντιφάσεων, τα οποία να οδηγούν σε αναγκαιότητα διαφοροποίησης του συγκεκριμένου συμπεράσματος του δικαστηρίου. Όπως ορθώς σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, υπήρχαν κάποιες ανακρίβειες, οι οποίες όμως δεν κρίνονται μικροσκοπικά, αλλά εξετάζονται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της μαρτυρίας όπως αυτή έχει προσαχθεί και ιδιαιτέρως, όπως σημειώσαμε, στη βάση των μη αμφισβητηθέντων ευρημάτων που κατατέθηκαν από τη Μ.Κ. 11, το Τεκμ. 32. Περαιτέρω, υπήρξε ενίσχυση της μαρτυρίας και από σειρά άλλων μαρτύρων, η μαρτυρία των οποίων, ουσιαστικώς, δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση.
Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης προβλήθηκε ισχυρισμός ότι δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων. Σημειώνουμε ότι με τρόπο πολύ αόριστο και γενικευμένο προβλήθηκε ο εν λόγω ισχυρισμός, χωρίς παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων εδραζομένων στην προσαχθείσα μαρτυρία που να θεμελιώνουν το επιχείρημα, πέραν των όσων αναφέρθηκαν αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2.
Πρωτοδίκως αναλύθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής από διευθυντή και κρίθηκε ότι αυτά έχουν αποδειχθεί. Παραθέτουμε προς τούτο το πιο κάτω απόσπασμα:
″Κλοπή από διευθυντή με βάση τις διατάξεις του άρθρου 269, συντελείται όποτε πρόσωπο εκμεταλλευόμενο την ιδιότητα του ως διευθυντής κλέβει περιουσία της εταιρείας που αντιπροσωπεύει. Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής προδιαγράφονται στο άρθρο 255, του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Κλοπή διευθυντή συντελείται σύμφωνα με το άρθρο 269, όταν περιουσία της εταιρείας έρχεται στην κυριότητα του υπαίτιου για λογαριασμό αυτής της εταιρείας ή οργανισμού και αυτός προβεί σε ιδιοποίηση αυτής της περιουσίας με σκοπό να στερήσει τον ιδιοκτήτη από την περιουσία του. Το συγκεκριμένο αδίκημα επιφέρει μεγαλύτερη ποινή από την κοινή κλοπή, διότι στην περίπτωση του υπηρέτη υπάρχει το στοιχείο του δόλου και της κατάχρησης της σχέσης εμπιστοσύνης που πρέπει να αποδειχθεί. Στην Αγγλική υπόθεση R v. Lawrence, καταγράφονται αναλυτικά τα συστατικά στοιχεία της κλοπής. Πρέπει να αποδειχθεί ότι υπήρξε 1) δόλια 2) ιδιοποίηση 3) περιουσίας άλλου προσώπου 4) με σκοπό ο ιδιοκτήτης αυτής της περιουσίας να στερηθεί για πάντα αυτή την περιουσία. Ιδιοποίηση της περιουσίας συντελείται όποτε πρόσωπο αναλάβει την περιουσία ή διαθέτει την περιουσία χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Επομένως, οι κατηγορούμενοι παρέλαβαν την περιουσία της εταιρείας νόμιμα, αλλά μετά διέθεσαν την περιουσία με τρόπο που δεν είχαν τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη.″
Το πρώτο αδίκημα που αντιμετώπιζε ο εφεσείων είχε ως βάση το άρθρο 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, που ορίζει γενικά «την κλοπή» και το άρθρο 269 του ίδιου νομοθετήματος. Τα άρθρα αυτά προνοούν τα ακόλουθα:
″255.-(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει ο,τιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:
Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.
(2) (α) Ο όρος "αποκτά κατοχή" περιλαμβάνει και το να αποκτά κατοχή-
(i) με τέχνασμα
(ii) με εκφοβισμό
(iii) με συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι κατοχή του αποκτώμενου αποκτήθηκε με τέτοιο τρόπο
(iv) με ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ανακαλυφθεί με εύλογα διαβήματα
(β) ο όρος "αποκομίζει" περιλαμβάνει κάθε μετακίνηση οποιουδήποτε πράγματος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει, προκειμένου όμως για πράγμα προσαρτημένο, μόνο αν αυτό αποσπάστηκε εντελώς,
(γ) ο όρος "ιδιοκτήτης" περιλαμβάνει και τον ιδιοκτήτη μέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ειδική ιδιοκτησία πράγματος το οποίο δύναται να καταστεί αντικείμενο κλοπής.
(3) Δύναται να είναι αντικείμενο κλοπής κάθε πράγμα που έχει αξία και που ανήκει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, προκειμένου όμως για πράγμα προσκολλημένο σε ακίνητο μετά το διαχωρισμό του από τέτοιο ακίνητο.″
Κλοπή από διευθυντές ή αξιωματούχους εταιρειών.
″269. Αν ο υπαίτιος κλοπής είναι διευθυντής ή αξιωματούχος οργανισμού ή εταιρείας, αυτό που κλάπηκε είναι περιουσία του οργανισμού ή της εταιρείας, αυτός υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
Αναφορικά με το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες για να στοιχειοθετηθεί και να εξεταστεί πρέπει πρώτα να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κλοπής από διευθυντή. Εάν το αδίκημα της κλοπής δεν αποδειχτεί, τότε αυτόματα δεν αποδεικνύεται ούτε η κατηγορία για νομιμοποίηση εσόδων.″
Τo δικαστήριο, αφού αξιολόγησε το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας και ιδιαιτέρως της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2, συνδυαζόμενης με τα μη αμφισβητηθέντα ευρήματα της Μ.Κ. 11, κατέληξε ότι ο εφεσείων είχε οικειοποιηθεί δολίως χρηματικά ποσά περιουσία της εταιρείας ΠΕΑΛ, ενώ είχε προβεί σε παραστάσεις προς το Μ.Κ. 2 ότι τα συγκεκριμένα ποσά θα χρησιμοποιούνταν για σκοπούς της εταιρείας. To δικαστήριο, στη βάση αυτής της μαρτυρίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχαν αποδειχθεί οι κατηγορίες που αφορούσαν τα συνηφθέντα δάνεια. Τα χρήματα από τα δάνεια ήταν περιουσία της εταιρείας τα οποία θα χρησιμοποιούνταν για συγκεκριμένο σκοπό, ήτοι, για την αγορά λεωφορείων και μετοχών. Ήταν κοινή περιουσία όλων των μετόχων της εταιρείας ΠΕΑΛ, και τουλάχιστον όλων των συνοφειλετών του δανείου και δεν ήταν περιουσία του εφεσείοντα και του πρώην συγκατηγορούμενου του για να τα διαχειρίζονταν όπως ήθελαν.
Περαιτέρω, το εύρημα ότι οι συναλλαγές στις οποίες προέβη ο εφεσείων δεν έγιναν καλή τη πίστη και η πρόθεση του ως προς τη διάθεση των χρημάτων δεν ήταν αγνή, έμεινε χωρίς αμφισβήτηση. Δοθείσης της δόλιας πρόθεσης του εφεσείοντα, το αδίκημα της κλοπής των χρημάτων είχε αποδειχθεί, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι τα χρήματα προέρχονταν από δάνειο στο οποίο ήταν όλοι οι μέτοχοι συνοφειλέτες.
Η ίδια δόλια πρόθεση διαπιστώθηκε αναφορικά και με τα χρήματα που ήταν κατατεθειμένα σε άλλη συνεργατική εταιρεία (ΣΠΕ Μακράσυκας), τα οποία επίσης ο εφεσείων χρησιμοποίησε για αποπληρωμή των δανείων, που αναφέραμε πιο πάνω.
Ο εφεσείων, χρησιμοποιώντας εικονική συμφωνία για αγορά λεωφορείων, κατάφερε να μεταβιβάσει περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας ΠΕΑΛ, ήτοι μετοχές της εταιρείας «Μεταφορική Εταιρεία Δρομολαξιά Λτδ», σε εταιρεία της οποίας ήταν ιδιοκτήτης. Η εικονική αυτή συναλλαγή, όπως καταλήγει το δικαστήριο, αποδεικνύει τη δόλια πρόθεση του εφεσείοντα να στερήσει περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας εις βάρος των υπόλοιπων μετόχων της εταιρείας.
Τέλος το δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων, πάλι προβαίνοντας σε εικονικές συναλλαγές κυκλοφορώντας πλαστά τιμολόγια ως προς τα έξοδα της εταιρείας, κατάφερε να οικειοποιηθεί έσοδα της εταιρείας.
Συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κλοπής είναι ο δόλος και η πρόθεση μόνιμης αποστέρησης περιουσίας που ανήκει σε άλλο. Τούτο εξάγεται από το σύνολο της μαρτυρίας, καθώς επίσης και από τη συμπεριφορά ενός κατηγορουμένου στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, που συνήθως έχουν το χαρακτήρα περιστατικής μαρτυρίας.
Σύμφωνα με τον Blackstone΄s Criminal Practice, 2016, σελ. 404, παρ. Β 4.10:
″Theft consists of five elements: (i) dishonest (ii) appropriation (iii) property (iv) belonging to another (v) with the intention of permanently depriving the other of it.″
Το συστατικό στοιχείο του δόλου έχει αναλυθεί στην υπόθεση Ιωάννης Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, στη σελίδα 514, ως ακολούθως:
″Από την ανάλυση προκύπτει ότι η λέξη «fraudulently» δείχνει πράξη σκόπιμη και με πρόθεση. Στην υπόθεση Ζησιμίδης επίσης αναφέρθηκε η προγενέστερη Αγγλική υπόθεση R. v. Feely (1973) 1 All ER 341. Η λέξη «fraudulently» είχε ήδη αντικατασταθεί στο Theft Act της Αγγλίας με τη λέξη «dishonestly» και είχε επεξηγηθεί από τα Αγγλικά Δικαστήρια ότι με τη νέα έννοια εισάγεται πλέον η αναγκαιότητα ύπαρξης και ηθικού στιγματισμού της πράξης ως μέρος της έννοιας της κλοπής. Οποιεσδήποτε αμφιβολίες διατυπώθηκαν στην Κυπριακή Νομολογία σχετικά με την πραγματική έννοια της λέξης «fraudulently», μετά την υπόθεση Feely, επεξηγήθηκαν από τη μεταγενέστερη υπόθεση Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1981) 2 C.L.R. 9, όπου, μετά από ολοκληρωμένη ανάλυση της νομολογίας στις σελ. 82-85, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το «fraudulently» όπως είχε αποφασίσει και η Πλατρίτης, σημαίνει σκόπιμα και εκ προθέσεως. Αυτή η πρόθεση φανερώνεται μέσα από τα περιστατικά και γεγονότα της υπόθεσης που εκδικάζεται. Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε και μεταγενέστερα στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14, 26, όπου επίσης διαπιστώθηκε η μη άμεση αντιστοιχία του Κεφ. 154, ως προς το Larceny Act και μετέπειτα το Theft Act.
Όπως αναφέρεται στον Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice, 36η έκδ., σελ. 364, παρ. 1010, η πρόθεση στη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα ανευρίσκεται ως εξυπακουόμενο γεγονός μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα. Άτομο θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεών του. Στη μεταγενέστερη έκδοση του Archbold του 2007, γίνεται πλήρης ανάλυση στις σελ. 1754-1756, παρ. 17-34 με 17-39.″
Στον Blackstone (πιο πάνω), στη σελίδα 408 αναφέρεται ότι:
"The person to whom the property belongs need not be an individual. Α corporation may own property which can be stolen from it, even by persons who are in total control of it by reason of shareholding and directorships."
Με βάση την πιο πάνω νομική ανάλυση, η τελική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, περί στοιχειοθέτησης των υπό αναφορά αδικημάτων, υποστηριζόμενη από την αποδεχτή μαρτυρία, είναι ορθή. Η αναφορά του δικαστηρίου σε κάθε πτυχή της υπόθεσης δεν αφήνει οποιοδήποτε περιθώριο επέμβασης.
Αναφορικά με την απόδειξη των αδικημάτων με βάση τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο, Ν. 188(Ι)/2007[1], ο Νόμος προβλέπει ότι:
"4.(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο ενώ (α) γνωρίζει ή (β) όφειλε να γνωρίζει ότι οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, προβαίνει σε οποιεσδήποτε από τις πιο κάτω ενέργειες:
(iii) αποκτά, κατέχει ή χρησιμοποιεί τέτοια περιουσία."
Επίσης, "έσοδο" σύμφωνα με το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του ίδιου Νόμου είναι:
″«έσοδο» σημαίνει οποιασδήποτε μορφής περιουσία ή οικονομικό όφελος, που προήλθε άμεσα ή έμμεσα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος·"
Γενεσιουργό αδίκημα σύμφωνα με το Άρθρο 5 του ίδιου Νόμου είναι:
"5. Γενεσιουργά αδικήματα είναι:
(α) Τα ποινικά αδικήματα τα τιμωρούμενα με ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει το ένα έτος, ως αποτέλεσμα των οποίων προήλθαν έσοδα, τα οποία δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όπως ορίζεται στο άρθρο 4."
Υπό την αίρεση απόδειξης της διάπραξης του αδικήματος της κλοπής, εξαρτάται και η στοιχειοθέτηση των κατηγοριών που αφορούν το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Από τη στιγμή που το δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι τα τιμολόγια ήταν πλαστά και τα χρησιμοποίησε ώστε να δημιουργηθούν εικονικά έξοδα για την εταιρεία, ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποδείχθηκε το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου.
Στο αιτιολογικό του πρώτου λόγου έφεσης ο εφεσείων προβαίνει και σε άλλους ισχυρισμούς, τους οποίους, όμως, δεν αναπτύσσει στο διάγραμμα αγόρευσης του και θεωρούμε ότι αυτοί έχουν εγκαταλειφθεί.
Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε εξωγενή μαρτυρία, προβλήθηκε με το δεύτερο λόγο έφεσης. Ο προβληθείς ισχυρισμός εδραζόταν στο γεγονός ότι το δικαστήριο δεν έπρεπε να κάμει αποδεχτή τη μαρτυρία του Μ.Κ. 2 και της Μ.Κ. 7, αναφορικά με την υπογραφή του Τεκμ. 8, που αποτελεί το έγγραφο δανείου που έγινε από την ΣΠΕ. Το σημαντικό ήταν η ιδιότητα με την οποία υπέγραψε ο Μ.Κ. 2, ήτοι, αν υπέγραψε ως πρωτοφειλέτης ή ως εγγυητής.
Ο γενικός κανόνας, όπως έχει καθιερωθεί από τη νομολογία, είναι ότι δεν επιτρέπεται η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας για να αντικρούσει, τροποποιήσει, αφαιρέσει ή προσθέσει στους όρους μιας έγγραφης συμφωνίας. Εξαίρεση στον κανόνα ισχύει όταν εγείρεται θέμα απάτης. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Mavrou v. Theodorou (1984) 1 C.L.R. 635:
"The general rule of evidence is that when a transaction has been reduced into writing, extrinsic evidence is in general inadmissible to add to, or substract, vary or contradict the terms of the document. To this rule there are certain exceptions such as cases where fraud or compulsion is alleged; and several other occasions to which we need not refer here in detail."
Το θέμα που εξετάζεται, επί του προκειμένου, είναι η αξιοπιστία των Μ.Κ. 2 και Μ.Κ. 7. Η όλη μαρτυρία στόχευε στο να καταδείξει κατά πόσο ο πρώτος είχε εξαπατηθεί από τον εφεσείοντα, σε συνάρτηση με τη χρησιμοποίηση των χρημάτων από το δάνειο της ΣΠΕ. Δεν προσήχθη η μαρτυρία αυτή, όπως ορθώς αποφάσισε το δικαστήριο, για να διαφοροποιήσει τους όρους της σύμβασης, με απώτερο σκοπό να δημιουργηθούν νέα πραγματικά δεδομένα. Συνεπώς, το θέμα δεν μπορεί να επηρεάσει, με οποιοδήποτε τρόπο, το συμπέρασμα του δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας των δύο αυτών μαρτύρων.
Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει την αξιολόγηση και τη βαρύτητα που αποδόθηκε στη μαρτυρία του Μ.Κ. 2 και της Μ.Κ. 7.
Ως προς το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2 δεν θα προβούμε σε οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση, από τη στιγμή που το θέμα έτυχε σχετικής αναφοράς όταν συζητούσαμε τον πρώτο λόγο έφεσης. Ως προς τη μαρτυρία της Μ.Κ. 7, ο εφεσείων δεν μας είχε παραπέμψει συγκεκριμένα σε μέρος της μαρτυρίας της για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό περί πάσχουσας αξιολόγησης. H μαρτυρία της Μ.Κ. 7 ουσιαστικά επιβεβαιώνει τη μαρτυρία του Μ.Κ. 2. Αναφέρθηκε στα θέματα του δανείου το οποίο υπέγραψε ο Μ.Κ. 2, καθώς και στις συνομιλίες που είχε με τον εφεσείοντα σε σχέση με τα οικονομικά και τις συναλλαγές της εταιρείας. Το δικαστήριο έκρινε τη μάρτυρα αξιόπιστη κάμνοντας αναφορά σε λεπτομέρειες για τις πολύπλοκες συναλλαγές που υπήρξαν και απαντούσε, όπως αναφέρθηκε, με «άνεση και αυθόρμητα».
Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε στοιχείο που να επιτρέπει την επέμβαση μας σ' αυτή την πτυχή της αξιολόγησης που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο, στη βάση της νομολογίας όπως την έχουμε αναλύσει πιο πάνω.
Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του συγκατηγορούμενου του εφεσείοντα. Οι αρχές οι οποίες αναλύονται στην αγόρευση του εφεσείοντα προσδιορίζουν τη βαρύτητα που θα έπρεπε να δοθεί στη μαρτυρία συνεργού. Ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα δεν κατέθεσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και συνεπώς, αδυνατούμε να αντιληφθούμε σε ποια μαρτυρία συγκατηγορουμένου αναφέρεται ο εφεσείων. Συνεπώς, δεν έχει έρεισμα ο πιο πάνω λόγος και απορρίπτεται.
Με τον τελευταίο εναπομείναντα λόγο έφεσης (6ος) αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με την αξιολόγηση της Μ.Κ. 11, ιδιαιτέρως σε σχέση με την απουσία από πλευράς της ελέγχου των λογιστικών βιβλίων της εταιρείας VIAMAX. Η εν λόγω μάρτυρας είχε προβεί σε ενδελεχή έρευνα αναφορικά με τις, κατ' ισχυρισμό, εικονικές οφειλές που έγιναν από τον εφεσείοντα και τις αποπληρωμές έναντι των εν λόγω οφειλών προς τον εφεσείοντα και το συγκατηγορούμενό του. Το δικαστήριο κατέληξε σε αποδοχή της εν λόγω μαρτυρίας, παρόλο που διαπίστωσε το πιο πάνω κενό, γιατί, ουσιαστικώς, τα ευρήματα στα οποία κατέληξε η μάρτυρας δεν είχαν, με οποιοδήποτε τρόπο, αμφισβητηθεί και ούτε, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, ο εφεσείων κατέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου για σκοπούς αντίκρουσης των λεχθέντων. Η διεργασία της αξιολόγησης, η οποία έγινε από το δικαστήριο, ήταν ορθή και ως εκ τούτου, δεν έχει έρεισμα η εισήγηση αυτή.
Με γνώμονα τα πιο πάνω και με βάση τη σαφή θέση του συνήγορου της εφεσίβλητης, η έφεση, αναφορικά με το λόγο έφεσης 7, επιτυγχάνει. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάττεται από τις κατηγορίες 2, 4, 6 και 8 που αντιμετώπιζε.
Η έφεση αναφορικά με τους υπόλοιπους λόγους απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/ΔΓ
[1] Ως ίσχυε κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων.